REVIEWS

VALENTINO ROSSI: THE GAME

Όσο τετριμμένη φράση κι αν φαντάζει, το ντεμπούτο του Ιταλού αναβάτη μοτοσυκλετών ταχύτητας Valentino Rossi το θυμάμαι σαν χθες. Ήταν πριν από 20 ολόκληρα χρόνια, όταν ο χαμογελαστός πιτσιρικάς με το θεότρελο στυλ οδήγησης και τη φαντεζί πολύχρωμη φόρμα συμμετείχε στον πρώτο του αγώνα στην κατηγορία των δίχρονων 125cc. Ο Rossi ήταν τότε μόλις 17 ετών, όσο ακριβώς ήμουν κι εγώ. Η μεγάλη διαφορά βέβαια είναι ότι εκείνος, στα χρόνια που ακολούθησαν, διέγραψε μία αξιομνημόνευτη πορεία, χτίζοντας μία παραπάνω από λαμπρή καριέρα, ενώ εγώ απλά ανακάλυπτα τον νέο αγαπημένο μου αναβάτη στα MotoGP, μετά τον Αυστραλό Mick Doohan. Δυστυχώς Doohan και Rossi δεν έμελλε να συνυπάρξουν στην κορυφαία κατηγορία των δίχρονων 500cc, καθώς όταν ο πρώτος αποχωρούσε απ’ την ενεργό δράση το 1999 ο δεύτερος κέρδιζε τον τίτλο στην κατηγορία των 250cc κι ετοιμαζόταν για το μεγάλο βήμα την ακριβώς επόμενη χρονιά.    

Κατά την πενταετία 2001-2005 ο Rossi κατάφερε κάτι που μόνο ο Doohan, καθώς κι ένας ακόμη θρύλος των συγκεκριμένων αγώνων, ο Giacomo Agostini, είχαν επίσης πρότερα καταφέρει. Κέρδισε πέντε συνεχόμενα πρωταθλήματα στην κορυφαία κατηγορία, με μία μεγάλη διαφορά όμως σε σχέση με τους προκατόχους του. Ενώ τον τίτλο του 2001 τον κατέκτησε στη σέλα της αδάμαστης δίχρονης Honda NSR 500, λόγω των αλλαγών που επέφεραν οι κανονισμοί που ενδιαμέσως θεσπίστηκαν, συνέχισε το σερί του με τετράχρονες μοτοσυκλέτες, αρχικά την Honda RC211V κι εν συνεχεία τη Yamaha YZR-M1. Το 2006 και το 2007 δε κατάφερε να παραμείνει στην κορυφή, χάνοντας την ευκαιρία να ισοφαρίσει τα επτά συνεχόμενα πρωταθλήματα του Agostini. Ωστόσο πήρε το αίμα του πίσω τη διετία 2008-2009, οπότε και στέφθηκε εκ νέου πρωταθλητής. Αυτοί οι δύο ήταν και οι τελευταίοι τίτλοι που κατέκτησε έως σήμερα, με τον περσινό να χάνεται με ξεκάθαρη ευθύνη του Marc Márquez, ο οποίος, καταστρατηγώντας κάθε έννοια fair play, έκανε ό,τι μπορούσε για να καταλήξει το, χαμένο για τον ίδιο, πρωτάθλημα του 2015 στα χέρια του συμπατριώτη του, Jorge Lorenzo.

Valentino Rossi The Game Snap1Δε νοείται να μην ολοκληρώνεται κάποιος τα VR46 events

Αρκετά όμως με την ιστορική αναδρομή, καθώς θα μπορούσα να γράψω ίσως και τόμο ολόκληρο με τις εντυπώσεις μου απ’ τους MotoGP αγώνες που παρακολουθώ ανελλιπώς απ’ το 1994. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το “Valentino Rossi: The Game” τον τίτλο της Ιταλικής Milestone που αποτελεί ένα πολύ ευχάριστο διάλειμμα απ’ την κλασσική συνταγή της MotoGP σειράς παιχνιδιών, τις τύχες της οποίας είχαν οι Ιταλοί τη διετία 2007-2008, καθώς κι απ’ το 2013 έως σήμερα. Φέτος αποφάσισαν να διαφοροποιηθούν και να συνδυάσουν την ετήσια κυκλοφορία της σειράς μ’ ένα αφιέρωμα στον σπουδαίο συμπατριώτη τους. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι πολύ καλά έκαναν.

