...ψιθύρισε ο Νεαρός Ζόμποβιτς στο αυτί του Αρουραίου #4.
Ο #4 ήταν κατά κάποιο τρόπο ο αγαπημένος του. Ήταν στο πρώτο διημερό του στο εργοστάσιο, τότε που ακόμη κυνηγούσε και σκότωνε τον καθένα σύμφωνα με τις επιταγές του Μη Γραμμικού Ψιθύρου. Ο #4 είχε πνιγεί σε πλαστικό κουβά γεμάτο οινόπνευμα. Είχε ανακαλύψει μια ολόκληρη κούτα οινοπνεύματα ο Ζόμποβιτς, το πρώτο του κιόλας βράδυ στο εργοστάσιο, όταν έψαχνε να φτιάξει ένα κατάλυμα για να κοιμάται. Δεν είχε μεγάλη τύχη με κουβέρτες ή μαλακά υλικά, αλλά είχε βρει ένα ολόκληρο κλειδωμένο δωμάτιο γεμάτο κούτες οινοπνεύματα. Θα 'χε κουσούρι μάλον ο παλιός αφεντικός, τα 'θελε όλα καθαρά.
Λόγω του οινοπνεύματος, ο #4 είχε διατηρηθεί καλύτερα από αρκετούς μεταγενέστερους φίλους του Ζόμποβιτς. Ο καημένος ο #28 ας πούμε, είχε πολτοποιηθεί με τάκο από τον όρχο βαρέων οχημάτων. Ο #83 είχε πυρποληθεί με καμινέτο. Παρά την εμφανισή τους, ο Νεαρός Ζόμποβιτς τους αγαπούσε όλους. Η Πνοή της Μεγάλης Μηχανής διέτρεχε τα αδύναμα, λεπτά κοκκαλάκια όλων, όπως και τα δικά του. Ήταν, κατά περίεργο τρόπο, αδέρφια του.
Σηκώθηκε τρεκλίζοντας, έχοντας ανάψει και το τελευταίο φτηνό, παραφινένιο κερί στο λαδωμένο βωμό της Κυράς. Από μακριά είχαν ήδη αρχίσει να ακούγεται τα μουγκρητά των Εκλεκτών Παιδιών. Ίσως ήταν και τα φρένα των Land Rover. Μετά το χτύπημα ο Νεαρός Ζόμποβιτς δεν ήταν και πολύ σίγουρος για τους ήχους που άκουγε. Χαϊδεψε στοργικά τον πυρκροτητή στο δεξί του χέρι και έφερε τον #4 στο μάγουλό του, τρυφερά, σχεδόν ευλαβικά.
"Σύντομα Μποράτσο!" του ψιθύρισε.