Μία ιστορία retro πειρατικής καθημερινότητας
Στα πλαίσια των ανασκαφών που κάνω τις τελευταίες ημέρες στο πατρικό μου, για την εύρεση ολόκληρου του εξοπλισμού του retro PC που σκοπεύω να θέσω σ’ επαναλειτουργία, προχθές έπεσα πάνω στην τελευταία απ’ τις δισκετοθήκες που είχα προμηθευτεί τη δεκαετία του ’90 και οι οποίες φιλοξενούσαν όλες τις -αντιγραμμένες φυσικά- δισκέτες 3.5” που είχα συγκεντρώσει εκείνα τα χρόνια ως πιτσιρικάς. Μία ολόκληρη εικοσαετία μετά, ένα αντικείμενο που είχε μείνει ξεχασμένο σ’ ένα πατάρι ήρθε να μου ξυπνήσει πλήθος αναμνήσεων, που ενισχύθηκαν μέσω μίας συζήτησης που είχα με τον σημερινό κουμπάρο μου και τότε συμμαθητή, διπλανό στο θρανίο, αλλά κι ενθουσιώδη συνοδοιπόρο στα πρώτα βήματα που κάναμε στον μαγικό κόσμο των video games. Έναν κόσμο που δε μετρούσε πολλά χρόνια ζωής, τουλάχιστον στη χώρα μας.
Όλες οι δισκέτες έχουν πάνω τους το ίδιο λογότυπο, την ονομασία του μαγαζιού που στεγαζόταν στους Αγίους Αναργύρους, πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της Ανάκασας, σ’ ένα στενό κάθετο στον δρόμο που εκτείνεται κατά μήκος του ρέματος του Κηφισού. Δε κρίνω σκόπιμο ν’ αναφέρω την ονομασία για ευνόητους λόγους, θα πω μόνο ότι το κατάστημα ανήκε στον Βασίλη, έναν ψηλό, ευτραφή τύπο, 45 περίπου χρονών, του οποίου το παρουσιαστικό αλλά και η δραστηριότητα που ασκούσε του είχαν χαρίσει πάμπολλα προσωνύμια, μεταξύ αυτών “Μαύρος Πητ” και “Καραντάιν”. Το πρώτο, που ήταν κι αυτό που χρησιμοποιούσαμε στην παρέα αναφερόμενοι σ’ εκείνον, φυσικά το κέρδισε λόγω του ότι πειράτευε games, το δεύτερο εξαιτίας της ελαφριάς ομοιότητάς του με τον διάσημο μακαρίτη ηθοποιό.
Δε μπορώ να θυμηθώ πότε ακριβώς άρχισα να πηγαίνω με τον κουμπάρο μου τον Γιάννη κι ένα άλλο παιδί που κάναμε στενή παρέα τότε, τον Νίκο, στο μαγαζί του Βασίλη και πώς πληροφορηθήκαμε την ύπαρξή του. Πιθανότατα μ’ είχαν ενημερώσει περί αυτής δύο γειτονόπουλα, αδέρφια μεταξύ τους, ο Βαγγέλης και ο Σπύρος, που είχαν έναν Atari 520STFM κι ασφαλώς επίσης προμηθεύονταν αντιγραμμένα τα παιχνίδια που έπαιζαν. Εγώ κι ο Νίκος διαθέταμε από ένα PC, 80286/12MHz και 8088/8MHz αντίστοιχα, ο Γιάννης όμως μετά τον Amstrad CPC464 είχε περάσει στην αγκαλιά της μεγάλης κυρίας, της Commodore Amiga 500, του πλέον ποθητού μηχανήματος της εποχής, μ’ ασύλληπτη ποικιλία παιχνιδιών και δυνατότητες που κάνανε τα PCs της εποχής να κρύβονται, τουλάχιστον σ’ οτιδήποτε αποτελούσε non-adventure game.
To μαγαζί του Βασίλη αρχικά δε διέθετε μεγάλο χώρο, σίγουρα όμως αρκετό γι’ αυτά που ήθελε ο ιδιοκτήτης του να κάνει. Περιελάμβανε έναν Atari, μία Amiga, κάνα-δύο PCs, ράφια με διάφορα περιφερειακά διάσπαρτα και φυσικά τ’ απαραίτητα ντουλάπια εντός των οποίων βρίσκονταν οι πολυπόθητες, εκατοντάδες, δισκέτες με τα νέα παιχνίδια. Υπήρχε μία ολόκληρη αρχαϊκή ιεροτελεστία στον τρόπο εμπλουτισμού του υλικού που διέθετε για κάθε μηχάνημα. Ο Βασίλης παραλάμβανε απ’ τον σύνδεσμό του τις δισκέτες με το περιεχόμενο για PCs αλλά και για τα μηχανήματα της Atari και της Commodore κι αφού δοκίμαζε για 2’-3’ τον κάθε νέο τίτλο, έσπευδε να ενημερώνει τους καταλόγους που κρατούσε με τις νέες κυκλοφορίες. Κάποιες φορές αυτό γινόταν μέσω PC κι εκτυπωτή, οπότε ξανατύπωνε την τελευταία, ενημερωμένη πλέον, σελίδα έκαστου καταλόγου, κάποιες άλλες απλά συμπλήρωνε χειρόγραφα τις νέες… αφίξεις.
