DOWNFALL
Έχω την αίσθηση ότι είναι πολλοί οι adventure gamers που έχουν παίξει, ή έστω δει, το “The Cat Lady” του Remi Michalski, λιγότεροι εκείνοι που έχουν ασχοληθεί με το προηγούμενο παιχνίδι του Βρετανού developer -που δεν είναι άλλο απ’ την αρχική έκδοση του “Downfall”- και μάλλον ελάχιστοι όσοι έχουν ολοκληρώσει και τους δύο αυτούς τίτλους. Ούτε κι εγώ εντάσσομαι στην τρίτη κατηγορία, καθώς δεν είχε τύχει να προμηθευτώ κατά το παρελθόν την πρωτότυπη version του παιχνιδιού που επανακυκλοφόρησε προ δύο ημερών, ως μία απολύτως λογική κίνηση από πλευράς Michalski και Screen 7, μετά την επιτυχία που σημείωσε το “The Cat Lady” και το πλήθος θετικών σχολίων, αλλά και βραβείων, που απέσπασε.
Γνωρίζοντας καλά πλέον τα μονοπάτια της νεότερης AGS game engine που χρησιμοποίησε και στο δεύτερο παιχνίδι του, ο Michalski ορθώς αποφάσισε να προβεί σ’ ένα remake της παρθενικής δημιουργίας του, γνωρίζοντας ότι τα εμφανώς ανώτερα γραφικά αλλά και τα voice overs που απουσιάζανε στην πρώτη, προ επταετίας, εμφάνιση του “Downfall” θα το καθιστούσαν πολύ πιο ελκυστικό σε σημαντικά μεγαλύτερη μερίδα της gaming κοινότητας.
Βέβαια την ίδια στιγμή το περιεχόμενο της σκοτεινής, ανατριχιαστικής, δημιουργίας του αποτελεί τον νούμερο ένα παράγοντα για να μείνει μακριά του ένα σημαντικό ποσοστό του mainstream, casual, κοινού, που δεν είναι συνηθισμένο σ’ ένα εξαιρετικά δύσπεπτο προϊόν, όπως το συγκεκριμένο. Δίχως την παραμικρή αμφιβολία, το “νέο” αυτό horror adventure έρχεται να βάλει πλέον μ’ ευκολία τ’ όνομά του δίπλα σ’ άλλους πασίγνωστους gaming εφιάλτες του παρελθόντος (“Harvester”, “I Have No Mouth and I Must Scream”, “Phantasmagoria – A Puzzle of Flesh”) και να συστηθεί σ’ ένα ευρύτερο κοινό, που πολύ αμφιβάλλω κατά πόσο είναι πραγματικά έτοιμο να βιώσει και να ολοκληρώσει την συγκεκριμένη εμπειρία. Και γράφω εμπειρία, ακριβώς διότι ο όρος “παιχνίδι” μάλλον χάνει το νόημά του σε περιπτώσεις σαν αυτή.
