REVIEWS

THE INVINCIBLE

Δεν είναι τα πάντα, παντού, δικά μας

Ο Στάνισλαβ Λεμ και το έργο του είναι γενικώς γνωστά στην Ελλάδα κυρίως μέσω του Σολάρις, του γνωστότερου βιβλίου του συγγραφέα και από την κινηματογραφική του μεταφορά από τον Αντρέι Ταρκόφσκι (και πιο πρόσφατα από τον Στίβεν Σόντερμπεργκ). Το βιβλίο του “Ο Ανίκητος” εκδόθηκε πρώτη φορά το 1964, λίγα χρόνια μετά το Σολάρις αλλά στα ελληνικά το είδαμε πολύ πρόσφατα από τις Σαλονικιώτικες εκδόσεις της Άγνωστης Καντάθ. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά φρέσκο διήγημα της λεγόμενης “σκληρής” επιστημονικής φαντασίας -hard sci-fi- που αφορά μεν το μακρινό μέλλον της ανθρωπότητας αλλά εδράζεται σε υπάρχουσες τεχνολογίες και ιδέες, αποφεύγοντας μαγικές και εξωτικές τεχνολογίες. Χωρίς να αναλωθεί μονάχα στην τεχνική ορολογία της εξερεύνησης ενός εξωπλανήτη, ο Λεμ καταφέρνει να στήσει έναν ολόκληρο κόσμο με τους κανόνες και τη λογική του, θέτοντας ταυτόχρονα το ερώτημα της ανθρώπινης εξάπλωσης και εξερεύνησης και της ηθικής πίσω από αυτά τα τολμήματα. 

Το “The Invincible” είναι μια μεταφορά του βιβλίου του Λεμ, από την Πολωνική Starward Industries και εκδότη την 11 bit studios, γνωστής για ένα εξαιρετικό ανθολόγιο εκδοθέντων τίτλων όπως τα Frostpunk, Beat Cop και This War of Mine μεταξύ άλλων. Στο βιβλίο η αφήγηση ακολουθεί το πλήρωμα του Ανίκητου, ενός υπερεξοπλισμένου ερευνητικού σκάφους που προσεδαφίζεται στον πλανήτη Regis III για να διερευνήσει τις ιδιαίτερες συνθήκες στην επιφάνεια. Στο παιχνίδι γράφεται μια νέα ιστορία βασισμένη στον κόσμο του βιβλίου που αφορά ένα άλλο, μικρότερο ερευνητικό σκάφος που φτάνει στον ίδιο πλανήτη λίγες μέρες νωρίτερα από τον Ανίκητο. Το Dragonfly, όπως λέγεται, είναι ένα μικρό ερευνητικό σκάφος με ολιγομελές πλήρωμα επιστημόνων. Ανήκει στην αντίπαλη παράταξη από τον Ανίκητο και μεταξύ τους επικρατεί ένας ψυχροπολεμικός ανταγωνισμός, σε ένα πολύ πιο εκτεταμένο space race.

Τα comic strips που συνοδεύουν την περιπέτεια

To The Invincible ανήκει στο είδος των διαδραστικών narrative-based games και παρουσιάζει πολλές ομοιότητες στον τρόπο γίνεται η αφήγηση με το Firewatch. Ξεκινάμε την περιπέτεια με την Yasna, μια αστροβιολόγο, η οποία ξυπνάει στην επιφάνεια του πλανήτη πάσχοντας από περιορισμένη αμνησία, δηλαδή ενώ θυμάται πως είναι μέλος της διαστημικής αποστολής δεν θυμάται τις τελευταίες ώρες και το πως βρέθηκε εκεί. Αφού αξιοποιεί τα ταλέντα της και την επιστημονική της κατάρτηση ανακτά επικοινωνία με το μητρικό σκάφος που βρίσκεται σε τροχιά και τον κυβερνήτη της αποστολής, τον Astrogator Novik. Έτσι ο κύριος μηχανισμός που οδηγεί την αφήγηση και το gameplay είναι η αναφορά των όσων βλέπει στον προϊστάμενό της και η λήψη διαταγών από αυτόν για το πως να προχωρήσει.

