REVIEWS

WILLY MORGAN and the Curse of Bone Town

Μπορεί το προ-λίγων μηνών εξαιρετικό κείμενο του Μάνου να ήταν πολύ εύστοχο (το οποίο ευχαρίστως θα συνυπέγραφα), όμως όπως αποδεικνύεται στην πράξη, τα adventures φέτος μας επεφύλασσαν αρκετές εκπλήξεις.  Αφενός είχαμε το πολύ καλό Beautiful Desolation και το εξίσου ενδιαφέρον VirtuaVerse, αφετέρου είχαμε την αξιόλογη επιστροφή της Revolution Software με το, δυστυχώς ακόμα γεμάτο bugs, Beyond A Steel Sky, ενώ η ανακοίνωση του επερχόμενου Leisure Suit Larry: Wet Dreams Dry Twice ήταν το κερασάκι στη τούρτα. Μέσα σε αυτά όλα αυτά, έρχεται να προστεθεί ένα ακόμα adventure αξιώσεων, το Willy Morgan and the Curse of Bone Town.

Ομολογουμένως, για το συγκεκριμένο παιχνίδι είχαμε ακούσει ελάχιστα πράγματα έως καθόλου. Δεν είμαι σίγουρος αν πρόκειται για κάποιο ελάττωμα των Ιταλικών παραγωγών, καθώς τα παραδοσιακά adventures προερχόμενα από τη συγκεκριμένη χώρα σπανίως γίνονται ευρέως γνωστά (βλέπε Detective Gallo, The Hand of Glory), αλλά αναμφισβήτητα το Willy Morgan αξίζει να ακουστεί, μιας και είναι ένα μικρό διαμαντάκι που θα προσφέρει χαμόγελα στους απανταχού λάτρεις των adventures. Έστω και αν αυτά είναι σύντομης διάρκειας.

Ένα monkey wrench ίσως;

Η υπόθεση του Willy Morgan and the Curse of Bone Town ξεκινά με καλούς οιωνούς. Βρισκόμαστε στη σημερινή εποχή, όπου ο ομώνυμος ήρωας είναι ένας έφηβος νεαρός με αρκετά nerdy χαρακτηριστικά (αδύνατος με τεράστια κοκάλινα γυαλιά και βιβλιοφάγος), ο οποίος τυγχάνει να είναι γιος του Henry Morgan, ενός από τους πιο ξακουστούς εξερευνητές του αιώνα. Εδώ και δέκα χρόνια, ο Henry Morgan αγνοείται ύστερα από μία μυστηριώδη αποστολή που ανέλαβε, με τα ίχνη του να έχουν κυριολεκτικά εξαφανιστεί. Ο Willy κατοικεί στο πατρικό του σπίτι μαζί με τη μητέρα του, όταν ένα πρωινό (κατά τις 2 το μεσημέρι δηλαδή) ο ταχυδρόμος του φέρνει ένα απρόσμενο και μάλλον πολύ καθυστερημένο γράμμα.

Συγκεκριμένα, ο προ-δεκαετίας αποστολέας του γράμματος είναι ο πατέρας του Willy, ο οποίος του γράφει να μεταβεί στην Bone Town, μια γραφική πόλη που συχνά επισκέπτονταν οικογενειακώς όταν ήταν μικρός, και το ξενοδοχείο Dead Man Inn, όπου εκεί θα ζητήσει να μείνει στο δωμάτιο 09. Η έκπληξη του Willy ήταν τεράστια, αλλά ακόμα μεγαλύτερη ήταν η περιέργειά του, με συνέπεια να αποφασίσει να επισκεφθεί άμεσα την Bone Town και να ξεδιαλύνει το μυστήριο τόσο της εξαφάνισης του πατέρα του όσο και το τι ιδιαίτερο έχει αυτή η πόλη.