Το σίγουρο είναι ότι όσοι έχουν παίξει το “The Cat Lady” είναι απείρως πιο υποψιασμένοι για το τι θα συναντήσουν στο ”Downfall”, το οποίο, κατά την προσωπική μου γνώμη και σύμφωνα πάντα μ’ όσα games έχω δει και παίξει, συναγωνίζεται το διαβόητο “Harvester” του 1996 όσον αφορά στα επίπεδα γραφικής βίας, ψυχεδέλειας, παράνοιας, αρρωστημένου κόσμου και ακραίου gore στοιχείου. Ομολογώ ότι αν δεν είχε προηγηθεί μία συνέντευξη του Michalski το 2013, όπου δήλωσε ότι δεν έχει ασχοληθεί με τη… σαλεμένη δημιουργία του Gilbert Austin και της Merit Studios, θα ορκιζόμουν ότι και η ονομασία της εταιρίας του Βρετανού μόνο τυχαία δεν είναι. Αλλά πάλι, ποιος ξέρει, μπορεί και να μη μας λέει όλη την αλήθεια…
ΜΑΖΙ ΣΤΟ ΝΕΑΝΙΚΟ ΔΡΑΜΑ, ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
Είναι άκρως δύσκολο να γράψει κάποιος τ’ οτιδήποτε για το σενάριο του “Downfall” δίχως να προβεί σε spoilers, ακόμη και χωρίς την παραμικρή πρόθεση από μεριάς του. Θα κάνω μία απόπειρα ν’ αναφέρω τις απολύτως απαραίτητες κι ελάχιστες εκείνες πληροφορίες που συνθέτουν το σενάριο της ιστορίας. Κεντρικά πρόσωπα αυτής είναι ο Αμερικανός Joe Davis και η σουηδικής καταγωγής σύζυγός του, Ivy. Οι δυο τους συναντιούνται για πρώτη φορά όντας αμφότεροι σε παιδική ηλικία, οπότε και βιώνουν, μπροστά στα μάτια τους, τον τραγικό θάνατο του μικρότερου αδερφού του Joe, Robbie.
Ο τελευταίος, προβαίνοντας στο αγαπημένο παιχνίδι των μικρών παιδιών που ονομάζεται εξερεύνηση σ’ ερείπια, είναι σχεδόν πεπεισμένος ότι έχει ανακαλύψει μία κρυμμένη βαλίτσα με χρήματα σ’ ένα σημείο που είναι μαρκαρισμένο μ’ ένα μεγάλο Χ. Όπως θ’ αποδειχθεί όμως πολύ γρήγορα, η καταπακτή που επιτυχώς θ’ ανοίξουν τα δύο αδέλφια κρύβει μονάχα χειροβομβίδες στο εσωτερικό της! Ο Robbie έχει τη φαεινή έμπνευση να σηκώσει μία από αυτές, η οποία όμως ακολούθως πέφτει απ’ τα χέρια του, οδηγώντας σε μαζική έκρηξη που διαμελίζει το μικρό αγόρι.
Joe και Ivy θα χαθούν μετά απ’ αυτήν την τραγωδία, αλλά θα συναντηθούν εκ νέου αρκετά χρόνια αργότερα, οπότε και ο έρωτας μεταξύ τους θα είναι κεραυνοβόλος, οδηγώντας άμεσα στον γάμο. Όπως όμως ο ίδιος ο Joe μονολογεί, όταν η τύχη τους αρχίσει να στερεύει, την εμφάνισή τους θα κάνουν τα πρώτα προβλήματα, με κυριότερο την εξαιρετικά σοβαρή ασθένεια της ψυχογενούς ανορεξίας με την οποία παλεύει η Ivy. Αποφασισμένος να τ’ αφήσει όλα πίσω και να βοηθήσει όπως μπορεί τη λατρεμένη σύζυγό του, ο Joe παίρνει την πρωτοβουλία να πάνε μία εκδρομή, που, λόγω απρόσμενης κακοκαιρίας, θα τους οδηγήσει σ’ ένα ξενοδοχείο ονόματι Quiet Haven. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα θα ξεκινήσει ένα αινιγματικό ταξίδι για το αντρόγυνο, που περιλαμβάνει συναντήσεις μ’ εξαιρετικά περίεργους χαρακτήρες και πλήθος ερωτηματικών ν’ ανακύπτουν αναφορικά με το τί πραγματικά συμβαίνει στο κατάλυμα που τους οδήγησαν οι άσχημες καιρικές συνθήκες.
