ASSASSIN’S CREED CHRONICLES: CHINA
Η σειρά Assassin’s Creed, από φιλόδοξο πείραμα, έχει πλέον μετατραπεί σε ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα franchises του χώρου μας, με τις εμβληματικές κουκούλες των πρωταγωνιστών της καθώς και τα διακριτικά του Τάγματος των Ασσασίνων να αποτελούν ιερά τοτέμ (και φυσικά μέγιστα in-jokes) της gaming κουλτούρας.
Με την σειρά πλέον να αριθμεί δυο ή και περισσότερες κυκλοφορίες τίτλων μέσα στο χρόνο, αρκετοί έχουν σπεύσει να ρίξουν την Ubisoft στην πυρά και να την κατηγορήσουν πως εκμεταλλεύεται τις εμπορικές δυνατότητες του franchise, δίχως να δίνει την απαραίτητη φροντίδα στα παιχνίδια της σειράς. Το λαμπρό φιάσκο με την κυκλοφορία του αμφιλεγόμενου Unity σε ουσιαστικά beta κατάσταση, δικαιώσε σε μεγάλο βαθμό τους αρνητές και ανάγκασε την Ubisoft να αναθεωρήσει άρδην τα σχέδια της για το Season Pass του παιχνιδιού. Το μερακλίδικο Dead Kings DLC διατέθηκε δωρεάν ως απολογία στους θιασώτες της σειράς, ενώ η κυκλοφορία του 2.5D side-scrolling spin-off, Assassin’s Creed Chronicles: China, εξαφανίστηκε προς στιγμήν από τον gaming χάρτη, μέχρι πριν από ένα μήνα περίπου, οπότε και ορίστηκε η 21η Απριλίου ως ημερομηνία κυκλοφορίας του.
Η θεματική σύλληψη του παιχνιδιού είναι ενδιαφέρουσα, καθώς αποτελεί ουσιαστικά τον πρώτο τίτλο μιας “μικρής” τριλογίας downloadable τίτλων, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, τους οποίους ενώνει φυσικά η κοινή ιδιότητά τους ως Ασσασσίνων. Στο China, ελέγχουμε την Shao Jun, μια πρώην παλλακίδα και νύν Τελευταία Δολοφόνο της Κινέζικης Αυτοκρατορίας, σε μια 2.5D stealth platform περιπέτεια, η οποία δανείζεται σε βαθμό παρεξήγησης το gameplay του εκπληκτικού Mark of the Ninja της Klei Entertainment.
Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η μεγαλύτερη αδυναμία του τίτλου. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για ένα κακό ή έστω μέτριο παιχνίδι. Μέσα στις πέντε με έξι ώρες που διαρκεί η campaign του (περισσότερες εάν επιθυμούμε να ασχοληθούμε με το New Game Plus Mode και την πληθώρα των unlocks και collectibles), θα κληθούμε να διασχίσουμε ορισμένα πραγματικά όμορφα σχεδιασμένα επίπεδα (χρησιμοποιείται μια ημι cel-shaded εμφάνιση για την απόδοση των backgrounds, που θυμίζει ελαφρώς πειραγμένη Κινέζικη υδατογραφία εποχής) και να στελθοασσασσινέψουμε ή και να αποφύγουμε εντελώς μια πληθώρα φρουρών. Αν και παρουσιάζεται μεγάλη ποικιλία ως προς τον τύπο και τις δυνατότητες των εχθρών μας -τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών για έναν “μικρό” τίτλο- στην ουσία το χαμηλό επίπεδο της AI τους, μας ωθεί στο να τους εξουδετερώνουμε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, άσχετα από τις ιδιαίτερες δυνατότητές τους, αφαιρώντας έτσι αρκετά από το επίπεδο της πρόκλησης του παιχνιδιού.