
Για τους περισσότερους, άνω των -άντα, από εμάς, ο Indiana Jones είναι από τους πλέον αγαπημένους ήρωες των παιδικών μας χρόνων. Η αρχική τριλογία ταινιών θεωρείται (και είναι) από τις πιο διασκεδαστικές περιπέτειες όλων των εποχών, με τον ομώνυμο ήρωα, τον οποίο ενσάρκωσε άκρως επιτυχημένα ο Harrison Ford, να γίνεται ορόσημο για το είδος, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους βασικούς λόγους, ώστε να ενδιαφερθούμε να μάθουμε περισσότερα για τους αρχαίους πολιτισμούς και την ιστορία τους.
Σε gaming επίπεδο, ο Indiana Jones μας χάρισε ίσως το καλύτερο adventure που έχουμε παίξει ποτέ (το Fate of Atlantis του 1992), αλλά από εκεί και πέρα, η εξέλιξη δεν ήταν η αναμενόμενη. Βλέπετε, οι καιροί άλλαξαν. Το ενδιαφέρον του κοινού στράφηκε σε νέους και πιο «φαντεζί» ήρωες, εντονότερης ιδιοσυγκρασίας, αλλά εμφανώς επηρεασμένοι από την περσόνα του Indy, σε διάφορα επίπεδα. Μιλάμε φυσικά για τη Lara Croft και τα Tomb Raider και, μεταγενέστερα, τον Nathan Drake και τα Uncharted. Στο ενδιάμεσο όμως, κυκλοφόρησαν αρκετά action-oriented παιχνίδια που έφερναν την υπογραφή του (όπως το Infernal Machine και το Emperor’s Tomb), ωστόσο αποπειράθηκαν να πάρουν μερίδιο από την πίτα των… «κληρονόμων» τους, αντί να παρουσιάσουν κάτι δικό τους, με συνέπεια να αποτύχουν. Σε συνδυασμό με την έλλειψη κάποιας αξιόλογης καινούριας ταινίας (μέχρι το ανεκδιήγητο για πολλούς, «Kingdom of Crystal Skull» του 2008 και το αρκετά καλύτερο «Dial of Destiny» του 2023), ο Indiana Jones δεν είχε το ίδιο αντίκτυπο στη νέα γενιά και περιορίστηκε σε ένα «απομεινάρι» του παρελθόντος, όπου η θέση του είναι στο μουσείο (pun intended).

Η ανακοίνωση ότι η Microsoft ετοιμάζει καινούριο παιχνίδι Indiana Jones ήταν, ολίγον τι, απρόσμενη. Πόσο μάλλον όταν το project ανέλαβε η Bethesda, με εκτελεστικό παραγωγό τον Todd Howard (του Fallout 3 και έπειτα), και ομάδα ανάπτυξης την Σουηδική MachineGames, ειδικευμένη στα FPS και υπεύθυνη για το καταπληκτικό reboot των Wolfenstein. Για όσους έχουν δοκιμάσει τα παιχνίδια της εν λόγω ομάδας, την είδηση αυτή μόνο ως θετική θα μπορούσε να την εκλάβει κάποιος. Και πράγματι, ούτε αυτή τη φορά οι Σουηδοί μας απογοητεύουν, καθώς το Indiana Jones and the Great Circle είναι το καλύτερο παιχνίδι με ήρωα τον διάσημο αρχαιολόγο, από το (μαντέψτε)… 1992.
Σίγουρα, δεν μπορούμε να προβούμε σε άμεσες συγκρίσεις, καθώς δεν αναφερόμαστε στο ίδιο είδος παιχνιδιού. Το Fate of Atlantis ήταν point ‘n’ click adventure, το The Great Circle είναι action/adventure, προοπτικής πρώτου προσώπου. Παρ’ όλα αυτά, οι απίθανοι τύποι της MachineGames, κατόρθωσαν κάτι πολύ σημαντικό: να πιάσουν στο έπακρο το πνεύμα του ήρωα και των παραδοσιακών ταινιών δράσης, παραδίδοντας ένα προϊόν που άνετα στέκεται ταυτόχρονα ως παιχνίδι αξιώσεων, αλλά και ως ταινία. Κάτι που δεν έχει συμβεί παρά ελάχιστες φορές σε ολάκερη την gaming ιστορία. Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή.