Το σίγουρο όμως ήταν ένα: Όταν τον ρώταγες αν ήταν καλό εκείνο το νέο beat ‘em up που λεγόταν “Body Blows”, ή το platform με τον περίεργο τίτλο “Chuck Rock” ή το νέο ραλάκι, το “Micro Machines”, θα έπαιρνε την ανάλογη έκφραση θαυμασμού και συνοδεία της απαραίτητης, κυκλικού τύπου χειρονομίας, θα ξεστόμιζε το θρυλικό “Καλά, ε…, τι να σου πω!!!”. Αυτό ήταν, οι μικροί Μάνος, Γιάννης και Νίκος, αλλά κι οποιοδήποτε άλλο πιτσιρίκι είχε κάνει την ίδια ερώτηση, ήξεραν ότι έπρεπε να παίξουν το νέο αυτό παιχνίδι που είχε ενθουσιάσει τον “Μαύρο Πητ” ή “Καραντάιν”. Δεν είχε σημασία αν είχες δισκέτες μαζί σου –το κατάστημα με χαρά σου έδινε το αντίγραφο σε δικές του, με την ανάλογη επιπλέον χρέωση-, αν είχες τ’ αναγκαία χρήματα πάνω σου -διότι στους τίτλους που καταλαμβάνανε πέντε ή παραπάνω δισκέτες γινόταν και σκόντο- ή αν δε γνώριζες το παραμικρό γι’ αυτό για το οποίο ήσουν έτοιμος να διαθέσεις σεβαστό μέρος του χαρτζιλικιού σου, ο “φίλος” σου ο μαγαζάτορας είχε εκφράσει τον ενθουσιασμό του κι εσύ ήθελες να δει τί ήταν αυτό που κατάφερε να τον εκστασιάσει. Ήταν τόσο καλός σ’ αυτό που έκανε μάλιστα, που κατάφερνε μ’ ευκολία να μας πουλάει το ίδιο παιχνίδι δεύτερη φορά, όταν μετά την Amiga ερχόταν και για PC (“Sleepwalker”, “First Samurai”, “Gods”) προβάλλοντας ως επιχείρημα την ανωτερότητα της νεότερης version.
Όσο πυκνώνανε οι επισκέψεις βέβαια κι εν τω μεταξύ περνούσε κι ο καιρός -κι αφού προηγουμένως είχες αντιληφθεί ότι και φόλες να ήταν τα παιχνίδια που αγόρασες είχαν βαφτιστεί θρύλοι απ’ τον Βασίλη χάριν του κέρδους- και με την απαραίτητη γνώση που σου προσφέρανε και οι βίβλοι της εποχής που ονομάζονταν Pixel, User και PC Master, η κατάσταση άλλαζε. Πλέον δεν ήσουν ούτε αδαής κι άσχετος και –κυρίως- ούτε άγνωστος. Είχες γνώμη κι άποψη για τα καλά games, συζητούσες μαζί του για εκείνα που είχες προχωρήσει ή και τερματίσει, του έλεγες και ποια άλλα “δε λέγανε και πολύ τελικά μωρέ”. Ένιωθες μάλιστα και κάποια υπερηφάνεια μέσα απ’ αυτή τη συζήτηση, διότι ο Βασίλης σ’ ήξερε και αντάλλαζε απόψεις μαζί σου! Έφτανε μάλιστα μέχρι και στο σημείο να σ’ αφήσει ν’ ανοίξεις τα ντουλάπια, να ψαχουλέψεις, ακόμη και να χρησιμοποιήσεις μόνος σου το Xcopy της Amiga ή το Dos του PC, προκειμένου να κάνεις τις αντιγραφές που ήθελες και να του αφήσεις, για μία ακόμη φορά, ατόφιο, αφορολόγητο, τελείως μαύρο, χρήμα. Το αθώο μυαλό σου όμως δε λογάριαζε το τελευταίο, αλλά έμενε στ’ ότι ο Βασίλης “σε ήξερε” μετά από τόσες και τόσες… καταθέσεις που του είχες κάνει.
Κι έφτασε η ώρα που κυκλοφόρησε το “Sensible World of Soccer”, προκαλώντας μαζική υστερία στους ποδοσφαιρόφιλους της εποχής. Ξαφνικά τόσο το συγκεκριμένο μαγαζί όσο και κάθε άλλο όμοιό του μετατράπηκαν σε Amigάδικα, επεκτείνοντας εν μία νυκτί την ούτως ή άλλως πλήρως παράνομη δραστηριότητά τους. Η συνταγή ήταν παραπάνω από απλή: Αγόραζε ο καταστηματάρχης δέκα Amiga 500 μαζί με Philips ή Commodore monitors, καθώς και πάμπολλα Pacman ή Tomahawk joysticks απ’ τον θρυλικό Ανέρουσση και χρέωνε gaming με την ώρα. Αν μάλιστα είχε την τύχη, όπως ο Βασίλης, να μπορεί να επεκτείνει το μαγαζί του, ενώνοντάς το μ’ έναν διπλανό, ξενοίκιαστο, ισόγειο χώρο –τί είπατε, πώς πήρε άδεια απ’ την πολεοδομία; Ελάτε τώρα, σοβαρευτείτε, για την Ελλάδα των ‘90s μιλάμε, για ποια άδεια και τρίχες μου λέτε;- είχε βρει τον τρόπο να θησαυρίσει. Μα ναι, εννοείται ότι κι εκεί έκανε φιλικές τιμές σ’ όποιον έπαιζε 6ωρα σερί ή παραπάνω! Φυσικά ο Βασίλης είχε πλέον ανάγκη πού και πού από ένα-δύο παλικαράκια για να κάτσουν στο πόδι του αν έπρεπε να λείψει για λίγο, ή, πιο συχνά, για να βοηθάνε τ’ ακόμη νεότερα βλαστάρια που ούτε να εκκινήσουν ένα παιχνίδι στην 500άρα δε ξέρανε. Ποιος καλύτερος απ’ τον Μάνο, τον Γιάννη και τον Νίκο -και τον κάθε Μάνο, Γιάννη και Νίκο- που ένιωθε το μαγαζί σχεδόν σαν δεύτερο σπίτι του; Λεφτά δε θα έπαιρνε, αλίμονο, αλλά θα έγραφε και κανένα παιχνιδάκι τζάμπα πλέον, δώρο απ’ τον μέγιστο Βασίλη.
Ο Βασίλης μπορεί να ήταν ο τυπικός απατεωνα(κο)ς της εποχής, ο τύπος που θα έβγαζε όσα περισσότερα μπορούσε σε μια χώρα που η διακίνηση και πώληση original αντιτύπων παιχνιδιών ήταν είτε ανύπαρκτη είτε πανάκριβη, ο άνθρωπος που είδε μία ευκαιρία, ένα μεγάλο ρίσκο, να θησαυρίσει και την άρπαξε απ’ τα μαλλιά, αλλά χαζός δεν ήταν. Κλεφτράκος ήταν επί της ουσίας, οπότε όταν θα σ’ έβλεπε, μετά από τόσα χρόνια, ν’ ανοίγεις με περίσσιο θράσος το ντουλάπι, βάζοντας εφτά-οκτώ δισκέτες στο μπουφάν, γιατί, διάολε, είχες αφήσει μια περιουσία εκεί μέσα, δικαιούσουν κι εσύ να αντιγράψεις κάτι τζαμπέ στο σπίτι σου και κατόπιν να επιστρέψεις τις δισκέτες, δε θα σου έλεγε το παραμικρό. Σιγά τη χασούρα σε τελική ανάλυση, καταλάβαινε και γνώριζε ότι σ’ είχε αρμέξει και με το παραπάνω απ’ την πρώτη ημέρα που ψαρωμένος, σχεδόν φοβισμένος, μπήκες στο μαγαζί του, ενώ φανέρωνε και την αλληλεγγύη του ενήλικα κλέφτη προς το μικρό, θρασύ, κλεφτρόνι.