(Π)ROSSO(ΠΟ)ΚΕΝΤΡΙΚΟ

Επειδή στα reviews που γράφω πρωτίστως και πάνω απ’ όλα επιθυμώ να είμαι ειλικρινής και να μη κοροϊδεύω στο ελάχιστο τον αναγνώστη, οφείλω να πω ότι αυτή είναι η πρώτη χρονιά που ασχολούμαι σοβαρά με MotoGP video game. Είχε προηγηθεί μία σύντομη εμπειρία μου με το MotoGP ’15, δίχως να καταφέρει να με κρατήσει όσο το πράττουν οι αντίστοιχοι ετήσιοι F1 τίτλοι. Ωστόσο φέτος ήρθε η συγκυρία της συγγραφής ενός review για μέλος του franchise να με κάνει να ξοδέψω ουκ ολίγες ώρες με το “VR: The Game”, μέχρι ν’ αποφασίσω να κάτσω μπροστά στο πληκτρολόγιο και να καταγράψω τις εντυπώσεις που αποκόμισα. Οι οποίες εντυπώσεις μόνο αρνητικές δεν είναι.

Ξεκινώντας απ’ το σήμα κατατεθέν της φετινής version, μεγάλο κομμάτι του παιχνιδιού είναι αφιερωμένο σε, ποιον άλλο, τον Valentine Rossi. Τόσο το Career mode, όσο και τα VR 46 events (με τον αριθμό να υποδηλώνει το νούμερο με το οποίο τρέχει απ’ το ξεκίνημα της καριέρας του ο Ιταλός), αλλά και η Rossipedia περιστρέφονται γύρω απ’ τον πολύ ιδιαίτερο αυτόν αναβάτη που εκτός των ικανοτήτων του, έχει αγαπηθεί από μεγάλη μερίδα των οπαδών του σπορ και λόγω του χαρακτήρα του. Έτσι λοιπόν, ακριβώς όπως συνέβη και με το πρόσφατο “MXGP2: The Official Motocross Game” και το Real Events σκέλος που ενσωμάτωνε, στο “VR: The Game” έχουμε την ευκαιρία να αναπαραστήσουμε είκοσι περιστατικά που λάβανε χώρα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της καριέρας του Ιταλού. Για καθένα εξ’ αυτών προηγείται τ’ αντίστοιχο video, καθώς κι ο ανάλογος σχολιασμός διά στόματος του πασίγνωστου αναβάτη. Θα βιώσουμε τις κόντρες που είχε απ’ την εποχή των 125cc μέχρι τα MotoGP, με τις δοκιμασίες να έχουν ευτυχώς μία σχετική ποικιλία. Εκτός του να τερματίσουμε στην πρώτη θέση, υφίστανται και περιπτώσεις όπου απαιτείται να διατηρηθούμε στην κεφαλή της κούρσας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, να επανακτήσουμε τα ηνία του αγώνα εντός κάποιων δευτερολέπτων, καθώς και να κερδίσουμε με συγκεκριμένη χρονική απόσταση απ’ τον δεύτερο.

Valentino Rossi The Game Snap2Είκοσι χορταστικά videos με στιγμές απ’ την πλούσια καριέρα του Rossi