Το The Great Circle μας τοποθετεί στο 1937, ανάμεσα στα γεγονότα του Raiders of the Lost Ark και του Last Crusade. Ο Indy έχει επιστρέψει στο Marshall College, προσπαθώντας να ζήσει μια «κανονική» ζωή, μετά και τον χωρισμό του από τη Marion Ravenwood. Ωστόσο, τίποτα δεν μπορεί να κυλήσει ήρεμα για πολύ στη ζωή του Dr. Jones, καθώς μία βροχερή νύχτα, ένας τεράστιος τύπος εισβάλλει στο κολλέγιο και κλέβει ένα artifact με τη μορφή γάτας, αγνοώντας ευρήματα μεγαλύτερης οικονομικής και αρχαιολογικής αξίας. Η συνάντηση μεταξύ τους δεν πήγε ιδιαίτερα καλά για τον Indy, ωστόσο τα ίχνη που άφησε πίσω του ο γίγαντας, οδηγούν στο γεγονός ότι πρόκειται για πράκτορα του Βατικανού, πράγμα που γεννά πολλά ερωτήματα. Για ποιο λόγο το Βατικανό να στείλει έναν πράκτορά του στην άλλη άκρη του κόσμου, προκειμένου να κλέψει ένα, μέτριας αξίας, αντικείμενο;
Συνεπώς, ο Indy ξεκινά το μακρύ ταξίδι για την Ευρώπη, προκειμένου να ερευνήσει την υπόθεση. Μια Ευρώπη όμως που ταλανίζεται από την άνοδο του φασισμού, με τους μελανοχίτωνες του Μουσολίνι να έχουν εισχωρήσει βαθιά στους κόλπους του Βατικανού, ενώ φυσικά δεν θα αργήσουν πολύ να εμφανιστούν οι απώτεροι υπαίτιοι για όλα αυτά, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τους Ναζί. Το κουβάρι της πλοκής λοιπόν αρχίζει να ξετυλίγεται, με αρχαία και επικίνδυνα artifacts να εμπλέκονται σε μια συνωμοσία, που αν πετύχει, θα έχει ολέθριες συνέπειες για τον πλανήτη. Χωρίς να προχωρήσουμε σε περισσότερα spoilers, να αναφέρουμε ότι πρόκειται για μια κλασική Indiana Jones ιστορία, που εμπνέεται σε πολλούς τομείς από την πρωτότυπη τριλογία ταινιών, τόσο με την παρουσία των Ναζί όσο και με το υπερφυσικό στοιχείο, ενώ είναι μάλλον περιττό να προσθέσουμε ότι θα ταξιδέψουμε σε αρκετά ακόμα μέρη της γης, σε έναν αγωνιώδη αγώνα ενάντια στο χρόνο και το απόλυτο Κακό. Φυσικά, υπάρχει και το ανάλογο romance interest, με την ρεπόρτερ Gina Lombardi να τον ακολουθεί σχεδόν σε κάθε του βήμα, γεγονός που θα τον βάλει μεν, αρκετές φορές σε μπελάδες, αλλά θα τον γλυτώσει δε κάποιες άλλες, από βέβαιο θάνατο.

Η ιστορία του παιχνιδιού είναι από τα δυνατά στοιχεία του παιχνιδιού. Χωρίς να εκπλήσσει με την πρωτοτυπία της, είναι καλογραμμένη, με ανατροπές και ενδιαφέροντες χαρακτήρες, με την πλοκή της να κορυφώνεται ιδανικά, όπως θα συνέβαινε σε μια καλή ταινία. Εντούτοις, απέχει πάρα πολύ από το να χαρακτηριστεί στεγνά ως «παιχνιδοταινία», καθώς το The Great Circle διαθέτει εξίσου πολύ «ψαχνό» σε gaming στοιχεία.
