REVIEWS

TAILS OF IRON II: WHISKERS OF WINTER

Ολοκληρώνοντας το Tails of Iron II: Whiskers of Winter, τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα. Ξεκινώντας να τα αποτυπώνω στο κείμενο, διαπιστώνω ότι δεν είχα και τόσα πολλά να πω. Όπως και το πρώτο παιχνίδι, είναι παιχνίδι που τα ατού του είναι συγκεκριμένοι τομείς. Λαμβάνοντας υπόψη το feedback των παικτών, οι δημιουργοί έκαναν κάποιες βελτιώσεις. Ο βασικός κορμός του gameplay παραμένει πάντως ο ίδιος, ενώ κάποια στοιχεία στον προκάτοχο του ήταν καλύτερα υλοποιημένα.

Μετά το αίσιο τέλος της περιπέτειας του Redgi, ειρήνη επικρατούσε στο βασίλειο. Στο βορρά όμως, οι δυνάμεις των αιμοδιψών Νυχτερίδων μεγάλωναν. Πέρα από τα σύνολα του Ποντικοβασιλείου, κόχλαζαν φρικτά σχέδια για επέκταση και αιματοκύλισμα. Το μεγαλύτερο εμπόδιο προς την εκπλήρωση τους, το οχυρό των στρατιών του Φύλακα του Βορρά, που έχουν ορκιστεί να διαφυλάσσουν τα σύνορα από κάθε είδους απειλή (οποιαδήποτε ομοιότητα με Game of Thrones είναι απολύτως τυχαία). Στο Whiskers of Winter θα βρεθούμε στις πατούσες του Arlo, γιου του Φύλακα του Βορρά, και θα γίνουμε μάρτυρες στην πρώτη μεγάλη εισβολή των Νυχτερίδων και του θανάτου που έρχεται κάτω από τα μαύρα φτερά. Στόχος μας να βρούμε συμμάχους εντός (αλλά και εκτός) Βασιλείου και να συγκροτήσουμε ισχυρή γραμμή άμυνας στον βορρά για να συντρίψουμε τους εισβολείς.

Κοπιάστε αν θέλετε αγριάδες!

Υπεροπλία επιδεικνύει το παιχνίδι, όπως και το prequel, στην καλοκουρδισμένη μάχη του. Η δυσκολία της είναι πάνω από το μέσο όρο αντίστοιχων action-adventure παιχνιδιών. Κατά τις αρχικές ώρες μάλιστα θα έλεγα πως είναι αρκετά ζόρικο, με τους περισσότερους αντιπάλους να μας ισοπεδώνουν με χαρακτηριστική ευκολία, οπότε χρειάζεται επιμονή και υπομονή. Άδικο δε θα το χαρακτηρίζαμε, καθώς τα σημεία που σώζουμε, στην συντριπτική πλειοψηφία τους απέχουν ελάχιστα μεταξύ τους. Αφού λάβουμε το βάπτισμα του πυρρός, η πλάστιγγα αρχίζει και γέρνει σαφώς υπέρ μας όσο προχωράμε στο παιχνίδι (εξαιρείται το τελευταίο boss, κάτι που είναι αναμενόμενο όμως). Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ενδυνάμωση του Arlo, από το εκτενές crafting σύστημα του Whiskers of Winter. Το παιχνίδι έχει μια μεγάλη γκάμα από πανοπλίες (με τα αντίστοιχα resistances και αδυναμίες σε συγκεκριμένα elements) και όπλα με διαφορετικά pattern και συχνότητα επιθέσεων (και αντιστοίχως διαφορετικού τύπου elemental damage, σύμφωνα με το σετ που ανήκουν). Το βάρος του εξοπλισμού εξακολουθεί να σταθμίζει την απόκριση στις αντιδράσεις μας.

Αναμέτρηση μέσα στην καταιγίδα.
Κυνηγώντας ένα από τα σπάνια Πόκεμον εεε… θηρία του παιχνίδιού.

Στις προσθήκες του τίτλου ανήκουν και τα διάφορα potions που μας δίνουν αντίσταση σε συγκεκριμένα status effects για κάποιο διάστημα (poisoned, burning κλπ), καθώς και οι παγίδες. Αυτές είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στα bosses του παιχνιδιού, αφού με την χρήση της κατάλληλης ανά περίπτωση, μπορούμε να ανακόψουμε τις επιθέσεις τους και να τα αφήσουμε εκτεθειμένα στις δικές μας για μικρό χρονικό διάστημα. Ακόμα μεγαλύτερη βοήθεια προσφέρουν τα spells που θα αποκτήσουμε σταδιακά στις εξορμήσεις μας. Και αυτά βασίζονται σε 4 elements και συνεισφέρουν σημαντικά στις αναμετρήσεις. Θα χρειαστούμε κάθε βοήθεια που μπορούμε να βρούμε, απέναντι στους εχθρούς που θέλουν να βάψουν το χιόνι κόκκινο με το αίμα μας. Και δεν είναι λίγοι, διότι η ποικιλία τους είναι ακόμα ένας τομέας που έχει βελτιωθεί σημαντικά από το πρώτο μέρος.