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως εάν επιθυμούμε, μπορούμε να παίξουμε το China ως καθαρό arcade platform παιχνίδι (με ελάχιστα σημεία όπου πραγματικά απαιτείται η stealth προσέγγιση) με την χορογραφία των μαχών να αποδεικνύεται ιδιαίτερα πλούσια και απαιτητική, θυμίζοντας ένα υπερ-εξελιγμένο μοντέλο των μονομαχιών του θρυλικού Prince of Persia. Είναι εντυπωσιακό το πώς η Climax Studios, δημιουργός εταιρεία του τίτλου, κατόρθωσε να ενσωματώσει τόσα στοιχεία από τις μάχες των “κανονικών” Assassin’s Creed, στην μηχανή του Chronicles. Έχει ενσωματωθεί μάλιστα και ένα ενδιαφέρον σύστημα βαθμολόγησής, το οποίο μας αξιολογεί τακτικά, κάθε φορά που ολοκληρώνουμε ένα checkpoint του παιχνιδιού, δίνοντάς μας πόντους στις Shadow, Brawler και Assassin κατηγορίες, με την Shadow φυσικά να αποτελεί την μόνη που μπορεί να μας ανταμείψει με την μέγιστη δυνατή βαθμολογία σε ένα επίπεδο. Σχεδιαστικά, το China πετυχαίνει, καθώς μπορεί μεν να μας δίνει πολύ λίγα και περιορισμένα εργαλεία (σφύριγμα, κροτίδες, βέλος θορύβου και ρίψη στιλέττου) αλλά είναι περισσότερο από επαρκή για τον αποπροσανατολισμό των εχθρών μας.
Το μόνο πρόβλημα, είναι πως κάθε οπαδός των stealth παιχνιδιών που σέβεται τον εαυτό του, έχει ήδη παίξει το Mark of the Ninja, το οποίο όχι μόνο προσέφερε πολύ περισσότερους τρόπους αντιμετώπισης των εχθρών και επίτευξης των στόχων μας, αλλά διέθετε και απαράμιλλο οπτικό τομέα. Μπορεί το China να έχει όμορφα σχεδιασμένα backgrounds, αλλά τα μοντέλα των χαρακτήρων έχουν ξεπηδήσει όλα από παιχνίδι τετραετίας του Wii και όταν η Ubisoft μας έχει ήδη δείξει τί ζωντανούς πίνακες μπορεί να δημιουργήσει το UbiArt Framework, μένουμε με την απορία γιατί μια τέτοια λαμπρή ευκαιρία για έναν οπτικά εκθαμβωτικό τίτλο, έμεινε ανεκμετάλλευτη. Το γεγονός πως οι πρώτες αποστολές του παιχνιδιού είναι ιδιαίτερα εύκολες και μάλλον επαναλαμβανόμενες ως προς τις ενέργειες που απαιτούνται εκ μέρους μας, σε συνδυασμό με το πιο-λεπτό-και-από-φτηνό-ριζόχαρτο σενάριο του παιχνιδιού, δημιουργούν δυστυχώς μια αρκετά αρνητική πρώτη εντύπωση, ειδικά σε βετεράνους του Mark Of The Ninja, με το οποίο το China έχει παρεξηγήσιμες ομοιότητες. Σε περίπτωση που κάποιος δεν έχει ασχοληθεί με το διαμάντι της Klei, ενδέχεται να εντυπωσιαστεί σφόδρα, αλλά μιλάμε ουσιαστικά για μια ξεκάθαρη περίπτωση όπου ο μαθητής ναι μεν στέκεται αξιοπρεπώς, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνά τον δάσκαλο.
Φωτεινές εξαιρέσεις αποτελούν τα απολαυστικά επίπεδα-αποδράσεις, όπου η ύπουλη και σιωπηλή προσέγγιση δίνει τόπο σε έναν ξέφρενο αγώνα δρόμου εν τω μέσω φρικτής αναμπουμπούλας και κοσμοχαλασιάς. Καλούμαστε ουσιαστικά να πλοηγήσουμε το κάθε επίπεδο το δυνατόν ταχύτερο, ιδανικά ακολουθώντας μια υπνωτιστική και ικανοποιητικότατη χορογραφία, όπου ολοκληρώνουμε το επίπεδο “μονοκοντυλιά”, δίχως να αφήσουμε καθόλου το χειριστήριο από τα χέρια μας. Σε συνδυασμό με τις δυο εξαιρετικές τελευταίες αποστολές του παιχνιδιού, των οποίων η περιπλοκότητα επιτρέπει σε όλους τους μηχανισμούς του China να λάμψουν, ουσιαστικά σώζουν την παρτίδα και επιτρέπουν στο παιχνίδι να σταθεί ως μια αξιόλογη stealth platform πρόταση.