Κατ’ αρχήν, το παιχνίδι είναι κατά κύριο λόγο stealth-based, προοπτικής πρώτου προσώπου, όπως έχουμε ήδη αναφέρει. Ίσως να το παρομοιάζαμε με το Dishonored της Arkane Studios (που ανήκει στη Bethesda), αλλά μια τέτοια σύγκριση μπορεί να αποδειχθεί παρακινδυνευμένη, ώστε να παρεξηγηθεί το παιχνίδι για κάτι που δεν είναι: δηλαδή σκληροπυρηνικό stealth. Αντίθετα, το The Great Circle έχει μια πολύ πιο ανάλαφρη προσέγγιση στο σχεδιασμό του, αφενός με το ΑΙ να είναι αρκετά «ηλίθιο», τόσο σε επίπεδο αντίληψης όσο και σε επίπεδο αντιδράσεων, αφετέρου με την πολύ βολική τοποθέτηση των φρουρών (γυρισμένες πλάτες, κοιμισμένοι φύλακες κλπ), προκειμένου να μην δυσκολευτεί ιδιαίτερα ο παίκτης να προχωρήσει παρακάτω.

Ωστόσο, το αδύναμο ΑΙ είναι ένα ζήτημα που πιθανόν να απασχολήσει αρκετούς gamers, καθώς είναι γεγονός ότι καταστρέφει την οποιαδήποτε αληθοφάνεια των τεκταινόμενων. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι το stealth στοιχείο είναι παρμένο σχεδόν αυτούσιο από το Wolfenstein: The New Colossus, παιχνίδι που κυκλοφόρησε επτά χρόνια πριν, με ελάχιστες βελτιώσεις. Ως και η λογική όπου οι αντίπαλοι αξιωματικοί είναι σε θέση να μας αντιληφθούν, ακόμα και όταν φοράμε μεταμφίεση, δίνει κάμποσα Wolfenstein vibes.
Αν σας ενοχλεί αυτό ή όχι, επίκειται αποκλειστικά σε εσάς. Από τη δική μας πλευρά, θεωρούμε ότι η επιλογή αυτή βοηθά πολύ το παιχνίδι να παραμείνει διασκεδαστικό και να στρέφει την προσοχή του παίκτη στο υπόλοιπο περιεχόμενο του, το οποίο είναι ιδιαίτερα πλούσιο. Ομολογουμένως, το The Great Circle είναι ένα αρκετά μεγάλο σε μέγεθος παιχνίδι, το οποίο επωφελείται σημαντικά από την ημί-ανοικτού κόσμου δομή των αποστολών του. Συγκεκριμένα, υπάρχουν τρεις μεγάλες περιοχές να εξερευνήσουμε (και κάποιες μικρότερες ενδιάμεσα, που όμως έχουν περισσότερο γραμμικό και κινηματογραφικό χαρακτήρα), οι οποίες είναι γεμάτες με μυστικά και παράπλευρες δραστηριότητες.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι το παιχνίδι επιβραβεύει ουσιαστικά τον παίκτη που θα ασχοληθεί με την ολοκλήρωση των προαιρετικών αποστολών, με διάφορους τρόπους. Είτε αυτό ονομάζεται συλλογή πόντων (adventure points) και medicines, με τα οποία μπορούμε να εμπλουτίσουμε/αναβαθμίσουμε τις ικανότητες του Indy είτε συμμετέχοντας σε puzzle-based προκλήσεις, που δίνουν με τη σειρά τους έναν διαφορετικό τόνο στην υπόθεση του παιχνιδιού και συμπληρώνουν τυχόν κενά στην πλοκή που πιθανόν να είχαμε έως εκείνη τη στιγμή. Οι δε περισσότερες προαιρετικές αποστολές (fieldwork όπως ονομάζονται) είναι δουλεμένες και έχουν μοναδικό σχεδιασμό. Δεν περιορίζονται δηλαδή στα τυπικά fetching quests, συχνά έχουν γρίφους (περιβαλλοντικούς, κατά κύριο λόγο) και platform προκλήσεις που μπορούν να μας ζορίσουν για αρκετή ώρα, ώσπου να βρούμε τη λύση και γενικά αξίζει να ασχοληθεί κανείς μαζί τους, ακόμα και αν νοιώθει ότι δεν είναι απαραίτητο να συλλέξει περισσότερους adventure points.