Τα χρόνια περνάγανε, οι home υπολογιστές σταδιακά χάνανε τη δυναμική τους, τα PCs θεριεύανε, οι κάτοχοί τους πολλαπλασιάζονταν, όπως άλλωστε το ίδιο κάνανε και τα μηχανήματα που πραγματοποιούσαν τις αντιγραφές για λογαριασμό του εύρωστου Βασίλη. Το μόνο κακό ήταν ότι είχε φτάσει η εποχή των CD-ROMs, τα οποία τότε ακόμη ήταν πανάκριβα. Μαγευτικό το “Rebel Assault”, απίστευτο το “The 7th Guest”, γοητευτικό το “Full Throttle”, πορωτικό το “Mad Dog McRee”, αλλά είχαν ένα κοινό γνώρισμα: Δε κυκλοφορούσαν σε δισκέτες, αφήνοντας εκτός παιχνιδιού σημαντικότατο μέρος του αγοραστικού κοινού του Βασίλη. Ναι μεν άλλοι, διάσημοι, τίτλοι της εποχής, σαν το “Mortal Kombat 2” ή το “Benath a Steel Sky” πέφτανε σαν μάνα εξ’ ουρανού, αλλά δε αρκούσαν για να καλύψουν τη διαφαινόμενη χασούρα. Τώρα που ανέφερα το “Mortal Kombat 2”, θυμάμαι πως, αφότου το προμηθευτήκαμε, βρήκαμε τον τρόπο να τρέξει η floppy, συμπιεσμένη με το ARJ utility, έκδοση που έκανε λανθασμένο extraction, με τα διάφορα αρχεία να μη πηγαίνουν στα directories που έπρεπε. Κάτσαμε λοιπόν και τοποθετήσαμε δεκάδες αρχεία ένα ένα στη σωστή θέση (π.χ. τα σχετιζόμενα με sound effects αρχεία στο sub-directory SFX), μεταφέροντας κατόπιν στον Βασίλη τ’ αποτέλεσμα της δουλειάς μας. Περιττό να σας πω ότι εκείνος έτριβε τα χέρια του μ’ ικανοποίηση, καθώς μπορούσε να πουλήσει εκ νέου κι απροβλημάτιστα, συνοδεία ενός οδηγού εγκατάστασης, το πασίγνωστο παιχνίδι της Midway που ζητούσαν όλοι.
Πίσω στο ζήτημα των CD-ROM games, ασφαλώς αυτό ήταν κάτι που δεν απασχολούσε μόνο τον Βασίλη, αλλά και κάθε πειρατή της εποχής. Όλοι τους όμως πολύ γρήγορα ηρεμήσανε, γιατί, για μία ακόμη φορά, η λύση είχε βρεθεί. Τα tapes και τα CD rips θα κάνανε τους πάντες χαρούμενους.
Δεν είχες CD-ROM drive κι έβλεπες ότι δε θα μπορούσες να πάρεις για κάποιο καιρό ακόμη; Δεν υπήρχε πρόβλημα, διότι το παιχνίδι που ήθελες να παίξεις είχε μετατραπεί από ένα δισκάκι σε 30, 35, ακόμη και 50 δισκέτες! Περιττό να πούμε ότι ο Βασίλης, διαισθανόμενος τη δυσκολία να πληρώσεις τόσα πολλά, δεν είχε πρόβλημα να κάνει τεράστιες εκπτώσεις. Μήπως θα έχανε άλλωστε; Κι εσύ έπαιζες το νέο game, ένιωθες ξύπνιος και μάγκας έναντι των “κακών” εταιρειών που θέλανε με το ζόρι να σου επιβάλλουν να χρυσοπληρώσεις ένα CD-ROM drive κι ο Βασίλης εννοείται ότι ένιωθε ακόμη καλύτερα. Τι κι αν έλειπε πολλές φορές η μουσική απ’ τα περιβόητα CD rips της εποχής, ειδικά αν το format των tracks δε βόλευε στη μετατροπή σε δισκέτες, είχες το speech να σε μαγεύει και να σε κάνει να βιώνεις πρωτόγνωρες συγκινήσεις!
Ο ανελέητος πόλεμος μεταξύ των Panasonic-Matsushita, Pioneer, Plextor, Sony και των υπολοίπων κατασκευαστών optical drives γρήγορα θα επέφερε τη ραγδαία πτώση των τιμών τους. Παράλληλα, άλλες, μικρότερου βεληνεκούς, εταιρείες θα κάνανε την εμφάνισή τους, προσφέροντας προϊόντα σαφώς χαμηλότερης ποιότητας, αλλά την ίδια στιγμή και πολύ πιο οικονομικά. Τότε ήταν που ο καλός μου θείος μου έφερε για δώρο γενεθλίων ένα -4x παρακαλώ- Mitsumi CD-ROM! Το θαύμα είχε γίνει, πλέον ήμουν ένα απ’ τα προνομιούχα εκείνα παιδιά που θα μπορούσαν να προμηθευτούν τ’ αστραφτερά δισκάκια που περιείχαν games! Εμένα λοιπόν θα μου τα παρήχε ο “δικός μου” άνθρωπος”, ο “Μαύρος Πητ” a.k.a “Καραντάιν”, τον οποίο μάλιστα είχαμε και κάποιο καιρό να επισκεφτούμε, μια και τα CD rips δε μας αφήνανε περιθώρια να γράφουμε games με τους δαιμονιώδεις ρυθμούς που το είχαμε πράξει κατά τα παλαιότερα χρόνια.