Η χρήση πολλαπλών επιπέδων βάθους και η δυνατότητα μετάβασής μας από το ένα στο άλλο, υλοποιούνται εξαιρετικά και προσδίδουν τόσο αληθοφάνεια όσο και αίσθηση προοπτικής στον κόσμο του παιχνιδιού. Η σύγκριση με τον ογκόλιθο Mark of the Ninja, δημιουργημένο μάλιστα με ελάχιστα μέσα, είναι φυσικά αναπόφευκτη και εκεί πραγματικά το Chronicles δείχνει πως χρειάζεται αρκετή δουλειά ακόμη, προκειμένου να μπορέσει να χαρακτηριστεί αληθινά σαγηνευτικό. Ως έχει, είναι μια πλήρης και αξιοπρεπής δουλειά, ικανή να προσφέρει μερικά απογεύματα διασκέδασης, χωρίς όμως εκείνο τον “παράγοντα Χ” που θα το καθιστούσε πραγματικά αναπόσπαστο μέρος της μυθολογίας των Ασσασσίνων.
Ευχαριστούμε θερμά την CD Media για την διάθεση του review κώδικα του παιχνιδιού.
Pros
- Όμορφα σχεδιασμένα backgrounds
- Πληθώρα collectibles και unlocks που σχεδόν επιβάλλουν ένα δεύτερο playthrough
- Τίμιο και λειτουργικό stealth κομμάτι και μάχες που θυμίζουν Prince of Persia σχεδόν σε συγκινητικό βαθμό
- Οι πολύ διασκεδαστικές speed run αποστολές
Cons
- Παντελώς αδιάφορο και προχειρογραμμένο σενάριο
- Μοντέλα χαρακτήρων επιπέδου Wii και κάτω
- Θυμίζει μέχρι παρεξηγήσεως το Mark Of The Ninja
- Περιορισμένος αριθμός εργαλείων και gadgets στην διάθεσή μας
Το γεγονός ότι θυμίζει το υπέρτατο Mark of Ninja, με ψήνει να το τσεκάρω οπωσδήποτε κάποια στιγμή.
Ζώρζ αυτό είναι το μεγάλο του πρόβλημα : θυμίζει, αλλά δεν ξεπερνά. Δηλαδή διαρκώς ψάχνεις τις επιπλέον επιλογές που σου έδινε ο Νίντζας. Όχι πως δεν είναι δυνατό και τα speedrun levels είναι απολαυστικά, ΑΛΛΑ.
Το Mark of the Ninja δε μου άρεσε καθόλου… στο μισάωρο το είχα παρατήσει. Με τούτο δα όμως κόλλησα και μάλλον θα τσιμπήσω και τα υπόλοιπα της σειράς όταν με το καλό κυκλοφορήσουν 😉
Αρρωστάκι Βόλραθ…είναι σαν να μου λες πως εκστασιάζεσαι με Hammerfall και Dragonforce ενώ θεωρείς τους Rainbow και τον Dio φτωχούς αντιγραφείς τους. To χωροχρονικό παράδοξο μου ανατινάζει τον εγκέφαλο 🙂
Μην τον τσιγκλάς είναι έτοιμος να το πει. Εδώ θεωρεί τον πιο πρόσφατο δίσκο των Manowar insta-classic.
Ωωωωωχ…τέτοιες ντροπές έχουμε; Και πιστεύει ακράδαντα πως οι Led Zeppelin έχουν κλέψει τα ΠΑΝΤΑ από Lost Horizon και Domine; Νίκο, πρέπει να μιλήσουμε!
Αφήνω στην άκρη όλες τις ανυπόστατες κατηγορίες και θα παραδεχτώ πως ναι, το τελευταίο Manowar είναι δίσκαρος! Hail & Kill γατάκια :p