Ο ερχομός του πέμπτου μέλους της σειράς Devil May Cry αποδεικνύει έμπρακτα ότι ο Ιαπωνικός κολοσσός ονόματι Capcom βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα. Μία φόρμα που ξεκίνησε από την ανέλπιστα καλή παρουσία του Resident Evil 7, συνεχίστηκε με την παγκόσμια τρέλα του Monster Hunter: World και κορυφώθηκε εφέτος με το καταπληκτικό remake του Resident Evil 2, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για την πορεία που θα ακολουθήσει το μακροχρόνιο αυτό franchise. Κάτι που λογικά θα συμβεί και με το νέο Devil May Cry, μιας εξίσου αγαπημένης σειράς της Capcom, η οποία κάπου έχασε το δρόμο της, τόσο με την προ-δεκαετίας άνισο Devil May Cry 4 όσο και με το αμφιλεγόμενο (και απεχθές για τους πιουρίστες) reboot DMC της Ninja Theory. Και αυτό γιατί το Devil May Cry 5 παίρνει, με επιδεικτικό SSS combo, τα σκήπτρα του καλύτερου επεισοδίου της σειράς, προσφέροντας έναν πολύ υψηλής ποιότητας τίτλο που τοποθετείται στις κορυφαίες στιγμές του είδους των action/hack ‘n’ slash games.
Βέβαια, όντας ένα παιχνίδι που στοχεύει στο να δημιουργήσει ένα στιβαρό μηχανισμό μάχης, κάποια πράγματα όπως σενάριο, πλοκή και χαρακτήρες περνούν σε δεύτερη μοίρα. Άλλωστε, τόσα χρόνια η σειρά έδινε πολύ περισσότερη έμφαση στο στυλ και στη πόζα παρά στην εμβάθυνση του σεναρίου και το πέμπτο μέλος δεν αποτελεί εξαίρεση. Όμως, για κάποιο παράξενο λόγο, η Capcom κατόρθωσε να χτίσει με τέτοιο τρόπο την αφελή υπόθεση του παιχνιδιού, έτσι ώστε ο παίκτης να ενδιαφερθεί πραγματικά για την κατάληξη των πρωταγωνιστών. Προσέξατε ότι αναφερθήκαμε σε πληθυντικό αριθμό και δεν πρόκειται για κάποιο συντακτικό λάθος. Στο Devil May Cry 5, οι πρωταγωνιστές του παιχνιδιού και, κατά συνέπεια, οι ήρωες που θα χειριστείτε είναι τρεις: ο γνωστός και μη εξαιρετέος Dante, ο κυνηγός δαιμόνων που γνωρίσαμε στο DMC 4, Nero και ο πρωτοεμφανιζόμενος V, με το έντονο emo look, ο οποίος είναι αυτός που πιάνει πρώτος την άκρη του νήματος και αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι της πλοκής.
Βρισκόμενοι λοιπόν σε μία πόλη καταρρακωμένη από ανεξήγητες επιθέσεις δαιμονικών πλασμάτων και τεράστιων ριζών, ο μυστηριώδης V αναθέτει στο Nero να εξοντώσει τον υπεύθυνο για την καταστροφή αυτή, τον διαβολικό Urizen. Όμως, η επίσκεψη του Nero στο άντρο του Urizen επεφύλασσε εκπλήξεις, καθώς ο Dante βρισκόταν ήδη εκεί, με το αποτέλεσμα της μάχης να μην είναι το επιθυμητό. Ο Urizen απεδείχθη πολύ σκληρό καρύδι, ακόμα και για τα δεδομένα του Dante (πόσο μάλλον του Nero) με συνέπεια την άτακτη υποχώρηση των Nero και V και την (προς το παρόν) άγνωστη κατάληξη του Dante.
