Στο gaming βιογραφικό του καθενός μας υπάρχουν παιχνίδια που, στη συνείδησή μας, φέρουν έναν αστερίσκο δίπλα απ’ το όνομά τους. Θες γιατί μας αρέσανε τόσο πολύ που ασχοληθήκαμε ατελείωτες ώρες μαζί τους, θες γιατί ρίξαμε άφθονα κέρματα (εμείς οι παλαιότεροι) στα ουφάδικα μέχρι να τα τερματίσουμε, μπορεί κιόλας επειδή για κάποιο λόγο μας μείνανε απωθημένο.
Αυτό ακριβώς το τελευταίο συνέβαινε μέχρι και προ ολίγων ημερών στην περίπτωσή μου με το “Toki”. Ως γέννημα-θρέμμα PC gamer, δε μπόρεσα με τίποτα να χωνέψω, το μακρινό 1990, οπότε και πραγματοποιήθηκε το conversion του τίτλου απ’ τα arcades στους home micros, ότι οι TAD Corporation και Ocean, developer και publisher αντίστοιχα, δεν ενδιαφέρθηκαν να φέρουν τον συμπαθέστατο χιμπατζή στις οθόνες μας, έστω κι αν αυτό συνέβαινε κατά κόρον τότε με τέτοιου είδους games. Ο λόγος δεν ήταν άλλος απ’ την περιβόητη θεωρητική υστέρηση των PCs στον τομέα του scrolling, που βέβαια εν συνεχεία η Titus Interactive απέδειξε, με χαρακτηριστική ευκολία, μέσω των δικών της παιχνιδιών, ότι αποτελούσε μύθο.
Τι κι αν το έπαιζα λοιπόν το “Toki” στα Amigάδικα της εποχής, τι κι αν συνέχισα να το επισκέπτομαι στα ηλεκτρονικά, ο περιορισμένος αριθμός χρημάτων που μπορούσα να διαθέσω, σε συνδυασμό με τον υψηλότατο βαθμό δυσκολίας του, δε μου επέτρεψαν ποτέ να δω τους τίτλους τέλους. Κάπως έτσι έμεινε στο μυαλό μου για 30 ολόκληρα χρόνια ως ένα παιχνίδι που πολύ θα ήθελα να έχω δει σε όλο του το μεγαλείο, αλλά ποτέ δεν το κατάφερα. Τώρα βέβαια εύλογα θα μπορούσε ν’ αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν το έπραξα μέσω των emulators (ΜΑΜΕ ή WinUAE) που, μπόλικα χρόνια αργότερα, μου προσφέρανε εκ νέου τη δυνατότητα. Η απάντηση είναι πολύ απλή: Όσο κι αν εκτιμώ το retro gaming, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν παιχνίδια που πρέπει να τα τερματίζεις την εποχή που κυκλοφορούν, γιατί στο πέρασμα των χρόνων γερνάνε πολύ άσχημα, οπότε και είναι από αρκετά έως πολύ δύσκολο, μέχρι και άδικο θα έλεγα, να επιστρέψεις σ’ αυτά δεκαετίες αργότερα. Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι όντως έκανα μία απόπειρα, εκεί κάπου μεταξύ 2012 και 2013, αλλά πολύ γρήγορα εγκατέλειψα κάθε σκέψη συνέχισης του εγχειρήματος.
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο ευτυχώς έρχονται να μπουν στην εξίσωση τα σύγχρονα HD remasters, όσο κι αν τ’ αναθεματίζει μερίδα των παλαιότερων gamers. Δεν είναι τυχαίο ότι στην προκειμένη περίπτωση, μεταχειρίζομαι τον όρο remasters και όχι remakes. Τα δεύτερα έχουν, μεταξύ άλλων, το περιθώριο και την ελευθερία να ξεφεύγουν απ’ τα πλαίσια των αρχικών παιχνιδιών, ενώ τα πρώτα όχι, όπως ακριβώς συμβαίνει με το εν λόγω game. Το νέο “Toki”, που αρχικά ανακοινώθηκε προ μόλις…. 10 ετών, επρόκειτο ν’ αποτελέσει δημιουργία μίας άγνωστης εταιρείας, ονόματι Golgoth Studio, φέροντας τον τίτλο “Toki: Arcade Remix”. Στην πορεία σταματήσαμε να πληροφορούμαστε το παραμικρό αναφορικά με την πορεία ανάπτυξής του, μέχρι και πέρσι, οπότε το είδαμε ξαφνικά να καταφθάνει ως αποκλειστικότητα στο Nintendo Switch, αποτελώντας όμως δημιουργία της Microids! Βέβαια, απ’ τα screenshots και μόνο, ήταν παραπάνω από ξεκάθαρο ότι ουσιαστικά η Γαλλική εταιρεία ανέλαβε να συνεχίσει από εκεί ακριβώς που είχε σταματήσει η Golgoth Studio. Μετά λοιπόν την παρέλευση της ετήσιας αποκλειστικότητας του Switch, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να δούμε την ανανεωμένη έκδοση της περιπέτειας του χιμπατζή, για πρώτη φορά, και στα PCs. Αν μη τι άλλο, η αναμονή άξιζε τον κόπο!