Εκεί που το Whiskers of Winter όχι μόνο δε σημειώνει πρόοδο, αλλά θα λέγαμε ότι οπισθοδρομεί κιόλας, είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι σχεδιασμένος οι χάρτες του. Στο πρώτο Tails of Iron, οι περιοχές αν και αποκομμένες μεταξύ τους, τουλάχιστον ήταν πιο περίπλοκες, με αρκετές διακλαδώσεις, και κάποια μέρη μη προσβάσιμα μέχρι να βρούμε το κατάλληλο αντικείμενο. Δηλαδή, ήταν πιο κοντά στη δομή ενός Metroidvania. Στο δεύτερο παιχνίδι ακολουθούν την ίδια λογική, μόνο που αυτή τη φορά είναι πολύ πιο γραμμικές, αλλά και μικρότερες σε έκταση. Για να είμαι δίκαιος, η εξερεύνηση και στα 2 παιχνίδια συμβάδιζε με τη γραμμική εξέλιξη της ιστορίας, αλλά στο Whiskers of Winter είναι αρκετά πιο έντονη αυτή η αίσθηση περιορισμού. Με την προσθήκη μυστικών, αντικειμένων ή προαιρετικών περιοχών προς ανακάλυψη, στις οποίες να καιροφυλακτεί κάποιος δυνατός αντίπαλος, ή ακόμα κι αν πρόσθεταν απλά στο lore του κόσμου, θα έκαναν την περιήγηση κάτι περισσότερο από διεκπεραιωτική. Στο ίδιο μοτίβο ακριβώς με τον προκάτοχο του, ακολουθούν και τα διάφορα quests, που συνήθως περιορίζονται σε τύπου fetch quests ή αναμετρήσεις με έναν ή περισσότερους εχθρούς. Εκεί που διαφοροποιούνται ελαφρώς είναι τα διάφορα “Hunts” που θυμίζουν αμυδρά Monster Hunter και δίνουν πρόσβαση σε μερικά crafting materials τα οποία δε θα αποκτούσαμε διαφορετικά.

Δε λείπουν τα μπρος-πίσω, η κατάσταση εξομαλύνεται όταν κατασκευάσουμε τις πινακίδες που επιτρέπουν fast travel.

Το άλλο δυνατό χαρτί του Whiskers of Winter, που παραμένει από το πρώτο παιχνίδι, είναι η γενική παρουσίαση. Το εικαστικό διατηρεί αυτή τη σαγηνευτική καλλιτεχνική διεύθυνση που φέρνει στο νου παιδικό παραμύθι. Θα πρέπει να τονισθεί για άλλη μια φορά πάντως, ότι τόσο λόγω της σχετικά υψηλής του πρόκλησης, όσο και κάποιων βίαιων σκηνών (πχ χαρακτήρες να πεθαίνουν ποικιλοτρόπως με γλαφυρές αναπαραστάσεις), το κάνουν να μην απευθύνεται σε μικρά παιδιά. Στο ρόλο του αφηγητή επιστρέφει ο Γκίραλτ, κατά κόσμον Doug Cockle. Είναι περιττό να πούμε πόσο διαφορετική αίσθηση θα είχε το Tails of Iron II, χωρίς τη συνεισφορά του. Ο τύπος μπορεί να κάνει και αγώνα μεταξύ μπρόκολων να έχει ενδιαφέρον.

Το Tails of Iron II διαθέται μερικές πολύ ατμοσφαιρικές τοποθεσίες.

Η αλήθεια είναι πως το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των 2 τίτλων δεν είναι μικρό. Στο τέλος μένει μια μικρή απογοήτευση, καθώς έχουμε “more of the same” αντί το sequel να εξελιχθεί περισσότερο. Η μάχη του έχει βελτιωθεί, χωρίς όμως να είναι αισθητά καλύτερη από του πρώτου, ενώ η παρουσίαση του εξακολουθεί να είναι ποιοτική. Όσον αφορά το περιεχόμενο του όμως και ιδιαίτερα το σχεδιασμό των quests και την υλοποίηση της εξερεύνησης, παρατηρείται στασιμότητα. Αν είχε δοθεί περισσότερο φροντίδα εδώ, με τη συμπερίληψη μοναδικών set-pieces, κάποιων platforming προκλήσεων, μυστικών κ.α. θα είχαμε κάτι αξιομνημόνευτο στα χέρια μας. Η πιο φιλόδοξη συνέχεια που περιμέναμε δεν ήρθε, ακόμα…

Go to discussion...

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 75%

75%

Ένα ελαφρώς βελτιωμένο sequel που κινείται στα γνώριμα μονοπάτια του πρώτου παιχνιδιού και δεν εντυπωσιάζει όσο θα θέλαμε.

Παναγιώτης Μητράκης

Τέκνο των 80's, ξεκίνησε τη gaming πορεία του με coin-ops και το κλασικό Game Boy. Ξαπόστασε στο αγαπημένο του SNES και ήρθε σε επαφή με το PC gaming το 1998, με παιχνίδια-σταθμούς όπως Half-Life και Baldur's Gate. Δε λέει όχι σε (σχεδόν) κανένα είδος αλλά έχει μια προτίμηση σε RPG και survival horror και προσπαθεί να μυήσει κι άλλους στα Silent Hill, τα S.T.A.L.K.E.R. και τις δημιουργίες της Looking Glass και της Obsidian.

Related Articles

Check Also
Close
Back to top button
elEL