Από εκεί και πέρα, στις 20 αποστολές που ακολουθούν, το DMC 5 πλάθει μια πλοκή γεμάτη μυστήριο, flashbacks, παράλληλες ιστορίες και cliffhangers, τα οποία τραβούν συνεχώς την περιέργεια του παίκτη να δει τι θα συμβεί παρακάτω, ενώ παρ’ όλο που οι περισσότεροι διάλογοι έχουν μια «εφηβική» νότα, είναι αντιπροσωπευτικοί των χαρακτήρων που υποδύονται και τους δίνουν προσωπικότητα. Παραδείγματος χάρη, ο Nero αντιδρά σα νεανίας, με υπερβολική αυτοπεποίθηση και υπέρμετρο εγωισμό, ο V δείχνει πιο ώριμος και διαβασμένος, ζυγίζοντας κάθε φορά τις καταστάσεις και πράττοντας ανάλογα, ενώ ο Dante… είναι ο Dante που ξέρουμε: με δεκάδες χρόνια εμπειρίας και γνώσης στις πλάτες του, αλλά ταυτόχρονα αλαζόνας και με συχνά cringeworthy χιούμορ. Φυσικά, στην πλοκή προστίθενται και άλλοι χαρακτήρες, όπως η Nico που προμηθεύει τον Nero με νέα Devil Breakers (περισσότερα γι’ αυτά παρακάτω), ενώ δεν λείπουν και οι εμφανίσεις των Lady και Trish, οι οποίες όμως έχουν μάλλον διακοσμητικό χαρακτήρα – και λίγο παραπάνω δέρμα να δείξουν.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το reboot της Ninja Theory αγνοείται παντελώς, άλλωστε επί της ουσίας πρόκειται για μια «ξένη» προς το franchise παραγωγή, άσχετα αν σε κάποιους άρεσε και σε κάποιους όχι. Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα θα σας απασχολήσει κάτι τέτοιο, γιατί το ζουμί του DMC 5 βρίσκεται στο σύστημα μάχης των τριών πρωταγωνιστών, το οποίο είναι απλώς αριστουργηματικό.
Πλην λίγων περιπτώσεων που έχετε το δικαίωμα της επιλογής, σε κάθε αποστολή το DMC 5 σας αναθέτει έναν από τους τρεις ήρωες, οι οποίοι έχουν το δικό τους ξεχωριστό σύστημα μάχης. Ο Nero είναι ο πρώτος που θα χειριστείτε και ο τρόπος που μάχεται βασίζεται στο DMC 4, δηλαδή στα γρήγορα combos με το σπαθί και το πιστόλι, σε συνδυασμό με το δεξί του χέρι, το οποίο δεν είναι πια δαιμονικό, αλλά προσθετικό. Τα Devil Breakers, όπως ονομάζονται, είναι αυτοσχέδιοι βραχίονες που κατασκευάζει η Nico και επιτυγχάνουν διάφορα αποτελέσματα όταν ο Nero τα χρησιμοποιεί, όπως για παράδειγμα να ηλεκτρίζει τους αντιπάλους, να τους πετάει ρουκέτες, τρυπάνια, ως και το κανόνι του Megaman υπάρχει!
Η χρήση τους όμως δεν είναι αλόγιστη, καθώς σε κάθε αποστολή ο αριθμός τους είναι πεπερασμένος και μάλιστα σπάνε σχετικά εύκολα, οπότε θα πρέπει να αναπροσαρμόζετε τη στρατηγική σας ανάλογα με ποιο έχετε εκείνη τη στιγμή. Εδώ εντοπίζεται ένα μικρό φάουλ, καθώς δεν υπάρχει η δυνατότητα να αλλάζετε τα Devil Breakers χωρίς να τα καταστρέφετε (προκαλούν πάντως γερό damage), οπότε στην πράξη, οι διαφορές τους δεν είναι τόσο τρομακτικές. Άγνωστο γιατί η Capcom δεν επέτρεψε την κατά βούληση επιλογή των Devil Breakers, πέρα από πριν την έναρξη κάθε αποστολής.
Ο δεύτερος και εκείνος που ίσως διαθέτει το πιο απολαυστικό σύστημα μάχης είναι ο V. Ο συγκεκριμένος τύπος είναι αργός, βαστά μόνο ένα μπαστούνι και δεν έχει τη δυνατότητα να προστατέψει τον εαυτό του, αλλά η επιβίωσή του βασίζεται στις επικλήσεις τριών summons: του Shadow, του Griffon και του Nightmare. Κάθε summon αντιστοιχεί σε ένα κουμπί επίθεσης: για τις εκ του συστάδην επιθέσεις αναλαμβάνει δράση ο πανθηρόμορφος Shadow, ενώ για τις μακρόθεν, ο ιπτάμενος Griffon. Εφόσον γεμίσει η Devil Trigger μπάρα, ο V μπορεί να καλέσει το golem Nightmare για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ο οποίος είναι πραγματικά σαρωτικός στις επιθέσεις του. Σε κάθε περίπτωση, ο παίκτης οφείλει να κρατήσει τον V μακριά από το πεδίο της μάχης και να πλησιάζει μονάχα όταν κάποιος εχθρός βρίσκεται στα τελευταία του, όπου ο V τον αποτελειώνει με το μπαστούνι του – άλλος τρόπος οριστικής επιβολής των εχθρών δεν υφίσταται.
