SILENCE OF THE SLEEP
Το Silence Of The Sleep είναι ιδιάζουσα περίπτωση. Ανεξάρτητος τίτλος ψυχολογικού τρόμου, δημιουργημένος από έναν και μόνο άνθρωπο, τον Jesse Makkonen, αισθητικά θυμίζει ιδιαίτερα τις μοναδικές δημιουργίες του μετρ του είδους, Remigiusz Michalski. O αρχικός ενθουσιασμός της ενασχόλησης μαζί του όμως, γρήγορα δίνει τόπο σε απογοήτευση, καθώς μια πληθώρα σχεδιαστικών προβλημάτων, μειώνουν την τελική εμπειρία. Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το παιχνίδι ξεκινά εξαιρετικά, με την σιλουέτα του πρωταγωνιστή μας να στέκεται στην άκρη του γκρεμού, σε πλήρες αδιέξοδο. Το τελικό μας άλμα προς την άβυσσο, είναι η πρώτη και πιο αξιομνημόνευτη ενέργειά μας στην περιπέτεια. Παρά τις υπερ-εμφανείς αναφορές στα αριστουργήματα The Cat Lady και Downfall (ο πρωταγωνιστής μας ανακτά τις αισθήσεις του σε ένα παράξενο μοτέλ, όπου τίποτε δεν είναι αυτό που φαίνεται), το Silence of the Sleep λίγα πράγματα μοιράζεται τελικά με το DNA των ινδαλμάτων του. Από την στιγμή που συνερχόμαστε λοιπόν στο μυστηριώδες Moonlight Motel, απολαμβάνουμε το γουίσκι που μας κερνά ο αινιγματικός μπάρμαν, παίρνουμε και το φακό που μας δίνει και ξεκινάμε σιγά σιγά να ανακαλύψουμε τι μας έχει συμβεί, πού βρισκόμαστε πραγματικά, τι είναι αληθινό γύρω μας και τι όχι.
Το παιχνίδι είναι 2D side-scroller και η καλλιτεχνική διεύθυνση είναι πραγματικά υπέροχη. Τα ζωγραφισμένα στο χέρι περιβάλλοντα και οι μεταβολές που αυτά υφίστανται στην πορεία του παιχνιδιού, είναι εξαιρετικά σχεδιασμένα και αποπνέουν ζόφο, απόγνωση και πλήρες τέλμα. Ο χειρισμός γίνεται ουσιαστικά με το πληκτρολόγιο, με το ποντίκι να ελέγχει μονάχα την δεσμίδα φωτός του φακού μας, το stealth mini-game (οι Θεοί να μας φυλάνε) και τις λειτουργίες του inventory. Πρόκειται για ένα αρκετά ατσούμπαλο σύστημα, το οποίο εάν υποστήριζε ένα αμιγώς adventure παιχνίδι, θα ήταν ανεκτό. Δυστυχώς το Silence of Sleep περιλαμβάνει μια πληθώρα stealth/survival σκηνών, οι οποίες αν και αρχικά είναι ιδιαίτερα τρομακτικές και ατμοσφαιρικές, πολύ σύντομα μετατρέπονται σε άχαρες ασκήσεις νεύρων. Για να το κάνουμε πιο φρικτά λιανά, ενώ το παιχνίδι ξεκινά ως ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό και μυστηριώδες θρίλερ, με κάποιους έξυπνους μηχανικούς γρίφους που στηρίζονται στην παρατήρηση του περιβάλλοντος κυρίως, πολύ σύντομα αυτοπυροβολείται, παρουσιάζοντάς μας εντελώς παράλογους γρίφους, οι οποίοι συνοδεύονται από μηδενική επεξήγηση και τον διαρκή κίνδυνο θανάτων οι οποίοι μας στέλνουν αρκετά πίσω, καθώς save μπορούμε να κάνουμε μονάχα σε προκαθορισμένα από το παιχνίδι σημεία.
Έτσι λοιπόν, το Silence of the Sleep παγιδεύεται μέσα σε ένα οξύμωρο. Από τη μια υπάρχει η ενδιαφέρουσα παρουσίαση της ιστορίας και ο εξαιρετικός εικαστικός τομέας που ναι μεν πλήττεται από την παντελή έλλειψη voice-overs , αλλά καταφέρνει να παραμένει ο συνεκτικός κρίκος του παιχνιδιού και ταυτόχρονα, το μόνο θέλγητρό του που τελικά διεκδικεί το ενδιαφέρον μας. Ο σχεδιασμός των γρίφων, η καρδιά και η ψυχή δηλαδή κάθε παιχνιδιού περιπέτειας που σέβεται τον εαυτό του, είναι πραγματικά…ό,τι να ‘ναι. Κάποιοι από αυτούς είναι λογικοί, έξυπνοι, δύσκολοι και αφήνουν ένα βαθύ αίσθημα ικανοποίησης κατά την επιτυχημένη επίλυσή τους. Η συντριπτική πλειοψηφία τους όμως, μας βρίσκει να περιφερόμαστε άσκοπα σε ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά, κατά τ’ άλλα, περιβάλλοντα, πατώντας απεγνωσμένα το πλήκτρο της αλληλεπίδρασης όπου εμφανίζεται το χαρακτηριστικό θαυμαστικό πάνω από το κεφάλι του ήρωα και ελπίζοντας να συλλέξουμε αρκετά διαφορετικά στοιχεία ώστε να αποκτήσουμε κάποιου είδους ομιχλώδη ιδέα περί του τι πρέπει να κάνουμε προκειμένου να προχωρήσουμε στην περιπέτεια.