Η Rossipedia δεν περικλείει δράση, αλλά αποτελεί μία μικρή βίβλο για όποιον επιθυμεί ν’ αδράξει πληροφορίες για την καριέρα του Rossi, καθώς περιλαμβάνει πλήθος στοιχείων, που σίγουρα θα ικανοποιήσουν τους φανατικούς φίλους του “The Doctor”. Εκτός αυτού εκεί εξαργυρώνουμε τα χρήματα που κερδίζουμε όσο συμμετέχουμε σ’ αγώνες, ξεκλειδώνοντας εξοπλισμό και liveries. Όσο για το Career mode, αυτό συνδέεται με τον Ιταλό ακριβώς λόγω του ότι η προσπάθεια ανέλιξής μας στην κορυφή συναντά τη βοήθεια του ίδιου του “Vale”, ο οποίος μας προσκαλεί να λάβουμε μέρος σε events που κι ο ίδιος έχει δοκιμάσει κατά το παρελθόν στην πραγματικότητα. Ως εκ τούτου, πέραν της καθαρά MotoGP εμπειρίας, έχουμε τη δυνατότητα να συμμετάσχουμε σε supermoto, rally, αλλά και drifting events, με σκοπό να βελτιώσουμε τις επιμέρους ικανότητές μας. Για όποιον δε γνωρίζει την πρώτη ορολογία, αυτή αφορά σε τροποποιημένες motocross μηχανές, οι οποίες φέρουν μικρότερης διαμέτρου τροχούς μ’ ασφάλτινα λάστιχα και μεγαλύτερα δισκόφρενα, καθώς και χαμηλότερη θέση οδήγησης, η οποία συνδυάζεται με την πολύ ιδιαίτερη θέση που παίρνουν οι αναβάτες πλησιάζοντας κάθε στροφή, αλλά και τον ξεχωριστό τρόπο κίνησης των εν λόγω μηχανών, που βασίζεται πολύ στο ντριφτάρισμα. Είναι απολύτως αληθές ότι ο Rossi, στην προσπάθειά του να γίνει όσο καλύτερος μπορούσε, πέρασε απ’ το εν λόγω “σχολείο”, όπως άλλωστε το ίδιο έκανε και με τα rally, αλλά και τη F1, το 2005 και 2006 αντίστοιχα, όταν και σκεφτόταν ν’ αποχωρήσει απ’ τα MotoGP. Κι αν νομίζετε ότι το πέρασμά του απ’ τα παραπάνω μηχανοκίνητα σπορ υπήρξε… νερόβραστο, πλανάσθε πλάνην οικτράν. Το 2005 κέρδισε αγώνα επίδειξης απέναντι στον Colin McRae στη Monza οδηγώντας ένα Subaru Impreza WRC, ενώ την επόμενη χρονιά, σε δοκιμές που έκανε με τη Ferrari στη πίστα της Βαλένθια, ήταν μόλις μισό δευτερόλεπτο πίσω απ’ τον Michael Schumacher! Ίσως τώρα καταλαβαίνετε για πόσο πηγαίο ταλέντο μιλάμε, κατ’ εμέ ανώτερο κι εκείνου του Kimi Raikonnen, ενός άλλου πολύ χαρισματικού και προικισμένου οδηγού.

Όπως προφανώς φαντάζεστε, το Career mode απαιτεί αφοσίωση και μεγάλη υπομονή, καθώς ειδικά στο ξεκίνημα θα διαπιστώσετε ότι ο rookie αναβάτης που 99.9% θα επιλέξετε να του δώσετε τ’ όνομά σας, θα έχει απογοητευτικές ικανότητες, οι οποίες όμως θα βελτιώνονται συνεχώς στην πορεία. Η διαφορά μ’ έναν έτοιμο και φτασμένο αναβάτη που μπορείτε απευθείας να επιλέξετε στο Championship mode είναι δραματική, οπότε σύντομα θα μπείτε στον πειρασμό να τρέξετε ένα ολόκληρο πρωτάθλημα χειριζόμενοι ένα γνωστό όνομα του grid.

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΘΗΡΙΑ

Εδώ συναντάται μία πολύ ευχάριστη παράμετρος, αφού εκτός των Moto 3, Moto 2 και MotoGP κατηγοριών του 2016, έχουμε επιλογή να τρέξουμε και σε διαφορετικής χρονολογικής περιόδου πρωταθλήματα! Έτσι λοιπόν στη διάθεσή μας είναι ολόκληρο το MotoGP grid του 2015, αρκετές απ’ τις τετράχρονες μηχανές που κυριάρχησαν απ’ το 2002 έως και το 2015 με τους αντίστοιχους αναβάτες, τα δίχρονα θηρία των 500cc περιόδου 2000-2002, καθώς και δίχρονοι εκπρόσωποι των 250cc και 125cc κατηγοριών. Θέλετε λοιπόν μέσα στο ίδιο το παιχνίδι που είναι αφιερωμένο στον Rossi να μπείτε στο ρουθούνι του Ιταλού χειριζόμενοι τον Kenny Roberts του 2000, τον Max Biaggi του 2004, τον Casey Stoner του 2007, ή τον Marc Márquez του 2014; Μπορείτε να το πράξετε! Θεωρώ λίγο περιττό ν’ αναφερθώ στις Moto 3, Moto 2, 250cc και 125cc κατηγορίες, καθώς, μη κοροϊδευόμαστε, σχεδόν κανείς δε θ’ ασχοληθεί μαζί τους, εκτός αν επιλέξει το Career mode, οπότε αναγκαστικά θα περάσει απ’ τις δύο πρώτες. Διαφορετικά είναι σαν να σου δίνουν ένα F1 παιχνίδι που περιλαμβάνει και karts κι εσύ να επιλέγεις ν’ ασχοληθείς μ’ αυτά. Γίνεται; Δε γίνεται! Κι αν γίνει, πόσο να κρατήσει;

