REVIEWS

FINAL FANTASY VII: REBIRTH

Το πρώτο μέρος της remake έκδοσης του Final Fantasy VII, ενός από των σημαντικότερων JRPG’s όλων των εποχών (αν όχι το σημαντικότερο), στιγματίστηκε από αρκετά ζητήματα στην PC εκδοχή του. Αφενός, το παιχνίδι κυκλοφόρησε για κάποιο χρονικό διάστημα αποκλειστικά στο Epic Store και σε πολύ υψηλή τιμή, στοιχεία που μείωσαν σημαντικά τον αριθμό των υποψήφιων παικτών, αφετέρου το port της Square Enix δεν ήταν το καλύτερο δυνατό, με αρκετά προβλήματα απόδοσης (κυρίως stuttering) που συνεχίζουν να υφίστανται ακόμα και σήμερα.

Η κυκλοφορία του στο Steam, έξι μήνες αργότερα,  δεν άλλαξε δραστικά την κατάσταση, παρ’ όλο που έτσι το FFVII: Remake έγινε προσβάσιμο σε περισσότερο κόσμο. Ωστόσο η Square Enix, βλέποντας τα έσοδά της να μην είναι αρκετά ώστε να καλύψει τα υπέρογκα έξοδα που απαιτούνται σήμερα για την ανάπτυξη ενός παιχνιδιού (πόσο μάλλον ενός RPG), αποφάσισε να σταματήσει τις αποκλειστικότητες στο οικοσύστημα της Sony, όπως έκανε μέχρι πρότινος. Συνέπεια αυτού ήταν, σε πρώτη φάση, η κυκλοφορία του Final Fantasy XVI τον περασμένο Σεπτέμβριο και σε δεύτερη, εκείνη του FFVII: Rebirth, δηλαδή το δεύτερο μέρος της remake τριλογίας να εμφανιστεί στα PC μας, με όλες τις τιμές, ένα χρόνο αργότερα από την αρχική του κυκλοφορία.

Σε άλλες εποχές, όταν οι δύο εχθροί ήταν συνεργάτες…

Με την έκφραση «με όλες τις τιμές», εννοούμε ότι το FFVII: Rebirth απολαμβάνει μιας σαφώς καλύτερης μεταχείρισης από τον προκάτοχό του, σε τεχνικό επίπεδο. Ήτοι, πρόκειται για μια «κανονική» κυκλοφορία PC game, περιλαμβάνοντας τα περισσότερα χαρακτηριστικά που οφείλει να έχει κάθε σύγχρονο ΑΑΑ παιχνίδι, δηλαδή 4k αναλύσεις, ανεβασμένα fps έως τα 120, προσεγμένα textures, φωτισμοί, DLSS υποστήριξη κλπ. Βέβαια, σύμφωνα με αναφορές διαφόρων χρηστών, και αυτό το port αντιμετωπίζει κάποια θέματα με το traversal stuttering, ωστόσο αυτά εντοπίζονται σε συντριπτικά μικρότερη κλίμακα απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Η δική μας εμπειρία απεδείχθη ικανοποιητικότατη, και έχοντας τερματίσει ο ίδιος το προηγούμενο παιχνίδι σε PC, με όλα τα προβλήματά του, η ενασχόληση με το Rebirth μου φάνηκε απολαυστικά άνετη.

Στα του παιχνιδιού τώρα, το FFVII: Rebirth αναλαμβάνει τον άχαρο ρόλο του «ενδιάμεσου», όπου συνεχίζει την ιστορία ακριβώς εκεί που σταμάτησε το Remake, ταυτόχρονα όμως χωρίς να καταλήγει και κάπου. Αναμφίβολα, το παιχνίδι απευθύνεται ξεκάθαρα σε όσους έχουν ήδη παίξει το Remake, διαφορετικά θα χάσουν κάθε ίχνος οικειότητας με τον μαγικό του κόσμο και τους αξιόλογους χαρακτήρες του. Από την άλλη, αν είχατε παίξει το πρωτότυπο Final Fantasy VII και έχετε ζωηρές μνήμες από αυτό, τότε πιθανόν να καταφέρετε να μπείτε στο πνεύμα του Rebirth, παρ’ όλα αυτά, επιμένουμε ότι είναι προτιμότερο να έχετε εμπειρία και από το Remake. Και αυτό γιατί, παρ’ όλο που η αφήγηση και η ροή της είναι παρόμοια, υπάρχουν ορισμένες αλλαγές στην υπόθεση που ίσως οδηγήσουν και σε διαφοροποιήσεις στην κατάληξη της ιστορίας του Cloud και του Sephiroth, όταν με το καλό κυκλοφορήσει και το ύστατο μέρος της τριλογίας.

