REVIEWS

DEATHWISH ENFORCERS SPECIAL EDITION

Πόσοι άραγε θυμόσαστε το Commando της Capcom, ένα από τα παιχνίδια που άνοιξε ολόκληρη σχολή, εκείνη των Run ‘n’ Gun παιχνιδιών; Λογικά περισσότεροι θα είχατε την πρώτη επαφή με το εξίσου θρυλικό Contra της Konami (Probotector για εμάς τους κατοίκους της Γηραιάς Ηπείρου, όπου οι σκληροτράχηλοι κομάντο είχαν αντικατασταθεί με ρομπότ, όχι ότι μας χάλασε βέβαια, τα ρομπότ ήταν κουλ), το παιχνίδι το οποίο ουσιαστικά έκανε διάσημο το είδος και πάνω στο οποίου το στίγμα άπειρα παιχνίδια πορεύθηκαν. Θυμάστε κάτι αθώες εποχές, που μαζευόμασταν στα τοπικά ουφάδικα μετά το σχολείο για να παίξουμε το Street Fighter II, το King of Dragons και το Sunset Riders;

Σε αυτές τις μέρες λοιπόν, αποπειράται το Deathwish Enforcers Special Edition να μας γυρίσει. Το παιχνίδι αποτελεί το πιο πρόσφατο πόνημα του δημιουργού του αξιόλογου Battle Princess Madelyn. Για όσους ήδη κοιτάνε απορημένοι το “Special Edition” στον τίτλο, να διευκρινίσω πως είχε κυκλοφορήσει πέρυσι στο Nintendo Switch, και η έκδοση που έχουμε στα χέρια μας περιλαμβάνει ένα νέο playable χαρακτήρα και μερικές μικροβελτιώσεις στο gameplay και στον οπτικό τομέα. Αλλά δε θα σταθούμε σε αυτά, καθώς για τα PC αποτελεί την πρώτη έκδοση.

Έχω μερικές σφαίρες που γράφουν τα ονοματά σας εδώ.

Φυσικά αν περιμένατε κάποιο περίπλοκο σενάριο στο Deathwish Enforcers, μάλλον κοιτάτε σε λάθος μέρος. Βρισκόμαστε στο 1969, στο Σαν Φρανσίσκο, και ως ένα επίλεκτο σώμα της αστυνομίας καλούμαστε να καθαρίσουμε τους δρόμους της πόλης από κάθε λογής απόβρασμα που έχει εξαπολύσει το συνδικάτο του αρχιεγκληματία με το όχι και τόσο ευφάνταστο όνομα, Big Boss. Αυτό που είναι ευφάνταστο όμως, είναι τα διαφορετικά σκηνικά που συναντάμε στο παιχνίδι. Από όλα έχει ο μπαξές: από τους δρόμους της πόλης και τις αποβάθρες, μέχρι νεκροταφεία και φυλάκια σε ζούγκλα.

Do I feel lucky?

Ομοίως ποικιλία υπάρχει και στους εχθρούς που θα συναντήσουμε, από τσιράκια ντυμένα με φανταχτερές στολές που μοιάζουν να ξεπήδησαν από κάποιο επεισόδιο του Batman του 1966, και μηχανόβιους μέχρι σκυλιά και… απέθαντους, ο καθένας με τα δικά τους pattern επιθέσεων. Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται ετερόκλητα αλλά αν σκεφτείτε ότι το παιχνίδι είναι ουσιαστικά παρωδία action και exploitation ταινιών των ’60’s και 70’s, όπου συνυπάρχουν η Pam Grier με τον Charles Bronson, τότε έννοιες όπως «ρεαλισμός» και «συνοχή», δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα, έτσι δεν είναι;

Όλη η παλιοπαρέα μαζεμένη, εκτός της αναμνηστικής ήταν μόνο ο κύριος Bond… ε συγνώμη Bondage.

Οι ήρωες έχουν τα δικά τους ξεχωριστά χαρακτηριστικά που διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: δύναμη, ταχύτητα κίνησης και ισχύς της special. Τα 2 πρώτα είναι από μόνα τους επεξηγηματικά, το τρίτο σχετίζεται με την ειδική κίνηση που καθαρίζει την οθόνη από τους εχθρούς και εκδηλώνεται με διαφορετική διάρκεια και τρόπο. Επίσης οι ριπές διαφέρουν από τον ένα στον άλλο, για παράδειγμα η Diana χρησιμοποιεί δύο πιστόλια που επιτρέπουν μεγαλύτερη ταχυβολία, ενώ ο Charles ρίχνει πιο αργά με την καραμπίνα αλλά τα πυρά έχουν μεγάλη διασπορά και συνεπώς, μεγαλύτερη πιθανότητα για να ξεκάνουμε πολλούς αντιπάλους ταυτόχρονα. Επιπλέον, όλοι οι χαρακτήρες διαθέτουν μια κίνηση slide που μας κάποια δίνει πολύτιμα i-frames ώστε να μπορούμε να αποφύγουμε δύσκολες καταστάσεις. Αρωγός στην προσπάθεια μας να επιβιώσουμε τον καταιγισμό πυρών είναι διάφορα power-ups που κάνουν πιο ισχυρές/μεγάλες τις βολές ή μας δίνουν τη δυνατότητα για auto-fire. Αυτά χάνονται μετά από απώλεια ζωής, αλλά δε μπορούμε να παραπονεθούμε καθώς τα συναντάμε σχετικά συχνά.