Όσα είχα -ή μάλλον, πιο σωστά, όσα μπορούσα- να γράψω για το σενάριο ολοκληρώνονται εδώ. Τα υπόλοιπα, η εξέλιξη και το “ζουμί” της υπόθεσης εναπόκεινται σ’ εσάς να τ’ ανακαλύψετε, έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού σας ότι η περιπλάνηση στον κόσμο του “Downfall” δεν είναι σε καμία περίπτωση μία ευχάριστη, καθημερινή, εμπειρία. Τουναντίον πρόκειται για μία απότομη βουτιά στον βαθύτερο ψυχισμό του ανθρώπου, μία θαρραλέα απόπειρα ενδοσκόπησης κάποιων εκ των ενστίκτων και εμμονών που αποτελούν βασικό στοιχείο της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Αν μου ζητούσε κάποιος να περιγράψω με μία φράση τις σχεδόν πέντε ώρες που πέρασα μέχρι να φτάσω στο φινάλε του “Downfall”, θα τις χαρακτήριζα σαν “μία άγρια, βίαιη, βόλτα στον βαθύτερο πυρήνα του ανθρώπινου εγκεφάλου και τις κρυφές πτυχές αυτού”. Και φυσικά δεν ήταν διόλου τυχαίο που έπιασα τον εαυτό μου να είναι συνοφρυωμένος καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο βραδιών που πέρασα ταξιδεύοντας στον σκοτεινό κόσμο που μαεστρικά σκηνοθέτησε –εκ νέου- ο Michalski.
ΜΕ CAT LADY ΣΥΝΤΑΓΗ
Για το οπτικοακουστικό πακέτο και τον τομέα του χειρισμού θεωρώ ότι τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Όπως ακριβώς και στο “The Cat Lady”, η περιπέτεια παίζεται αποκλειστικά με τη χρήση πληκτρολογίου, με την κίνηση των διαφόρων χαρακτήρων να πραγματοποιείται αυστηρά σ’ οριζόντια άξονα, εν μέσω μίας πολύ σκοτεινής, μουντής, παλέτας χρωμάτων, όπου τη σχεδόν καθολική μονοτονία του ασπρόμαυρου κατά περιόδους σπάει το κόκκινο χρώμα του αίματος. Είναι πρακτικά αδύνατο να χάσουμε κάποιο αντικείμενο, αφού οποτεδήποτε ο χαρακτήρας που ελέγχουμε -που δεν είναι αποκλειστικά ο Joe- περάσει μπροστά από ένα τέτοιο, στην οθόνη εμφανίζεται η ανάλογη περιγραφή, οπότε το μόνο που απομένει είναι η συλλογή, παρατήρηση και ορθή αξιοποίησή τους από μεριάς μας. Είναι τόσο εύκολο και απλό το user interface, που και ο πλέον αδαής θα εγκλιματιστεί εντός ολίγων λεπτών.
Τα voice overs είναι ίσως το μεγαλύτερο ατού της νεότερης αυτής version του “Downfall”, αφού εκτός του ότι η απουσία τους στερεί πόντους απ’ τη συνολική ατμόσφαιρα ενός σύγχρονου video game, όταν είναι τόσο επιτυχημένα όπως στην παρούσα περίπτωση, κυριολεκτικά απογειώνουν την όλη εμπειρία. Θα νιώσετε στο έπακρο τα αισθήματα απορίας, απόγνωσης, οργής αλλά και απέχθειας που καταλαμβάνουν τον πρωταγωνιστή σε διάφορες στιγμές της περιπλάνησής του, αλλά και των συναντήσεων που έχει με πρόσωπα των οποίων το ρόλο, αλλά και την ίδια την ύπαρξη, δε μπορεί να κατανοήσει.