Εδω τονίζω ξανά πως μιλάμε για έναν τίτλο που εξ’ αρχής απευθείνεται στο περιορισμένο κοινό που λατρεύει την ηρεμία και τις ελάχιστες απαιτήσεις διάδρασης των narrative based games. Βλέπουμε τον κόσμο μέσα από το κράνος της Yasna και αυτό λειτουργεί καλά, δίνοντας την αίσθηση του κλειστοφοβικού και ταυτόχρονα του φράγματος μεταξύ του επιθετικού κόσμου εκεί έξω. Δεν υπάρχουν γρίφοι στο παιχνίδι παρά μόνο αλληλεπίδραση με χάρτες για προσανατολισμό και το απλό πάτημα κουμπιών σε μηχανήματα atompunk αισθητικής που είναι διασκορπισμένα στην επιφάνεια του Regis III. Από τον παίκτη θα απαιτηθεί η χρήση μερικών εργαλείων εντοπισμού, όπως ένος ανιχνευτή μετάλλων ή κυαλιών τα οποία δίνουν την αίσθηση της εξερεύνησης χωρίς ωστόσο να έχουν μεγάλο βάθος στους μηχανισμούς τους.

Η κύρια συμμετοχή του παίκτη βρίσκεται στις επιλογές των διαλόγων της Yasna με το Novik, όπου μπορεί ανάλογα να είναι εντελώς ειλικρινείς ή πιο κρυπτικές ανάλογα με το τι αίσθηση σχηματίζεται περί του ρόλου του και αυτών που πραγματικά ξέρει για την αποστολή.

Η Yasna ξεκινά μόνο με την αίσθηση προσανατολισμού και έναν χάρτη.

Το πιο δυνατό στοιχείο θεωρώ πως είναι ο αισθητικός τομέας. Η προσέγγιση που έγινε ήταν το atompunk, δηλαδή μια προβολή της αισθητικής των 60’s, της εποχής του space race και της πυραυλικής στο απώτερο μέλλον της εξωπλανητικής εξερεύνησης. Ο τεχνικός εξοπλισμός αποτελείται από κονσόλες γεμάτες με αναλογικά κομβία και περιστροφικούς μοχλούς επιλογής, τεράστιες μονοχρωματικές οθόνες, τρανζίστορ και διαστημικές στολές που θυμίζουν το πρόγραμμα Mercury αλλά και τα αντίστοιχα σοβιετικά. Γενικά έχει αντληθεί μεγάλη έμπνευση από τις ρετροφουτουριστικές απεικονίσεις που κυριαρχούσαν στα εξώφυλλα των μυθιστορημάτων και κόμικ επιστημονικής φαντασίας των 60’s-70’s.

Η κορυφαία Atompunk αισθητική

Καθώς η Yasna ξεδιαλύνει το μυστήριο του Regis και προσπαθεί να σώσει τα χαμένα μέλη του πληρώματος της αποστολής της, η περιπέτειά της αποτυπώνεται σε κόμικ που μπορούμε να δούμε στο κεντρικό μενού ή κατά τη διάρκεια του αρχικού loading screen όταν συνεχίζουμε ένα session. Επιπροσθέτως υπάρχουν online και έξτρα κόμικ που προσφέρουν πληροφορίες για τα όσα έγιναν στον Regis και σε κάθε περίπτωση δίχνουν μεγάλο μεράκι και αγάπη για τη μεταφορά του έργου του Λεμ από τους δημιουργούς της Starward Industries. Επίσης μετά από το πρώτο μεγάλο patch προστέθηκε η δυνατότητα του φορτώματος συγκεκριμένων chapter αντί για το ξεκίνημα όλης της ιστορίας από την αρχή για το ξεκλείδωμα εναλλακτικών τερματισμών. Όπως αναφέρθηκε οι επιλογές στους διαλόγους με τον Νόβικ οδηγούν τους παίκτες/παίκτριες σε διαφορετικά τέλη.

Άνθρωποι, εξωγήινοι, ρομπότ όλοι συμμετέχουν στο μυστήριο του Regis III

Στα τεχνικά του τίτλου, παρότι υπήρξαν κάποια σχόλια για bugs από παίκτες, παίζοντας την έκδοση μετά το πρώτο μεγάλο patch, δεν εντόπισα κάτι σχετικό. Μόνο πρόβλημα ήταν μια στιγμιαία βύθιση του frame-rate σε κάποιες συγκεκριμένες περιοχές προς το τέλος του παιχνιδιού με αρκετά μεγάλο χάρτη διαθέσιμο προς εξερεύνηση. Παίζοντάς το και στο Steam Deck η εμπειρία μου ήταν απροβλημάτιστη. 

