DISHONORED 2
Το έχω πει και το ξαναλέω. Το Dishonored αποτελεί το κορυφαίο νέο gaming IP της δεκαετίας που διανύουμε, μηδενός εξαιρουμένου. Το πρώτο παιχνίδι της σειράς εμφανίστηκε το 2012 και συνδυάζοντας στοιχεία από τα παλιά Τhief και Deus Ex, έφερε τα καθαρά action stealth παιχνίδια στη νέα εποχή και τον κεντρικό χαρακτήρα Corvo Attano στο gaming mainstream. Λίγους μήνες αργότερα, το κυρίως παιχνίδι πλαισιώθηκε από δύο DLC (The Brigmore Witches και The Knife of Dunwall) για σεμινάριο. Έτσι λοιπόν η συνέχεια του αποτελούσε μια από τις πιο πολυαναμενόμενες κυκλοφορίες της χρονιάς και όχι μόνο. Για να δούμε αν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.
Το πρώτο μέρος της σειράς τα είχε σχεδόν όλα. Εμπνευσμένο σχεδιασμό επιπέδων, κορυφαίο σε ροή gameplay, καλοδουλεμένη υπόθεση και μια εκπληκτική καλλιτεχνική διεύθυνση, με εξπρεσιονιστικές πινελιές και μορφές που παρέπεμπαν στον El Greco, η οποία υπερκάλυπτε τα, κατά τα άλλα, τεχνικώς μέτρια γραφικά. To δε σεναριακό εύρημα των Knife of Dunwall και Brigmore Witches DLC, δηλαδή της παράλληλης ιστορίας του εκτελεστή Daud και ο τρόπος που αυτή τελικά τέμνεται με την κεντρική ιστορία του Corvo, δίδαξε στην υπόλοιπη βιομηχανία ΑΑΑ παιχνιδιών το πως μπορείς να δημιουργήσεις έξτρα ξεχωριστό περιεχόμενο που μόνο να προσθέσει έχει στο κεντρικό πακέτο. Με αυτά τα δεδομένα μου είχε δημιουργηθεί η εξής απορία για το δεύτερο μέρος της σειράς: πώς θα αντιμετωπίσουν άραγε οι σχεδιαστές την παρακαταθήκη που άφησε το αυθεντικό παιχνίδι; Θα επιχειρήσουν να αναπαράγουν κάτι αντίστοιχο, διακινδυνεύοντας αναμασήματα ή θα τολμήσουν κάτι νέο ρισκάροντας την καταστροφή της νικητήριας συνταγής;
Από τις δύο επιλογές, ενσωμάτωσαν και τις δυο! Αμέσως μετά την εισαγωγή της ιστορίας, ο παίκτης καλείται να επιλέξει ποιον χαρακτήρα θα ελέγξει, μεταξύ του Corvo και της κόρης του Αυτοκράτειρας Emily. Όπως υποψιάζεστε, ο Corvo αντιπροσωπεύει τη συνοχή μεταξύ των δύο παιχνιδιών, αφού το gameplay του είναι ακριβώς όπως το θυμόμαστε: ο κλασικός Ninja, μάστορας στο να κινείται στις σκιές αλλά και αριστοτέχνης της λεπίδας. H προσθήκη της Emily (ουσιαστικά μια Γητεύτρια, εξπέρ της σύγχυσης και παραπλάνησης) ως playable χαρακτήρα από την άλλη επέτρεψε στους σχεδιαστές να πειραματιστούν εκτοξεύοντας το replayability του τίτλου. Και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος, αφού η κίνηση αυτή εξασφαλίζει ότι τόσο το κομμάτι της κοινότητας που θα ήθελε να ξαναζήσει την αυθεντική εμπειρία όσο και το κοινό που θα ήθελε κάτι το διαφορετικό, θα μείνουν ικανοποιημένα.
