REVIEWS

THE BARD’S TALE IV: DIRECTOR’S CUT

“Now you all know, the bards and their songs…”

Οφείλω να ξεκινήσω αυτήν την κριτική επισκόπηση με δύο βασικές παραδοχές. Παραδοχή νούμερο ούνο: θεωρώ ότι η InXile έχει πολλές και καλές ιδέες αλλά η ανεπαρκής διαχείριση οδηγεί σε απώλεια κατεύθυνσης κατά τη δημιουργική φάση της εταιρείας. Θύματα αυτού του φαινομένου είναι το ίδιο το προϊόν, αφού τόσο το Wasteland 2, όσο και το Numenera κυκλοφόρησαν με κομμένο ή κατώτερο των προσδοκιών υλικό από αυτό που είχε αρχικώς «δεσμευτεί» η εταιρεία απέναντι στους χρηματοδότες της. Κατ’ επέκταση (και προς τιμήν τους) αναγκάστηκαν να ρίξουν πάρα πολλούς πολύτιμους πόρους (ήτοι χρόνο και χρήμα) ώστε να τα φέρουν στα ίσια τους με τις αντίστοιχες Director’s Cut, συνήθως εις βάρος των επόμενων καμπανιών (πχ. Wasteland 3). Παρόλα αυτά μετά την εξαγορά της εταιρείας από τη Microsoft φαίνεται ότι το χρήμα ρέει άφθονο και τα πρώτα σημάδια του Wasteland 3 δίνουν μία νότα αισιοδοξίας. Ελπίζουμε οι επόμενες κυκλοφορίες τους να βγουν ολοκληρωτικά έτοιμες, χωρίς να χρειαστεί να βγουν ως όψιμες beta εκδόσεις για να πετύχουν την ημερομηνία κυκλοφορίας.

Πλέον μπορεί να πει ότι κοιτάζει αγέρωχα τους πνευματικούς του διαδόχους.

Παραδοχή ντος: το review του Αλέξανδρου Γκέκα για το ίδιο παιχνίδι ένα χρόνο παρά κάτι πριν από τη συγγραφή αυτού του κειμένου είναι από τα πιο πυκνά, λακωνικά κείμενα που έχουν γραφτεί ως κριτικές παιχνιδιού χωρίς να αγγίζουν τα όρια του γραφικού (λέγε με PIXEL). Αποδίδει με ιδιαίτερο, σαφή, και φυσικά, λυρικό τρόπο ακριβώς αυτό που τρέχει στο παιχνίδι, τη μουσικότητά του σε κάθε στροφή, τις ιδιοτροπίες του, ακόμη και το ότι πολλές φορές δεν μπορείς να καταλάβεις το δείνα γρίφο μέχρι να βρεις ακριβώς τη λύση του. Εντούτοις, παρά την ευλογία γενειάδων και σκεπών ιδίου σπιτικού, θα ακολουθήσω το τυπικό μοτίβο ώστε να ικανοποιήσω και την επιθυμία των χρηστών για κάτι πιο συμβατικό, εστιάζοντας κυρίως στην ατμόσφαιρα παρά στο σενάριο. Άλλωστε έχουμε να κάνουμε με μία ανανεωμένη έκδοση, παρά με έναν ολοκληρωτικά νέο τίτλο.

Μπρος καλά μου γρανάζια!

Ο λόγος που αποφασίσαμε να επαναπαρουσιάσουμε το Bard’s Tale IV (εφεξής ΒΤ4) είναι κυρίως διότι έχει αλλάξει άρδην από την αρχική του κυκλοφορία. Πέραν των νέων στοιχείων που συνοδεύουν την κυκλοφορία της Director’s Cut (νέα όπλα, μπουντρούμιι με υλικό για έξτρα 2-3 ώρες), η InXile έχει ενσωματώσει/διορθώσει λάθη της vanilla έκδοσης που συμπληρώνουν χωρίς υπερβολή 7 περίπου σελίδες Α4 από τον Οκτώβριο του 2018. Έπειτα από συζήτηση που είχα με τον Αλέξανδρο για να συγκρίνουμε τις, αχέμ, εμπειρίες μας συνειδητοποίησα ότι αυτά που είχε συναντήσει ως στοιχείο του παιχνιδιού (crashes, απανωτά bugs, επιδόσεις που φτάνουν στο ναδήρ) έχουν πλήρως εξαλειφθεί στην Director’s Cut. Πλήρως; Φυσικά και όχι διότι μικρά bugs έχουν ξεφύγει εδώ κι εκεί στο δημοσιογραφικό build που δοκίμασα, αλλά ξεσκονίστηκαν αρκετά από αυτά στην τελική έκδοση. Οφείλω να ομολογήσω ότι οι επιδόσεις αναλόγως τις επιλογές σας στο μενού των γραφικών μπορούν να γονατίσουν άνετα ένα μηχάνημα τριετίας αλλά με 2-3 ρυθμίσεις (όπως το Shadows Resolution) το πρόβλημα περιορίζεται αισθητά.