Μετά την έξοδο από τη Midgar, ένας τεράστιος κόσμος μας περιμένει για εξερεύνηση.

Ωστόσο, το FFVII: Rebirth ξεκινάει ακριβώς μετά τα γεγονότα του Remake και αφού οι πρωταγωνιστές μας έχουν φύγει από την στριφνή μεγαλούπολη της Midgar. Η βασικότερη διαφορά σε σχέση με το Remake, είναι ότι λόγω της φύσης της υπόθεσης, όπου πρακτικά οι ήρωες μας αναζητούν τον Sephiroth, το παιχνίδι γίνεται ανοικτού κόσμου. Κατά συνέπεια, η ομάδα θα επισκεφθεί πολλά διαφορετικά μέρη, γεγονός που θα δώσει με τη σειρά του και το ανάλογο χώρο για περαιτέρω σκιαγράφηση των χαρακτήρων του παιχνιδιού. Είναι κάτι που γίνεται εμφανές καθ’ όλη τη διάρκεια της σχεδόν 40ωρης περιπέτειας, ότι το Rebirth ξοδεύει αρκετό χρόνο στο να εμβαθύνει σημαντικά στους χαρακτήρες του, κάτι που το πρωτότυπο Final Fantasy VII αδυνατούσε να κάνει, λόγω των περιορισμών της εποχής.

Αυτό είναι κάτι που σίγουρα θα χαροποιήσει τους λάτρεις του παιχνιδιού, ωστόσο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι κάποιες φορές, η ιστορία πλατειάζει περισσότερο απ’ ότι ίσως χρειαζόταν. Σίγουρα, πολύ ενδιαφέροντα τα backstories του Red XIII και της Yuffie, ωστόσο υπάρχει και ένας απώτερος στόχος, όπου κάπου στην πορεία, μοιάζει να παραμερίζεται – ευτυχώς χωρίς να το παρακάνει. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παίζουμε ένα JRPG, κάτι που σημαίνει ότι ενίοτε θα υπάρξουν και οι «silly» στιγμές, είτε για λόγους χαλάρωσης είτε γιατί… έτσι.

Οι μάχες είναι από τα ατού του παιχνιδιού, πέρα από το φανταχτερό τους περιτύλιγμα.

Όντας παιχνίδι ανοικτού κόσμου, σε αντίθεση με το αρκετά πιο γραμμικό Remake, το Rebirth «κληρονομεί» τα περισσότερα στοιχεία των εν λόγω παιχνιδιών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Κοινώς, πέρα από το βασικό campaign, υπάρχουν κάμποσες ακόμα δευτερεύουσες δραστηριότητες, που ανταμείβουν με μπόλικα XP, εξοπλισμό κλπ. Το άσχημο είναι ότι η πλειοψηφία των δευτερευουσών αποστολών στερείται έμπνευσης και περιορίζεται σε απλά fetch quests, που μπορεί να γίνουν και αρκετά κουραστικά. Η δε ύπαρξη του πιτσιρικά Chadley, που μας προτρέπει να ασχοληθούμε με τις δεκάδες «κουκίδες» σε κάθε χάρτη που μας περιμένουν καρτερικά να δράσουμε, για διαφορετικό λόγο η καθεμία (εύρεση πρωτογενούς υλικού για crafting, μάχες με special τέρατα, summons και ούτω καθ’ εξής), προκαλούν… τρόμο και μόνο στο άκουσμά τους, αναλογιζόμενοι το χρόνο που απαιτείται για να τις «σβήσουμε» όλες. Πόσο μάλλον όταν στο μενού συμπεριλαμβάνονται και… towers που περιμένουν να τους ενεργοποιήσουμε (Ubisoft εσύ;)!

Γενικότερα, θα περιμέναμε κάποια καλύτερη υλοποίηση στο θέμα αυτό, ωστόσο υπάρχουν και μερικές εξαιρέσεις, με ορισμένα quests να έχουν γραφή και απόδοση, αντάξια της «κανονικής» ιστορίας και αναρωτιέται κανείς γιατί οι δημιουργοί δεν περιορίστηκαν μόνο σε αυτά. Μάλλον, γιατί έτσι επιβάλλουν οι άγραφοι νόμοι των open-world games, δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά.