Το σύστημα αυτό λειτουργεί απρόσμενα καλά και δημιουργεί πραγματικά εντυπωσιακές καταστάσεις, από τις καλύτερες που έχει δει ποτέ η σειρά. Αν νομίζετε ότι τα πράγματα γίνονται πιο απλά από το γεγονός ότι ο V δεν συμμετέχει πολύ ενεργά στις μάχες, δεν έχετε πολύ άδικο, καθώς στις αποστολές που τον ελέγχετε, είναι πιο εύκολο να πετύχετε τουλάχιστον μια S αξιολόγηση. Όμως, το ρίσκο που εμπεριέχεται δεν είναι καθόλου αμελητέο: αφενός θα πρέπει να έχετε συνεχώς στο νου σας τα summons σας να μην βγαίνουν εκτός μάχης (αν «πέσουν», θα πρέπει να πλησιάσετε κοντά τους για να επανέλθουν) και μείνετε ξεκρέμαστοι αφετέρου το γεγονός ότι πρέπει να αποτελειώνετε ο ίδιος τους εχθρούς σας, σημαίνει ότι αργά ή γρήγορα θα μπείτε στο χορό και τότε… φροντίστε να έχετε τον Griffon ζωντανό για να σας γλυτώσει!
Ο τελευταίος ήρωας είναι ο Dante, ο οποίος προσφέρει τις περισσότερες επιλογές στη διάθεση του παίκτη. Με ελάχιστο κόπο (κοινώς με το πάτημα ενός κουμπιού), μπορείτε να αλλάξετε το στυλ μάχης ανάμεσα σε τέσσερα (Swordmaster, Gunslinger, Trickster και Royal Guard), τα melee ή/και τα ranged όπλα, μέσα από μια μεγάλη ποικιλία, τον τύπο του Devil Trigger και, ρίχνοντας όλα αυτά μέσα σε ένα καζάνι και ανακατεύοντας τα, καταλήγουμε με ένα πολύπλοκο και ευέλικτο ρεπερτόριο κινήσεων που περιορίζεται μόνο από τη φαντασία και την ικανότητα του παίκτη. Αν δεν υπήρχε ο V με το πρωτότυπο σύστημα μάχης του, ο Dante θα ήταν ο «νικητής» αυτής της άτυπης σύγκρισης.
Και τη χαρακτηρίζουμε ως «άτυπη σύγκριση», γιατί ουσιαστικά αυτό που επωφελείται από τις διαφορές και τις ομοιότητες των τριών πρωταγωνιστών είναι το ίδιο το παιχνίδι. Η τακτική εναλλαγή μεταξύ τους, δεν αφήνει σε καμία περίπτωση την πλήξη να κάνει την εμφάνισή της, ενώ το παιχνίδι φροντίζει να ανανεώνει το ενδιαφέρον του παίκτη, παρέχοντας σταδιακά νέους μηχανισμούς για όλους τους χαρακτήρες. Πιστό στη λογική των παιχνιδιών της Capcom, το DMC 5 συνίσταται να παιχτεί και να τερματιστεί πολλές φορές, σε διαφορετικά επίπεδα δυσκολίας, τόσο για την πλήρη αναβάθμιση των χαρακτήρων μέσω των red orbs όσο και με τον εντοπισμό όλων των collectibles που λυμαίνονται στις (αρκετά γραμμικές ομολογουμένως) αποστολές του. Το δεύτερο φάουλ που εντοπίζουμε εδώ είναι η ύπαρξη των microtranscations, όπου με κάποιο χρηματικό αντίτιμο, μπορούμε να αγοράσουμε χιλιάδες orbs για να αναβαθμίσουμε τους χαρακτήρες μας χωρίς κόπο. Ευτυχώς, η Capcom φέρθηκε έξυπνα, καθώς όλα τα orbs προσφέρονται σε σεβαστές ποσότητες (ακόμα και τα gold, που ήταν πολύ σπάνια στα προηγούμενα DMC) και ποτέ δεν νοιώσαμε ότι «κολλήσαμε» και ότι έπρεπε να πληρώσουμε για να συνεχίσουμε.