Όταν όμως η γνωστή τριάδα έφτασε έξω απ’ την πόρτα του μαγαζιού, η επιγραφή που έγραφε “Κλειστό” και το πλήρως αδειασμένο απ’ τ’ οτιδήποτε μαγαζί, μαρτυρούσε ότι ο κλοιός μάλλον κάπου είχε αρχίσει να σφίγγει γύρω απ’ τον Βασίλη. Δεν είχε αφήσει άλλωστε ούτε τηλέφωνο, ούτε κάποια διεύθυνση στην οποία θα συνέχιζε την αγαπημένη του ασχολία και όπου θα μπορούσαμε να τον εντοπίσουμε. Αυτό ήταν, το μαγαζί όπου τρεις κολλητοί είχαμε ανδρωθεί ως gamers, που είχαμε ξεκινήσει δύο από εμάς να πάμε υπό καταρρακτώδη βροχή όταν ο τρίτος είχε χτυπήσει το πόδι κι ήταν σπίτι, περιμένοντάς μας να γυρίσουμε για ν’ ανάψουμε την Amiga 500 ώστε να δούμε ένα ακόμη νέο παιχνίδι, δεν υπήρχε πια. Μαζί με τον Βασίλη έκλεισε κι ένα μεγάλο κεφάλαιο της κομπιουτερίστικης ζωής μας, καθώς ναι μεν είχαν ξεφυτρώσει κι άλλα μαγαζιά που κάνανε την ίδια ακριβώς δουλειά -άλλωστε και τα περιοδικά της εποχής είχαν κατακλυστεί από αγγελίες παρόμοιων καλοθελητών-, για εμάς όμως δεν ήταν το ίδιο.
Ο Βασίλης μας “έφαγε” ένα κάρο λεφτά, μας πούλησε, μεταξύ άλλων, ένα σκασμό σαβούρες, μας έκανε μέχρι και να βουτήξουμε δισκέτες γιατί θεωρούσαμε ότι -δικαιωματικά κιόλας- μπορούσαμε να το κάνουμε, μας μύησε στα CD rips και την κάθε είδους απατεωνιά που είχαν σκεφτεί οι πειρατές της εποχής προκειμένου να συνεχίσουν να θησαυρίζουν, εμείς όμως μόλις είχαμε φτάσει στα 15-16 χρόνια μας, οπότε όλα αυτά δε τα βλέπαμε, δε θέλαμε να τα δούμε. Χρόνια αργότερα έμαθα ότι είχε ανοίξει μαγαζί με PC hardware (….) στη Νέα Ερυθραία, δε πήγαμε όμως να τον βρούμε. Είχαμε μεγαλώσει αρκετά πλέον, ο Βασίλης ήταν μια ανάμνηση, ένας “φίλος” απ’ τα παλιά. Είκοσι χρόνια μετά, το κολλημένο πάνω στις δισκέτες λογότυπο του μαγαζιού του μ’ έκανε να θυμηθώ και να σας αφηγηθώ μερικά απ’ τα τότε κατορθώματά μου. Ας είναι καλά όπου βρίσκεται σήμερα, έστω κι αν δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας απ’ τους πολλούς τυχοδιώκτες της εποχής εκείνης, που πλουτίσανε εις βάρος πολλών άλλων ανθρώπων. Δεν τον αγιοποιώ σε καμία περίπτωση, ούτε κι άφεση αμαρτιών του δίνω κι αν κάπου μέσα απ’ το κείμενό μου διαφάνηκε, άθελά μου, τέτοια πρόθεση, ζητώ συγνώμη. Γνωρίζω πολύ καλά ότι το φίλτρο της νοσταλγίας και της αναπόλησης των παιδικών χρόνων μπορεί να μας οδηγήσει σε λανθασμένες συμπεριφορές και δε θα ήθελα να παρασυρθώ σε κάτι τέτοιο, γι’ αυτό άλλωστε και καυτηρίασα ουκ ολίγες φορές το ποιόν ενός τέτοιου ανθρώπου. Πάντως, αν μη τι άλλο, τις συγκεκριμένες δισκέτες δε πρόκειται να τις αποχωριστώ ποτέ…
To editorial που μόλις διαβάσατε γράφτηκε σε χρόνο μικρότερο από εκείνον που έχω χρειαστεί για οποιοδήποτε άλλο κείμενο έχω ανεβάσει μέχρι σήμερα στο Ragequit. Τόσο δυνατές κι έντονες εξακολουθούν να είναι οι συγκεκριμένες αναμνήσεις!
Θεωρώ πως όλοι όσοι ευτυχήσαμε να ανδρωθούμε στο “άθλημα” από τα early 90s, έχουμε να πούμε και μια ανάλογη ιστορία για το “αντιγραφάδικο της γειτονιάς” (πραγματικά ήταν λες και υπήρχε ένα σε κάθε γειτονιά – είχες το σούπερ μάρκετ, τον φούρνο, το κομμωτήριο, και το αντιγραφάδικο).
Όντας λίγο νεώτερος σε ηλικία βίωσα πιο έντονα και την πιο διαδεδομένη μετάβαση σε CD προς τα τέλη του 90, με τα αντιγραφάδικα (που είτε είχαν την βιτρίνα απλού PC Hardware μαγαζιού είτε λειτουργούσαν ως Νετ Καφέ) να κρατάνε τα CD Burners είτε στο πατάρι είτε σε κανένα κρυφό πίσω δωμάτιο για να μην μπορεί να τους ελέγξει κανένας 😛
Αγνές εποχές/αθώα-ωραία χρόνια/<άλλο κλισέ για τον χρόνο που πέρασε>…
Ντροπή σου που έκανες τέτοια πράγματα. Εμένα τα παιχνίδια μου τα έφερνε όλα original ένας απ’ το χωριό, δεν το ξέρεις.
Κειμενάρα Μάνο, μου ξύπνησες αναμνήσεις τώρα. Μιλάμε για το πραγματικό Φαρ Ουέστ της υψηλής τεχνολογίας τότε. Ούτε Steam, ούτε user accounts, ούτε Internet. Μόνο τα σκοτεινά αντικείμενα του πόθου : οι δισκέτες. Και άντε, φωτοτυπημένο το μάνιουαλ για τα “δύσκολα” κλειδώματα των adventures. Συγκίνηση και μόνο.
Αααααχχχχχ, εγκέφαλο πήγαινε κανείς;
Αν μαζευτούμε θα είμαστε πολλοί φίλοι τού εγκέφαλου εδώ.
