REVIEWS
Trending

FAR CRY 6

Το πιο δύσκολο κομμάτι στη συγγραφή ενός review είναι η έναρξή του. Είναι η στιγμή που το λευκό «χαρτί» και ο κέρσορας περιμένουν υπομονετικά να γεμίσουν με λέξεις που θα αντικατοπτρίζουν πιστά τις σκέψεις του γράφοντος. Όταν έχουμε να κάνουμε με κάποιο καινούριο παιχνίδι, οι πρώτες λέξεις μπορεί να αποδειχθούν προκλητικά δύσκολες, καθώς οφείλουν να γραφτούν με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να τραβήξουν την προσοχή του ανυποψίαστου αναγνώστη. Αντίθετα, όταν παρουσιάζουμε κάποιο sequel ενός γνωστού παιχνιδιού, τότε τα πράγματα γίνονται σαφώς ευκολότερα, καθώς υπάρχει ο λεγόμενος «πρότερος βίος».

Όμως, η περίπτωση του Far Cry 6 περιέχει ακόμα μια ιδιαιτερότητα: ολόκληρο το review μπορεί να αναπαραχθεί σχεδόν αυτούσιο με εκείνα του Far Cry 5 και του Far Cry: New Dawn, αλλάζοντας απλά λίγο την τοποθεσία και τις ονομασίες. Βλέπετε, η Ubisoft, πιστή στο ραντεβού της, ακολούθησε για μια ακόμη φορά τη γνωστή και δοκιμασμένη μανιέρα της, με συνέπεια να έχουμε στα χέρια μας ένα παιχνίδι που θα ικανοποιήσει τους fans της σειράς, οι οποίοι γνωρίζουν επακριβώς τι να περιμένουν, αλλά θα στρέψει αλλού το βλέμμα όσων διψούν για κάτι καινούριο.

Ο κύκλος του αίματος ξεκινά πάντα από ένα ειδυλλιακό τοπίο.

Στα πρότυπα λοιπόν όλων των προηγούμενων Far Cry, από το τρίτο και έπειτα, το Far Cry 6 μας μεταφέρει στο νησιώτικο σύμπλεγμα της Yara, μια ισπανόφωνη χώρα της Καραϊβικής (μη ψάχνετε στο χάρτη, δεν υπάρχει φυσικά), η οποία παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με την Κούβα. Εξάλλου, εντελώς συμπτωματικά υπάρχει και ένας δικτάτορας να την καταδυναστεύει, αλλά δε θα θίξουμε περαιτέρω το θέμα, καθώς το παιχνίδι δε θέλει να έχει πολιτικές προεκτάσεις…

Ο εν λόγω δικτάτορας λοιπόν ονόματι Anton Castillo, ο οποίος ενσαρκώνεται από τον εξαιρετικό Giancarlo Esposito (Breaking Bad, Mandalorian), είναι μια…παραδοσιακή φιγούρα δυνάστη. Σκληρός, αμείλικτος, αδίστακτος, όπου προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του, προβαίνει στις πιο κατάπτυστες μεθόδους, δίχως ίχνος ενσυναίσθησης, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να χαράξει τον ίδιο δρόμο και για τον μικρό γιο του, Diego. Όμως εκεί το πράγμα κολλάει λιγάκι, καθώς μπορεί ο Diego να αγαπά και να σέβεται τον πατέρα του, αλλά δε δείχνει και τόσο μεγάλο ζήλο να ασπαστεί τις βάρβαρες μεθόδους του.

Η παρουσίαση των κεντρικών χαρακτήρων γίνεται πάντα με… στυλ.

Αφήνοντας λίγο στην άκρη τις οικογενειακές ιστορίες των Castillo, το παιχνίδι μάς δίνει τον έλεγχο του ή της Dani Rojas, ο οποίος μετά από μια σειρά από τυχαία (ή όχι και τόσο τυχαία γεγονότα), αποφασίζει να συνεργαστεί με την επαναστατική οργάνωση La Libertad. Η Libertad έχει ως πρωταρχικό στόχο την εκθρόνιση της δικτατορίας, κάτι διόλου εύκολο, καθώς ο Anton Castillo είναι ξεφτέρι στο μάθημα της προπαγάνδας. Αφενός με την πλήρη αποκοπή του πληθυσμού από τον υπόλοιπο κόσμο, αφετέρου με την διόγκωση του πατριωτικού αισθήματος, ισχυριζόμενος ότι το καλλιεργούμενο φυτό Viviro που υφίσταται μόνο στη Yara, είναι το φάρμακο που μπορεί να θεραπεύσει πάσαν νόσο. Γεγονός που αποδεικνύει ότι όποιος αποφασίσει να δουλέψει στα χωράφια αυτά, είναι πρώτης γραμμής πατριώτης. Άσχετα αν αργότερα η υγεία του κλονιστεί ανεπανόρθωτα, καθώς το φυτό στην πραγματικότητα είναι καρκινογόνο…