Κι επειδή γνωρίζω ότι περιμένετε να διαβάσετε ένα σχόλιο και για τη μουσική, εδώ κι αν έχουν γίνει θαύματα! Ούτε λίγο ούτε πολύ περιλαμβάνονται κομμάτια από τρεις διαφορετικές καλλιτεχνικές πηγές, πιο συγκεκριμένο του Siah των “Tears of Mars”, του Jesse Gun (Warmer) και των “Black Casino and the Ghost”. Alternative rock, electro καθώς και heavy metal ακούσματα συνθέτουν ένα εκρηκτικό soundtrack, απ’ τα καλύτερα που θυμάμαι να έχουν συνοδέψει ποτέ video game. Αν αναλογιστείτε ότι το σχόλιο αυτό προέρχεται από κάποιον που το τελευταίο εκ των προαναφερθέντων ειδών μουσικής δεν το έχει και σε ιδιαίτερα μεγάλη εκτίμηση, νομίζω καταλαβαίνετε το μέγεθος της επιτυχίας της δουλειάς των καλλιτεχνών που συνεργάστηκαν με τον Michalski. Μία ιδέα για τα κομμάτια μπορεί να πάρετε εδώ, εδώ and εδώ.
Ωστόσο αν και το soundtrack είναι ένα απ’ τα στοιχεία που είναι ικανά να κάνουν κάποιον να θυμάται το “Downfall” γι’ αρκετό καιρό αφού τ’ ολοκληρώσει, σίγουρα δεν είναι το πρωτεύον. Το προνόμιο αυτό ανήκει στην, βουτηγμένη στο αίμα, ιστορία του, στα ερωτηματικά που ηθελημένα (;) δημιουργεί στον παίκτη, καθώς και σ’ όλες εκείνες τις ενέργειες και σκηνές που θα πρέπει αντίστοιχα να προβεί και να παρακολουθήσει. Όπως τόνισα και παραπάνω, δεν έχουμε να κάνουμε μ’ έναν τίτλο που απευθύνεται σε όλους. Αν τα horror games δεν είναι το φόρτε σας, αν η ακραία βία και το gore σας απωθούν, αν το splatter στοιχείο σας ενοχλεί και σας φέρνει αναγούλα, ευτυχώς υπάρχουν πολλά άλλα video games με τα οποία μπορείτε ν’ ασχοληθείτε. Το “Downfall” δεν είναι ένα απ’ αυτά.
ΚΑΙ ΔΥΟ ΚΑΙ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ
Όσοι αρέσκεστε στις συγκρίσεις μεταξύ των original games και των remakes τους, εδώ θα έχετε την ευκαιρία να πραγματοποιήσετε μία τέτοια, καθώς με τη αγορά της νεότερης version προμηθεύεστε και την αρχική. Πέραν της οφθαλμοφανούς αλλαγής της χρωματικής παλέτας, έχω ήδη εντοπίσει κάποιες ακόμη αισθητές διαφοροποιήσεις, που έχουν να κάνουν μ’ ολόκληρη την εισαγωγή του παιχνιδιού, την απουσία ορισμένων χαρακτήρων, την ύπαρξη κάποιων άλλων, την απομάκρυνση action σκηνών, ακόμη ακόμη και την αλλαγή του ονόματος της συζύγου του Joe, καθώς και την αναπάντεχη εμφάνιση ενός πολύ γνώριμου σ’ όλους μας χαρακτήρα. Γενικά είναι ηλίου φαεινότερο ότι η δουλειά που προηγήθηκε στο “The Cat Lady” αποτέλεσε ασφαλή οδηγό για τον Michalski, προκειμένου να εκσυγχρονίσει το πρώτο παιχνίδι του, προβαίνοντας σ’ επιπλέον αλλαγές εκεί όπου ο ίδιος έκρινε ότι χρειαζόταν.
Το φετινό “Downfall” όμως είναι κι η χαρά (…) όσων αποτελούν κυνηγούς των περίφημων achievements, μια και μόνο εύκολο δεν είναι να συγκεντρωθούν όλα, τριάντα στον αριθμό. Ακόμη σημαντικότερο αυτού είναι τ’ ότι η στάση που θα κρατήσουμε σ’ ορισμένες στιγμές, οι ενέργειές μας, οι απαντήσεις που θα δώσουμε, καθώς και οι αποφάσεις που θα πάρουμε επηρεάζουν δραστικά το φινάλε, οδηγώντας μας σε μία εκ των τριών παραλλαγών του. Αν μη τι άλλο αξίζει κάποιος να επαναλάβει τουλάχιστον μία φορά τη σχεδόν πεντάωρη περιπλάνησή του στον εφιάλτη του Joe και της Ivy, προκειμένου να δοκιμάσει να διαφοροποιηθεί αισθητά σ’ όσα μόλις ανέφερα, καταλήγοντας έτσι σ’ έναν διαφορετικό επίλογο του story. Το αν αυτός θα είναι πιθανώς happy, δε μπορώ να σας το πω. Ή μάλλον μπορώ. Δε θα είναι. Σε καμία περίπτωση. Διότι, πολύ απλά, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στο “Downfall”.
