<blockquote>Σαν έπεσε το σκοτάδι, ήρθε η Διαταγή να καταυλιστούμε επί τόπου. Βγάλαμε υπηρεσίες για σκοπιές και προφυλακές και μετά βολευτήκαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε στα σταροχώραφα και στα ρέματα, τρώγοντας για βραδυνό τις λίγες σκληρές γαλέττες που είχαμε μαζί μας. Ευτυχώς, μέσα στη νύχτα, έκανε το θαύμα του ο σιτιάρχης ο Καννάς και μας έφερε ψωμί, ελιές και κασέρι. Και στο πρωινό προσκλητήριο, «ξαναζωντάνεψε» ο Στρατιώτης της Διμοιρίας μου Φώτης Σαραντόπουλος από την Καλαμάτα … Η χαρά μου ήταν μεγάλη, γιατί είχαμε γίνει φίλοι από τον καιρό που πολεμούσαμε στο Μπιζάνι.
Αλλά καλύτερα να σας πω τα γεγονότα με τη σειρά: Στην προώθηση προς την Κολχίδα, η Διμοιρία ήταν μπροστά από τις άλλες του Λόχου, όπως σας είπα, κι ο Σαραντόπουλος ήταν στην πρώτη γραμμή, στην πρώτη τετράδα. Περάσαμε δίπλα από ένα δασάκι και βγήκαμε σε ένα σταροχώραφο. Μας εντόπισαν οι Βούλγαροι και τα πυροβόλα τους άρχισαν να βάλουν. Μια οβίδα έσκασε μπροστά από τους πρώτους, στα τρία βήματα απόσταση. Ο Δεκανέας Αργύρης Παπαδόπουλος σκοτώθηκε ακαριαία, ο Πέτρος Μπάκας χτυπήθηκε από θραύσμα στο πόδι και ο Φώτης ο Σαραντόπουλος σκεπάστηκε εντελώς από τα χώματα και τον νομίσαμε για νεκρό, καθώς δεν κουνιόταν κι από το κούτελο τρέχανε αίματα. Τρέξαμε προς τα μπρος για να βρούμε θέσεις κάλυψης και δεν είχαμε χρόνο να φροντίσουμε τους χτυπημένους. Συνεχίσαμε προς τα μπρος μέχρι που καθηλωθήκαμε, όπως σας είπα ήδη, και αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε πίσω στις αρχικές μας θέσεις.
Στο βραδινό προσκλητήριο, ο Σαραντόπουλος ήταν αγνοούμενος, ενώ όλοι φοβόμασταν το χειρότερο. Και το άλλο πρωί, όταν στο προσκλητήριο φωνάξαμε το όνομά του ξανά, κάποιος απάντησε «νεκρός». Την ώρα εκείνη, νάτον ξαφνικά να έρχεται κουνώντας το όπλο πάνω από το κεφάλι του και φωνάζοντας «ζωντανόος»! Εξαντλημένος και πεινασμένος, με βρώμικα ρούχα και χωρίς πηλίκιο, αλλά γερός και αρτιμελής, αν εξαιρέσουμε ένα επίδεσμο γύρω από το κεφάλι του.
Τι είχε συμβεί; Όπως μας διηγήθηκε ο «νεκραναστημένος», τα θραύσματα της οβίδας δεν τον πέτυχαν, σαν από θαύμα. Μόνο μια πέτρα που τινάχτηκε από την έκρηξη τον χτύπησε κατακούτελα και τον άφησε λιπόθυμο, ενώ θάφτηκε σχεδόν ολόκληρος κάτω από τα χώματα που σήκωσε η οβίδα. Σαν βράδιασε και έπιασε ψύχρα, ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, και τότε διαπίστωσε ότι γύρω του ήταν Βουλγάρικες περίπολοι. Έκανε τον πεθαμένο, και ήταν τυχερός που όπως ήταν θαμμένος δεν ασχολήθηκαν μαζί του. Και σαν νύχτωσε για τα καλά τίναξε από πάνω του τα χώματα, σύρθηκε σε ένα μοναχικό δέντρο που ήταν εκεί κοντά και σκαρφάλωσε πάνω. Και όλη νύχτα, κούρνιαζε στο δέντρο, ενώ από κάτω περνούσαν συνέχεια Βούλγαροι. Λίγο πριν το χάραμα, οι Βούλγαροι τραβηχτήκαν πίσω στις γραμμές τους και τότε αυτός κατέβηκε από το δέντρο και κατάφερε σκυφτά να διασχίσει την απόσταση ως τις γραμμές μας, χωρίς να τον πάρουν είδηση ούτε οι δικοί μας διπλοσκοποί! Και παρουσιάστηκε μπροστά μας, σαν φάντης μπαστούνι, την ώρα που κάναμε προσκλητήριο! «Ρε άιντε ’σα πέρα … Χούγιαχ’ τους … Τι λέτε μωρέ που θα πέθαινα και θα σας άφηνα μονάχους να φορτώνουτε το γάιδαρο …»</blockquote>
Διήγηση Του Ανθυπολοχαγού Αριστείδη Ζέρβα για τη μάχη του Κιλκίς-Λαχανά.