Η μουσική του παιχνιδιού από τον Brunon Lubas είναι εξαιρετική. Καταφέρνει να δώσει το απαραίτητο αίσθημα διαστημικής μοναξιάς και του απόκοσμου. Σε συνδυασμό με τις ατελείωτες ερήμους του πλανήτη, τους βραχώδεις σχηματισμούς στον ορίζοντα και τον ερυθρό γίγαντα που κάει αδύναμα από πάνω, προκαλεί το κατάλληλο αίσθημα ασημαντότητας και σύγκρισης με αυτά τα άχρονα και τεράστια μεγέθη. 

Τέλος, νιώθω πως πρέπει να αναφερθεί το πως στέκεται το παιχνίδι σε σχέση με το βιβλίο. Αυτό διότι νομίζω πως η περίπτωση του The Invincible είναι πολύ ιδιαίτερη.  Αφορά ήδη ένα niche κοινό, των narrative based games. Πέραν τούτου όμως αφορά και το ακόμα περισσότερο niche κοινό του hard sci-fi και νομίζω πως θα ενδιέφερε τους λάτρεις του Λεμ να μάθουν πόσο καλά έγινε αυτή η προσαρμογή. Για τις ανάγκες της κριτικής διάβασα το βιβλίο μετά την ολοκλήρωση του παιχνιδιού και βρίσκω πως το παιχνίδι γράφτηκε με τεράστιο σεβασμό και έκδηλη αγάπη προς το αρχικό κείμενο, που θέτει το ερώτημα της εξάπλωσης των ανθρώπων σε άλλους κόσμους και με τι όρους μπορεί να γίνει αυτή.  

 

Κονσόλες, επιλογείς και λυχνίες παντού

Μου πήρε γύρω στις οκτώ ώρες να ολοκληρώσω το The Invincible και όσο το έπαιζα, ήμουν απορροφημένος στον κόσμο του, περπατώντας τις ερήμους του, διασχίζοντας ηλεκτρικές καταιγίδες με οχήματα που έμοιαζαν με διαστημικά lada niva, διερωτούμενος τι έχει συμβεί στο χαμένο πλήρωμα αλλά και στην πανίδα του πλανήτη. Κατάφερε να με κρατήσει σε ένα συνεχές παιχνίδι εικασιών μέχρι τα τελευταία κεφάλαιά του που έγινε τελικά κατανοητό το τι συμβαίνει. Λάτρεψα την atompunk αισθητική του, καθώς και όλο το art direction. Ενίσταμαι ίσως κάπως στην τελείως βρετανική προφορά του Novik και της Yasna, ωστόσο αναγνωρίζω πως οι ερμηνείες τους είναι εκπληκτικές παρότι υπάρχει ενίοτε μια ενοχλητική επανάληψη στον idle διάλογο, όταν δεν συμβαίνει κάτι και απλά βαδίζουμε. Επίσης ίσως θα μπορούσε να είχε δαπανηθεί παραπάνω χρόνος στην εισαγωγή για να νιώθουμε πως όντως σημαίνει κάτι το χαμένο πλήρωμα αλλά και να ενταχθεί κάπως περισσότερο οργανικά ο ρόλος της Yasna ως αστροβιολόγου πιθανώς ερευνώντας και συλλέγοντας δείγματα. 

Θαρρώ πως είναι κάπως τσουχτερό στην παρούσα τιμή του στα 30 ευρώ, ωστόσο θα ικανοποιήσει πλήρως τους λάτρεις των narrative based games και της επιστημονικής φαντασίας. Πιστεύω πως καταφέρνει τα ζητούμενα της επιστημονικής φαντασίας, την αίσθηση της εξερεύνησης και τα μεγάλα ερωτήματα σχετικά με τη θέση μας στο σύμπαν. Προσωπικά το σκεφτόμουν για μέρες μετά την ολοκλήρωσή του.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 83%

83%

Ένα ευχάριστο Sci-Fi σφηνάκι

Μια αφηγηματική εμπειρία με εκπληκτικό art direction, βασισμένη στο έργο του μεγάλου Στάνισλαβ Λεμ

Σπύρος Μπλιάγκος

Εισήλθε στον χώρο του PC Gaming από νεαρότατη ηλικία, χάρη στον αρχετυπικό, μεγαλύτερο Cool ΞάδερφοTM και ένα Amstrad CPC, με ένα μικρό κονσολό-διάλειμμα μεταξύ 1995-1999. Εμφορείται από μηδενιστικές σκέψεις, που προσπαθεί ατυχώς να σκεδάσει, αναζητώντας απαντήσεις σε προαιώνια ερωτήματα σε όλα τα genres.

Αφήστε μια απάντηση

Related Articles

Check Also
Close
Back to top button
elEL