Προτού ολοκληρώσω το review, νιώθω ότι οφείλω να τονίσω για μία ακόμη φορά, κινδυνεύοντας να γίνω κουραστικός, ότι παρόλο που υπάρχει η σχετική προειδοποίηση στο ξεκίνημα περί ακαταλληλότητας περιεχομένου για όσους είναι κάτω των 18 ετών, υφίστανται σκηνές, ειδικά μία λίγο πριν το τέλος, που είναι απ’ τις πιο ακραίες, άρρωστες και διεστραμμένες που έχει τύχει να παρακολουθήσω στα 26 χρόνια που ασχολούμαι με video games. Δεν είμαι πολέμιος της παρουσίας βίας στα παιχνίδια, ήξερα τί αναλάμβανα να παρουσιάσω, θεωρώ ότι έχω κατανοήσει αρκετά το στυλ του Michalski, έχω την αίσθηση όμως ότι σ’ ένα-δύο σημεία το παρακάνει άνευ λόγου, καθώς αυτά επί της ουσίας δεν έχουν κάτι να προσθέσουν στο συνολικό νόημα, αλλά σκοπό έχουν να προκαλέσουν και μόνο. Δεν είναι η πρώτη φορά φυσικά που βλέπουμε να συμβαίνει κάτι τέτοιο και σίγουρα δε θα είναι κι η τελευταία. Ειδικά μάλιστα όσον αφορά στον Βρετανό developer, είμαι απόλυτα βέβαιος ότι έχει τουλάχιστον ένα-δύο ακόμη παιχνίδια παρομοίου ύφους να μας δώσει. Για την ακρίβεια, αναλογιζόμενος ότι το σεξουαλικό στοιχείο δεν το έχει ακόμη ακουμπήσει αισθητά, νιώθω ότι μάλλον βρίσκεται… στο ξεκίνημά του!
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ
Δε γίνεται να παίξεις το “Downfall” και να νιώθεις ευφορία. Η γεύση που σου αφήνει είναι αντίστοιχη μίας ταινίας που σ’ υποχρεώνει να παρακολουθήσεις πλήθος πλάνων που θα σε κάνουν να αισθανθείς άβολα όσο διαρκούν, που θα δοκιμάσουν τις αντοχές σου στην αηδία που θα σου προκαλέσουν, που πιθανώς θα σ’ αγριέψουν. Κι όταν η αιματοβαμμένη αφήγηση φτάσει στο φινάλε της, θα σου αφήσει ερωτηματικά, θα σε κάνει να ξανασκεφτείς όλα όσα είδες, προκειμένου να οδηγηθείς σ’ ένα -σχετικά- ασφαλές συμπέρασμα. Σίγουρα πάντως θα τη θυμάσαι για καιρό, γι’ αρκετό καιρό.