Για όσους δεν έχει τύχει, κυρίως λόγω ηλικίας, ν’ ασχοληθούν κατά το παρελθόν με το πρωτότυπο game, αρκεί μία και μόνο φράση για να περιγράψει παραστατικά το παιχνίδι: Platform game της δεκαετίας του 1990. Ουσιαστικά βάσει αυτού, λίγο αν έχεις εντρυφήσει, έστω και θεωρητικά (βλέπε παρακολούθηση μέσω Youtube), στο genre εκείνης της εποχής, ξέρεις τί ακριβώς να περιμένεις: Εντελώς ανύπαρκτο σενάριο, cartoon χαρακτήρες, violent free περιεχόμενο, αρκετά υψηλή δυσκολία και μία παραπάνω από κλισέ εναλλαγή επιπέδων μέχρι το φινάλε.
Ξεκινώντας απ’ το πρώτο λοιπόν, ο Toki είναι ένας ρωμαλέος και γεροδεμένος νέος που μεταμορφώνεται σε χιμπατζή απ’ τον κακό μάγο Bashtar, ο οποίος απαγάγει την Miho, αγαπητικιά του Toki και την φυλακίζει στο κάστρο του (σ.σ.: Tώρα που το σκέφτομαι, ο όρος “αγαπητικιά” μάλλον δε πρέπει να λογίζεται ως politically correct στην εποχή μας….). Ο ήρωάς μας πρέπει να περάσει μέσα από 6 levels, έως ότου συναντήσει κι αντιμετωπίσει τον Bashtar, προκειμένου να λύσει τα μάγια και ν’ απελευθερώσει την ξανθούλα Miho. Σενάριο δύο-τριών γραμμών, που όμως, επί της ουσίας, επιτελεί τον σκοπό του, δίχως φρου-φρου κι αρώματα.
Πολύ πριν τα video games επιδιώξουν, ευτυχώς με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις, να καταντήσουν είτε θλιβερή, ως επί το πλείστον, αναπαράσταση της πραγματικής ζωής, είτε φεστιβάλ βίας και αίματος, ήταν σχεδόν ο κανόνας, ειδικά σε platform τίτλους, τ’ όλο σκηνικό να είναι εντελώς “χάρτινο”, με τους κεντρικούς χαρακτήρες ν’ αποτελούνται από διαφόρων τύπων πολεμιστές (“First Samurai”, “Gods”, “Midnight Resistance”), χαριτωμένα ζώα (“Τoki”, “Fire and Ice”, “Agony” “Titus The Fox”), ακόμη ακόμη και μωρά (“Baby Jo”, “B.C Kid”). Πέραν της φύσεως του ίδιου του πρωταγωνιστή, οι developers -ορθότατα- επέλεξαν να μην αλλοιώσουν ή παραλλάξουν τίποτα απ’ το περιεχόμενο του αρχικού παιχνιδιού, δίνοντάς μας ουσιαστικά ένα high definition πλήρως επανεπεξεργασμένο περιβάλλον, μέσα στο οποίο κινείται και μάχεται ο Toki. Πιθήκια, αράχνες, ψάρια, νυχτερίδες, ιπτάμενα διαβολάκια και δεινοσαυράκια είναι μερικοί μόνο απ’ τους αντιπάλους που θα συναντήσουμε στο διάβα μας, που περιλαμβάνει πέρασμα από σπηλιές, λίμνες, πάγους, καυτή λάβα και ζούγκλα, μέχρις ότου φτάσουμε στο κάστρο του Bashtar.
Μοιραία όλα τα παραπάνω κάνουν το εν λόγω παιχνίδι να φαντάζει εντελώς… χαριτωμένο στην εποχή μας, κλείνοντας πρωτίστως το μάτι στους λάτρεις άλλων εποχών του gaming, οπότε και δεν ήταν όλα τόσο σοβαροφανή ή/και αληθοφανή. Αν μη τι άλλο, αυτοί δε πρέπει να χάσουν την παρούσα αναβίωση του “Toki”, προκειμένου να αξιολογήσουν κι εν τέλει να θαυμάσουν πώς ένα παιχνίδι 30ετίας μπορεί να έρθει στο σήμερα, μέσα απ’ την εξαιρετική δουλειά που έχει γίνει σε κάθε τομέα, με πλήρη σεβασμό σε κάθε πτυχή του πρωτότυπου υλικού.
