Επιτέλους τελείωσα το
Blacksad μετά από 9 και κάτι ώρες παιχνιδιού. Κάτι το τέμπο του, κάτι η δαιδαλώδης πλοκή, κάτι που το ξεκίνησα τουλάχιστον ένα μήνα πριν, αισθάνθηκα ότι έπαιζα πολύ περισσότερο
Δυστυχώς, ενώ ο κορμός του είναι στιβαρός και τα πηγαίνει καλά σε υπόθεση, χαρακτήρες, και ατμόσφαιρα, υπάρχουν ένα σωρό θέματα που το βουλιάζουν στη μετριότητα.
Πρώτα πρώτα τα production values. Μέτριοι διάλογοι, μέτρια ως επί το πλείστον voice-overs (εκτός του πρωταγωνιστή που τελικά μου άρεσε), μέτρια σκηνοθεσία/μοντάζ στις κινηματογραφικές σκηνές, "πλαστικά" 3D models που αμβλύνουν τα σκληρά noir vibes της ιστορίας και του source material. Επίσης, το οptimization ήθελε μπόλικη δουλίτσα.
Ο χειρισμός είναι λίγο κάπως αλλά συνηθίζεται (έπαιζα με χειριστήριο), ωστόσο αυτά που ποτέ δεν συμπάθησα είναι τα μπόλικα QTEs που εκνευρίζουν χωρίς να προσφέρουν τίποτα το ιδιαίτερο.
Οι αποφάσεις που παίρνεις ενίοτε σου ζητούνται χωρίς να έχεις επαρκή στοιχεία κι ενίοτε δεν έχουν την παραμικρή επίδραση στα δρώμενα. Το deduction system έχει την πλάκα του αλλά συχνά δοκιμάζεις στα τυφλά ώσπου να πετύχεις το σωστό, δεν θα έλεγα ότι νιώθεις και πολύ ντετέκτιβ.
Τέλος, ο Blacksad περπατάει πολύυυυυ αργάαααα. Στο μεγαλύτερο μέρος του παιχνιδιού δεν ενοχλεί ιδιαίτερα, αλλά μόλις βρεθείς σε εξωτερικό χώρο είναι λες και πιάνει την κάμερα ο Αγγελόπουλος.
Συνολικά είναι μια αξιοπρεπής προσπάθεια, που αν της δινόταν μεγαλύτερη προσοχή (και budget) θα μπορούσε να κάνει αίσθηση στο είδος και -γιατί όχι;- να μας δώσει και κάνα-δυο sequels.
Δυστυχώς κόλλησε εκεί στο
6.5-7/10.
Μετά έπαιξα το
Dagon, ένα free οπτικοποιημένο short story του H.P. Lovecraft φτιαγμένο με περισσό μεράκι και μαστοριά. Δεν υπάρχει gameplay, απλώς απολαμβάνεις την ποιοτική αφήγηση και κάπου-κάπου κάνεις κλικ για να δεις την επόμενη οθόνη ή να ξεκλειδώσεις κάποιο trivia (tip: πατημένο το δεξί πλήκτρο κάνει zoom). Εξαιρετική προσπάθεια, παίρνει ένα μισαωράκι περίπου.
Τώρα έπιασα το
Death's Door. Μωρέ τι γλυκούλι indie είν' τούτο;! Μου θυμίζει αρκετά το Hob που επίσης αγάπησα για την απλότητα και αμεσότητα του gameplay και τον σχεδιασμό του κόσμου του. Στο DD τα puzzles και οι μάχες είναι ακόμα πιο απλά (τολμώ να πω και εύκολα, παρότι κλασικά πέθανα μερικές φορές), η εξερεύνηση ανέμελη και τα interactions μετρημένα και to-the-point. Ούτε επικά σενάρια, ούτε φανταχτερά set pieces, ούτε πολύπλοκο lore – είναι ένα μικρής κλίμακας action/adventure που ξέρει ακριβώς τους περιορισμούς του και το τι θέλει να κάνει. Θα ήταν τέλειο για το Steam Deck αλλά ποιος περιμένει μέχρι τα Χριστούγεννα(?).