Ηταν σαββατο βραδυ, γυριζα σπιτι με τα ποδια και σε καποια στιγμη σταματησε ενα φορτηγακι διπλα μου. Ο οδηγος ηταν ενας 50αρης με καραφλα και κοιλια που ακουμπουσε στο τιμονι. φορουσε ενα βρωμικο πουκαμισμο που εζεχνε ξινισμενο ιδρωτα. Μου εκανε εντυπωση η γενειαδα του, ενω ηταν ρυπαρη γυαλιζε. ειχε πιασει λαδι απο την απλησια.
Μου χαμογελασε και ειδα οτι του ελειπαν μερικα δοντια. οσα ηταν στην θεση τους ηταν υπο στενη πολιορκια απο την τερηδονα.
Κατι μου ειπε ομως δεν εδωσα σημασια. Το βλεμα μου ειχε καρφωθει στην παγωμενη απο την λιγδα και γεματη ψαλιδα χαιτα του. χαραζε το λιγδιασμενο μαυρο φρεναρισμα που υπηρχε στον γιακα του. Το βρωμικο σμιλευμα στον γιακα, δημιουργουσε σχεδιαστικα μοτιβα.
Μια διπλοπενια και μια εκνευριστικη φωνη που τραγουδουσε αλλαξε ο κολιες, με επανεφεραν στην πραγματικοτητα. Ο τυπος ειχε χαθει και ηθελε οδηγιες προς ναυτιλομενους. Ψαχνω το σπιτι ενος φιλου μου, του τακη, τονε ξερεις;
οχι του απαντω, σε ποια οδο μενει; μου λεει οτι δεν την θυμαται, απλα ηξερε πως ειναι σε αυτη την περιοχη. αν εβλεπε το σπιτι θα το θυμοταν.
Του ειπα πως δεν τον ξερω τον τυπο και ο χοντρος με την ξινιλα προσφερθηκε να με παρει μαζι του, μεχρι το τελος του δρομου.
Μπηκα στο σκουριασμενο φορτηγακι και παρατηρησα οτι τα τζαμια ηταν φιμε. Το καθισμα του συνοδηγου ηταν βρωμικο σαν λεκανη σε κεντρο δυσεντεριας.
Μετα απο 500 μετρα διαδρομης και μια ωρα φτασαμε στο σπιτι μου. Δεν μου εκανε τιποτα ο ανθρωπος, απλα οδηγουσε πολυ αργα.
Βγαινοντας μου εδωσε ενα cd, ειναι του ανηψιου μου, το ξεχασε μεσα στο αμαξι. Παρτο γιατι δεν ακουω τετοια μουσικη.
Εντελως ασυναισθητα απλωσα το χερι μου για να το παρω. ενα απο τα μαυρισμενα του νυχια μου γρατζουνισε το χερι. αμεσως με επιασε μια φαγουρα στο χερι. Ετρεξα στο σπιτι και απο ενστικτο ετριψα τα χερια μου με οινοπνευμα. Η φαγουρα σταματησε ομως η κοκκινιλα δεν εφευγε.
Ηθελα να αραξω ομως δεν μπορουσα να καθησω. Με επιασε μια υπερενταση η οποια μου απαγορευε να κανω κατι τετοιο. Προσπαθησα να φερω καμια βολτα μεσα στο σπιτι, ομως πονουσα. το ξεχαρβαλωμενο καθισμα εκανε τους καθιστικους μου μυς να πονανε. καθε μου βημα τους υποχρεωνε να τεντωνουν επωδυνα.
οπως στεκομουν μεσα στο δωματιο, ενοιωσα κατι στην τσεπη του μπουφαν μου. Ηταν το cd του ευγενικου τυπου.
Το εβαλα να παιξει ομως η συσκευη αδυνατουσε να αναγνωρισει το δισκακι. Το εβγαλα εξω και με ενα ξυραφι εβγαλα την μουργα που ειχε κολησει επανω του. Δοκιμασα ξανα και αυτη την φορα ξεκινησε κανονικα. αν θυμαμαι καλα, το κομματι λεγοταν ο Αχιλλεας απο το καιρο.
Σκεφτομαι δυνατα, τι μαμακιες ειναι αυτες; πεταω το δισκακι στα σκουπιδια και βαζω ραδιοφωνο. Ηταν αργα και ολοι οι σταθμοι επαιζαν δημοτικα τραγουδια. Αρχιζα να κουραζομαι απο την ορθοστασια, ομως δεν ηθελα να καθησω.
οπως εψαχνα τους σταθμους, σταματησα αποτομα. Ενας ανελεητος ηχος ηρθε και κουμπωσε στα αυτια μου.
[video width=425 height=344 type=youtube]rFODXWPCXdA[/video]
μετα απο μερικες νοτες δεν ειχα καμια διαθεση να καθισω. οι επομενες μερες που ηταν επισης επωδυνες, περασαν ακουγοντας αυτο το κομματι. ευτηχως ειχα φροντισει να το γραψω.
μετα μου εγινε συνηθεια και το εψαξα περισσοτερο, απο τοτε και οποτε θελω να καθισω, βαζω και ακουω τετοια μουσικη.