Πειρατική κόπια γνωστού τίτλου του Sid Meyer, so efing fitting.
Ρε άτιμα, είμαι σε ηλικία που δεν μπορώ να συγκρατήσω δάκρυα και ούρα, μην μου το κάνετε αυτό.
Αρθράρα ρε Μάνο.
Δεν πρόλαβα την εποχή της δισκέτας, έζησα όμως τις μεγάλες δόξες της εποχής των cd. Παίρνω λοιπόν τον πρώτο ολοδικό μου υπολογιστή, με μια voodoo, tnt δεν θυμάμαι πλέον και έχω λυσσάξει να παίξω όλα τα παιγνίδια που έπαιζα κάποτε σε demo στον μεγαλύτερο ξάδερφό μου. Στο χωριό όμως καλά καλά δεν υπήρχε άλλος υπολογιστής, πόσω μάλλον παιχνίδια, νόμιμα ή όχι. Οπότε στην τρυφερή ηλικία των 12-13 ξεκίνησα ένα χειμωνιάτικο και χιονισμένο πρωϊνό Σαββάτου για την Κοζάνη, που απέχει καμιά 30αρία χιλιόμετρα με ΚΤΕΛ. Θαμπωμένος από τις Χριστουγεννιάτικες βιτρίνες του 99, έτοιμες για το…new millenium και με παγωμένες μύτες και αυτιά, μπαίνω σε ένα μαγαζί τεχνολογίας και πλησιάζω έναν μεσήλικα υπάλληλο.
“Έχετε…πειρατικά παιχνίδια;”
Ο άνθρωπος έριξε το γέλιο της ζωής του αλλά παρόλα αυτά με παρέπεμψε σε έναν shady τύπο σε ένα μαγαζάκι πλάι σε μια σκάλα, που έμοιαζε κι αυτός δαιμονικά με τον μαύρο Πητ. Εκεί λοιπόν έγραψα τον πρώτο μου αντεγραμμένο παιγνίδι (το οποίο μετά από χρόνια το αγόρασα αυθεντικό, όπως και σχεδόν ότι αξιόλογο έχω πειρατέψει), το Age of Empires II.
Φεύγοντας προς την στάση του ΚΤΕΛ στην άλλη άκρη της πόλης χάζευα το δισκάκι και φανταζόμουν να χτίζω το σινικό τείχος, όσο ελέφαντες σφυροκοπούσαν τα σύνορά μου. Πίκρα όταν δεν πέρασε το λεωφορείο, περισσότερο που δεν θα έπαιζα για άλλη μια ώρα και λιγότερο για το πολικό κρύο και τον κοζανίτικο αέρα που ξύριζε.
Ο τύπος φυσικά μετά έγινε κλασσικό προσκύνημα τα Σαββατιάτικα πρωϊνά. Αχώνευτος, ούτε κουβέντα δεν έλεγε όσο σου έγραφε τα cd με 4x, ευερέθιστος και ευέξαπτος. Παρόλα αυτά οργανωμένος, με έγχρωμο κατάλογο που ανανέωνε άμεσα με τις νέες κυκλοφορίες. Μια φορά του ζήτησα παιχνίδι να προτείνει και μου έδωσε το Transport Tycoon Deluxe. Όταν το είδα νόμιζα πως με ξεγέλασε, με τέτοια παλιομοδίτικα γραφικά, αλλά τελικά το έλιωσα πραγματικά.
Κι όσο αυξανόταν τα cd στα παιχνίδια, δεν έριχνε για κανένα λόγο την τιμή. 7 ευρώ το cd αν θυμάμαι καλά. Και τελικά με τον ερχομό του ίντερνετ και των πειρατικών από οικιακές συνδέσεις, πέρασα μια μέρα από το μαγαζί και το είδα τελείως άδειο, ούτε καν με τα ξεφτισμένα joystick και τις σάπιες κάρτες γραφικών. Τέλος εποχής.
Ο μικρός vtheofilis, πριν μετακομίσει στον νομό Δράμας, έμενε στο Δάσος Χαϊδαρίου. Στο εμπορικό του Δάσους, στον 1ο όροφο αν θυμάμαι καλά, ήταν ένα μαγαζί με κονσόλες, το Toys Club, που έγραφε και κάμποσα παιχνίδια ή περνούσε modchips σε μηχανήματα, κυρίως Playstation. Playstation δεν είχα ( ένα Watara SuperVision, 2 κλώνοι του NES κατασκευασμένοι κάπου στην Άπω Ανατολή, και το Game Boy Color ήταν οι κονσόλες που είχα ), αλλά είχαν άλλα παιδάκια, και λιώναμε στο σπίτι τους. Και φυσικά, ήταν τσιπαρισμένα στο Toys Club, και τα παιχνίδια ήταν αγορασμένα από εκεί με το τσουβάλι. Οι περισσότεροι που ήξερα, έτσι αγοράζανε τα παιχνίδια τους, άντε να έπαιρναν κάνα 2-3 παιχνίδια αυθεντικά ( ειδικά άμα ήταν με πολλά CD ). Είμαι σίγουρος ότι τα cinematics ήταν πλάγιος τρόπος για να καταπολεμείται η πειρατεία. 😀
Ο καιρός πέρασε, και μετακόμισα, όταν πήγα πρώτη Λυκείου, στην κωμόπολη της Προσοτσάνης Δράμας όπου μένω τώρα. Συμπτωματικά, είχε βγει και ο νόμος για τους κουλοχέρηδες τότε, και το μόνο “νετ καφέ”, που είχε ISDN σύνδεση σε ένα PC (!), που έμενε ανοικτό, άνηκε σε κάποιον Βασίλη ( όλοι οι πειρατές φαίνεται έτσι λέγονται 😛 ), που είχε συγγενή αστυνομικό στο τοπικό τμήμα.
Ο καιρός πέρασε, ήρθε το ADSL, εγώ πέρασα στο TEI Καβάλας, και μου δώσανε το πρώτο μου PC. Χάρη στα video club και στην σύνδεση του ΤΕΙ, είτε έφτιαχνα κόπιες χωρίς crack με το Alcohol 120% και το A-Ray Scanner, είτε κατέβαζα από WareZ μέσω RapidShare από την οπτική ίνα του ΤΕΙ. Ο Βασίλης είχε κλείσει το μαγαζί, και μετά από λίγο καιρό ο καρκίνος τον έστειλε στον Άλλο Κόσμο. Παράλληλα, έπαιζα τα παιχνίδια από τα περιοδικά, και τσίμπαγα και παλαιότερους τίτλους όταν έπεφτε η τιμή τους.