Μια από τις μεγαλύτερες διαφορές σε σχέση με το πρώτο μέρος γίνεται αντιληπτή με το καλημέρα: o Corvo δεν είναι πια σιωπηλός και μυστηριώδης. Έχει πια αποκτήσει και φωνή και πρόσωπο πράγμα που αν το καλοσκεφτούμε έχει λογική. Στο πρώτο μέρος, οι σχεδιαστές ξεκίνησαν να πλάθουν τόσο τον κόσμο, όσο και τους κεντρικούς χαρακτήρες από λευκή κόλλα χαρτί. Και μιας και το παιχνίδι επιτρέπει εξαιρετική ελευθερία κινήσεων οι οποίες είχαν απευθείας και καθοριστικό αντίκτυπο στην έκβαση της υπόθεσης, η επιλογή ο κεντρικός χαρακτήρας να είναι ένα κέλυφος ή ένα άβαταρ αν θέλετε, του παίκτη, είχε νόημα. Στο δεύτερο, όμως, μέρος τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά. Το παιχνίδι θεωρεί ως “Kανόνα”, μια από τις δυνατές εκβάσεις του πρώτου μέρους και βασίζει την πλοκή πάνω σε αυτήν. Ο Corvo πια έχει συγκεκριμένο παρελθόν ,το οποίο ορίζει στην αφετηρία του παιχνιδιού, τόσο το στάτους του όσο και τις σχέσεις του με τον κόσμο και τους NPCs. Μην ανησυχείτε όμως – από το σημείο αυτό και έπειτα ο κόσμος ειναι και πάλι δικός μας να τον πλάσουμε όπως εμείς βρίσκουμε σωστό. Περισσότερα παρακάτω. Πάντως το voice acting βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, πράγμα αναμενόμενο αφού μιλάμε για ΑΑΑ τίτλο και ηθοποιούς μεγάλης εμβέλειας όπως ο Sam Rockwell (Moon, Iron Man 2), Vincent D’Onofrio (Full Metal Jacket, Men In Black), Rosario Dawson (Alexander, SinCity), Pedro Pascal (Game of Thrones, Narcos) κ.α.
Σκηνικό-Πλοκή-ΑΙ
Διαφορετικό είναι και το σκηνικό της δεύτερης περιπέτειας. Από τo Gristol και την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, το καταθλιπτικό και λοιμογόνο Dunwall περνάμε (στα 7 από τα 9 επίπεδα του παιχνιδιού, τα άλλα 2 είναι στο Dunwall) στο στολίδι του νότου Serkonos και την ηλιόλουστη αλλά εξίσου παρακμιακή Karnaca. Κάτι το όνομα, κάτι το ξεκάθαρα μεσογειακό περιβάλλον της περιπέτειας, δημιουργούν συνειρμούς με Ελλάδα. Και τα δύο, νησιά των ανέμων. Μύκονος και ανεμόμυλοι, Serkonos και ανεμογεννήτριες (υπάρχουν αρκετές). Όχι, δεν είναι υπερβολή, άλλωστε οι συντελεστές της Arkane παραδέχονται πως η Karnaca αποτελεί ουσιαστικά ενα κράμα Ελλάδας, Ιταλίας και Ισπανίας, όπως ακριβώς το Dunwall αντλεί έμπνευση από τη Βικτωριανή βιομηχανική Βρετανία.