Εάν τουλάχιστον μπορούσαμε να ασχοληθούμε ανενόχλητοι με την συλλογή των κρυπτικών αυτών ιχνών, ίσως το παιχνίδι χωνευόταν κάπως καλύτερα, ειδικά από τους παλαιότερους, που δεν αγχώνονται ιδιαίτερα για εύκολους ή έστω λογικούς γρίφους σε ένα adventure παιχνίδι. Δυστυχώς, στις περισσότερες τέτοιες σεκάνς μανιακής και άσκοπης εξερεύνησης, μας κατατρέχει ένα από τα τρία τέρατα/εκτρώματα του παιχνιδιού και πρέπει διαρκώς να φροντίζουμε να του ξεφεύγουμε. Τις δέκα πρώτες φορές που θα πεθάνουμε στα χέρια του, ανατριχιάζουμε, χτυπιόμαστε, ανασκουμπωνόμαστε. Όταν όμως καταλήξουμε να μην έχουμε ιδέα για το τι πρέπει να κάνουμε και πασχίζουμε να μετακινηθούμε σε ένα από τα ελάχιστα και αραιά τοποθετημένα ασφαλή σημεία, ενώ ταυτόχρονα το τελευταίο μας save είναι μισή ώρα πίσω και φυσικά χάνουμε ξανά και ξανά, κάπου η διασκέδαση πάει περίπατο και ξεκινά ο λυσσασμένος εκνευρισμός.
Ενδεχομένως, το γεγονός πως το Silence σχεδιάστηκε από ένα και μόνο άτομο, να ευθύνεται για τις φτωχές επιλογές αναφορικά με την δράση και τους γρίφους του. Θα ήταν πολύ ευκολότερο να το προτείνω στους φίλους του ψυχολογικού τρόμου εάν ήταν απλώς ένα στιλιζαρισμένο και δύσκολο παιχνίδι περιπέτειας. Εδώ όμως, ο παίκτης θα πρέπει να παλέψει με τον χειρισμό, ο οποίος είναι απελπιστικά αργός όταν πασχίζουμε να τρυπώσουμε σε ένα δωματιάκι προκειμένου να γλιτώσουμε τελευταία στιγμή το τομάρι μας. Ακόμη λοιπόν και να μάθουμε κουτσά-στραβά πώς να αποφεύγουμε τα τέρατα, είναι πολύ πιθανό να χρειαστούμε αρκετό χρόνο σε κάθε επίπεδο του παιχνιδιού προκειμένου να αντιληφθούμε τι ακριβώς πρέπει να πράξουμε. Προσθέστε εδώ και αρκετό backtracking στο οποίο εξαναγκαζόμαστε για την επίλυση των περισσότερων γρίφων και ναι μεν έχετε ένα τίτλο με μέση διάρκεια τις οκτώ ώρες, αλλά αυτές είναι καθαρά βεβιασμένο προϊόν των μηχανισμών του. Για τους άπειρους φθηνούς θανάτους τους οποίους θα υποστούμε στο ενδιάμεσο, ούτε λόγος.
Η καλλιτεχνική διεύθυνση, το ατμοσφαιρικότατο soundtrack και η αφηγηματική δομή του Silence of the Sleep είναι ποιοτικότατα και γίνονται ακόμη πιο εντυπωσιακά εάν αναλογιστούμε πως αποτελούν προϊόν διάνοιας ενός και μόνο ανθρώπου. Το «ψωμί» του gameplay όμως, είναι αν όχι μουχλιασμένο, τουλάχιστον μπαγιάτικο. Ένας τίτλος που σαμποτάρει τον εαυτό του από τα αποδυτήρια, έχει αρκετά θετικά ώστε να αξίζει να μπει στην συλλογή ενός λάτρη των παιχνιδιών του είδους, αλλά δεν βρει ποτέ ευρεία απήχηση, εξαιτίας του απίστευτου εκνευρισμού που θα προκαλέσει ακριβώς στο κοινό εκείνο στο οποίο πρωταρχικά στοχεύει. Ο Makkonen πάντως, κέρδισε με το σπαθί του την προσοχή μας. Το αν θα την συγκρατήσει και θα καταφέρει να περάσει στο επόμενο επίπεδο, είναι το μεγάλο του στοίχημα.
Pros
- Ατμοσφαιρικό και ζοφερό, με εξαιρετικό εικαστικό τομέα
- Πολύ προσεγμένο και ατμοσφαιρικό soundtrack
- Ορισμένοι ιδιαίτερα καλοδουλεμένοι και δύσκολοι γρίφοι…
Cons
- …που όμως απέχουν απελπιστικά πολύ ο ένας από τον άλλο και χάνονται σε trial and error μαραθώνιους εκνευρισμού
- Στριφνά stealth sections που οδηγούν σε μεγάλο εκνευρισμό του παίκτη με τους διαρκείς και άδικους θανάτους που επιφέρουν
- Καμία απολύτως καθοδήγηση σε μεγάλα κομμάτια του παιχνιδιού, που σε συνδυασμό με τους προαναφερθέντες θανάτους και τα αραιά save points θα ωθήσουν, αρκετούς παίκτες να το εγκαταλείψουν.
Damn you Borracho, pocking on my nightmares!!