Η περίπτωση Τσοχατζόπουλου είναι χαρακτηριστική : σε κάθε λυκοπαρέα, τα τζιμάνια μυρίζονται τον τοίχο να έρχεται κάποια χρόνια πριν. Τότε καταστρώνεται και το σιωπηλό σχέδιο διαφυγής. Το λογαριασμό πληρώνει συνήθως ο πιο αγαθιάρης της παρέας, ο βλάκας που την πιστεύει με τις γκόμενες και τα κότερα λίγο περισσότερο από τους υπόλοιπους. Κάθε μόρφωμα οργανωμένου εγκλήματος (με πρωτοστατούσες τις εθνικές κυβερνήσεις) φροντίζει να έχει 3-4 τέτοιους πρόχειρους, από την αρχή.
Σαν ασφάλεια ρε παιδί μου, δεν πας πουθενάς χωρίς κοροϊδο/αποδιοπομπαίο τράγο. Όταν οι άλλοι βγάζανε λεφτά έξω και θωράκιζαν το φορολογικό τους προφίλ, δίνανε του Άκη μύρια να χτίζει βίλλες, στέλνανε και κάσες Βεβ Κλικό στο σπίτι, τον χτυπάγανε στην πλάτη, του λέγανε 'Είσαι αρχηγός μεγάλε!' και φούσκωνε σαν το κοκκόρι από την περηφάνια. Έτσι την πάτησε και έμεινε να κρατά τον κουβά με τα σκατά.
Και όσοι λυπούνται 'το καημένο το γεροντάκι' δεν έχουν παρά να θυμηθούν πως το 'καημένο το γεροντάκι' δεν δίστασε να υποθηκεύσει το δικό σου και το δικό μου μέλλον και να μας απειλεί και με τουλούμιασμα στο ξύλο έτσι και δε λέγαμε κι ευχαριστώ από πάνω.
Όταν αναγκάζεσαι να φύγεις μακριά απ' όλα όσα αγαπάς, την ιστορία και την μνήμη σου, όχι για κανένα χρυσό παλάτι, αλλά για να έχεις τα αυτονόητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δίχως να φιλάς κατουρημένες ποδιές ή να σιχαίνεσαι τον εαυτό σου, κάτι έχει πάει απελπιστικά στραβά στον τόπο σου.
Ο Σύντροφος Βαγούφ (με τον οποίο διαφωνώ σε πολλά κατά τ'άλλα) το είχε πει : μετανάστης δεν είναι ο καυλωμένος πιτσιρικάς που πάει στα 20 στο San Francisco και πουλάει το ρηξικέλευθο app του για εκατομμύρια. Μετανάστης είναι ο φουκαράς 40άρης που αναγκάζεται να φύγει νύχτα απλώς για να είναι αξιοπρεπής, πλένοντας τα πνευματικά πιάτα των πλουσίων, που τον κρατάνε πάντα σε απόσταση ασφαλείας, σκέφτονται 'τον καημένο τον Έλληνα' και ταυτόχρονα κάνουν δέκα σταυρούς που δεν γεννήθηκαν σε Μπανανία/Κουλιστάν.