Πέραν των βασικότατων βελτιώσεων στη μηχανή αλλά και στο περιεχόμενο, το παιχνίδι έχει άκρως σημαντικές προσθήκες Quality of Life (QoL) όπως τα φίλτρα στο inventory (ένα κουμπί και μπορείτε να δείτε όλα τα όπλα/πανοπλία/αναλώσιμά σας, χωρίς να ξεφυλλίζετε inventory tabs κτλ.). Το ίδιο συμβαίνει και στο μενού των εμπόρων όπου μπορείτε άμεσα να συγκρίνετε τι φοράει ο επιλεγμένος χαρακτήρας σε σχέση με το αγαθό που έχετε βάλει στο μάτι. Και κάπου εδώ μπορώ να πετάξω μία ατάκα-τσιτάτο και να λήξω κάπως άδοξα το review ως μία τυπική ανακοίνωση τύπου.

Αλλά αυτό θα ήταν άδικο για το ίδιο το παιχνίδι. Βλέπετε το ΒΤ4 με γοήτευσε. Με σαγήνευσε. Τα μοντέλα των προσώπων των NPC μπορεί να μην είναι στην αιχμή της τεχνολογίας. Η ιστορία να μην ξεφεύγει από το χιλιοειπωμένο «αρχικακός στέλνει τους τσάτσους του για να εκτελέσει την ατζέντα του». Αλλά διάολε η Ιστορία του Βάρδου υπ’ αριθμών Τέσσερα είναι αυτό που πρέπει να είναι το μέσο. Μία προσωρινή διαφυγή που σου δίνει έναν κόσμο ζωντανό να ταξιδέψεις σε αυτόν. Και αν ένα είναι το στοιχείο που συνεισφέρει σε αυτήν την ατμόσφαιρα είναι η εξαιρετική κέλτικη μουσική του. Περπατώντας στην πόλη του Skara Brae άκουσα ένα πολυφωνικό τραγούδι. Ήθελα να πάω να δω από πού ερχόταν. Όχι, για να βρω το θησαυρό και να ικανοποιήσω το meta-thinking μου και το OCD μου, αλλά διότι ήθελα να δω ποια δραστηριότητα σκηνοθέτησε το studio ώστε να βάλει το συγκεκριμένο κομμάτι. Εν τέλει ήταν μία απρόσιτη περιοχή, την οποία μπορούσες να δεις από ψηλά, όπου γυναίκες έραβαν ένα μεγάλο υφαντό.

Το χιούμορ του βγάζει μία παιδική αγνότητα, μία νοσταλγική αθωότητα. Στις μάχες θα ακούτε τους εχθρούς να σας χλευάζουν επειδή ήπιατε ένα ποτηράκι παραπάνω για να πείτε το παράφωνο τραγουδάκι που θα buffάρει όλο το party. Θα σας δείξουν τους μείζονες γλουτιαίους τους έτσι και καθίσετε να σκεφτείτε λίγο παραπάνω κατά τη διάρκεια της μάχης, μήπως και σας προβοκάρουν. Οι στιχομυθίες μεταξύ των NPC στο party σας διαχέονται από το ίδιο tongue-in-cheek χιούμορ ακόμη και στα πιο άκυρα σημεία.

Πώς ένα tutorial quest μπορεί να σας κάνει να λυθείτε στα γέλια.

Η μάχη αυτή καθαυτή είναι μία εύκολη διαδικασία η οποία απαιτεί εξάσκηση για να τελειοποιηθεί. Όλα φυσικά εξαρτώνται από τη σύσταση του party και τη δόμηση των επί μέρους χαρακτήρων και των skill τους. Η σωστή συνεργία τους θα σας κάνει τη ζωή πολύ πιο εύκολη. Με βάση την turned-based μάχη η InXile κατατάσσει τον τίτλο ως strategy game, παρόλα αυτά κάτι τέτοιο περιορίζει αρκετά αυτά που το ΒΤ4 καταφέρνει. Η αλήθεια είναι ότι όπως είχε πει και ο Αλέξανδρος στο review του μιλάμε για έναν τίτλο που είναι αρκετά old-school. Θέλει καλό προγραμματισμό ώστε να επιτύχετε ένα σωστό build στους χαρακτήρες σας. Παρότι υπάρχουν περιθώρια για λάθη, πολλές φορές αυτά είναι αμείλικτα. Ενδεικτικά θα σας αναφέρω ότι αρκετά νωρίς, κλήθηκα να επιλέξω ένα μέλος του party ώστε να φύγει για ένα δευτερεύον (όπως είκασα) quest. Χωρίς περιστροφή κατέληξα να διώχνω το βασικό fighter μου και να έχω δύο spellcasters (αφού ήρθε ένας δύο λεπτά αργότερα) στο party. Δύσκολα τα πράγματα, αλλά βιώσιμα, αφού η σύσταση θέλει μικρές διορθώσεις σε επίπεδο skills, ενώ υπάρχει πάντα η δυνατότητα δημιουργίας custom mercenary NPC.