Εν ολίγοις, ένας παίκτης που έχει στοιχειωδώς δοκιμάσει ένα σχετικό action game στο παρελθόν, δεν θα αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα να ολοκληρώσει το DMC 5 στο κανονικό (Devil Hunter) επίπεδο δυσκολίας. Αν μάλιστα τα βρει σκούρα, υπάρχει και το Human mode που, μεταξύ άλλων, αυτοματοποιεί και τα combos (εις βάρος της SSS αξιολόγησης), κάτι που γενικότερα μας βρίσκει αντίθετους, γιατί έτσι χάνεται το νόημα του παιχνιδιού, που είναι φυσικά η επίτευξη στυλιζαρισμένων, over-the-top combos. Άλλωστε, το DMC 5 προσφέρει απλόχερα πολλές ευκαιρίες για να τεστάρετε τις ικανότητες σας, με αξιοσημείωτη ποικιλία εχθρών, όπου ο καθένας θέλει ειδική μεταχείριση για να πάψει να ασχολείται μαζί σας και, κυρίως, πάρα πολλά bosses διαφόρων μεγεθών και… ειδικοτήτων. Ιδιαίτερα στα τελευταία, η επιστράτευση όλων των τεχνικών που έχετε μάθει μέχρι εκείνη τη στιγμή, επιθετικών ή/και αμυντικών, είναι επιβεβλημένη.
Συνεπώς, παρ’ όλο που ένα τυπικό playthrough συνήθως δεν απαιτεί περισσότερες από δέκα ώρες για να ολοκληρωθεί, το περιεχόμενο του DMC 5 δεν περιορίζεται μόνο εκεί. Μπορείτε να ξαναπαίξετε κάποιες αποστολές με άλλους χαρακτήρες, οι οποίοι κινούνται σε διαφορετικά μονοπάτια, άρα και ενάντια σε διαφορετικούς εχθρούς, υπάρχουν κάμποσα secret missions/δοκιμασίες που έχουν ως ανταμοιβή πολύτιμα orbs (blue για αύξηση του vitality, purple για αύξηση του Devil Trigger ή gold για revive), ενώ η διατήρηση των upgrades στα επόμενα playthroughs, σε συνδυασμό με το συνεχή αγώνα για μια καλύτερη αξιολόγηση, είναι αρκετά ώστε να σας απασχολήσουν για διπλάσιες ώρες.
Αν είναι κάτι που του λείπει, είναι η σχεδόν πλήρης έλλειψη γρίφων και συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι η πλειοψηφία των αποστολών ακολουθεί την ίδια δομή (μετάβαση από το ένα σημείο στο άλλο, μάχες στο ενδιάμεσο, boss fight στο τέλος), κάνουν τα πράγματα λίγο παλαιομοδίτικα και προβλέψιμα. Από την άλλη, αυτό δεν είναι απαραίτητα κατακριτέο, ενώ μια πιθανή προσθήκη περιβαλλοντικών γρίφων ίσως να έθιγε το ρυθμό του παιχνιδιού, ο οποίος είναι, επιεικώς, καταιγιστικός. Και, πιστέψτε μας, δεν θα θέλατε κάτι λιγότερο.
Όπως επίσης δεν θα επιθυμούσατε κάτι λιγότερο από το αποτέλεσμα που προσφέρει η RE Engine στον οπτικό τομέα του παιχνιδιού. Το Devil May Cry 5 είναι χάρμα οφθαλμών, ένα μικρό θαύμα: εξαιρετικά καλοφτιαγμένα και λεπτομερή μοντέλα, εντυπωσιακά περιβάλλοντα και αποχρώσεις, όλα με στόχο τα 60fps που επιτυγχάνονται χωρίς ιδιαίτερο κόπο ακόμα και σε χαμηλότερης ισχύος συστήματα, ενώ τα cut-scenes πιάνουν φωτορεαλιστικά επίπεδα ταινιών animation. Η Capcom έχει πιάσει jackpot με τη συγκεκριμένη μηχανή και πραγματικά ανυπομονούμε να δούμε τι άλλο έχει να μας δείξει στη συνέχεια. Εξίσου δυναμικός είναι και ο ήχος, με τη μουσική υπόκρουση να αποτελείται ως επί το πλείστον από metal και beat-άτα κομμάτια, απόλυτα ταιριαστά με τα δρώμενα στην οθόνη, ενώ τα voice-over είναι παράδειγμα προς μίμηση. Άψογη δουλειά από τους καλλιτέχνες της Capcom.
Αν επιμείνουμε να βρούμε περισσότερα αρνητικά στο DMC 5, θα βρούμε. Μερικές φορές η κάμερα δεν βοηθάει στις γωνίες λήψης που επιλέγει, οπότε χρειάζεται να τη κουμαντάρουμε μόνοι μας, ενώ υπάρχει ένα περίεργο και, όπως αποδεικνύεται, αχρείαστο multiplayer, όπου αξιολογείτε τις επιδόσεις ενός άλλου παίκτη που παίζει στο ίδιο session με εσάς, τον οποίο… μπορεί να μη δείτε ποτέ. Δύσκολα καταλαβαίνει κανείς το νόημα ύπαρξης του εν λόγω mode, ευτυχώς που περνά εύκολα απαρατήρητο. Όπως και τα υπόλοιπα αρνητικά στοιχεία του, που συνθλίβονται κάτω από το βάρος των θετικών.
