Θες δε θες, όσο περνούν τα χρόνια, τα χούγια που αφορούν το gaming, όπως και τα υπόλοιπα άλλωστε, αλλάζουν. Μπορεί να νόμιζες κάποτε πως θα συνεχίσεις για χρόνια τα raids με το clan, ή πως θα εξακολουθήσεις να φτάνεις τον μετρητή των γύρων ενός campaign Total War να γράφει 300φεύγα. Φυσικά, συνεχίζεις να τα κάνεις και τίποτα δαιμονικό δεν υπάρχει σε αυτό. Μοιραία όμως, οι υποχρεώσεις της ζωής συμπιέζουν τον χρόνο σαν υποβρύχιο σε ελεύθερη πτώση προς την άγνωστη τάφρο που λέγεται βίος. Έτσι ο χρόνος γίνεται ένα αγαθό και δη, σε μεγάλη ζήτηση.
Ροκανίζοντας αναγνωστικό χρόνο θέλω να πω πως, όσο μεγαλώνουμε γινόμαστε πιο απαιτητικοί ακριβώς με αυτό – τον χρόνο. Συνεχίζουμε να παίζουμε, αλλά πολλά πράγματα τα έχουμε δει ήδη και αν δεν υπάρχει κάποιου είδους εγγύηση πως θα λάβουμε όντως διασκέδαση, δύσκολα δεσμευόμαστε σε παιχνίδια που παλιότερα μπορεί να δοκιμάζαμε.
Έρχεται λοιπόν το The Longing, με εντελώς αντισυμβατικό σχεδιασμό που αντλεί σχεδιαστική έμπνευση από πράγματα που ομολογώ πως δε μου είχαν λείψει καθόλου από τα παλιότερα adventure games, όπως το ανηλεές backtracking για οθόνες επί οθονών. Έτσι όπως τα φέρνει όμως η ειρωνεία της ζήσης, κυκλοφορεί σε μια περιόδο που η ίδια η έννοια του προσωπικού χρόνου έχει μπει σε μια ιδιαίτερη κατάσταση για όλους μας. Η δε θεματολογία του που αντλεί εικόνες από τη Γερμανική μυθολογία, μόνο αδιάφορη δε περνάει.
Το κεντρικό θέμα του The Longing είναι η αναμονή και πιο συγκεκριμένα ο εσωτερικός αναστοχασμός που φέρνει ο προσμονή κάποιου γεγονότος, που τοποθετείται αρκετά μακριά χρονικά. Ένας βασιλιάς/θεότητα κάτω-από-το-βουνό λοιπόν, αναθέτει στο χαρακτήρα μας, μια Σκιά, την υποχρέωση να τον ξυπνήσει αφού ανακτήσει τις δυνάμεις του μετά από λήθαργο 400 ημερών. Σε όλη αυτή την περιόδο, η Σκιά είναι ελεύθερη να περιπλανηθεί σε όλο το υπόγειο βασίλειο, αρκεί να μη το εγκαταλείψει ποτέ.
Το παιχνίδι ξεκινάει με την αντίστροφη μέτρηση (σε αληθινό χρόνο) προς το τέλος της προθεσμίας και τη Σκιά μας να στέκεται μπροστά από τον κοιμώμενο βασιλιά στην αχανή αίθουσα του θρόνου. Εκεί λοιπόν έπιασα τον εαυτό μου να ξεκινά με σπουδή το power-gaming, με σκοπό να ολοκληρώσω όλα όσα έπρεπε να κάνω μέσα στην προθεσμία. Μέσα στην προθεσμία 400 ημερών ξαναθυμίζω. Η πρώτη ψυχρολουσία ήρθε από την ταχύτητα βαδίσματος της Σκιάς, που δε φαινόταν να βιάζεται ιδιαίτερα να είναι παραγωγική, να κερδίσει achievements ή να αδράξει τη μέρα από τα μαλλιά. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να οδηγήσω τη Σκιά προς τα κάπου χειροκίνητα παρακολουθώντας τον αργό βηματισμό ή να κάνω διπλό κλικ και να την περιμένω να βαδίσει αυτόματα αλλά εξίσου νωχελικά προς τα εκεί. Σύντομα άρχισα και εγώ να συνειδητοποιώ το βάρος του χρόνου. 400 μέρες. Όσο και να πέρναγαν οι ώρες, η πρόοδος μπροστά σε αυτό το νούμερο ήταν συντριπτικά μηδαμινή. Σε συνδυασμό με τον κατ’ οίκον περιορισμό του δικού μας κόσμου πάνω-από-τη-γη άρχισα σιγά σιγά να ενδίδω στους ρυθμούς και τη μοναχική πραότητα της Σκιας.