Εξάλλου, η όλη υπόθεση των adventure points είναι άμεσα συνυφασμένη με την εύρεση των adventure books (για να «διαβάσουμε» ένα adventure book και να αποκτήσουμε το skill που προσφέρει, πρέπει να αφιερώσουμε έναν αριθμό από adventure points), τα οποία είναι αυτά που ουσιαστικά αναβαθμίζουν τον Indy και, πλην λίγων εξαιρέσεων, δεν μας προσφέρονται απλόχερα, αλλά θα χρειαστεί να ψάξουμε γι’ αυτά. Συνεπώς, αν θέλουμε να ανακαλύψουμε όλα όσα έχει να προσφέρει το παιχνίδι, θα χρειαστούν πάνω από 30 ώρες ενασχόλησης, με την κεντρική ιστορία να διαρκεί περίπου 12 με 14 ώρες. Εκτός αυτού, είναι προς όφελός μας να φροντίσουμε για την ενδυνάμωση του Indy, καθώς ουκ ολίγες φορές θα εμπλακούμε σε μάχες εκ του συστάδην, οπότε η ενασχόληση με την εξερεύνηση του κόσμου είναι κάτι που προτείνουμε ανεπιφύλακτα.

Στην περίπτωση λοιπόν που η stealth προσέγγιση αποτύχει ή επιβάλλεται από το σενάριο, θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε τα χέρια μας για να επιβιώσουμε. Η υλοποίηση του melee combat είναι άρτια, περιλαμβάνοντας διαφόρων ειδών μπουνιές, dodge, parries και blocks, κυρίως όμως όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν, άντε το πολύ δύο, εχθρούς. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα γίνονται σαφώς δυσκολότερα και ίσως είναι προτιμότερο να το βάλουμε στα πόδια, παρά να προσπαθήσουμε να τους δείρουμε όλους, ιδίως αν παίζουμε σε επίπεδο υψηλότερο του easy. Εξάλλου, ο Indy είναι σχετικά εύθραυστος, δηλαδή με 4-5 καλοζυγισμένες μπουνιές πέφτει στο έδαφος, κάτι που όπως προαναφέραμε μπορούμε να περιορίσουμε κάπως, αποκτώντας medicines που τα εξαργυρώνουμε σε adventure books προς ενίσχυση της health και της stamina bar. Ναι, σωστά διαβάσατε, υφίσταται μπάρα αντοχής, της οποίας σκοπός είναι να εμποδίζει την αλόγιστη χρήση του dodge και της άμυνας, συνεπώς θα πρέπει να το σκεφτούμε δυο φορές, πριν ορμήσουμε με τα μπούνια στη μάχη. Και αν έχουμε κάποιο βαρύ αντικείμενο στα χέρια μας (λοστούς, βαριοπούλες, κιθάρες (!), σφυριά, you name it), ακόμα καλύτερα για εμάς – απλά να θυμάστε ότι τα συγκεκριμένα αντικείμενα σπάνε μετά από δύο ή τρία το πολύ χτυπήματα.

Φυσικά, υπάρχουν εξίσου προσεγμένοι shooting μηχανισμοί, εξάλλου ο Indy έχει πάντα μαζί του ένα ρεβόλβερ, πέρα από το αγαπημένο του μαστίγιο, απλά δεν ενδείκνυνται για πρώτη επιλογή, πέρα από πολύ λίγες περιπτώσεις (συνήθως προκαθορισμένες από το παιχνίδι). Η εκνευριστική ευστοχία των εχθρών όταν πυροβολούν και η φασαρία που κάνουν τα πυροβόλα όπλα, περισσότερα προβλήματα δημιουργούν παρά λύσεις.
Από εκεί και πέρα, το παιχνίδι θα λέγαμε ότι «λάμπει». Η ατμόσφαιρα είναι κορυφαία, τα platform κομμάτια συναρπαστικά, όσο και αν η κάμερα πρώτου προσώπου δεν είναι η ιδανική για τέτοιου είδους προκλήσεις, οι γρίφοι ενίοτε πολύ έξυπνοι και τοποθετημένοι πλήρως μέσα στο πνεύμα της σειράς, ενώ ακόμα και τα λιγοστά boss-fights έχουν μια «άγρια» ομορφιά. Είναι ξεκάθαρο ότι οι άνθρωποι της MachineGames ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν και το παρέδωσαν με έναν τρόπο που σπανίζει στη σύγχρονη, ορισμού της «κατά παραγγελίας», εποχή. Δηλαδή, με πολλή αγάπη για το «παιδί» τους, μεράκι και μια αίσθηση παλιάς Hollywood-ιανής ταινίας, σαν και αυτές που δεν βγαίνουν πλέον.