Δεν είναι όμως μόνο η γραφική αναπαράσταση που ακολουθεί τα μονοπάτια του πρώτου “Toki”, προσφέροντας πλέον ένα απείρως καλύτερο οπτικό αποτέλεσμα, με πανέμορφους χρωματισμούς και πολύ ζωντανά περιβάλλοντα. Οι μουσικές ενορχηστρώσεις αποτελούν ένα μείγμα νέων κομματιών, αλλά κι εμπλουτισμένων παραλλαγών των κομματιών του αρχικού τίτλου. Δε λείπει μάλιστα να λείπει η επιλογή να παίξουμε ακούγοντας εκείνα ακριβώς τα κομμάτια! Όπως περήφανα αναφέρει η Microids στη σελίδα πώλησης στο Steam, ολόκληρο το μουσικό περιτύλιγμα αποτελεί δουλειά του βραβευμένου Raphaël Gesqua, που έχει συμμετάσχει σε περισσότερα από 100 video games!
Το μόνο σημείο στο οποίο υφίσταται παρέμβαση εκ μέρους των developers -εύλογα- έχει να κάνει με το gameplay και δη τον βαθμό δυσκολίας αυτού. Στη νέα αυτή version παρέχονται τέσσερα επίπεδα δυσκολίας, ξεκινώντας από το Easy και φτάνοντας στο Hardest. Οι διαφορές μεταξύ τους έγκεινται στην ανθεκτικότητα των αντιπάλων σε χτυπήματα, στον διαθέσιμο χρόνο ολοκλήρωσης κάθε επιπέδου, στο αριθμό των ζωών που έχουμε -με κάθε μοναδικό χτύπημα που δεχόμαστε να ισοδυναμεί μ’ απώλεια μίας εξ’ αυτών- και στα διαθέσιμα credits για να συνεχίσουμε την περιπέτειά μας. Ναι μεν δεν υφίσταται save ρουτίνα, ως είθισται στα σημερινά games, αλλά τουλάχιστον στο Easy επίπεδο, με δέκα ζωές διαθέσιμες και 9 credits (άρα 90 ζωές σύνολο) είναι τουλάχιστον αστείο να σκεφτεί κάποιος ότι δεν θα καταφέρει να ολοκληρώσει το παιχνίδι. Αν όμως θελήσει να νιώσει πόσο μεγάλη πρόκληση αποτελούσε η παλαιά “ουφάδικη” version, δεν έχει παρά να διαλέξει το Hardest επίπεδο. Και καλή του επιτυχία….
Μπορεί οι αντίπαλοί μας να είναι μπόλικοι και ποικίλοι, δεν είμαστε όμως κι εμείς αφημένοι στην τύχη μας. Μέσα από διάφορα power-ups που συλλέγουμε, ο Toki έχει τη δυνατότητα ν’ αντέχει χτυπήματα στο κεφάλι όσο διαρκεί ένα κράνος τύπου ράγκμπι που φοράει, να κάνει μεγαλύτερα άλματα, να εκτοξεύει διπλές ή τριπλές ριπές, να φτύνει φλόγες, αλλά και να μεγαλώνει την ισχύ πυρός του. Μέσω της μεθόδου της επανάληψης, ο παίκτης σύντομα καταλαβαίνει πώς και πότε πρέπει να εκμεταλλεύεται αυτές τις έξτρα δυνατότητες που παρέχονται στον πρωταγωνιστή, προκειμένου να κερδίζει με μεγαλύτερη ευκολία τόσο το boss έκαστου επιπέδου, όσο και κάποια sub-bosses που σποραδικά εμφανίζονται.
Το απολύτως βέβαιο είναι ότι οποιοσδήποτε επιζητά λίγες ώρες ξέγνοιαστου gaming, δίχως ν’ αγκομαχήσει για να πετύχει τον σκοπό του και την ίδια ώρα να περάσει ευχάριστα, έχει την επιλογή αγοράς ενός ακόμη παιχνιδιού που δύναται να του προσφέρει τα παραπάνω, είτε είχε παίξει το original, είτε όχι. Στη δεύτερη περίπτωση βέβαια κι αν κι εφόσον τολμήσει να ξεφύγει απ’ την σιγουριά του Easy επιπέδου, θα νιώσει σαφώς περισσότερο τη δυσκολία που είχαν τα παλαιότερα platform games σε σχέση με τα σύγχρονα και θα κατανοήσει καλύτερα τη διάσημη φράση “old school gaming”. Σε κάθε περίπτωση, το συγκεκριμένο remaster αποδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ότι οποιοδήποτε αξιόλογο παιχνίδι του παρελθόντος μπορεί -και δικαιούται- να τύχει μίας προσεγμένης αναβίωσης. Την ίδια στιγμή αποστομώνει όλους εκείνους που πεισματικά ισχυρίζονται ότι τα παλιά παιχνίδια (που στο μυαλό τους είναι κάτι σαν ιερά τοτέμ) δε πρέπει να τα “αγγίζουν” οι εταιρείες.