Ready to rumble!

Ωστόσο, αν επενδύσει κάποιος στοιχειωδώς με τις δευτερεύουσες αποστολές και ασχοληθεί κυρίως με τη main campaign, θα διαπιστώσει ότι το παιχνίδι έχει καλό ρυθμό και όσο προοδεύει, γίνεται ολοένα και πιο ενδιαφέρον. Αρωγός σε αυτό, πέρα από την εξαιρετική σκηνοθεσία και τα δεκάδες εντυπωσιακά cutscenes, είναι το σύστημα μάχης του.

Για όσους δεν γνωρίζουν, το σύστημα μάχης δεν είναι turn-based, όπως στο original Final Fantasy VII, αλλά action-oriented, με τη δράση να σταματά κάθε φορά που θέλουμε να εκτελέσουμε μια εντολή (abilities, spells, items), αφού πρώτα όμως έχει γεμίσει η μπάρα ATB, η οποία φορτίζει σταδιακά όσο πατάμε το κουμπί επίθεσης στους εχθρούς ή κάνουμε dodge/block. Σε αντίθεση με το πρόσφατο Final Fantasy XVI, εδώ χειριζόμαστε ομάδα μέχρι τρία άτομα, με τον κάθε ήρωα να έχει τις δικές του μοναδικές abilities, ενώ χάρη στη νέα προσθήκη των synergies, όπου δύο ή περισσότεροι ήρωες συνδυάζουν τις δυνάμεις τους σε μια πιο ισχυρή επίθεση, η τακτική ανεβαίνει επίπεδο. Ταυτόχρονα, το παιχνίδι δεν μας παίρνει εντελώς από το χεράκι, καθώς προσφέρει τη δυνατότητα παραμετροποίησης της ομάδας μας με όποιον τρόπο επιθυμούμε, χάρη στα Materia, σε συνάρτηση με το σύστημα Folio (aka passive skills ή/και abilities).

Το Queen’s Blood είναι ικανό να σας κάνει να ξεχάσετε ποιος είναι ο Sephiroth και γιατί τον κυνηγάτε…

Με τον κατάλληλο συνδυασμό τους λοιπόν, μπορούμε να ορίσουμε όποιον χαρακτήρα θέλουμε ως healer, ως tank κοκ, αν και κάποιοι είναι εκ φύσεως καλύτεροι σε κάποιο ρόλο, όπως είναι λογικό. Θα λέγαμε ότι το FFVII: Rebirth είναι αρκετά πιο… RPG σε σχέση με τον προκάτοχό του, αλλά και το FFXVI, πράγμα απόλυτα καλοδεχούμενο, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το επίπεδο δυσκολίας, στο normal τουλάχιστον (υπάρχει easy και dynamic, όπου το τελευταίο δημιουργεί level scaling των εχθρών), είναι σχετικά αυξημένο, ιδιαίτερα στα bosses. Αυτό σημαίνει ότι τυχόν απόπειρα προσέγγισης των μαχών με ανεξέλεγκτο button mashing, χωρίς την προσεκτική διαχείριση και εκμετάλλευση των πόρων της ομάδας, ισοδυναμεί με βέβαιο game over.

Γενικότερα, οι μάχες αποτελούν το δυνατότερο στοιχείο του παιχνιδιού, όντας απολαυστικές από ένα σημείο και έπειτα, ενώ θα ήταν άδικο να μην τονίσουμε το γεγονός ότι οι δημιουργοί του παιχνιδιού, έχουν συμπεριλάβει πολλά quality-of-life χαρακτηριστικά, ώστε να γίνει η «διαμονή» μας στο παιχνίδι όσο πιο ευχάριστη γίνεται. Από τα κάμποσα fast travel points και τη δυνατότητα χρήσης Chocobos ως ride, στην ύπαρξη δεκάδων mini-games, μερικών αρκετά ευφάνταστων και διασκεδαστικών (ως και «κλώνος» του Rocket League υπάρχει!), με το Queen’s Blood φυσικά να ξεχωρίζει, όντας το… Gwent του Rebirth. Ειδικά αυτό, μπορεί να μας κάνει να ξεχαστούμε για ώρες, αλλά και να ξοδέψουμε σημαντικά in-game ποσά σε booster packs, ώστε να γίνουμε οι καλύτεροι της πιάτσας.