Η πτώση του καθεστώτος δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, καθώς ολόκληρη η Yara, η οποία δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη σε μέγεθος, βρίσκεται υπό την επήρεια του Castillo και των συνεργατών του. Συγκεκριμένα υπάρχουν τρεις μεγάλοι «εγκέφαλοι», στρατηγικά τοποθετημένοι σε διαφορετικά σημεία του χάρτη της Yara, όπου εκεί βέβαια υπάρχει και η σχετική ομάδα ανταρτών. Συνεπώς, ένας από τους βασικούς στόχους του Dani είναι να καταφέρει να ενώσει όλες τις ομάδες των ανταρτών και αυτό θα το καταφέρει μόνο αφού πρώτα ηττηθεί ο αρχηγός της περιοχής. Η ισχύς εν τη ενώσει δε λένε, άλλωστε;

Burn… burn them all!

Αν η δομή της υπόθεσης σας θυμίζει το Far Cry 5… πέσατε μέσα. Όπως συνέβαινε και στο προηγούμενο παιχνίδι, κάθε περιοχή είναι σχεδόν αυτόνομη, με τις δικές της αποστολές και προβλήματα που μόνο ο Dani μπορεί να λύσει, αλλά στο τέλος όλα καταλήγουν στον Castillo. Ομολογουμένως, αυτή τη φορά η Ubisoft έδειξε πολύ μεγαλύτερο ζήλο στην πλοκή και στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, αφενός χρησιμοποιώντας έναν πραγματικό πρωταγωνιστή που συμμετέχει ενεργά και όχι ένα σιωπηλό άβουλο ον με ονοματεπώνυμο, αφετέρου με την εξέλιξη της πλοκής, γεμάτη δολοπλοκίες, πισώπλατα μαχαιρώματα και κάμποσες δολοφονίες. Βέβαια, δε θα μας κάνει να σκίσουμε και τα ρούχα μας, καθώς αρκετοί από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι το λιγότερο «χάρτινοι», ενώ κάπου στην πορεία μπερδεύεται με το political correctness που «οφείλει» να έχει ένα ΑΑΑ παιχνίδι της εποχής μας και δίνει έμφαση σε θέματα που σε μια παρόμοια κατάσταση, δε θα απασχολούσαν κανέναν. Πραγματικά κανέναν.

Ο ίδιος ζήλος όμως δε φαίνεται να «πέρασε» και στο gameplay του παιχνιδιού, που είναι σχεδόν ίδιο και απαράλλακτο. Τουλάχιστον μπορεί αυτή τη φορά οι περισσότερες από τις ικανότητες που αποκτούσαμε με πολύ κόπο να προσφέρονται σχεδόν από την αρχή (ο γάντζος, το wingspan, τα chain kills κλπ), ελλείψει και κάποιου skill tree (wow!), από την άλλη το gameplay είναι απελπιστικά γνώριμο: στην αρχή που είμαστε αδύναμοι stealth μέχρι το κόκαλο, περισσότερο shooter αργότερα που θα γίνουμε «κομάντα» ή guerillas, όπως μας αποκαλεί τουλάχιστον εκατό φορές κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού ο γραφικός Juan Cortez.

Αυτή τη φορά, τα cutscenes του παιχνιδιού είναι σαφώς περισσότερα και πιο προσεγμένα.

Εξάλλου, το όλο ζουμί του παιχνιδιού βρίσκεται στα οχυρά που θα πρέπει να κατακτήσουμε προκειμένου να αυξήσουμε τόσο το rank του ήρωά μας όσο και για να έχουμε περισσότερες βοήθειες από τους αντάρτες της περιοχής. Η κατάκτηση ενός οχυρού δε διαφέρει καθόλου απ’ όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα και η αλήθεια είναι ότι, βλέποντας τον πραγματικά ΤΕΡΑΣΤΙΟ χάρτη (με διαφορά ο μεγαλύτερος σε Far Cry ως τώρα), νοιώσαμε πολύ άβολα με την ιδέα ότι θα πρέπει να απελευθερώσουμε όλα αυτά. Περισσότερο έμοιαζε με αγγαρεία παρά για μια διασκεδαστική διαδικασία. Πιθανόν η έννοια του sequel για τη Ubisoft να είναι “bigger is better”, ακόμα και αν αυτό σημαίνει επανάληψη του ίδιου μοτίβου μέχρι τελικής πτώσης.