Η κύρια ενασχόληση της Σκιάς είναι η καλυτέρευση του εσωτερικού της μικρής σπηλιάς που αποτελεί το σπίτι της. Αυτό έρχεται μέσω της εξερεύνησης του βασιλείου που αποτελείται από χαώδη και σχεδόν πανομοιότυπα λαγούμια. Η ιδιότητα της Σκιας και η προσφορά προς το παίκτη είναι το μνημονικό της, καθώς μπορούμε να αποθηκεύσουμε ένα μέρος που έχουμε επισκεφθεί και ανακαλώντας το αργότερα να στείλουμε τη Σκιά προς τα εκεί, παρατηρώντας την να περπατά, να κάνει σχόλια σχετικά με τη μοναξιά και την απομόνωση, προκαλώντας ίσως και μια προσωπική διερεύνηση. Ή μπορούμε και να κάνουμε minimize το παράθυρο και να το διαχειριστούμε ως ένα idle videogame, κάνοντας κάτι άλλο μέχρι να τελειώσει τη δραστηριότητά της ο μοναχικός χαρακτήρας μας.
Όσο εξοπλίζουμε καλύτερα το σπίτι μας ο χρόνος που περνάμε εκεί καμπυλώνεται, κυλώντας τελικά πιο γρήγορα από το αρχικό 1-1 με τον κόσμο πάνω-από-τη-γη. Αυτό λειτουργεί ως εργαλείο για να λύσουμε τους γρίφους που απαιτούν την αναμονή μας σε ένα πιο ρεαλιστικό χρονικό πλαίσιο από τον κόσμο της Σκιάς, αλλά και πάλι σε ένα πολύ πιο αργό μοτίβο από ό,τι έχουμε συνηθίσει σε άλλα adventure. Με την πάροδο του χρόνου τα λαγούμια φαντάζουν πιο γνώριμα, βλέπουμε θαυμαστά σημεία του βασιλείου, γνωρίζουμε τη Σκιά και τη μοναξιά της και τελικά καλούμαστε να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε γι’ αυτή. Ένας από τους βασικούς τρόπους να περάσει η ώρα είναι η ανάγνωση, πραγματικών έργων λογοτεχνίας από το project Gutenberg, από βιβλία που βρίσκει στο βασίλειο η Σκιά.
Το The Longing είναι ένα ιδιόρρυθμο παιχνίδι. Μοιάζει περισσότερο με άσκηση υπομονής και σίγουρα δεν είναι για όλους. Στο μεγαλύτερο κομμάτι του λειτουργεί ως adventure παλαιάς κοπής, βάζοντας στοίχημα πως οι μηχανισμοί του θα καταφέρουν να περάσουν στον παίκτη και το συναίσθημα το οποίο πραγματεύεται. Το artwork του και η γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα προσφέρουν τα μέγιστα στη δημιουργία ενός μυθολογικού πέπλου που θέλει να τραβήξει ο παίκτης για να δει τη συμβαίνει στον κόσμο αυτό. Η μουσική και τα κλειστοφοβικά ambient υποβάλλουν τον παίκτη στη σημασία του ρόλου του ως φύλακα του έρημου βασιλείου. Ως παιχνίδι δε μπορείς να το χειριστείς με βιάση. Θα σου επιβάλει τους χρόνους του και το ρυθμό του, απαιτώντας κάτι πραγματικά πολύτιμο, τον πραγματικό χρόνο του παίκτη. Ένα μεγάλο ρίσκο που προσωπικά θεωρώ πως το κερδίζει ως εμπειρία. Θα σας κάνει να ζωγραφίσετε χάρτες του βασιλείου, να κοιμηθείτε με τη σκέψη της Σκιάς, να ξυπνήσετε με προσμονή για την πρόσβαση που αποκτήσατε μια μέρα μετά σε ένα καινούργιο σημείο των σπηλαίων σε μια συγκυρία αναμονής και περιορισμένης περιπέτειας.
Ποιος ο σκοπός των πάντων;
Βαθμολογία - 80%
80%
Συντροφιά ημερών αναμονής
Ένα σκοτεινό γοτθικό παραμύθι που ξεδιπλώνεται αργά και απαιτεί υπομονή. Ο κόσμος του, τα ερωτήματα, η ατμόσφαιρα και η αίσθηση εξερεύνησης ανταμείβουν.
Πολύ ωραία παρουσίαση, Σπύρο. Ομολογουμένως, είχα διαβάσει κάποιες άλλες κριτικές εν τάχει, αλλά δεν είχα δει να αναφέρουν τίποτα για την “κάμψη” του χρονικού συνεχούς που αναφέρεις. Σίγουρα κάνουν λίγο πιο ελκυστικό το παιχνίδι τώρα. 😀
Έκατσε ιδανικά (με μια σκοτεινή ειρωνία) με την όλη κατάσταση καραντίνας και θεματολογικά και στον χρόνο που απαιτεί.