Πλέον έχω Internet στο σπίτι, αλλά δεν έχω πειρατικό λογισμικό εγκατεστημένο στο PC πια. Αν θα κατεβάσω παιχνίδι, θα είναι γιατί θέλω να δω αν τρέχει στο PC και δεν υπάρχει demo. Παραμένω “budget” αγοραστής όμως, ο μόνος τίτλος που πήρα full price ήταν το Witcher 3.
Μερικές διάσπαρτες ιστορίες:
* Πρόλαβα την φάση με τους καπταιν χουκ στα τέλη των 90’s όπου το αντιγραμμένο cd το πουλούσαν 5 χιλιάρικα
* Πρώτη αγορασμένη κόπια για pc το Tomb Raider 2
* To μεγάλο μπαμ στην πειρατεία στην Ελλάδα έγινε το 98 με το Playstation. Πέρα από το προφανές με τα φτηνότερα παιχνίδια, τότε αρκετός κόσμος είχε τσιπάρει μηχανήματα μόνο και μόνο για να παίξει Resident Evil 2 και Tekken 3 στην ιαπωνική έκδοση που είχε κυκλοφορήσει μερικούς μήνες πριν.
* Γενικά η φάση είχε και ίντριγκα τότε… Στη γειτονιά μου δίπλα δίπλα υπήρχαν έναν μαγαζί με games/πειρατάδικο και ένα δισκάδικο. Ο πειρατής είχε μάθει στον δισκά την τέχνη της κόπιας αλλά όταν ο γκεϊμεράς πειρατής μπήκε στα χωράφια του δίπλα αντιγράφοντας και μουσική έφαγε καταγγελία. Και οι 2 δεν άντεξαν για πολύ πάντως.
* Το 99 όταν και απέκτησα το πρώτο μου cd writer (sσε εξωπραγματική τότε τιμή) παρολίγο να βγω πρόεδρος της τάξης τάζοντας σε μερικούς pcαδες κόπιες του tiberian sun, διαπλεκόμενος από μικρός χαχαχαχαχα
* Την ίδια εποχή συμπάικτης μου από την ομάδα μπάσκετ μου “περηφανευόταν” ότι είχε καταφέρει να πουλήσει καμιά 10αρια κόπιες του lula σε παιδιά του σχολείου του. Μπορεί και να μου έλεγε φίδια αλλά μιλάμε για καλτ καταστάσεις :p
* Στο πειρατάδικο απο την παραπάνω ιστορία, υπήρχαν κάποιοι υπολογιστές στο πατάρι όπου χρέωνε το παιχνίδι με την ώρα. Κάποιες μορφές είχαν ανοίξει κάποιον/κάποιους και είχαν πάρει κάποια εξαρτήματα (νομίζω τα ανεμιστηράκια lol). Όταν ο πειρατής (νταλικέρης στο κανονικό επάγγελμα) κατάλαβε τι είχε γίνει και βρήκε ποιοι ήταν οι υπαίτιοι άρχισε τα τηλέφωνα στα σπίτια τους απειλώντας θεούς και δαίμονες.
* Ο ερχομός των dsl ήταν η αρχή του τέλους όλων αυτών
..κ στον κυρ θωμα…στον θωμααααα:D:D
Τι μου θύμισες τώρα… Δεκαέξι άντε δεκαεφτά χρονών με είχε πρωτοπάει ένας συμμαθητής μου εκεί (και καλά να με συστήσει) και νόμιζα ότι είχα ανακαλύψει τη φλέβα του χρυσού…
Τιμές? 5000 δρχ. το 1 CD και άμα ήταν περισσότερα 4000 δρχ. Κάτι τέτοιο :p
Ωραίες αναμνήσεις Μάνο, μας πήγες πίσω, ωραίες και αξέχαστες εποχές !!! 🙂
Μανο συγχαρητιρια τοσα χρονια πισω απιστευτο αρθρο…και δεν επεσες και στην παγιδα σγιοποιησης του παλιου.μπραβο και παλι
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ. ΑΠΛΑ. ΤΕΛΟΣ.
Ωραίο κείμενο που θυμίζει αθώες εποχές, τις δισκέτες τις πρόλαβα ελάχιστα, το μόνο που θυμάμαι είναι που πηγαίναμε σε τέτοια μαγαζιά με υπολογιστές και τα μισά λεφτά που έδινες πήγαιναν στον χρόνο που περίμενες να κάνουν Load η να αλλάξεις δισκέτα 😮
Με τα CD δεν πλούτιζαν μόνο οι πειρατές καταστηματάρχες αλλα και οσοι είχαν την πολυτέλεια να έχουν ενα cd recorder, ενας τύπος στο σχολείο που πούλαγε αβέρτα έφτασε μέχρι και σε σημείο να έχει μπλεξίματα με τον νόμο, με την Ελλάδα του σήμερα βλέπω να αναβιώνει πάλι η μαύρη αγορά και να θυμηθούμε παλιές καλές εποχές :p
χαχαχαχα κι εμείς είχαμε τον πειρατή του χωριού με κατάστημα στην διπλανή πόλη.Τον λέγαμε Μουργόλυκο ή Πανούλη. Αλλά το αλισβερίσι γινόταν τηελφωνικώς. Τον καλούσες, του έλεγες τι θες και για τι πλατφόρμα και σε έπαιρνε πιο μετά να σου πει αν υπάρχει, ποζεροβίλειν. Σε έπαιρνε άλλη μια φροά να σου πει να πας σπίτι του, όπου δεν ανέβαινες επάνω αλλά άφηνες τα λεφτά κάτω από την πόρτα και σου έδινε το παιχνίδι από το μπαλκόνι. Πιστεύω ότι το έκανε κυρίως για λόγους πάχους και λιγότερο για λόγους ποζεριάς.
Τελευταία φορά που πήρα κάτι από εκεί ήταν το Gothic 3, γενικά πρέπει να πήρα 2-3 παιχνίδια αφού δεν γούσταρα να πληρώνω για πειρατικό παιχνίδι. Παρόλα αυτά είχα πάρει δανεικά πολλά από άλλους που τα είχαν πάρει από αυτόν.
