REVIEWS

BORN PUNK

Ακόμα ένα adventure που παρουσιάζουμε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και έχω αρχίσει να πιστεύω ότι βρισκόμαστε ξανά στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αλίμονο, τέτοια προσφορά έχει πολλά χρόνια να συμβεί, κάτι που διόλου δε μας ενοχλεί, πόσο μάλλον όταν στο ραντάρ του άμεσου μέλλοντος αναμένονται μερικά πολύ γερά χαρτιά, όπως το νέο Monkey Island και το Old Skies των Ron και Dave Gilbert αντίστοιχα.

Το Born Punk της Αυστραλιανής Insert Disk 22 (obvious pun από το Secret of Monkey Island) είναι το αποτέλεσμα μιας επιτυχημένης Kickstarter καμπάνιας του 2019 και ένα adventure για το οποίο είχαμε αρκετά μεγάλες προσδοκίες, όμως κάπου στην πορεία, αυτές αμβλύνθηκαν. Ο λόγος είναι ένα demo του που είχε κυκλοφορήσει πέρυσι στο Steam Fest, το οποίο απεδείχθη μια πολύ μέτρια εμπειρία και οδήγησε τους δημιουργούς του να ανασκουμπωθούν και ν’ ασχοληθούν περαιτέρω με την ανάπτυξή του. Σαφώς, ένας από τους λόγους κυκλοφορίας ενός demo είναι και το σχετικό feedback που θα ληφθεί από τους παίκτες, εντούτοις, σπάνια γινόμαστε μάρτυρες εντυπωσιακών βελτιώσεων. Το Born Punk είναι εμφανώς βελτιωμένο λοιπόν από εκείνο το demo, αλλά πάσχει σε κάποια καίρια σημεία της δράσης του, με συνέπεια να μην φτάνει στα υψηλά επίπεδα που ίσως θα περιμέναμε.

Τελικά, θα αργήσει λιγάκι η beta.

Η ιστορία μας μεταφέρει στο μακρινό 2155 και στο Bornholm, ένα νησί της Βαλτικής, πλησίον της Δανίας. Το Bornholm είναι μια μητρόπολη κατασκευασμένη όπως έχουν φανταστεί δεκάδες μυθιστορήματα και ταινίες. Σκοτεινή, αποπνικτική, γεμάτη ψηλά κτήρια και φώτα νέον, αλλά και ένας πληθυσμός εθισμένος στην τεχνολογία και την κατάχρησή της, κυρίως με τη μορφή των implants. Παρ’ όλα αυτά, το Bornholm δε φημίζεται μονάχα για τη ρυμοτομία του, αλλά για το Space Elevator, μια θαυματουργή τεχνολογία από βιομηχανικής και αστρονομικής άποψης, τόσο ισχυρή που καθιστά το μικρό αυτό νησί ως μια από τις μεγαλύτερες υπερδυνάμεις του πλανήτη. Υπεύθυνη για τη δημιουργία του Space Elevator είναι το Conglomerate, μια σύμπραξη μεγαλοεταιριών, η οποία, όπως συμβαίνει συνήθως, δεν είναι άμοιρη ευθυνών για την κατάντια των περισσότερων κατοίκων (ανθρώπων και ανδροειδών) που κατοικούν στα slums της πόλης. Τέτοια τεχνολογία χρειάζεται πακτωλό χρημάτων, οπότε κάποιοι θα πρέπει να πληρώσουν το μάρμαρο…

Πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι τρεις: η Eevi, η Mariposa και το ανδροειδές Grandmaster Flashdrive. Πρόκειται για τρεις εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες με ετερόκλητα χαρακτηριστικά. Η Eevi είναι μια δυναμική, γεμάτη εμφυτεύματα, τύπισσα που ζει διπλή ζωή, το πρωί σερβιτόρα στο μπαρ “On The Ragnarocks” το βράδυ χάκερ με το αζημίωτο, η Mariposa είναι η σκληροτράχηλη CEO της Mitsotomo, μιας από τις μεγαλύτερες μετόχους του Conglomerate, ενώ ο Grandmaster Flash-drive είναι ένα φτωχό android που ζει σε μια άλλη εποχή, σε εκείνη της rap μουσικής (εν έτει 2155, προφανώς το είδος αυτό πρόκειται για αρχαία ιστορία) και νομίζει ότι είναι μετενσάρκωση του Grandmaster Flash.

Ευφάνταστο όνομα για μπαρ, μπορώ να πω.

Τους χαρακτήρες αυτούς ενώνει μια περίεργη σύμπτωση. Και οι τρεις γίνονται possessed από κάποιες ΑΙ, αγνώστου προελεύσεως και ταυτότητας, οι οποίες ισχυρίζονται ότι χρειάζονται τα σώματά τους για κάποιο απώτερο, ιερό, σκοπό. Φυσικά, το ποιος είναι αυτός ο σκοπός είναι κάτι που θα μάθετε παίζοντας, αρκεί να έχετε την υπομονή να φτάσετε περίπου στα μισά του παιχνιδιού, όταν τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πιο ξεκάθαρα. Οι πρώτες ώρες κυλούν απελπιστικά αργά, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, ενώ μας εισάγει στον κόσμο του μάλλον απότομα, δίχως να έχουν προηγηθεί ικανοποιητικές προσπάθειες να επιτευχθεί το ανάλογο «δέσιμο» του παίκτη με τους πρωταγωνιστές του, έτσι ώστε να ενδιαφερθούμε αρκετά γι’ αυτούς.