Valentino Rossi The Game Snap3Κι όμως επέλεξα να τρέξω και με τον στριφνό Max Biaggi και την Yamaha 500

Εκτός των παραπάνω, σημαντικό κομμάτι της πίτας που απλόχερα προσφέρει το “VR: The Game” διεκδικούν και τα challenges που περιλαμβάνει. Flat Track αναμετρήσεις, αγώνες rally, ντριφταρίσματα με Ford Mustang GT, ενιαίοι αγώνες στη σέλα Yamaha R1M, καθώς και πλήθος time attacks είναι ένα μενού ικανό να σας κρατήσει πάμπολλες ώρες κολλημένο στην οθόνη του PC σας. Δε μπορώ να πω ότι το online κομμάτι τα καταφέρνει το ίδιο καλά, καθώς αφ’ ενός τα lobbies είναι σχεδόν μονίμως άδεια, αφ’ ετέρου συχνά παρουσιάζονται προβλήματα σύνδεσης. Η Milestone πρέπει κάποια στιγμή να κοιτάξει πιο σοβαρά το multiplayer κομμάτι των παιχνιδιών της, καθώς εκεί παραδοσιακά χάνουν αρκετούς πόντους. Ευτυχώς όμως προσφέρεται δυνατότητα για τοπικό split-screen mode, που φυσικά αποδεικνύεται αρκούντως διασκεδαστικό.

Κάπου εδώ είναι ώρα να εισέλθουμε στα του gameplay στοιχεία και να εξετάσουμε αν το “VR: The Game” είναι ένας άξιος simulation τίτλος, ή φέρνει περισσότερο σε arcade παιχνίδι. Δεδομένης της φύσης του τίτλου και των επισήμων δικαιωμάτων που έχει εξασφαλίσει για τη χρήση ονομάτων ομάδων, οδηγών, χορηγών, πραγματικών πιστών κτλ, το τελευταίο δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θετικό, καθώς ο υποψήφιος αγοραστής αναμένει να ζήσει όσα αντίστοιχα ζητά εκείνος που φιλοδοξεί ν’ αποδειχθεί ικανός οδηγός στα όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά F1 games. Ωστόσο οφείλω, προτού συνεχίσω, να κάνω μία παρατήρηση. Είναι εξ’ ορισμού αδύνατον να δημιουργηθεί το κατάλληλο immersion που επιτυγχάνεται μέσω χρήσης τιμονιέρας σε F1 / rally τίτλους, καθώς το gamepad δε βοηθά και πολύ προς αυτή την κατεύθυνση. Δυστυχώς δεν υπάρχει, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, ένα μαραφέτι που να είναι σε θέση ν’ αναπαραστήσει, όσο καλύτερα γίνεται, το πλάγιασμα των οδηγών κατά τη διάρκεια των αγώνων, που είναι και η πεμπτουσία των συγκεκριμένων αγώνων. Όσο καλά και αν χειρίζεσαι το σταυρό ή τον μοχλό του χειριστηρίου, δε θα μπορέσεις σχεδόν ποτέ ν’ αντιγράψεις πειστικά επί της οθόνης την κίνηση που κάνουν οι κορυφαίοι αυτοί αναβάτες.