Στα θετικά ανήκει σίγουρα το shooting στοιχείο, το οποίο είναι καλοδουλεμένο και στα γνωστά υψηλά επίπεδα της σειράς. Ιδιαίτερα στο Far Cry 6, δίνεται πολύ μεγάλη έμφαση στον εξοπλισμό, κυρίως του πρωταγωνιστή (με κράνη, jackets, μπότες κλπ) αλλά και με τα όπλα που βρίσκουμε, να επιδέχονται δεκάδων διαφορετικών αναβαθμίσεων (assault rifles, rocket launchers, φλογοβόλα, sniper rifles κλπ). Όμως το μεγάλο μυστικό βρίσκεται στα Supremos. Πρόκειται για ειδικά backpacks που έχουν τη λειτουργία της… super κίνησης, η οποία εξολοθρεύει σχεδόν τα πάντα στο πέρασμά της: από τηλεκατευθυνόμενους πυραύλους μέχρι EMP packs και συνδυασμούς αυτών, τα Supremos είναι σωτήρια και game changers αν χρησιμοποιηθούν σωστά. Το recharge τους γίνεται ταχύτερα όσο πυροβολούμε κόσμο, σε μια προσπάθεια το παιχνίδι να αποκτήσει πιο γρήγορο ρυθμό, αλλά την ίδια στιγμή καταρρίπτεται με την ανάγκη για stealth στις περισσότερες των περιπτώσεων.

Μιλάμε για τεράστιο χάρτη.

Η stealth προσέγγιση λοιπόν παραμένει η καλύτερη λύση για να καθαρίσουμε μια περιοχή χωρίς να ιδρώσουμε, με την ΑΙ όμως να παραμένει πολύ αφελής, αλλά και εκνευριστική ταυτόχρονα. Η λεγόμενη «αφέλεια» οφείλεται στο γεγονός ότι αργούν αρκετά να μας πάρουν χαμπάρι, ιδίως αν κινούμαστε σκυφτοί, ενώ ο εκνευρισμός προκύπτει ότι στη διόλου σπάνια περίπτωση που μας αντιληφθούν, οι εχθροί μαζεύονται κατά δεκάδες και είναι πραγματικά αετομάτηδες στο σημάδι. Το γεγονός ότι σε κάποιες περιοχές μπορούμε να κρύψουμε το όπλο που κρατάμε, έτσι ώστε να μη τραβήξουμε την προσοχή, δεν αλλάζει σημαντικά τον τρόπο που κινούμαστε. Νομίζω ότι πέρα από δυο-τρεις φορές που το δοκίμασα, δεν το επιχείρησα ποτέ ξανά. Υποτίθεται ότι οι Amigos θα προσέφεραν κάποιες εναλλακτικές επιλογές στη μάχη (το αντίστοιχο των companions, αλλά με ζώα όπως κροκόδειλοι, σκυλιά κοκ), εντούτοις πέρα από το να απασχολούν μερικούς χαζούς εχθρούς σε στιγμές πανικού, δεν εντοπίσαμε ιδιαίτερα μεγάλη χρησιμότητα.

Αν είναι κάτι που με ανακούφιση παρατηρήσαμε ότι υπάρχει, είναι τα δεκάδες fast travel σημεία, γεγονός που γλυτώνει σημαντικά χρόνο στις μετακινήσεις. Ακόμα και με την πληθώρα διαθέσιμων οχημάτων (αυτοκίνητα, ATV, ελικόπτερα κλπ), τα ταξίδια είναι χρονοβόρα, ενώ η έντονη παρουσία και χρήση των αλόγων στα “guerilla paths” μας άρεσε μεν, αλλά δε συμφώνησαν τα μάτια μας στο τράνταγμα της κάμερας.

Η stealth προσέγγιση είναι συχνά η καλύτερη.

Άλλωστε, όπως συμβαίνει σε όλα τα Far Cry, ο χάρτης είναι γεμάτος από «εικονίδια» που περιμένουν να τα καθαρίσουμε, τα οποία περιλαμβάνουν τα γνωστά κυνήγια θησαυρών, περιβαλλοντικούς γρίφους ακόμα και πιο χιουμοριστικές σεκάνς. Αν δεν υπήρχε ένα σοβαρό fast travel σύστημα, αμφιβάλλουμε αν θα κάναμε τον κόπο να ασχοληθούμε με τα περισσότερα από αυτά. Όπως επίσης και με την ανάπλαση των διαφόρων guerilla δομών, η οποίες με την εύρεση των κατάλληλων πρώτων υλών, προκρίνουν αρκετά καλούδια για τον πρωταγωνιστή μας (ιδιαίτερα στα όπλα), αλλά και πάλι, ο μηχανισμός είναι τόσο τυποποιημένος που δύσκολα μπορεί να κάνει αίσθηση.

