Θα πω αστείο.
Σε ένα μπαρ ζούσε ένας κηπουρός και τα 5 του παιδιά.
Ανάμεσα στους πελάτες βρισκόταν το χρήμα που έμπαινε στο σπίτι τους. Η μητέρα των κοριτσιών και σύζυγος του κηπουρού ήταν πρώτης κλάσης πόρνη και τα χρήματα ήταν αρκετά για να συντηρήσει την οικογένεια.
Στο μπαρ βρισκόταν η πελατεία και το καλό το χρήμα. Λορδοι, Ηθοποιοί, Ζωγράφοι, Ιεροκήρυκες και Τραγουδοποιοί, μια κλίκα με φουσκωμένα πορτοφόλια και βρώμικα μυαλά.
Η γυναίκα του κηπουρού έκανε την δουλειά της σε ένα ξεχασμένο δωμάτιο, στο 2ο όροφο... Η γυναίκα του κηπουρού έδινε την απαραίτητη ηδονή στους πελάτες της και μετά τους έκοβε το λαρύγγι με ένα σκουριασμένο στιλέτο, δώρο της μάνας της.
Μια μέρα λοιπόν της κέντρισε το ενδιαφέρον ένας μαυροφορεμένος άντρας, του πρότεινε να πάνε στο δωμάτιο της. Εκείνος έγνεψε καταφατικά και της έδωκε ένα κόκκινο πουγκί "Ή πληρωμή σου", της είπε και την ακολούθησε.
Το επόμενο πρωί ο κηπουρός βλέπει τον μαυροφορεμένο άντρα να βγαίνει από το μπαρ, την ώρα που ήταν να το ανοίξει. "Ποτέ μην σκέφτεσαι τις γυναίκες που γνώρισες, αλλά αυτές που πρόκειται να γνωρίσεις" είπε ο μαυροφορεμένος άντρας στον κηπουρό. 10 βήματα μετά και ο ήχος της παλαιάς κάννης ηχεί στα αυτιά του μαυροφορεμένου άντρα. Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο του και προχωρά, κρατώντας το ματωμένο του πουγκί.