Φωτορυθμικά και πυροτεχνήματα. Το interface είναι ελάχιστα δύστροπο για τα γούστα μου, αλλά λειτουργεί!

Ως γνήσιο blobber, το ΒΤ4 έχει δόση ιδιαίτερη αγάπη στους γρίφους που χωρίζονται στους βασικούς και τους δευτερεύοντες. Οι πρώτοι είναι απαραίτητοι για την προώθηση της πλοκής, ενώ η επίλυση των δεύτερων ανταμείβει με δυνατά αντικείμενα ή αναλώσιμα. Και έρχομαι στο βασικό στοιχείο που θα πρέπει να προσέξει ο νέος παίκτης. Αν θέλετε να βιώσετε το παιχνίδι όπως θα έπρεπε να είναι, χωρίς να έχετε την αίσθηση ότι το «κλέβετε», κάντε μια χάρη στον εαυτό σας και επιλέξτε να προχωράτε σε grid-based movement. Μπορεί να φαίνεται στριφνό, όπως ήταν και στο Legend of Grimrock, άλλα θα σας αναγκάσει να μην μπορείτε να παρακάμψετε ορισμένους μηχανικούς γρίφους και παγίδες. Η αίσθηση ικανοποίησης που θα λάβετε όταν περνάτε μία περιοχή θα είναι μακράν πολλαπλάσια από το να αντιμετωπίσετε το παιχνίδι ως νέο FPS-RPG. Υπάρχουν και άλλες επιλογές που ενδεχομένως το κάνουν αρκετά hardcore (παρότι ουσιαστικά δεν αλλάζουν πολύ τα πράγματα) όπως η ύπαρξη συγκεκριμένων save-points, αλλά θεωρώ το grid-based movement το απαραίτητο στοιχείο για να ζήσετε την εμπειρία στο 100%.

Η ομάδα έγκριτων game reviewers δίνει την πολυπόθητη αναγνώριση στον Νο1 Θαυμαστή μας για τη συνέχιση της δραστηριότητάς του.

Το ΒΤ4 καταφέρνει να κάνει κάτι που λίγα παιχνίδια πλέον μπορούν να διεκδικήσουν. Να είναι αγνό, διασκεδαστικό, χωρίς να είναι απαραίτητα υπεραπλουστευμένο. Σου κλείνει το μάτι για κάθε κρυμμένο στοιχείο που βρίσκεις, για κάθε γρίφο που καταφέρνεις να ερμηνεύσεις και να λύσεις σωστά. Σου λέει ένα αθώο αστείο όλο νόημα και σε αφήνει να το ερμηνεύσεις όπως κρίνεις εσύ. Σε ταξιδεύει με τη μουσική του σε λίμνες ομίχλης πάνω από τη θάλασσα των νήσων Όρκνεϊ. Είναι κρίμα που έπρεπε να βγει ολόκληρη Director’s Cut ώστε να αναδειχθεί το διαμάντι που έκρυβε μέσα του. Όμως, κάλλιο αργά παρά ποτέ!

Με ένα λάουτο στο χέρι, χαρακώνω σα μαχαίρι. Χικ! ΣΩΠΟΔΗΠΟΤΕ!

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 91%

91%

Ανοίξτε το βαρέλι amber ale και το τραγούδι θα είναι άφθονο! Αγνά διασκεδαστικό!

Παύλος Γεράνιος

Γέννημα-θρέμμα της Υπερβορείας, ο Παύλος έκανε καιρό να γνωρίσει την αλληλεπίδραση με την οθόνη. Τα πρώτα παιχνίδια που θυμάται να παίζει ήταν τα Gran Prix, Test Drive, Digger και Flight για DOS σε εποχές που οι περισσότεροι είχαν πλέον Windows... Αυτό δεν τον πτόησε και αγάπησε τη Μητέρα Πλατφόρμα από την πρώτη στιγμή. Θήτευσε και στην άγονη παραμεθόριο των κονσολών (πάντα σε σπίτια φίλων, ποτέ στο δικό του), αλλά το PC ήταν αυτό που τον κράτησε. Λάτρης των ποιοτικών τίτλων από όλα τα είδη, θεωρεί πώς η ιστορία και αυτό που θέλει να πει το παιχνίδι ως μέσο είναι το κυριότερο και όχι η ταμπέλα. Υπάρχουν πάντα οι εξαιρέσεις φυσικά...

One Comment

Αφήστε μια απάντηση

Related Articles

Check Also
Close
Back to top button
elEL