Ο ξενοδόχος δεν είναι και το καλύτερο παιδί του κόσμου…

Φτάνοντας εκεί, ο Willy Morgan θα διαπιστώσει ότι η Bone Town έχει ελάχιστους κατοίκους πια, ενώ τα περισσότερα κτήρια είναι είτε εγκαταλελειμμένα είτε διατηρούνται σε κακή κατάσταση από τους ιδιοκτήτες, παρατημένα στην τύχη τους. Η δε κατάσταση αρχίζει να γίνεται πολύ γρήγορα ύποπτη: ο ξενοδόχος θα αρνηθεί επανειλημμένως να του δώσει το δωμάτιο 09, παρ’ όλο που είναι διαθέσιμο, ενώ σύντομα θα αντιληφθεί ότι κάποιος τον παρακολουθεί. Η έρευνά του θα τον οδηγήσει σε μία ενδιαφέρουσα ανακάλυψη για τις μυστικές κινήσεις του πατέρα του: ο Henry έψαχνε για τον αμύθητο θησαυρό του πειρατή William Kidd, όπου εικάζεται ότι μέρος αυτού βρίσκεται θαμμένος σε αυτή την πόλη. Όμως ο εντοπισμός του πολυπόθητου «Χ marks the spot» δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς ο χάρτης που αποκαλύπτει την ακριβή τοποθεσία είναι σπασμένος σε εννέα κομμάτια και χωρίς αυτά ενωμένα, είναι αδύνατον να τη βρει κάποιος. Κατά συνέπεια, ο Willy ξεκινά την αναζήτηση για τη συλλογή όλων των κομματιών του χάρτη, σε μία πόλη όπου μια παλιά κοινή ιστορία συνδέει τους εναπομείναντες κατοίκους της.

Όμως κάπου εδώ σταματάμε, καθώς δεν θα θέλαμε να μαρτυρήσουμε ολόκληρη την πλοκή, η οποία ξετυλίγει το κουβάρι της με αξιοπρόσεκτη μαεστρία. Χωρίς να παρουσιάζει κάτι τρομακτικά πρωτότυπο (πολύ δύσκολο στη σημερινή εποχή) ή να αποφεύγει εντελώς τις «ευκολίες», το Willy Morgan προσφέρει μια καλογραμμένη ιστορία που κατορθώνει να τραβά συνεχώς την περιέργεια του παίκτη δίχως να τον κουράζει με πολλές πληροφορίες. Ακόμα και όταν αποκαλυφθεί τι συμβαίνει στην περιοχή και ποια είναι η σχέση των κατοίκων της Bone Town με τον William Kidd, η ιστορία δεν χάνει τη δυναμική της μέχρι το φινάλε της. Ένα φινάλε που μοιάζει περισσότερο για το κλείσιμο του πρώτου βιβλίου μιας τριλογίας παρά για κάποιο ξεδιάντροπο “cliffhanger” τερματισμό και αφήνει σαφείς υποσχέσεις για μια (ή και περισσότερες) συνέχειες.

Τώρα υποτίθεται ότι με αυτή τη μουτσούνα, θα πειστούν τα παιδάκια να παίξουν στο πάρκο;