Πάντως δουλεύει ακόμα, αφού στο χωριό υπάρχουν μπουρτζόβλαχοι, σοι μου μερικοί, που νομίζουν ότι μόνο εκεί πουλάνε παιχνίδια και παίρνουν τίποτα που και που.
Άψογο το κείμενο! Αν και πρόλαβα στο τέλος τους τις δισκέτες, τα συναισθήματα που ξυπνά το άρθρο είναι τα ίδια. Μπαίνεις στο μαγαζί με το “πρωτότυπο” όνομα “Recorder” φοβισμένος, με μία αίσθηση πως αυτό που κάνεις είναι παράνομο και πως η αστυνομία από στιγμή σε στιγμή θα κάνει έφοδο στο καταγώγιο. Λίγα λεπτά μετά, κρατώντας το Civilization III (ναι, το πρώτο πειρατικό που αγόρασα, τα παλαιότερα ήταν ανταλλαγές με φίλους/συγγενείς επομένως άργησα να το ρίξω στην “παρανομία” :P) βγαίνεις θριαμβευτής, όλο ικανοποίηση, σκέφτεσαι “τα κατάφερα! τους κορόιδεψα όλους χωρίς να πάρει κανείς χαμπάρι”. Νιώθεις cool, σκληρός… και σπεύδεις στο σπίτι για να παίξεις το δημιουργήμα του Sid…
Φοβερό άρθρο Μάνο!
Αρχές 90’s στην επαρχία δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές θυμάμαι.
“Ψωνίζαμε” απο τον Χάρη Λ. ο οποίος έστελνε, ταχυδρομικά παρακαλώ, δισκέτα-κατάλογο με τις κυκλοφορίες και παράγγελνες με ένα τηλεφώνο οτι ήθελες!!!
Μεταξύ αυτών:
Shadow of the Comet
Doom 1 & 2
Lands of Lore
Legend of Kyrandia
MonKey island και το ανυπέρβλητο Ufo-Enemy Unknown του οποίου έχω ακόμα τις 3 αντεγραμμένες δισκέτες τιμής ένεκεν, ήταν τα πρώτα παιχνίδια που ψωνίζαμε τότε με τους κολλητούς!
Θυμάμαι επίσης οτι κάποια στιγμή κυκλοφόρησε και δισκέτες με…πικάντικο περιεχόμενο η οποίες δεν ήταν τίποτα άλλο απο ένα ασπρόμαυρο pixelised slideshow των 5-10 στατικών εικόνων οπου μια κοπελίτσα εβγαζε ενα ενα τα ρούχα της και ποζαριζε ολόγυμνη.
Μεγάλο πράμα να το βλέπεις στην οθόνη του υπολογιστή τότε!:)
Πολυ καλο αρθρο. Νομιζω πως ολοι λιγο-πολυ που ειχαμε υπολογιστες τοτε γνωριζαμε τετοια μαγαζια οποτε ο καθενας απο εμας εχει και μια ιστορια να πει. Στο Κερατσινι εμεις ειχαμε τον”Φιλλιπα” στον οποιο ειχαμε κανει αρκετες “καταθεσεις”. Οταν εμπαινα στο μαγαζι ηταν σαν να περνουσα μια μαγικη πυλη για εναν αλλο κοσμο. Δεν ηταν μονο τα παιχνιδια που ειχες παει να αγορασεις αλλα και ολα αυτα τα μηχανηματα που ειχε μεσα στο μαγαζι που εκαναν τον AMSTRAD 6128 που ειχα να φανταζει φτωχος. Περα ομως απο το παραμυθι που ζουσαμε τοτε σαν παιδια η ολη κατασταση ηταν παρανομη οσο δεν πηγαινε. Τετοια “μαγαζακια” εκρυβαν την πραγματικη τους ταυτοτητα πισω απο ενα τιτλο του στυλ “ΠΕΡΙΦΕΡΙΑΚΑ – ΑΝΑΛΩΣΙΜΑ” και ηταν κοινο μυστικο το οτι πουλουσαν πειρατικα παιχνιδια.Μεχρι και διαφημησεις σε περιοδικα εκαναν.
Επισης δεν ηταν και τα μονα που εκαναν αυτη την δουλεια. Καταστημα στην Καλλιθεα απ΄οπου αγορασα και τον AMSTRAD εκανε ακριβως το ιδιο. Οπως ειπε και ο Μανος στο αρθρο σου εδινε μηχανογραφημενο καταλογο με παιχνιδια και διαλεγες.
Τέτοια άρθρα ζούμε να διαβάζουμε. Αν του Μάνου του πήρε το μικρότερο χρόνο για να το γράψει, εμένα μου πήρε μάλλον περισσότερο χρόνο να το διαβάσω από οποιοδήποτε άλλο άρθρο, καθώς ρούφηξα και έζησα νοητά κάθε λέξη του κειμένου.
Προσωπικά έζησα και την εποχή των κασετών για 8μπιτους (παραφράζοντας λίγο τη λεζάντα του Μάνου, όποιος δεν την πρόλαβε, δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει να κάνεις πολλαπλά 5λεπτα φορτώματα της πειρατικής/αντιγραμμένης-με-κοινό-κασετόφωνο κασέτας, πειράζοντας σε κάθε φόρτωμα τη βίδα του κασετοφώνου που ρύθμιζε την ταχύτητα αναπαραγωγής, μέχρι να καταφέρει να φορτώσει το @#$%^ παιχνίδι). Τότε δεν θυμάμαι να υπήρχαν πολλά μαγαζιά-αντιγραφάδικα, τα παιχνίδια τα προμηθευόμασταν είτε από αγγελίες είτε από τον απροσδιόριστο φίλο – αρκετά μάλιστα τα αγοράζαμε από κοινού πρωτότυπα – και τα αντέγραφε μαζικά όλη η παρέα (πιθανόν με κάποιο από τα “σπαστήρια” που κυκλοφορούσαν, εάν ήταν “κλειδωμένα” – ορισμένα μάλιστα είχε δώσει και το Pixel υπό μορφή κώδικα).