Συνοψίζοντας λοιπόν, το DMC 5 είναι ένα ακόμα εξαίσιο παιχνίδι της Capcom, που εδραιώνει τη παρουσία της στη δημιουργία ΑΑΑ παιχνιδιών. Πιστό στις ρίζες του, αλλά και με ελκυστικές καινοτομίες, εκπληκτικά όμορφο και πολύ διασκεδαστικό, το Devil May Cry 5 είναι ίσως το ιδανικότερο sequel μιας κλασικής action σειράς.
Ευχαριστούμε θερμά τη CD Media για την παροχή του review code
RATING - 92%
92%
No Time To Cry
Ακόμα ένας θρίαμβος για τη Capcom. Τρεις πρωταγωνιστές, εξαιρετικό σύστημα μάχης, καταπληκτικός τεχνικός τομέας, ένα από τα top παιχνίδια της χρονιάς.
jackpot!
Νομίζω πως ήνικεν η ώρα επιτέλους πέσω με τα μούτρα στη σειρά αυτή. Ξαναπιάνω HD Trilogy μπας και φτάσω στο 5 που φαίνεται επος απο αυτά που λες
Είναι καλή φάση να τα ξεκινήσεις, αλλά αν δεν τα είχες παίξει ποτέ, δεν ξέρω πόσο καλή εντύπωση θα σου κάνουν τώρα. Το πρώτο DMC ήταν έπος για την εποχή του, αλλά νομίζω ότι δεν έχει γεράσει και τόσο καλά – σκέψου ότι ήταν από τα πρώτα παιχνίδια του PS2. Το δεύτερο μπορείς άνετα να το κάνεις skip και να περάσεις στο τρίτο, που είναι δυνατό.
Έξοχο ακούγεται, όχι για μένα, αλλά αντιλαμβάνομαι πως από τη στιγμή που ζητάς ένα ‘παιχνιδένιο’ παιχνίδι γεμάτο καταιγιστική δράση, έχεις βρει εδώ το GOTY ’19 σου. Εξαιρετική παρουσίαση Ζώρζ!
Ποιος θα το περίμενε ότι developer ΑΑΑ τίτλων, όχι μόνο δε θα έβγαζε ξαναζεσταμένα παστίτσια αλλά τα καλύτερα μέρη σε 2 από τις μακροβιότερες σειρές της (RE, DMC); 😉
Καλοδεχούμενο πως έκαναν ιντριγκαδόρικη ιστορία (είδα να το σχολιάζουν πολλοί αυτό), κάτι που συνήθως είναι κερασάκι κι όχι απαραίτητο για τέτοιο παιχνίδι, στανταράκι μόλις πέσει λίγο η τιμή.
Ωραίο κείμενο Γιώργο!
Χαίρομαι που η Capcom ξύπνησε και ρολάρει σκληρά τα τελευταία 2 χρόνια (θα πρόσθετα και το Megaman 11 – από τα καλύτερα entries της σειράς).
Χωρίς να θεωρώ σωστό να λέμε άποψη για παιχνίδι πριν το τελειώσουμε, έχω φτάσει στο 16ο από τα 20 missions που έχει το παιχνίδι και κάτι δεν μου κάθεται καθόλου καλά με το DMC5. Σαν να είναι υπερβολικά εύκολο και βαρετό. Τελικά το να έχεις 3 χαρακτήρες είναι αρνητικό. Δυστυχώς έχοντας παίξει όλα τα DMC διαπιστώνω πως το 3 δεν θα ξεπεραστεί ποτέ. Είναι σαν τη σκιά του Μαραντόνα, πάνω από κάθε αργεντινό φαντεζί ποδοσφαιριστή. Το πιο λυπηρό είναι πως μου άρεσαν περισσότερα όλα τα προηγούμενα DMC. Ναι ακόμα και το 2…
Λείπει η ατμόσφαιρα και η αδρεναλίνη να περάσεις κάτι φτύνοντας αίμα. Πρώτη φορά που έχω κάνει παιχνίδι της σειράς paused 2-3 φορές πριν το τελειώσω.
Το μόνο καλό τα καταπληκτικά γραφικά.