Τώρα βέβαια πόσο μεγάλο θα είναι εν τέλει το κοινό εκείνο που θα τιμήσει την δουλειά των developers, ενθαρρύνοντας την ίδια στιγμή ανάλογες απόπειρες, δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω. Μπορώ μόνο να υποθέσω ότι για να μεταφέρθηκε το παιχνίδι απ’ το Nintendo Switch σε PC, PS4 και XBOX One, πρέπει να πήγε αρκετά καλά από άποψης πωλήσεων στο πρώτο. Μπορεί όμως και όχι. Μόνο οι Γάλλοι γνωρίζουν τ’ ακριβή νούμερα. Ελπίζω τουλάχιστον να μην έχει την τύχη ενός άλλου remake αγαπημένου τίτλους των ‘90s, του “Prehistorik”, που δυστυχώς δεν είναι πλέον διαθέσιμο για αγορά μέσω Steam, άγνωστο γιατί.
30 χρόνια μετά την εμφάνισή του αρχικού τίτλου στα arcades και 29 απ’ τη μεταφορά του στους home micros της εποχής, νιώθω ότι, εντελώς απροσδόκητα θα έλεγα, ξεχρέωσα ένα ανοιχτό gaming γραμμάτιο που είχα. Πραγματικά απόλαυσα κάθε στιγμή που ξόδεψα με το “Toki”, με τ’ οποίο μάλιστα εξακολουθώ να ασχολούμαι με το πέρας της review “υποχρέωσής” μου, καθώς οι διάφορες προκλήσεις που ενσωματώνει, όπως η επίτευξη μέγιστου high score, αλλά κι η ολοκλήρωση έκαστου level στον μικρότερο δυνατό χρόνο, μέσω του Speedrun mode, τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση, πιάνουν τόπο.
Ολοκληρώνοντας, γιατί εν έτει 2019 τα μακροσκελή γραπτά reviews δυστυχώς έχουν φτάσει περισσότερο να κουράζουν, παρά να εκτιμώνται απ’ την πλειοψηφία του κοινού, το μόνο που έχω να προσθέσω, είναι ότι όσοι αρέσκεστε σε τέτοιου είδους παιχνίδια δεν έχετε παρά να το προσθέσετε στη συλλογή σας, πιθανώς σε μία περίοδο εκπτώσεων, αν τα 20€ που ζητά σας φαίνονται αρκετά. Άπαξ και το κάνετε, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι θα έρθει η στιγμή που θα το μετανιώσετε και θ’ αρχίσετε να με αναθεματίζετε…
Ευχαριστούμε θερμότατα την Microids για την παραχώρηση του review κωδικού του παιχνιδιού.
RANKING - 85%
85%
Εξαιρετικά προσεγμένο remaster, με ατελείωτο σεβασμό στον πρωτότυπο τίτλο. Παραδίδει μαθήματα για το πώς πρέπει να πραγματοποιούνται τέτοιες προσπάθειες…
Λατρεμένο παιχνίδι, το είχα παίξει αρκετά στα arcades και ακόμα περισσότερο στην συμπαθητική έκδοση του Atari STE. Το remaster είναι εκπληκτικό όμως, σίγουρη αγορά στο μέλλον.
Μακάρι οι τύποι της Golgoth Studios να συνέχιζαν, είχαν μάλιστα στα σκαριά και ένα remaster του Joe & Mac Caveman Ninja , το οποίο ήταν από τα αγαπημένα που παιχνίδια, αλλά προφανώς δε θα το δούμε ποτέ.
Γιώργη είχες Atari STE;
Ναι τον 520STE. Η Amiga ήταν αρκετά πιο ακριβή, ενώ είχα και ένα ξαδερφάκι που είχε το ίδιο, οπότε καταλαβαίνεις.
Δυστυχώς είχα πέσει σε ελαττωματικό κομμάτι και χαλούσε συχνά, οπότε δεν το χάρηκα όσο ήθελα. Ένα χρόνο μετά πήραμε PC και όλα πήραν το δρόμο τους…
Κι εγώ arcade το ‘χα γνωρίσει το παιχνίδι. Πολύ εντυπωσιακό θυμάμαι, δύσκολο φυσικά, δεν πρέπει να είχα πάει παραπέρα από 2η πίστα αν και δεν είχα χαλάσει σε αυτό τόσα 50άρικα όσο σε άλλα μεγάλα ονόματα που υπήρχαν στο μαγαζί όπως Street Fighter 2 και King of Dragons.
Έχει μπει wishlist.