Όπως και να έχει, αυτό που αρχικά προξενεί εντύπωση, αλλά και πονοκέφαλο, είναι, όπως ακριβώς και στην περίπτωση του “MXGP2: The Official Motocross Game”, το πόσα κουμπιά καλούμαστε να μάθουμε να ελέγχουμε, αν αποφασίσουμε ν’ απενεργοποιήσουμε τις βοήθειες.  Μοχλός για τον έλεγχο της μηχανής, δύο πλήκτρα γι’ ανέβασμα και κατέβασμα ταχυτήτων, άλλα τόσα για σκύψιμο και σήκωμα του σώματος του αναβάτη, γκάζι, μπρος φρένο, πίσω φρένο, αλλά και κουμπί ελέγχου της κάμερας! Επειδή πρέπει να είναι κανείς ταχυδακτυλουργός για να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο έργο, οι automatic επιλογές αναφορικά με τις ταχύτητες και την κίνηση του σώματος του αναβάτη διευκολύνουν πολύ το έργο μας. Εκεί που υπάρχει πρόβλημα είναι στη λειτουργία των φρένων. Γιατί αυτό; Διότι πολύ απλά η ισχύς τους φαντάζει δυσανάλογα μικρή σε σχέση με τα χιλιόμετρα που μαζεύει η μηχανή μας, μ’ αποτέλεσμα να κοντεύουμε να λιώσουμε το πλήκτρο επιλογής έως ότου καταφέρουμε να φρενάρουμε ικανοποιητικά.  

Valentino Rossi The Game Snap4Οι ικανότητές μας συνεχώς ανεβαίνουν, όσο παίρνουμε μέρος σε events

ΕΧΕΙ ΔΡΟΜΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥ

Γροθιά στον ρεαλισμό δίνει επίσης και η πολύ μεγάλη ανοχή που δείχνει το παιχνίδι στις συγκρούσεις που έχουν οι αναβάτες μεταξύ τους μέχρις ότου επέλθει κάποια πτώση. Αν δεν εμβολίσουμε κάποιον αντίπαλο, ή δεν αποτελέσουμε θύμα αντίστοιχης δικής του επίθεσης, η τούμπα αποτελεί άγνωστη έννοια. Ακόμη όμως κι αν βγούμε στο γρασίδι, το “VR: The Game” θα μας αφήσει αρκετά περιθώρια να επιστρέψουμε αλώβητοι στην πίστα, αρκεί φυσικά να κλείσουμε το γκάζι. Όσο για τις σούζες και τα endos, δε καταλήγουν σχεδόν ποτέ σε “καπάκι”, εκτός πια κι αν το επιδιώξουμε. Απ’ την άλλη όμως πρέπει να υπογραμμίσω ότι η δυνατότητα ολικής ή μερικής ενεργοποίησης του traction control system έχει εμφανή αντίκτυπο στη συμπεριφορά της μηχανής, καθώς με τελείως κλειστό TCS και απρόσεκτο άνοιγμα του γκαζιού δεν είναι καθόλου δύσκολο να καταλήξουμε σ’ ένα θεαματικό high siding (=απότομο τίναγμα της ουράς της μηχανής προς τ’ αριστερά ή δεξιά), που θα μας στείλει για μία σύντομη πτήση πάνω απ’ τη μηχανή έως ότου καταλήξουμε να μετράμε τους σβόλους από λάστιχο που έχουν διασκορπιστεί στην άσφαλτο. Καλά επίσης δείχνει να δουλεύει κι η επιλογή περί φθοράς ή μη των ελαστικών, ανάλογα με το στυλ οδήγησής μας, χωρίς όμως αυτό δυστυχώς ν’ αντανακλάται στους χρόνους και των υπολοίπων αναβατών, που δείχνει να διατηρούν, ως επί το πλείστον, ένα σταθερό γυρολόγιο ανά αγώνα.