Η δε ιδέα να αποκαλύπτονται στοιχεία του lore του παιχνιδιού μέσω μακροσκελών κειμένων από το ενσωματωμένο PDA του παιχνιδιού, λειτουργεί μάλλον αποτρεπτικά εν έτει 2022. Προσωπικά ποτέ δεν απέκτησα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μάθω τι είχε συμβεί στο παρελθόν στο Bornholm ή τι είναι το Bucca-bot, καθώς στο ενδιάμεσο είχα να «παλέψω» με τους γρίφους του παιχνιδιού. Στα αρχικά στάδια του παιχνιδιού, οι γρίφοι δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολοι, καθώς ο χειρισμός είναι απλούστατος (αριστερό κλικ για use/pickup, δεξί για examine), βασίζονται στο γνωστό δίπτυχο των inventory/dialogue, ενώ υπάρχουν και αρκετές περιπτώσεις που η λύση μπορεί να επιτευχθεί με περισσότερους από έναν τρόπους (π.χ. για να ανοίξουμε μια κλειδωμένη πόρτα, μπορούμε είτε να βρούμε τον κωδικό ασφαλείας της είτε να τη χακάρουμε). Παρ’ όλα αυτά, το παιχνίδι προϋποθέτει να κάνουμε πρώτα examine σχεδόν σε κάθε hotspot της οθόνης, προκειμένου ο εκάστοτε πρωταγωνιστής να έχει άποψη για το τι πρέπει να κάνει, κάτι που αρκετές φορές είναι λίγο ασαφές.

Αν θυμάστε μια φράση πασίγνωστου παιχνιδιού της Sierra, δε θα έχετε κανένα πρόβλημα να περάσετε τον πορτιέρη.

Ξόδεψα αρκετό χρόνο μέχρι να αντιληφθώ την εν λόγω ιδιοτροπία (η αρχική οθόνη με την Eevi πρέπει να μου πήρε πάνω από μια ώρα), καθώς σχεδόν πάντα ήξερα τι έπρεπε να κάνω, αλλά το παιχνίδι αρνιόταν πεισματικά να συνεργαστεί. Αφότου έγινε κατανοητό, αντιμετωπίσαμε το γνωστό (ατυχές) κολπάκι των red herring αντικειμένων, δηλαδή αντικείμενα που δε χρησιμοποιούνται καθόλου στο παιχνίδι. Και δυστυχώς είναι αρκετά αυτά. Εντούτοις, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι εμφανές ποιο αντικείμενο χρειαζόμαστε τελικά, οπότε τα red herrings είναι απλώς μια ενόχληση μερικών κλικ παραπάνω στο inventory.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ελέγχουμε τους τρεις ήρωες εναλλάξ, με τη σειρά να επιλέγεται σύμφωνα με τις ανάγκες του σεναρίου, ενώ κάποια στιγμή οι τύχες τους ενώνονται για να αντιμετωπίσουν την κοινή απειλή (;). Ομολογουμένως, τότε είναι που το Born Punk αρχίζει να παίρνει τα πάνω του, δημιουργώντας έναν πιο ανοικτού τύπου κόσμο για περιπλάνηση, σαφώς πιο ευφάνταστους γρίφους που συχνά χρειάζονται την αρωγή δύο ή και τριών ηρώων ταυτόχρονα. Φυσικά, προς μεγάλη μας ευχαρίστηση παραμένει σε ικανοποιητικό βαθμό το γεγονός ότι δεν υπάρχει μονάχα μία λύση για κάθε πρόβλημα, ενώ παρατηρείται ανεβασμένο και το επίπεδο γραφής στους διαλόγους. Εξάλλου, το Born Punk δεν παίρνει εντέλει τον εαυτό του και τόσο σοβαρά – σε αντίθεση με ό,τι αρχικά δείχνει να εννοηθεί, οπότε οι χιουμοριστικές στιγμές δε λείπουν. Απεναντίας, όταν βρεθούν όλοι οι ήρωες μαζί, γινόμαστε μάρτυρες μερικών πραγματικά ξεκαρδιστικών σεκάνς, με πρωταγωνιστή τον Grandmaster Flash-drive, που είναι, με διαφορά, ο πιο καλογραμμένος και διασκεδαστικός χαρακτήρας του παιχνιδιού. Τόσο πολύ που νομίζω ότι θα του άξιζε ένα adventure αφιερωμένο αποκλειστικά σε αυτόν.

Οι τέσσερις δοκιμασίες. Από τις κορυφαίες στιγμές του παιχνιδιού.