Ο Thomas Soft ήταν μακράν το πιο ψαγμένο αντιγραφάδικο της Στουρνάρη την εποχή των κασετών και των δισκετών. Νομίζω ότι η αντιγραφή ήταν ουσιαστικά και το μόνο προϊόν που εμπορευόταν (δεν θυμάμαι να πούλαγε υπολογιστές, παρά μόνο ορισμένα μικροπεριφερειακά και joystick). Ο Εγκέφαλος από κοντά και περισσότερο την εποχή των δισκετών και CDs (το ξέρετε ότι υπάρχει ακόμη ?!!! – πέρυσι έκανα τυχαία μια βόλτα στη Στουρνάρη, είδα το μαγαζί στο ίδιο ακριβώς σημείο και με την ίδια ιδιοκτήτρια, και δεν πίστευα στα μάτια μου).
Νομίζω, πάντως, ότι η οργανωμένη πειρατεία είχε ήδη αρχίσει να φθίνει λίγο πριν την έλευση των DSL καθώς είχαν ήδη πέσει οι τιμές των πρωτότυπων games σε αποδεκτά επίπεδα – παλαιότερα ήταν πράγματι εξωφρενικές (το αξιοπερίεργο είναι ότι σήμερα διατηρώ μια μεγάλη συλλογή πρωτότυπων CDs, μια αξιοσέβαστη συλλογή πρωτότυπων κασετών C64, αλλά ούτε μία πρωτότυπη δισκέτα).
Κανείς φυσικά δεν αγιοποιεί κανέναν από τους πειρατές-τυχοδιώκτες εκείνης της εποχής, εμείς ουσιαστικά έχουμε αγιοποιήσει σε κάποιο βαθμό τις αναμνήσεις μας από αυτή τη φάση της ζωής μας, μέρος της οποίας ήταν καλώς ή κακώς και οι συγκεκριμένοι τύποι. Σίγουρα έχει ειπωθεί πολλές φορές ότι οι αναμνήσεις μας είναι τόσο έντονες γιατί συνδέονται με μια εποχή ανεμελιάς και άγνοιας για τις ευθύνες της ζωής. Εγώ, όμως, θα πρόσθετα ότι οι αναμνήσεις είναι έντονες και από το γεγονός ότι προσεγγίσαμε τη συγκεκριμένη δραστηριότητα με αληθινό πάθος. Βλέπω, για παράδειγμα, τον όχι-και-πολύ μικρότερο αδερφό μου ο οποίος απλά έβρισκε έτοιμα τα παιχνίδια στους C64/Amiga/PC και έπαιζε. Δεν μπήκε ποτέ στη διαδικασία να κάνει συλλογή (έστω πειρατικών), να ενημερωθεί από (καλύτερα να ρουφήξει) τα Pixel/PC Master (αλλά και τα Zzap64, Amiga Action, Computer Gaming World), να αναλύσει νοητά τα χαρακτηριστικά των game genres, να κάνει συγκρίσεις σε τεχνικό επίπεδο (αριθμός sprites, κανάλια ήχου, επίπεδα scrolling), και να εμπλακεί σε συζητήσεις (και ατέλειωτες διαφωνίες) με άλλους geeks. Όταν βρισκόμαστε, περισσότερο αναπολούμε ταινίες καράτε/νίντζα παρά games της εποχής τα οποία έχει ήδη κάνει delete. Ίσως είναι τελικά καλύτερα για αυτόν έτσι, αλλά από την άλλη δεν έχει αυτές τις στιγμές να αναπολεί και να νοσταλγεί.
Back to reality now. Ευχαριστούμε για το άρθρο, Μάνο.
Δηλαδή όλοι φταίνε, εκτός από εμάς που “στηρίξαμε” με το πορτοφόλι μας τον κάθε “κυρ Βασίλη” ; Όπως σωστά ειπώθηκε ο “μαγαζάτορας” εκμεταλλεύτηκε τις συνθήκες και με απατεωνιές προσπάθησε να βγάλει τον επιούσιο! Ωστόσο και εμείς “εκμεταλλευτήκαμε” τις συνθήκες (και τις απατεωνιές του μαγαζάτορα) και με …ψίχουλα παίξαμε τα καλύτερα παιχνίδια των παιδικών μας χρόνων…
Για κάθε πωλητή υπήρχαν οι πελάτες… Αλλά για κάθε πελάτη υπήρξαν οι πωλητές… Επομένως πριν αφορίσουμε -όπως ίσως πρέπει – τους πρώτους, ας μην αγιοποιήσουμε τους δεύτερους (και το αντίστροφο!)
24ωρε πυρετέ, είσαι πολύ σωστός, αλλά δε νομίζω να διαφάνηκε μέσα απ’ το κείμενό μου η πρόθεση να κάνουμε οτιδήποτε απ’ αυτά που ορθώς αναφέρεις. 😉
Μάνο, τι να σου πω… πραγματικά…
Διάβαζα το κείμενό σου και ένιωθα ότι αυτό που περιγράφεις το έγραφα εγώ. Όμοια σε πολλά θέματα η ιστορία σου με τη δική μου με έκανε να θυμηθώ “το δικό μου Βασίλη”, τα 5χίλιαρα που έδινα για κάθε παράνομο cd rom στο “δικό μας” μαγαζί με το φίλο μαγαζάτορα… Ακόμα καμιά φορά περνάω απ’ έξω από εκεί που ήταν το μαγαζί και σκέφτομαι: “Να, εδώ πέρασα απογεύματα τόσων χρόνων”.
Σε ευχαριστώ για τις αναμνήσεις που μου ξύπνησες !
Πολύ ωραίο το κείμενο ! Και τα κείμενα από καρδιάς, εννοείται ότι έχουν διαφορετική γραφή 🙂 Καλημέρα !
Ω ναι, ήμουν και γω ένας από αυτούς που είχαν early on dvd-r ! Βοήθησα πολύ κόσμο και μεγάλωσα κατά πολύ τη συλλογή μου ! 😀
Αρθράκλα. Well done! Πολλέεεες ώρες σε γνωστά “πειρατικά” υπόγεια της Θεσσαλονίκης μέχρι να αντιγραφουν καμιά 10αριά δισκέτες! Διαβάζοντας το άρθρο πάντως αναρωτήθηκα αν θα κάναμε και εμείςτο ίδιο αν είχαμετότε την ευκαιρία. Δλδ να πουλάμε πειρατικά παιχνίδια = εύκολο κέρδος. Με τα ‘τότε’ μυαλά, μάλλον η απάντηση είναι καταφατική.