H αφετηρία μας βρίσκει δεκαπέντε χρόνια μετά τα γεγονότα του πρώτου μέρους, σε ένα φαινομενικά ακμάζον κράτος υπό τις διαταγές της Αυτοκράτειρας Emily που έχει πάντα στο πλάι της τον μπαμπά Corvo. Το γεγονός ότι τα πράγματα πάνε καλά, πιστοποιεί πως η Arkane πήρε ως Κανόνα το Low Chaos φινάλε (εν συντομία αυτό που λαμβάνει ο παίκτης αν κάνει λίγους ή καθόλου φόνους) και οι περισσότεροι από τους παλιούς πρωταγωνιστές κάνουν την επανεμφάνισή τους. Κάτω από το προσωπείο της ευημερίας όμως, υπάρχουν πολλές σκιές τις οποίες θα εκμεταλλευτεί ένας θανάσιμος εχθρός των δύο πρωταγωνιστών, επικεφαλής μιας ομάδας στασιαστών o οποίος και αποκαλύπτεται στα πρώτα πέντε λεπτά της περιπέτειας. Ο αιφνιδιασμός είναι πλήρης και το πραξικόπημα επιτυχές. Σε αυτό το σημείο καλείται ο παίκτης να επιλέξει ποιον ήρωα θα χειριστεί για το υπόλοιπο της περιπέτειας. Τον Corvo ή την Emily – εναλλαγή δεν υπάρχει. Έτσι καλούμαστε να ξεσκεπάσουμε την πλεκτάνη και να επανακτήσουμε την εξουσία, εξουδετερώνοντας έναν-έναν τους στασιαστές μέχρι να φτάσουμε στην τελική μάχη. Οι προκλήσεις άπειρες και οι σύμμαχοί μας ελάχιστοι, ένας από τους οποίους είναι και ο αινιγματικός Outsider, αν και η Arkane μας δίνει τη δυνατότητα να απορρίψουμε εντελώς τη βοήθειά του, τουλάχιστον ως Corvo και να παίξουμε χωρίς δυνάμεις. Πλούσιες επιλογές τακτικής για έναν τίτλο που, για να μην ξεχνιόμαστε κιόλας, παραμένει πεισματικά μη-RPG. Κάθε γωνιά του χάρτη μπορεί να οδηγεί σε αποκαλύψεις, κάθε μπουκάλι μπορεί να κρύβει μυστικά, κάθε μπαλκόνι μπορεί να είναι η είσοδος σε νέα μονοπάτια.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στην τεχνητή νοημοσύνη του τίτλου. Μπορεί τα επίπεδα να μην είναι τεράστια (χωρίζονται σε τομείς, όπως στο πρώτο παιχνίδι) και οι NPC να μην είναι πολυπληθείς, αλλά αλληλεπιδρούν πολύ φυσικά με το περιβάλλον. Τα επίπεδα τρέχουν σχεδόν σαν ζωντανός οργανισμός και οι κινήσεις μας έχουν αντίκτυπο στις εξελίξεις σε πραγματικό χρόνο συνολικά και όχι μόνο στο σημείο που βρισκόμαστε. Για παράδειγμα στο πρώτο μου non lethal ghost playthrough, αναγκάστηκα να ξαναπαίξω ένα επίπεδο σχεδόν από την αρχή. Κοντά στην αφετηρία είχα περάσει έναν Wall of Light, ο οποίος κανονικά είναι φονικός για τον παίκτη, αλλά ακίνδυνος για τους φύλακες αντιστρέφοντας τους πόλους. Έχοντας αργότερα ολοκληρώσει το επίπεδο, ανακάλυψα πως είχα χρεωθεί δύο φόνους. Οι φύλακες αγνοώντας πως ο WoL ήταν πια φονικός γι’αυτούς, επιχείρησαν να τον διασχίσουν και το παιχνίδι με θεώρησε, ορθά, υπεύθυνο. Όχι πως τα πράγματα είναι όλα τέλεια. Για παράδειγμα, σε κάποιο σημείο ένας φρουρός στήνει μια παγίδα με νήμα, οπότε αν πετάξουμε ενα μπουκάλι δίπλα του, θα πάει να δει τι τρέχει πέφτοντας στην παγίδα που ο ίδιος έστησε. Πάντως γενικά η ΑΙ είναι από τους πιο κρίσιμους τομείς ενός σωστού Stealth παιχνιδιού και εδώ το Dishonored 2 παίρνει υψηλό βαθμό.