Περνώντας στον τεχνικό τομέα, το Far Cry 6 είναι με μια λέξη πανέμορφο. Σε αυτό βέβαια βοηθάει και το εξωτικό setting, αλλά ο φανταστικός κόσμος που έχουν πλάσει οι developers της Ubisoft ουκ ολίγες φορές σε κάνει να χαζεύεις. Ιδίως κάποιες παραλίες, ζούγκλες και ορισμένα γραφικά χωριά είναι οπτικοί «παράδεισοι» και η απόδοσή τους είναι, το λιγότερο, εκπληκτική. Αυτό βέβαια έχει και συνέπειες στο performance του παιχνιδιού, όντας το βαρύτερο Far Cry που έχουμε παίξει ως τώρα, οπότε πριν προχωρήσετε σε τυχόν αγορά του, σιγουρευτείτε ότι ξεπερνάτε τα minimum requirements.

Κάτι πήγε πολύ στραβά εδώ.

Στα του ήχου, το παιχνίδι διαθέτει το soundtrack που θα ταίριαζε σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με τις λατινοαμερικάνικες μελωδίες να κυριαρχούν, αλλά και κάποια άλλα γνωστότερα άσματα (όπως το χιλιοακουσμένο πλέον Bella Chao). Φυσικά, οι ηθοποιοί που έχουν αναλάβει τις φωνές των πρωταγωνιστών έχουν κάνει αναμενόμενα πολύ καλή δουλειά – δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά σε μια τέτοιου επιπέδου παραγωγή.

Εν κατακλείδι, αν δεν έχετε καμία πρότερη εμπειρία με το franchise, το Far Cry 6 είναι ένα παιχνίδι που σίγουρα μπορεί να γίνει διασκεδαστικό. Από την άλλη, αν ανήκετε στους θιασώτες της σειράς, θα εντοπίσετε από μίλια μακριά τη στασιμότητα και την επαναληψιμότητα στους μηχανισμούς του, σε σημείο που να αποτελεί πραγματικό άθλο ο τερματισμός του στο 100%. Συνεπώς, αν γνωρίζετε περί τίνος πρόκειται και δε χορτάσατε ακόμα, τότε το Far Cry 6 είναι για εσάς. Αν νομίζετε ότι θα βγάλετε σπυριά αν ξαναδείτε ένα οχυρό ακόμα, τότε αφήστε το στην ησυχία του.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 70%

70%

Too familiar

Ένα ακόμα Far Cry στον αυτόματο που δεν εκπλήσσει, δεν καινοτομεί, αλλά παραμένει μια χορταστική εμπειρία.

Γιώργος Δεμπεγιώτης

Συντάκτης-λάτρης των action, shooter, adventure, RPG’s και ενίοτε racing παιχνιδιών, προτιμά κυρίως το single-player gaming. Που και που ξεσπάει σε κανά multi, αλλά δεν το παρακάνει κιόλας.

6 Comments

  1. [QUOTE]
    αν ανήκετε στους θιασώτες της σειράς, θα εντοπίσετε από μίλια μακριά τη στασιμότητα και την επαναληψιμότητα στους μηχανισμούς του, σε σημείο που να αποτελεί πραγματικό άθλο ο τερματισμός του στο 100%
    [/QUOTE]

    [IMG]https://memegenerator.net/img/instances/84968278/hold-my-beer.jpg[/IMG]

  2. Δεν έχω παίξει/τερματίσει κανένα Far Cry, πέρα απ’ το μοναδικό 1. Μόνο το 2 είχα δοκιμάσει παλιά, αλλά έφριξα με το respawn σύστημα του παιχνιδιού και το 3 ακόμα πιο ελάχιστα (μόνο λίγο στην αρχή) και βαρέθηκα! Δεν δοκίμασα κανένα άλλο μετέπειτα. Κρίμα που κατάντησαν έτσι. Ουσιστιακά έγιναν Assassin’s Creed σε σύγχρονη εποχή με όπλα. 2 σειρές, 1 gameplay.

Αφήστε μια απάντηση

Related Articles

Back to top button
elEL