Ξεκινώντας το Willy Morgan, το πρώτο πράγμα που κάνει εντύπωση στον υποψήφιο παίκτη είναι το πόσο προσεγμένη δουλειά έχει γίνει όσον αφορά τα λεγόμενα quality of life” χαρακτηριστικά. Πρακτικά δεν του λείπει τίποτα και ο παίκτης νοιώθει άνετα μαζί του από το πρώτο λεπτό. Ο χειρισμός με το mouse είναι απλούστατος (αριστερό κλικ για use/combine, δεξί κλικ για look/examine), το inventory εμφανίζεται και εξαφανίζεται στο κάτω μέρος της οθόνης κατά βούληση με το scroll button του ποντικιού, το space (ή το ανάλογο κουμπί πάνω αριστερά) εμφανίζει όλα τα hot-spots, ενώ με διπλό κλικ μεταφερόμαστε άμεσα στην επόμενη οθόνη, με την προϋπόθεση ότι την έχουμε επισκεφθεί τουλάχιστον μια φορά. Μάλιστα, όταν λίγο αργότερα επισκεφθούμε τη Bone Town, έχουμε στη διάθεσή μας το χάρτη της πόλης που μας μεταφέρει ακαριαία στην τοποθεσία της επιλογής μας, κάτι πραγματικά πολύ βολικό αν αναλογιστεί κανείς ότι υπάρχουν δώδεκα διαφορετικές τοποθεσίες όπου μπορούμε να δράσουμε. Το γεγονός ότι παρέχονται μόνο δέκα save slots ίσως να ήταν μειονέκτημα σε κάποιες άλλες εποχές, στην πράξη δεν χρειάζεται παραπάνω από ένα, γιατί είναι αδύνατον να πέσουμε σε dead-end, ενώ δεν υπάρχουν καθόλου action στοιχεία που θα μας οδηγούσαν σε οθόνη game over.

Η δράση του παιχνιδιού χωρίζεται σε τρία νοητά κεφάλαια. Στο πρώτο βρισκόμαστε στο σπίτι του Willy και προσπαθούμε να κατασκευάσουμε ένα αυτοσχέδιο ποδήλατο προκειμένου να φτάσουμε στην Bone Town. Το εν λόγω κεφάλαιο έχει περισσότερο το ρόλο του tutorial, καθώς υπάρχουν ελάχιστα δωμάτια να επισκεφθούμε και τα αντικείμενα είναι σχετικά εύκολο να βρεθούν, χωρίς να σημαίνει ότι δεν θα χρειαστεί να στύψουμε καθόλου το μυαλό μας – το αντίθετο μάλιστα.

Από τους πιο ωραίους γρίφους του παιχνιδιού.

Στο δεύτερο κεφάλαιο βρισκόμαστε στην Bone Town και απολαμβάνει, με συντριπτική διαφορά, το μεγαλύτερο μέρος του παιχνιδιού. Εκεί ο σχεδιασμός της δράσης είναι ανοικτός, όπου μπορούμε να επισκεφθούμε εξ’ αρχής σχεδόν όλα τα κτήρια της πόλης και να λύσουμε τους γρίφους με όποια σειρά θέλουμε – πλην ενός. Οι γρίφοι είναι κατά κύριο λόγο inventory και object-based, ενώ τα περισσότερα hints προέρχονται μέσα από τους διαλόγους με τους κατοίκους της πόλης, αλλά και με την τακτική χρήση του examine, όπου ο Willy εκφράζει δυνατά τις σκέψεις του.

Σε γενικές γραμμές, οι γρίφοι κυμαίνονται σε μέτρια επίπεδα δυσκολίας και η επίλυσή τους εξαρτάται από την παρατηρητικότητα, την οξυδέρκεια αλλά και την εκάστοτε έμπνευση της στιγμής. Δεν θα λέγαμε ότι κολλήσαμε κάπου για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε καμία περίπτωση όμως το παιχνίδι δεν αποτελεί σκέτο περίπατο, απόρροια του μη-γραμμικού σχεδιασμού της Bone Town που μας αναγκάζει να εφαρμόσουμε συνδυαστική σκέψη. Υπάρχουν περιπτώσεις που η λύση είναι μπροστά στα μάτια μας και σε κάποιες άλλες που θα πρέπει να βάλουμε τη φαντασία μας να δουλέψει, όχι όμως κάτι το εξεζητημένο ή μη ρεαλιστικό. Από τη στιγμή όμως που υφίσταται δυνατό αίσθημα ικανοποίησης όταν επιλύουμε έναν γρίφο που γυροφέρνουμε για αρκετή ώρα, τότε αυτό σημαίνει ότι το adventure έχει πετύχει το σκοπό του.