Τεχνικός Τομέας
Το μεγάλο κρίμα. Tο πρώτο παιχνίδι χαρακτηριζόταν από τις πολύ χαμηλές απαιτήσεις του σε hardware και την εξαιρετικό απόδοση στο PC. Ο διάδοχος όμως από την Unreal Engine 3 πέρασε στην Void Engine, oυσιαστικά μια διακλάδωση της id tech 5, επίσης ιδιοκτησίας Zenimax-Bethesda, η oποία id tech 5 εχει δεχτεί εδώ εκτεταμένες τροποποιήσεις σε σημείο που να χρησιμοποιεί DX11 renderer, αντί για τον παραδοσιακό OpenGL που πάντα προτιμούσε η id. Το τελικό αποτέλεσμα δυστυχώς κάθε άλλο παρά δικαιώνει την ομάδα ανάπτυξης: η απόδοση κατά την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας του τίτλου ήταν εξαιρετικά φτωχή, με συνεχείς πτώσεις στο framerate, υψηλά frametimes και προβληματικά mouse controls. H έλλειψη βελτιστοποίησης για την πλατφόρμα των Windows ήταν προφανής, υποδηλώνοντας πως ο τίτλος, τουλάχιστον στα PC, έπρεπε να είχε δεχτεί περισσότερη φροντίδα. Γραφικά σε ultra ή και high settings ήταν απαγορευμένος καρπός ακόμα και σε hardware επιπέδου Radeon Fury X/GTX 1070 (ή ακόμα και 1080) αφού το framerate παρουσιάζει συνεχή λόξυγγα. Ουσιαστικά το χαμήλωμα σε medium (όπου και το παιχνίδι γίνεται υποφερτό, δυστυχώς χάνοντας μεγάλο κομμάτι από την γραφική του γοητεία) αποτελεί μονόδρομο. Τουλάχιστον η Arkane, έστω και διστακτικά, αποδέχτηκε πως υπάρχει πρόβλημα και πλέον δουλεύει πυρετωδώς για την βελτίωση της κατάστασης. Το πρόσφατο patch (17-11-2016) που ήρθε σε beta μορφή στο Steam, βελτιώνει αισθητά την κατάσταση, ειδικά στις Radeon που είχαν πληγεί περισσότερο (συγκριτικά με τις GeForce) και από μη βελτιστοποιημένα cloth physics. Πλέον το stuttering και οι πτώσεις του framerate έχουν ελαχιστοποιηθεί, αλλά η άνοδος των settings δεν είναι ακόμα εφικτή. Συνολικά η γραφική πιστότητα του τίτλου σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογεί τις απαιτήσεις του, πόσο μάλλον όταν σύγχρονοι τίτλοι όπως το Deus Ex: Mankind Divided ή το Battlefield 1 προσφέρουν πολύ πιο προηγμένα γραφικά και ταυτόχρονα ασύγκριτα υψηλότερη απόδοση. Τουλάχιστον υπάρχει η δέσμευση της εταιρείας για βελτίωση της κατάστασης, η οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί συγχωροχάρτι.
Kλείνοντας
Το Dishonored 2 είναι ισάξιο του αριστουργηματικού προκατόχου του και είναι ένας από τους τίτλους που θα σημαδέψουν αυτήν την γενιά ΑΑΑ παραγωγών. Ένα πραγματικό διαμάντι μέσα στη λάσπη της έλλειψης βελτιστοποίησης που περιμένει υπομονετικά να λάμψει.
Review Specs: AMD FX-8320 8-core @4.6 GHz/ 8GB RAM/ Crucial SSD 750 GB/ Asus Radeon R9 Nano/ Win10 64-bit
Ευχαριστούμε την IGE Group για τη παροχή του review code.
Pros
- Αριστοι Action Stealth μηχανισμοί
- Εξελιγμένη ΑΙ
- Άρτιος κόσμος και σχεδιασμός επιπέδων
- Ποιότητα παραγωγής
Cons
- Η έλλειψη βελτιστοποίησης για PC είναι εκκωφαντική και αφαιρεί από την εμπειρία
Θα το ξεκινήσω μόλις βγει το ΑΛΗΘΙΝΟ πάτς. Μιλάμε προφανώς για σκληρό υποψήφιο για ΓΚΟΤΥ και ευελπιστώ να το απολαύσω πριν μπούμε στο 2017.
Περιμένω και γω για το δεύτερο playthrough με την Emily αυτήν τη φορά.
Τολμώ να πω ότι GOTYάζει περισσότερο από το Deus Ex με τα όσα έχω δει ως τώρα στο game. H εμπειρία είναι πιο THIEF και από το πρόσφατο Thief Reboot.
Το Dishonred ειναι αγαπημενο game πλεον η CPU ειναι οριακη στα requirements και διαβαζω οτι το παιχνιδι ειχε προβληματα optimization να περιμενω η οχι ιδου η απορια
Το Dishonored είναι από ένα από τα λιμνάζοντα παιχνίδια του μπακλογκ που μου κραυγάζουν να ασχοληθώ μαζί τους. Η αλήθεια είναι πως μεγάλο κομμάτι του, έχω δει σε πλέηθρου φίλου, εντυπωσιασμένος από το γεγονός πως το σήκωνε το παμπάλαιο λαπτοπ του. Αυτό που με τραβάει περισσότερο είναι η αισθητική του σε περιβάλλοντα και κουστούμια και φυσικά η κληρονομιά του Thief που φέρει.
Μπόμπα το ρηβιού Kuiv.