Ξάπλα στο αμάξι, ανοιχτή η ηλιοροφή και χαζεύω τα σύννεφα ενώ λιαζομαι. Στα ηχεία τα Διάφανα Κρίνα, μετά από πολλά χρόνια απουσίας από τα ηχητικά μου χαλιά. Το σκηνικό τελείως αλλοπροσαλλο σε σχέση με τα λεγόμενα των στίχων. Κι όμως δουλεύει.
Επιτέλους πραγματικά ελεύθερος χρόνος.
Για λίγο γίνεσαι ξανά 18, 20, 25. Αναμνήσεις σκοτεινές, βαθιά θαμμένες ξεπηδούν αλλά δεν πονάνε. Πηδάνε από σύννεφο σε σύννεφο και χορεύουν στις μελωδικές γραμμές των Κρίνων. Οι στίχοι τους πλέκουν ιστορίες μπλεγμένες με τις δικές σου και εκεί που πάει να σε πάρει από κάτω, για όλα αυτά που πέρασαν, για όλα αυτά που δεν θα δεις και γιατί εν τέλει έγινε η απώλεια συνήθειά σου, έρχεται ένα πλατύ χαμόγελο. Είναι το χαμόγελο της ικανοποίησης ότι ακόμη στέκεσαι και της γλυκιας νοσταλγίας που σε θρέφει για την συνέχεια.
Γιατί καλώς ή κακώς, τα Κρίνα εκτός της τέχνης τους, μιλούσαν στις καταραμένες μας ψυχές σαν ένα βάλσαμο για την προσωπική κόλαση του καθενός. Μια συντροφιά και μια παρηγοριά του εσωτερικού αγώνα.
Μέχρι να περάσει και το δικό μας σύννεφο, να το καβαλησουμε και να βγάλουμε φτερά, να μας πάρει ο ουρανός μακριά, σε μια γη που ανατέλλει.