Μια και ο λόγος περί των αντιπάλων που ελέγχει η CPU, η συμπεριφορά τους κρίνεται μάλλον αλλοπρόσαλλη. Ενώ σ’ ορισμένες στροφές μπαίνουν πολύ καλύτερα και με πολλά περισσότερα χιλιόμετρα από εμάς, σε βαθμό ν’ απορούμε τί ακριβώς κάνουμε εμείς λάθος, σε κάποιες άλλες απλά… σέρνονται! Όσο για την προσπάθεια προσπεράσματος ή υπεράσπισης της θέσης τους, εκεί φτάνουν σχεδόν να θυμίζουν πρόβατα, που καθένα ακολουθεί το προπορευόμενο. Καταφέρνοντας λοιπόν να τεθούμε επικεφαλής της κούρσας, αρκεί να προσέχουμε από εκεί κι έπειτα να κρατάμε κλειστή την πόρτα στο εσωτερικό κάθε στροφής κι οι πιθανότητες νίκης είναι με το μέρος μας, αφού σπανίως θα δούμε κάποιον να δοκιμάζει να μας προσπεράσει απ’ την εξωτερική. Οπωσδήποτε η συμπεριφορά τους χρειαζόταν λίγη περισσότερη τόλμη κι επιθετικότητα, καθώς ως έχει πρέπει να κάνουμε εμείς το λάθος προκειμένου να το εκμεταλλευτούν και να περάσουν.

Διαβάζοντας κάποιος τα παραπάνω μάλλον δε περιμένει να κάνω λόγο περί τυχαίων μηχανικών βλαβών, κλαταρισμένων ελαστικών κτλ, αφού σχεδόν αποτελούν άγνωστες έννοιες, όπως άλλωστε λίγο πολύ συμβαίνει μ’ οποιονδήποτε άλλο racing τίτλο που έχει αποπειραθεί μέχρι σήμερα να χριστεί simulation. Είναι όμως στοιχεία που χρειάζονται σ’ ένα τέτοιο παιχνίδι, καθώς εκτοξεύουν κατακόρυφα τον ρεαλισμό και προσφέρουν στιγμές που, ανεξαρτήτως αν μας ευνοούν ή όχι, αφήνουν πίσω τους δυνατές αναμνήσεις. Φανταστείτε να είστε στη δεύτερη θέση, να κυνηγάτε μανιασμένα τον πρωτοπόρο, ν’ αδυνατείτε να τον φτάσετε και να παθαίνει κάτι η μηχανή του, μ’ αποτέλεσμα να του κλέψετε τη νίκη. Πόσο πολύ μετράνε τέτοιες στιγμές στα racing games! Η ειρωνεία είναι ότι η σχετική επιλογή περί μηχανικών προβλημάτων υφίσταται, στην πράξη όμως προσωπικά δεν είδα να δίνει επί της ουσίας το παρόν.

Valentino Rossi The Game Snap5To split-screen mode φυσικά έχει πάντα τη δική του χάρη

Δικαίως μπορεί κάποιος ν’ αναρωτιέται γιατί μέχρι τώρα δεν έχω κάνει λόγο για τα γραφικά και τον ήχο. Η απάντηση είναι απλή. Αυτή τη φορά διάλεξα να ασχοληθώ μαζί τους στο τέλος του κειμένου, έτσι γι’ αλλαγή! Σαφέστατα πρόκειται για δύο απ’ τα θετικά γνωρίσματα του παιχνιδιού. Ξεκινώντας απ’ τα γραφικά, τόσο τα μοντέλα μηχανών και αναβατών, όσο και ο περιβάλλων χώρος κάθε πίστας αποδίδονται πολύ καλά και καθαρά. Μοναδικό παράπονο είναι ότι, για μία ακόμη φορά σε παιχνίδι της Milestone, η ενεργοποίηση του antialiasing σε 8x επίπεδο επιφέρει πτώση του framerate και περιοδικά σπασίματα της κίνησης των αναβατών. Όσο για τον ήχο, αφού απολαύσετε τον ξεκάθαρα διαφορετικό θόρυβο που παράγουν οι τετράχρονες 1000άρες σε σχέση με τις δίχρονες 500άρες ή τα μικρά θηρία των 125cc, θα νιώσετε πλήρως καλυμμένοι τόσο απ’ τον ήχο που παράγουν τα υπόλοιπα, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, οχήματα που χειριζόμαστε, όσο και απ’ τη μουσική που παίζει όσο βρισκόμαστε στα διάφορα menus. Φυσικά κερασάκι στην τούρτα είναι τα είκοσι videos που αντιστοιχούν στα ισάριθμα VR46 events που παρουσιάζουν στιγμές απ’ την καριέρα του εννέα φορές –μέχρι σήμερα- πρωταθλητή Valentino Rossi.

ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ

Το έγραψα στην περίπτωση του “MXGP2: The Official Motocross Videogame”, θα το επαναλάβω εδώ. Είναι εμφανές ότι η Milestone, μετά από τόσα χρόνια ενασχόλησης με games του είδους, έχει ωριμάσει και παρουσιάζεται επιτέλους πιο προσεκτική στις δημιουργίες της. Προσωπικά ευχαριστήθηκα το “Valentino Rossi: The Game” περισσότερο απ’ το αντίστοιχο motocross παιχνίδι που μας έδωσε προσφάτως, έστω κι αν σε simulation επίπεδο δεν ένιωσα να με καλύπτει ιδιαιτέρως.

Valentino Rossi The Game Snap6Νόμος και κανόνας: Όποιος δε λατρεύει την πίστα της Laguna Seca, πολύ απλά δε νιώθει από αγώνες μηχανοκίνητου αθλητισμού

Παρ’ όλα αυτά είναι τόσα πολλά τα modes που περιλαμβάνει κι οι επιλογές που προσφέρει, που είναι σε θέση να σας κρατήσει συντροφιά για πραγματικά πολλές ώρες. Αν μάλιστα ανήκετε σ’ εκείνους τους πεισματάρηδες που επιθυμούν διακαώς να δουν να στέφεται παγκόσμιος πρωταθλητής της κορυφαίας κατηγορίας το… κουλάδι που δημιουργούν εκ του μηδενός, ετοιμαστείτε γι’ ατελείωτο κάψιμο! Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν έχει υπάρξει κάποιο καλύτερο MotoGP game μέχρι σήμερα, η παρούσα έκδοση όμως έχει αρκετά στοιχεία που μπορούν να διατηρηθούν σχεδόν ανέπαφα και σ’ επόμενες, οι οποίες αναμφισβήτητα οφείλουν να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στον τομέα του ρεαλισμού. Έχω την αίσθηση πάντως ότι, σε γενικές γραμμές, κι ο ίδιος ο Valentino Rossi, όσο τελειομανής κι αν είναι, θα έχει μείνει ικανοποιημένος με το συνολικό αποτέλεσμα της φετινής version.

karkasSpecs 3

Τον κωδικό του παιχνιδιού για τις ανάγκες πραγματοποίησης του παρόντος review μας παραχώρησε η Bandai Namco Entertainment, την οποία κι ευχαριστούμε θερμά!

Pros

  • Όμορφα γραφικά και ατμοσφαιρικός ήχος
  • Πλούσιο περιεχόμενο, με πλήθος modes
  • Περιλαμβάνει διαφόρων ειδών αγώνες
  • Προσφέρει –κι απαιτεί- πάμπολλες ώρες ενασχόλησης
  • Δυνατότητα για split-screen παιχνίδι 
  • Μεγάλος αριθμός αναβατών και μοτοσυκλετών

Cons

  • Το φρενάρισμα είναι ολίγον προβληματικό, έχοντας πλήρως απενεργοποιημένο το auto braking
  • Θέλει αρκετή δουλειά ακόμη στον τομέα του ρεαλισμού 
  • Η A.I των αντιπάλων δεν είναι κι η καλύτερη
  • To online κομμάτι δε δουλεύει καλά

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 81%

81%

Μάνος Καρκαλέμης

Ο Μάνος δε μπορεί παρά να νιώθει ευτυχής που ασχολήθηκε ενεργά με την gaming αρθρογραφία στα χρόνια 2009-2017, οπότε και του δόθηκε η ευκαιρία να γράψει reviews για κάποια adventure games-διαμάντια, όπως "The Whispered World", "Monkey Island 2-LeChuck's Revenge" (Remastered Edition), "The Book of Unwritten Tales 1&2", "Grim Fandango" (Remastered Edition), "Gabriel Knight-Sins of the Fathers" (25th Anniversary Edition), "Night of the Rabbit", "Memento Mori 2", "Day of the Tentacle" (Remastered Edition).

One Comment

Αφήστε μια απάντηση

Related Articles

Check Also
Close
Back to top button
elEL