Welcome to paradise!

Η δε ύπαρξη ενός relationship tracker μεταξύ του Cloud και των συντρόφων του, με το ανάλογο romance (με Tifa και Aerith, προφανώς), είναι μια έξτρα πινελιά, που δίνει μια χούφτα «ελευθερίας» στις αποφάσεις του παίκτη, ωστόσο το ουσιαστικό αντίκτυπο στην ιστορία είναι ανύπαρκτο, πέρα από μερικά επιπλέον cutscenes (π.χ. στο Gold Saucer). Προφανώς, η πρωτότυπη ιστορία δεν αφήνει περιθώρια για πολλές αλλαγές, αλλά εκτιμούμε ότι από τη στιγμή που η Square Enix αποφάσισε να τη σπάσει σε τρία κομμάτια, ώστε να συμπεριλάβει παραπάνω υλικό, θα μπορούσε να τολμήσει περισσότερο. Αν και δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι οι φανατικοί οπαδοί του παιχνιδιού θα το άφηναν να περάσει έτσι εύκολα, εδώ ήδη για κάποιες μικρές αλλαγές (π.χ. ο ρόλος του Zack), γίνονται πολλά παράπονα πόσο μάλλον αν π.χ. κατόπιν της κακής συμπεριφοράς μας, έφευγε κάποιος ήρωας από την ομάδα μας.

Στα του τεχνικού τομέα, κάναμε κάποια αναφορά στην αρχή του review, ωστόσο οφείλουμε να τονίσουμε ότι το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό από κάθε άποψη. Είτε κατά τη διάρκεια των cutscenes είτε εν δράσει, το FFVII: Rebirth αφήνει εξαιρετικές εντυπώσεις στον παίκτη, με την άρτια υλοποίηση του κόσμου του και των χαρακτήρων, τους εντυπωσιακούς χρωματισμούς και την προσοχή στην λεπτομέρεια. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η μουσική επένδυση, η οποία είναι, χωρίς δισταγμό, αριστουργηματική (δοκιμάστε να παίξετε με ακουστικά), ενώ τα voice-over είναι άψογα, ακόμα και αν επιλέξετε να παίξετε στο αγγλικό. Πραγματικά, δεν έχουμε κανένα παράπονο και θα λέγαμε ότι το FFVII: Rebirth βρίσκεται άνετα μέσα στα δέκα ομορφότερα παιχνίδια που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στις οθόνες μας.

Κάτι δεν έχει πάει καθόλου καλά εδώ.

Συνοψίζοντας, όσο αυτό είναι εφικτό φυσικά, καθώς το περιεχόμενο του FFVII: Rebirth είναι τόσο ογκώδες που θα χρειαζόμασταν πολλές «ψηφιακές» σελίδες για να το περιγράψουμε όλο (τριψήφιος αριθμός ωρών για να εξερευνηθούν τα πάντα), πρόκειται για ένα παιχνίδι που σίγουρα θα απολαύσουν οι λάτρεις των JRPG και όχι μόνο. Το ότι προϋποθέτει γνώση των γεγονότων του Remake και αφηγείται μια ιστορία χωρίς ουσιαστικά να την ολοκληρώνει, μειώνει κάπως την τελική του αξία, ενώ σίγουρα θα θέλαμε να δούμε κάποια πράγματα να βελτιώνονται στο κλείσιμο της τριλογίας, όπως στην υλοποίηση των side quests και της υπέρ-προσφοράς δραστηριοτήτων τύπου map-cleaning. Ωστόσο, πρόκειται για ένα άκρως ποιοτικό τίτλο, ανώτερο του Remake, που αξίζει το κάθε ευρώ που θα δαπανήσετε γι’ αυτό.

Ευχαριστούμε θερμά τη CD Media για την παροχή του review code.

Go to discussion...

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 90%

90%

Enchanting

Εντυπωσιακό, καλοφτιαγμένο, πλούσιο σε περιεχόμενο, το Rebirth αξιοποιεί άρτια το μύθο του κλασικού Final Fantasy VII.

Γιώργος Δεμπεγιώτης

Συντάκτης-λάτρης των action, shooter, adventure, RPG’s και ενίοτε racing παιχνιδιών, προτιμά κυρίως το single-player gaming. Που και που ξεσπάει σε κανά multi, αλλά δεν το παρακάνει κιόλας.

Related Articles

Check Also
Close
Back to top button
elEL