THE CAVE
Το The Cave το περίμενα με αφρούς και σάλια να τρέχουν από το Gilbert-ικά φανμπόηκο στοματάκι μου. Ο μέγιστος δημιουργός των Monkey Island, Maniac Mansion και Deathspank, στην γλυκιά και θεόζουρλη στέγη της Double Fine, ελεύθερος να δημιουργήσει μια σουρεαλιστική περιπέτεια νέας κοπής. Ελάχιστα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε στραβά και το χεράκι της SEGA ως εκδότριας του τίτλου, φρόντισε γι’αυτά. Όχι μόνο έγινε αρκετά πρόχειρο porting στο PC, αλλά οι μόνοι review κώδικες που εστάλησαν, αφορούσαν στην έκδοση για το XBOX 360. Η SEGA προσπάθησε σκληρά να μαρκετάρει τον τίτλο δηλαδή, σε ένα κοινό ολότελα διαφορετικό από εκείνο για το οποίο ανέκαθεν προοριζόταν.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Μια παράξενη, ομιλούσα Σπηλιά μας περιμένει, με ορθάνοιχτα σαγόνια…
A KNIGHT’S TALE
Το παιχνίδι ουσιαστικά παντρεύει τη βασική ιδέα του Maniac Mansion με μια ετεροχρονισμένη platform αισθητική, που πραγματικά υποπτεύομαι πως η SEGA έθεσε ως όρο στο συμβόλαιο, προκειμένου να εκδώσει τον τίτλο. Κάθε παιχνίδι που ξεκινάμε διαρκεί μέχρι να το ολοκληρώσουμε (θάνατος δεν υπάρχει στο παιχνίδι, ακολουθώντας τα χνάρια ενός παραδοσιακού adventure game) και υπάρχει μονάχα μια θέση για save, κάτι που προσωπικά δεν με ενόχλησε ιδιαίτερα, αλλά σίγουρα θ’αποτελέσει τον εφιάλτη κάθε completionist, που λόγω της φύσης του παιχνιδιού, θα βολευόταν να έχει τουλάχιστον τρεις με τέσσερις παρτίδες να τρέχουν ταυτόχρονα.
H ιδιαιτερότητα του The Cave έγκειται στο γεγονός ότι ανάλογα με την τριάδα χαρακτήρων που θα διαλέξουμε (Hillbilly, Knight και Monk στην περίπτωσή μου, κεραυνοβόλος έρως και οι τρεις) θα παίξουμε κι ένα αντίστοιχα διαφορετικό παιχνίδι. Κάποιες περιοχές της Σπηλιάς είναι κοινές για όλους τους χαρακτήρες (όπως το σπαρταριστό tribute στο Monkey Island που θα συναντήσετε προς το τέλος του παιχνιδιού) αλλά μεγάλο μέρος της αφιερώνεται στους χαρακτήρες που έχουμε διαλέξει. Χαρακτήρες που όσο ατσούμπαλοι και χιουμοριστικοί φαίνονται εκ πρώτης όψεως, άλλο τόσο τραγικοί και δυστυχισμένοι είναι στην πραγματικότητα. Η Σπηλιά υπόσχεται την “αληθινή επιθυμία της καρδιάς τους” αν κατορθώσουν να φτάσουν ως το τέλος της. Η μεγαλοφυία του Gilbert στήνει όλο το παιχνίδι γύρω από εφτά καθαρά Burton-ικές ιστορίες καταστροφής και απώλειας, με τη δυνατότητα λύτρωσης του κάθε χαρακτήρα μέσα από συγκεκριμένες ενέργειες στο παιχνίδι. Υπάρχουν ούτε λίγο ούτε πολύ, δεκατέσσερα διαφορετικά φινάλε στο παιχνίδι, δυο για κάθε χαρακτήρα δηλαδή, ένα καλό κι ένα “κακό”.
Προσωπικά είδα τα “κακά” φινάλε για την εκλεκτή μου τριάδα, τα οποία και θεωρώ τα μόνα αληθινά. Η σκοτεινιά του παιχνιδιού, όσο και να “σπάει” από τις ατάκες και την αφήγηση της Σπηλιάς (o μόνος χαρακτήρας που έχει ουσιαστικά διαλόγους στο παιχνίδι), όσο και να παλαντζάρεται από τους νοσταλγικά γλυκόπικρους γρίφους, είναι εκείνη που έχει τον τελικό λόγο. Το γεγονός ότι όλα ξεκινούν χαζοχαρούμενα και στην πορεία, μέσα από εξαίρετα (και πολλές φορές κρυμμένα) δισδιάστατα art panels αποκαλύπτουν τη σάπια τους καρδιά, είναι το μεγαλύτερο ατού του τίτλου. Λύνεις γρίφους δίχως να ξέρεις πραγματικά γιατί και όταν μετά από κάποια ώρα φτάσεις στη μακάβρια κορύφωση της ιστορίας κάθε χαρακτήρα, είναι πολύ αργά για ν’ακολουθήσεις άλλο δρόμο.