Αυτό το «σκωτσέζικο» ντους που συνοψίζει το Born Punk, ομολογουμένως με έβαλε σε αρκετές σκέψεις για την τελική ετυμηγορία. Υπάρχουν στιγμές που το παιχνίδι μπορεί σε εκνευρίσει αφάνταστα με την κακή υλοποίησή του, όπως ολόκληρη η σειρά γρίφων της ντισκοτέκ ή ο λαβύρινθος στους υπονόμους (όπου εντελώς τυχαία βρήκα την έξοδο), ενώ σε κάποιες άλλες λάμπει πραγματικά από σπιρτάδα και ευρηματικότητα. Είναι λες και το κάθε απόσπασμα του παιχνιδιού έχει δημιουργηθεί ξεχωριστά από διαφορετικούς ανθρώπους και σε εντελώς διαφορετικές χρονικές περιόδους και όχι ως μια ενιαία ιδέα. Το φινάλε του δε είναι λίγο «ξεκρέμαστο», καθώς αφήνει υπόνοιες για κάποια συνέχεια, αλλά δε δίνει κάποιου είδους εξιλέωση στους ήρωες. Ακόμα και αν κατορθώσαμε και τους «σώσαμε» όλους, αφότου κάναμε τις σωστές επιλογές κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.

Η τελευταία πρόταση μη σας προκαλεί εντύπωση, καθώς το Born Punk περιλαμβάνει ένα στοιχειώδες choice & consequence σύστημα, στο οποίο όμως το αντίκτυπο των εκάστοτε επιλογών μας δεν είναι πάντα και τόσο ξεκάθαρο. Παρ’ όλα αυτά υφίσταται και ίσως δημιουργεί λόγους για ένα καινούριο playthrough, αλλά αυτό προϋποθέτει ότι το παιχνίδι σας άρεσε τόσο πολύ ώστε να το ξαναπαίξετε. Άλλωστε, η διάρκεια του δεν είναι πια και τόσο μεγάλη: δύσκολα ένα τυπικό playthrough θα ξεπεράσει τις επτά με οκτώ ώρες.

Η ωραία εικόνα δε συνάδει πάντα με την υψηλή ποιότητα και το restaurant αυτό αποτελεί την τέλεια απόδειξη…

Όσον αφορά τον τεχνικό τομέα, το Born Punk ακολουθεί retro μονοπάτια, οπότε το pixel-art σε σχεδιασμό χαρακτήρων και περιβάλλοντος αποτελεί μονόδρομο. Δεν είναι καθόλου άσχημο, αλλά τίποτε το ιδιαίτερο, σε αντίθεση με το voice-over και το soundtrack που είναι πραγματικά εξαιρετικά. Κυρίως ο ηθοποιός που υποδύεται τον Grandmaster Flash-drive, αφότου αποκτήσει τις δύο προσωπικότητες (θα καταλάβετε τι εννοώ όταν παίξετε το παιχνίδι), είναι απλά καταπληκτικός.

Εν ολίγοις, το Born Punk είναι ένα adventure που σίγουρα είχε όλα τα φόντα να ξεχωρίσει, αλλά δυστυχώς δεν κατορθώνει να εντυπωσιάσει. Αναμφίβολα έχει τις δυνατές στιγμές του, αλλά η συνολική γεύση που αφήνει μετά το πέρας του είναι μέτρια, γεγονός που μας οδηγεί να το προτείνουμε μονάχα σε φανατικούς φίλους των adventure games.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 67%

67%

Do you feel lucky, punk?

Ενδιαφέρουσες ιδέες, αλλά μέτρια υλοποίηση και σε στιγμές αρκετά κουραστικό, το Born Punk απευθύνεται μόνο στους φανατικούς του είδους.

Γιώργος Δεμπεγιώτης

Συντάκτης-λάτρης των action, shooter, adventure, RPG’s και ενίοτε racing παιχνιδιών, προτιμά κυρίως το single-player gaming. Που και που ξεσπάει σε κανά multi, αλλά δεν το παρακάνει κιόλας.

One Comment

  1. Βρίσκομαι προς το τέλος του παιχνιδιού και ο Γιώργης – για ακόμα μια φορά – έχει δίκιο σε όλα.

    Το παιχνίδι σε γενικές γραμμές με έχει κουράσει.

    Πολύ μπλα-μπλα, πολλή πληροφορία στα PDA, πολύ πήγαινε-έλα, γενικώς.

    Οι δημιουργοί ακολούθησαν την πεπατημένη χωρίς καμιά πρωτοτυπία.

    Οι γρίφοι, συμπαθητικοί και εύκολοι εν γένει, αλλά δεν θα το πρότεινα για παίξιμο, καθώς “δεν έχει να χάσει κάτι” όποιος το προσπεράσει.

    Οι πρωταγωνιστές meh πλην του Flash, ο οποίος δίνει ρέστα με την… σχιζοφρενική προσωπικότητά του.

Αφήστε μια απάντηση

Related Articles

Check Also
Close
Back to top button
elEL