Ιδιαίτερα, αν είστε λάτρεις του Indiana Jones, εκτιμούμε ότι είναι πολύ δύσκολο να μην ταυτιστείτε με το The Great Circle. Ίσως σας αποτρέψει το γεγονός ότι απαιτείται κάρτα γραφικών με raytracing και, γενικότερα, οι αυξημένες hardware απαιτήσεις του παιχνιδιού, περιορίζουν κάπως το target group της νέας περιπέτειας του αγαπημένου αρχαιολόγου. Ωστόσο, η Id-Tech Engine αποδεικνύει ξανά πόσο βελτιστοποιημένη μηχανή είναι, καθώς η απόδοση του παιχνιδιού είναι πολύ καλύτερη απ’ ότι φανταζόμασταν, πέρα από κάποια performance hits που υπέστη η ηρωική 3060 Ti σε ορισμένες πολυπληθείς περιοχές. Τίποτα όμως που δεν διορθώνεται μέσα από τις δεκάδες ρυθμίσεις που μπορούμε να πειράξουμε, προκειμένου να φέρουμε το παιχνίδι στα μέτρα του υπολογιστή μας.
Εξάλλου, το παιχνίδι σε γενικές γραμμές είναι αρκετά όμορφο και συχνά εντυπωσιακό, με βασικό παράπονο ότι εντοπίζονται συχνά κάποια «ξύλινα» animations, που δεν πείθουν ότι προέρχονται από άνθρωπο. Από την άλλη, εκπληκτικός αποδεικνύεται ο Troy Baker στο ρόλο του Indiana Jones, ο οποίος ακούγεται σχεδόν ίδιος με τον Harrison Ford, χωρίς το υπόλοιπο καστ να υστερεί, φροντίζοντας μάλιστα να τηρείται η αυθεντική γλώσσα του εκάστοτε χαρακτήρα (οι Ναζί μιλούν Γερμανικά όταν δεν απευθύνονται στον Indy, οι Ιταλοί Ιταλικά και ούτω καθ’ εξής). Το soundtrack δεν υπογράφει ο John Williams, πέρα από το βασικό theme φυσικά, αλλά η δουλειά του Gorby Haab έχει πιάσει τον παλμό του κορυφαίου συνθέτη και στέκεται αξιοπρεπέστατα.

Συνοψίζοντας, το Indiana Jones and the Great Circle είναι μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της χρονιάς, στη δύση του 2024. Πρόκειται για μια πολύ διασκεδαστική single-player εμπειρία, ίσως η καλύτερη που βιώσαμε φέτος (κονταροχτυπιέται με το Banishers), ενώ το παλιομοδίτικο στυλ του και η επανεμφάνιση του δυναμικού αρχαιολόγου στις οθόνες μας, κυλούν ένα δάκρυ συγκίνησης σε όλους εκείνους που μεγάλωσαν με τις παλιές ταινίες. Το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι το The Great Circle δεν απευθύνεται μόνο στους νοσταλγούς του παρελθόντος, αλλά και σε εκείνους που δεν έχουν ιδιαίτερη επαφή με το σύμπαν του Indy. Και αυτό γιατί, άσχετα με το όνομα που κουβαλάει, πρόκειται για ένα πραγματικά ποιοτικό παιχνίδι, που στέκεται αυτόνομα στα πόδια του και είναι ικανό να προσφέρει πολλές δυνατές συγκινήσεις. Till the next time, Dr. Jones…
Ευχαριστούμε θερμά την AVE Group για την παροχή του review code.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 87%
87%
No ticket
Μετά το Fate of Atlantis, ίσως το καλύτερο adaptation του αγαπημένου ήρωα στις οθόνες μας.