Γλάροι, γλάροι… γιατί να είναι πάντα γλάροι;

Τέλος, το τρίτο κεφάλαιο επαναφέρει το γραμμικό σχεδιασμό του πρώτου, με τους γρίφους να είναι σχετικά εύκολοι συγκριτικά με εκείνους της Bone Town, αλλά να διατηρούν ένα αξιοπρεπές επίπεδο και να αφήνουν μια γλυκόπικρη γεύση, διότι οδηγούν στην κατάληξη αυτής της πολύ όμορφης περιπέτειας. Μιας περιπέτειας που, ανάλογα με την εμπειρία σας στα adventure games, μπορεί να διαρκέσει από τέσσερις μέχρι πέντε ώρες, αναμφίβολα διόλου ικανοποιητικές σαν νούμερο, αλλά σίγουρα «γεμάτες». Προσωπικά, παρ’ όλη τη μικρή διάρκεια, πουθενά δεν ένοιωσα ότι έπαιξα ένα ημιτελές παιχνίδι, ενώ ταυτόχρονα απολάμβανα κάθε λεπτό μαζί του, ακόμα και όταν πίστευα ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη για το πως θα προχωρήσω παρακάτω. Οι άνθρωποι της ImagineryLab έχουν σχηματίσει σωστή άποψη για το πως πρέπει να φτιάχνεται ένα point ‘n’ click adventure.

Κλείνοντας την παρουσίαση με τον τεχνικό τομέα, το Willy Morgan είναι μία λέξη πανέμορφο. Τα περιβάλλοντα είναι σχεδιασμένα με μεράκι, καλαίσθητες γραμμές και εξαιρετικούς χρωματισμούς, ενώ τα 3D μοντέλα των χαρακτήρων του παιχνιδιού διακρίνονται για το προσεγμένο animation τους και την εύστοχη υλοποίησή τους, ώστε να συνεργάζονται άψογα με το περιβάλλον και να μη δείχνουν παράταιρα. Ούτε φυσικά το ηχητικό κομμάτι υπολείπεται του οπτικού, με τους ηθοποιούς να κάνουν πολύ καλή δουλειά στο κομμάτι του voice-over, χωρίς να ακούγονται υπερβολικοί ή νωχελικοί και το soundtrack να συνοδεύει τη δράση όπως οφείλει, με ποικίλα μουσικά θέματα που δεν αποσπούν την προσοχή μας.

Μέσα στις σπηλιές ενίοτε βρίσκεις και “περίεργα” μανιτάρια…

Συνεπώς, το Willy Morgan and the Curse of Bone Town είναι ένα άρτιο adventure που αξίζει να παίξετε όσοι είστε φίλοι του είδους, ακόμα και αν το πιθανότερο σενάριο είναι ότι θα αφιερώσετε λίγες ώρες μαζί του μέχρι να δείτε τους τίτλους τέλους. Απλά ελπίζουμε οι περιπέτειες του Willy να έχουν και συνέχεια.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 80%

80%

Land-ho!

Adventure-έκπληξη που ήρθε από το πουθενά και αφήνει υποσχέσεις για ακόμα περισσότερα.

Γιώργος Δεμπεγιώτης

Συντάκτης-λάτρης των action, shooter, adventure, RPG’s και ενίοτε racing παιχνιδιών, προτιμά κυρίως το single-player gaming. Που και που ξεσπάει σε κανά multi, αλλά δεν το παρακάνει κιόλας.

2 Comments

  1. Ωραίο review. Έχω καιρό να παίξω κανένα αντβεντουράκι, θα το καβαντζώσω με την πρώτη ευκαιρία. Κάτι τέτοια παιχνιδάκια είναι λουκούμι για να παλέψω την κλεισούρα που βλέπω να αχνοφαίνεται μετά τον Αύγουστο.

Αφήστε μια απάντηση

Related Articles

Check Also
Close
Back to top button
elEL