DUELING BANJOS
Αν και υπάρχει δυνατότητα χειρισμού μέσω keyboard και mouse, το παιχνίδι έχει στηθεί ξεκάθαρα πάνω στο χειριστήριο του XBOX. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, καθώς η δομή του είναι εκείνη ενός παραδοσιακού platform. Με το d-pad (ή τα πλήκτρα της επιλογής σας) εναλλάσεσθε μεταξύ των τριών χαρακτήρων σας, οι οποίοι πάντοτε βρίσκονται επί της οθόνης. Φυσικά υπάρχει και η δυνατότητα για local co-op η οποία πραγματικά απογειώνει την εμπειρία. Το γιατί δεν συμπεριλήφθη και ένα στοιχειώδες online matchmaking από τη στιγμή που ο τίτλος χρησιμοποιεί Steamworks, είναι ένα πραγματικά μυστήριο και άλλο ένα σημάδι της προχειρότητας του port.
Και μιλώντας για port…ενώ υπάρχουν μεν κάποιες ρυθμίσεις για τα γραφικά και την ανάλυση, το framerate είναι “κλειδωμένο” στα απαράδεκτα κονσολάδικα 30FPS,με αποτέλεσμα, ειδικά σε ισχυρότερα PC, πολλές φορές να έχετε την εντύπωση πως κινείσθε διαρκώς κάτω από το νερό. Ευτυχώς δεν απαιτούνται ποτέ άλματα ακριβείας ή επιδέξιοι χειρισμοί, οπότε αυτή η “καθυστέρηση” του framerate, δεν δημιουργεί άλλους εκνευρισμούς πέρα από τον προφανή.
Τα γραφικά και τα animations είναι πάρα πολύ όμορφα σχεδιασμένα, με την trademark “γοητεία” της Double Fine να είναι πασίδηλη και να κορυφώνεται στο “ειδικό” περιβάλλον όπου κάθε χαρακτήρας αντιμετωπίζει τους προσωπικούς του δαίμονες. H ηχητική επένδυση είναι η ambient ομορφιά που περιμένετε ενώ και το speech, στα λίγα σημεία που ακούγεται, είναι ατμοσφαιρικότατο και συμβάλλει τα μέγιστα στη δημιουργία της “πειραγμένης” ατμόσφαιρας του τίτλου. Οι χαρακτήρες μας μπορούν να κουβαλούν μονάχα ένα αντικείμενο τη φορά, κάτι που αφ’ενός καθιστά την επίλυση των γρίφων του παιχνδιού αρκετά εύκολη υπόθεση και αφ’ετέρου μας αναγκάζει σε αρκετό -αλλά όχι εγκληματικό- backtracking. Οι ίδιοι οι γρίφοι είναι αρκετά απλοϊκοί και συνοψίζονται σε καταστάσεις τύπου “Φέρε τη βαριοπούλα ώστε να χτυπήσεις το κουδούνι για να πάρεις το κουπόνι” χωρίς να λείπουν και οι λίγο πιο ζόρικες εκδοχές τους κοντά στο φινάλε.
Δεν πρόκειται να δυσκολέψουν κάποιο βετεράνο αντβεντσουρά, αλλά ενίοτε αποδεικνύονται εξόχως διασκεδαστικοί, με τις δοκιμασίες του Μοναχού να κερδίζουν με διαφορά σε επίπεδο σπιρτάδας, γραψίματος και τρέλας.
ZEN & THE ART OF MONKEY BUSINESS
Δεν κρύβω πως ήθελα η “Σπηλιά” να ανατινάξει τον εγκέφαλό μου, να αποτελέσει μια φοβερή επιστροφή του Δάσκαλου Γκίλμπερτ στα πράγματα και το απόλυτο ορεκτικό για το πολύκροτο Double Fine Adventure. Ίσως τα εμπλεκόμενα ονόματα μου δημιούργησαν υπερβολικές προσδοκίες. Πρόκειται για έναν διασκεδαστικό, όμορφο και ζουρλό τίτλο, με στιγμές αληθινής μεγαλοφυίας. Μετά βέβαια έρχονται στιγμές ανούσιου backtracking στα 30FPS, έτσι, για το ρόκ και η καλή μου διάθεση πάει στιγμιαία περίπατο.
Χωρίς να είναι η θριαμβευτική επιστροφή του Gilbert στο θρόνο που ο ίδιος έχτισε, το The Cave είναι μια τίμια, μαυρόψυχη, Burton-ικά διεστραμμένη περιπλάνηση στη σκοτεινή πλευρά των επιθυμιών μερικών πολύ ιδιαίτερων χαρακτήρων. Το πόσο και αν θα τους αγαπήσετε, παραμένει υπόθεση καθαρά προσωπική.