Κάπου διάβασα ένα εύστοχο σχόλιο από κάποιον χρήστη, που έκανε λόγο για τον Polanski των video games, αναφερόμενος στον Michalski. Προσωπικά θα έλεγα ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος αποτελεί ένα κράμα των Polanski and Kubrick, μ’ αρκετή δόση από Argento και Deodato. Συνδυάζει επιτυχώς την ατμόσφαιρα με το μυστήριο, συνταιριάζει τον ψυχολογικό τρόμο με το gore, μπλέκοντας την ίδια στιγμή την πραγματικότητα με την παράνοια. Πλέον έχουμε δύο πειστικά δείγματα περί όλων αυτών. Το τρίτο χτύπημά του νομίζω θα είναι κι εκείνο που μελλοντικά θα προκαλέσει τον μεγαλύτερο θόρυβο. Όσοι είστε ορκισμένοι λάτρεις των horror games, ειδικά όσων αναφέρθηκαν στο κείμενο παραπάνω, μην το χάσετε. Οι υπόλοιποι προσεγγίστε το με την δέουσα κι απαραίτητη προσοχή…
Pros
- Ως remake, φέρει πολλές αλλαγές, που δεν περιορίζονται μόνο στον τεχνικό τομέα
- Τα voice overs και η μουσική του σπάνε κόκκαλα
- Δίνει εξαιρετικά κίνητρα για δεύτερο, ακόμη και τρίτο, playthrough
- Όντας άκρως αιματοβαμμένο αποδεικνύει περίτρανα, όπως ακριβώς και το “The Cat Lady”, ότι τα video games μπορούν να συναγωνιστούν μία ταινία τρόμου
- Το χαρακτηριστικό γράψιμο του Michalski είναι, για μία ακόμη φορά, παραπάνω από εμφανές, αφήνοντας περιθώρια διαφορετικών ερμηνειών του story
- Συμπεριλαμβάνει την πρωτότυπη version
Cons
- Η ακραία βία του σε κάποια σημεία δεν εξυπηρετεί κάτι απ’ την ιστορία
- Με δυσκολία αγγίζει τις πέντε ώρες διάρκειας
Για εμένα, από τις συγκλονιστικότερες αφηγηματικές εμπειρίες στον χώρο των video-games. Ανυπομονώ να παίξω το remake, για να βιώσω πρώτο χέρι τις αλλαγές. Εξαιρετική παρουσίαση, σαπώ!
H χαρά του Μποράτσου!
Εξαιρετικό review!
Για όσους δεν το ξέρετε, το πρωτότυπο Downfall είναι διαθέσιμο δωρεάν απο τον δημιουργό και την εκδότρια εταιρία εδώ και 1-2 χρόνια.
Βρείτε το εδώ http://www.screen7.co.uk/#!/free-games
wishlist!
Μπήκε στην λίστα 🙂
Κάποια στιγμή θα το τσεκάρω πακέτο με το The Cat Lady, το οποίο ούτε αυτό έχω παίξει ακόμα.
Nice job, Μάνο!
Off topic
Ρε Μάνο, πώς γίνεται να σου αρέσει ο Argento και να μη σου αρέσει η metal. Splatter και metal πάνε πακέτο.
Τι να σου πω τώρα, μάλλον πρόκειται για ένα απ’ τα μυστήρια της φύσης!
Ένα από τα φινάλε και συγκεκριμένα αυτό που είδα ήταν ξεκάθαρο αισιόδοξο και κατά τη γνώμη μου ανώτερο από τα άλλα 2, ειδικά το χείριστο που είναι από τα πιο ασύνδετα πράγματα που έχω δει σε σχέση με το υπόλοιπο σενάριο.
Αν εξαιρέσω τα όσα γράφεις για τη βία και το gore που βρίσκω κάπως φουσκωμένα (μπορεί πάντα για τα δεδομένα του είδους να είναι γλαφυρά αλλά δεν φτάνουν με τίποτα σκηνικά που έχω συναντήσει σε άλλα παιχνίδια – υποψιάζομαι για ποια σκηνή μιλάς προς το τέλος και πάλι τη θεωρώ ήπια) γενικά συμφωνώ με το κείμενό σου Μάνο, σπάνια εμπειρία το Downfall, από τα πιο δυνατά και ατμοσφαιρικά παιχνίδια ψυχολογικού τρόμου εκεί έξω, λίγο πιο πίσω από το Cat Lady…