Η πρόκληση του παιχνιδιού είναι ανάλογη των παικτών που συμμετέχουν αλλά δε φτάνει σε σαδιστικά επίπεδα, ακόμα με ένα παίκτη. Μπορούμε να ρυθμίσουμε από το μενού επιλογών πόσες ζωές και continues θα έχουμε, ενώ στη Normal δυσκολία τουλάχιστον, ακόμα και μετά την οθόνη του Game Over μπορούμε να συνεχίσουμε από το επίπεδο που σταματήσαμε, από τη σχετική επιλογή στο κεντρικό μενού. Επίσης, υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα δυσκολίας, και μετά από πέρασμα στο Hard συμπεράναμε ότι επηρεάζουν τον αριθμό των εχθρών και το πόσο γρήγορα πυροβολούν όταν μας αντιληφθούν. Όπως ήταν αναμενόμενο για τα πρότυπα του είδους, δεν υπάρχει μπάρα ζωής, μια σφαίρα ή χτύπημα είναι αρκετό να μας στείλει στα θυμαράκια.

Περικυκλωμένος…

Η παρουσίαση του Deathwish Enforcers δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Ευμεγέθη 2d sprites χρησιμοποιούνται τόσο για τους χαρακτήρες όσο και τους εχθρούς, τα animations κρίνονται ικανοποιητικά και οι εχθρικές ριπές είναι όσο ευδιάκριτες πρέπει μέσα στο χαμό που επικρατεί στην οθόνη. Το πακέτο συμπληρώνουν ιδανικά οι πιασάρικες, funk στην πλειοψηφία τους, συνθέσεις που είναι εναρμονισμένες με τη γενικότερη αισθητική του τίτλου.

Κλείνοντας, θα προτιμούσα το auto-fire να ήταν η προκαθορισμένη επιλογή και όχι μέσω ενός power-up. Όποιος έχει παίξει κάποιο Run ‘n’ Gun ή Shoot ’em Up τίτλο για πάνω από 10 λεπτά, γνωρίζει πως το συνεχές πάτημα του σχετικού πλήκτρου προκαλεί κόπωση στον αντίχειρα. Επίσης, μια επιλογή στο να μπορεί ο χαρακτήρας μας να σταθεί ακίνητος ενώ σημαδεύει σε οποιαδήποτε από τις οκτώ κατευθύνσεις, θα ήταν πολύ ευπρόσδεκτη.

Ενσταντανέ από co-op. Η πρόκληση πέφτει αισθητά.

Το Deathwish Enforcers αποτελεί μια καλή πρόταση στο είδος, με δυνατότητα για co-op που του προσδίδει επιπλέον αξία (επιτρέπει τοπικό συνεργατικό παιχνίδι έως τεσσάρων παικτών). Σίγουρα δεν εφευρίσκει εκ νέου τον τροχό, αλλά δεν είναι και ο σκοπός του αυτός εν τέλει. Θα λέγαμε μάλιστα, πως ακολουθεί ευλαβικά τα βήματα του Sunset Riders (ακόμα και στις auto-scrolling πίστες), και δεν παρεκκλίνει από αυτό το στυλ gameplay. Όπως και το Blazing Chrome, μερικά χρόνια πριν, απλά προσπαθεί να είναι μια διασκεδαστική arcade εμπειρία που απευθύνεται κυρίως σε παίκτες που έχουν περάσει τα πρώτα -άντα, με ό,τι καλό ή κακό αυτό συνεπάγεται…

Go to discussion...

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 78%

78%

Αγνή arcade διασκέδαση, μικρής διάρκειας. Το Deathwish Enforcers είναι για τα Run 'n' Gun, ό,τι τα boomer shooter για τα FPS.

Παναγιώτης Μητράκης

Τέκνο των 80's, ξεκίνησε τη gaming πορεία του με coin-ops και το κλασικό Game Boy. Ξαπόστασε στο αγαπημένο του SNES και ήρθε σε επαφή με το PC gaming το 1998, με παιχνίδια-σταθμούς όπως Half-Life και Baldur's Gate. Δε λέει όχι σε (σχεδόν) κανένα είδος αλλά έχει μια προτίμηση σε RPG και survival horror και προσπαθεί να μυήσει κι άλλους στα Silent Hill, τα S.T.A.L.K.E.R. και τις δημιουργίες της Looking Glass και της Obsidian.

Related Articles

Check Also
Close
Back to top button
elEL