Pros
- Το πνεύμα του Ron Gilbert
- Οι κατάμαυρες, διεστραμμένες και αντι-συμβατικές ιστορίες των πρωταγωνιστών
- Η δυνατότητα για co-op παιχνίδι τριών χαρακτήρων
- Mεγάλο και ουσιώδες replayability
Cons
- Πάρα πολύ πρόχειρο port που σε σημεία ενοχλεί
- Σχετικά σύντομη διάρκεια, ακόμη κι αν το τελειώσετε με όλους τους χαρακτήρες
- Μπόλικο άσκοπο backtracking λόγω δομής
- Απουσία online co-op
- Θέλαμε περισσότερο speech!
Από όταν είδα το τρέιλερ με έψησε το παιχνίδι. Απογοητεύτηκα για το πρόχειρο πορτ αλλά θα το παίξω για να βγάλω συμπεράσματα.
Ενδιαφέρομαι, αλλά δε θέλω σε καμία περίπτωση να επιβράβευσω το πρόχειρο port. Αγορά μόνο όταν (και αν) η Sega δώσει το χρόνο στους developers να διορθώσουν τα προβλήματα. 30 fps, αν είναι δυνατόν.
τελικα μπορατσο εκανες το ρηβιου στον xbox κωδικα? ρωταω, γιατι απ οτι διαβαζω εδω http://www.rockpapershotgun.com/2013/01/24/wot-i-think-the-cave/
τελικα με καθυστερηση σταλθηκε στους ρηβιουερς και ο pc code ο οποιος λυνει απ οτι καταλαβαινω τα περισσοτερα “γραφικα” προβληματα καθως και τα FPS.
παντως η ουσια δεν αλλαζει και τα αλλα προβληματα που εχει το παιγνιδακι, παραμενουν.
εχω ερωτηση: το θεμα με τους 3 χαρακτηρες τη φορα, δε σ εξιταρισε για να το παιξεις καπακι με τους υπολοιπους 3? (και περισευει κι ενας για μπαλαντέρ. ελεος. γιατι δεν τους εκαναν 6 η 8 ξερω γω?). αν οχι, τοτε μαλλον το παιχνιδι δεν τα καταφερνει καλα.
Όλα τα ρεβιούζ είναι αποκλειστικά για τη ΜΙΑ πλατφόρμα, το πιτσί. Eκπτώσεις δε γίνονται. Το FPS, αν δε βγήκε πάτς το Σάββατο, μένει κλειδωμένο στα 30 και υποτίθεται θα φτιαχτεί σε μελλοντικό πάτς.
Ξεκίνησα να παίζω και με τη δεύτερη τριάδα, χωρίς όμως να το έχω ανάγκη, να τρελαίνομαι, να ‘μαι 102% ψυχωτικά ταγμένος να δω το φινάλε. Για τους περισσότερους, η μια τριάδα αρκεί και με το παραπάνω, μετά απλά ικανοποιείς τη μακάβρια περιέργειά σου. Ο τίτλος έχει θέλγητρα, αλλά δυστυχώς ΔΕΝ είναι το φανταστικό, σπέσιαλ, σούπερ-ντούπερ πράμα που θέλαμε από το Δάσκαλο.
Αν απενεργοποιήσεις το v-sync, τα FPS καρφώνονται στα 60 [μιλάω πάντα για Pc version και day 1 release] – αν και δεν βλέπεις τρελή βελτίωση μιας και ο renderer είναι στα 30hz.
Θα το δοκιμάσω απόψενες! Ο renderer απ’όσο θυμάμαι άλλαζε από τα σέτινγκς, τον βάζεις 59 ή 60Hz ανάλογα με την οθόνη σου, εκτός κι αν άλλο πράμα είναι ευτούνο και λέω γιωτιές 🙂
Μπρους, απ΄όσο ξέρω δεν έχει 360 ο Μποράτσος. Και δε θα ‘ταν λίγο οξύμωρο σε site για υπολογιστές να έκανε παρουσίαση της 360 έκδοσης?:)
Τι είναι, σαν κάτι άλλους που παίζουν πειρατικές κόπιες του ME3 (μάλιστα λατρεύουν και Bioware και αυτός είναι ο τρόπους που τη στηρίζουν LOL) και μετά από λίγο ανεβάζουν review για την 360 έκδοση…?
Απ΄οσα έχω δει, το παιχνίδι φαίνεται αρκετά ιδιαίτερο και θα αγοραστεί σε μελλοντικό sale.:D
Νομίζω εις μάτην, μιας και τα 60Hz είναι ονομαστικά – έχω την εντύπωση πως είπαν ότι ουσιαστικά είναι κλειδωμένος στα 30hz. Εν αναμονή του patch μάλλον, έχει ήδη βγει ένα μικρό update (είδα το παιχνίδι χθες στο steam να κατεβάζει κάτι) αλλά δεν έχουν δώσει καν changelog.
Είναι καλό Μάβερικ, απλώς δυστυχώς περισσότερο σου αφήνει ένα “γαμώτο” για το τί θα μπορούσε να γίνει αν είχε φούλ μπάτζετ και αγάπη από την εταιρεία. Σε εκπτώσεις πάντως, είναι φοβερό ντήλ αν το πετύχεις!