- Joined
- Apr 3, 2013
- Messages
- 4,952
Δεν ξέρω πόσοι από εσάς είχατε την χαρά και τύχη να κάνετε raids με χαρτί, μολύβι και ζάρια, αλλά σίγουρα υπάρχετε. Φανερωθείτε.
Ερωτήσεις.
1. Ποιά είναι η αγαπημένη σας έκδοση; Εμένα η 2η.
2. Aγαπημένη class; Allignment; Eγώ ranger, fighter,Barbarian, you get the picture. Chaotic να'ναι.
3.Αγαπημένη race;
4.Αγαπημένο setting; (Dark Sun, Faerun,κλπ)
Παρακάτω θα ακολουθήσει με EDIT μικρή ιστοριούλα που επεξεργάζομαι, έχει δουλειά. Πρωταγωνιστές οι Admins και εξέχοντα μέλη του Forum. :spiteful:
Πρόλογος
<span class="bbcode_spoiler">Από το πουθενά, ένα φλεγόμενο βέλος έσκισε την νύχτα και καρφώθηκε ανάμεσα στα πόδια του Bάρβαρου, που λαγοκοιμόταν. "Μαλακισμένο ξωτικό", σκέφτηκε. Και το μυαλό του ξύπνησε απότομα. "Το σύνθημα,έρχονται!!!" Άρπαξε μια πέτρα και την πέταξε στο κράνος του νάνου, ο οποίος όμως προφανώς είχε ξυπνήσει από το ένστικτο του πολεμιστή, και όπως γύρισε να πάρει το τσεκούρι του την έφαγε στην μούρη.
"*&%*^%^&*^$%^#&^% το *&%^)(&**^&*%^$%# ηλίθιε", άρχισε να λέει.
"Ξύπνα τους" είπε ατάραχος ο Βάρβαρος, "έχουμε λίγες ώρες να ετοιμαστούμε"
Λίγο πιο πέρα, οι δίδυμοι κοιμόντουσαν μέσα στις πλουμιστές ρόμπες τους. Ο Βάρβαρος απορούσε με τον εαυτό του που τους συμπαθούσε. Μάγος ο ένας, κληρικός ο άλλος. Άντε βγάλε άκρη.
Ο κλεφτάκος,που προφανώς δεν είχε κλείσει μάτι, τελείωνε ένα μπούτι κοτόπουλο. Ρεύτηκε και πέταξε το κόκκαλο στο κεφάλι του μάγου.
"Ρε Χάρε, το φελέκι μου, δεν σου είπα πως πρέπει να κοιμηθώ για να μαζέψω ενέργεια για τα ξόρκια;"
"Σιγά ρε Βρασίδα, Orcs είναι. Άσε και κάτι για μάς.",είπε, και ο μάγος πήγε να ξυπνήσει τον αδελφό του.
"Βορράκιε ξύπνα, είναι ώρα". Ο κληρικός άνοιξε το ένα μάτι και είπε
"Ώχουουουου, στο καλύτερο με ξυπνάς, πάνω που την είχα ψήσει την μικρά από την Waterdeep". Σηκώθηκε με ήρεμες κινήσεις, μετρημένες.
Όποιος τους κοίταζε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιός είναι ποιός, μόνο τα ρούχα τους έκαναν την διαφορά. "Ωραίος παπάς, όλο στο ζάρι και γκόμενες έχεις στο μυαλό σου μπάρμπα", είπε ο Χάρος, που τους παρατηρούσε.
"Και η μπύρα. Λίγα είναι τα ωραία πράγματα σε αυτή την ζωή τέκνο μου,και η μάχη με Orcs δεν είναι μέσα σε αυτά." "Ενώ οι γκόμενες χωρίς μούσι είναι ωραίες,έ;", πετάχτηκε ο νάνος Gruik. Όλοι γελάγανε με το όνομά του, αλλά όλοι καταλήγανε με σπασμένα δόντια.
Μέσα από τις σκιές του απόκοσμα σιωπηλού δάσους εμφανίστηκε ο Frappelein. Μυστήριο τούτο το ξωτικό, πιο μυστήριες οι σκέψεις του. Μεγαλόσωμος για την φυλή του, μα πιο γρήγορος από τα ξωτικά που είχαν συναντήσει στα ταξίδια τους οι υπόλοιποι της παρέας. Καταγόταν από τα wood elves, και για τα δεδομένα της φυλής του ήταν σαν βάρβαρος. "Μάγκες, συγγνώμη που διακόπτω, μα έχουμε πρόβλημα",είπε δαγκώνοντας το περίεργο αντικείμενο που κράταγε πάντα πάνω του. "Τους οδηγεί ο ίδιος ο Δούκας Γάιος ο Α ο Immolator. Οι παγίδες είναι έτοιμες, αλλά έχουν μαζί τους και Trolls υπό την ηγεσία του Μονόφθαλμου Tony." "Ωραία", είπε ο βάρβαρος, "τότε ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσω αυτό", και έβγαλε από τον τεράστιο σάκο του ένα πελώριο σφυρί. "Να σας συστήσω το BANkenfuer". Χαμογέλασε και το κατέβασε με υπεράνθρωπη δύναμη στο χώμα. Κεραυνοί ξεχύθηκαν από το σφυρί στο έδαφος, και έγινε ένας μικρός σεισμός. "Μα την γενειάδα του Dumathoin, έχεις άλλο; Θέλω να παίξω και εγώ", είπε ο Gruik, με μάτια που γυάλιζαν από χαρά,χαιδεύοντας τα κοτσιδάκια της μέχρι το γόνατο πορφυρής γενειάδας του.</span>
Εντωμεταξύ...
<span class="bbcode_spoiler">Στην Waterdeep, οι άρχοντες Adhaniel και Alucardrilion πηγαίνανε στους υπονόμους για μια μυστική συνάντηση.
"Είσαι σίγουρος για αυτό Alucard;" ρώτησε ο ισχυρός άρχοντας.
"Ποτέ δεν ήμουν πιο σίγουρος, είναι η μόνη λύση", αποκρίθηκε ο παντοδύναμος μάγος και φύλακας του πιο πολύτιμου θησαυρού της μαγευτικής πόλης.
"Ετοίμαζα το ξόρκι στο μεσοδιάστημα 2 πανσελήνων, έφερες ότι σου είπα;"
"Από την προσωπική μου συλλογή. Ελπίζω να βοηθήσουν, είναι πολύ σπάνια."
Σταμάτησαν να περπατάνε. Ο Alucard άγγιξε μια πέτρα στον τοίχο, και με το άλλο χέρι σχεδίασε στον αέρα έναν ρούνο, που πήρε σχήμα και ενσωματώθηκε στην πέτρα. Ο τοίχος εξαφανίστηκε. Οι δύο άντρες προχώρησαν στον διάδρομο που εμφανίστηκε μπροστά τους, με δάδες να ανάβουν από μόνες τους στο πέρασμά τους. Στο βάθος άρχισε να φαίνεται μια απόκοσμη αύρα, και ο αέρας έγινε πιο κρύος. Η πύλη ήταν κοντά. Από ένστικτο, ο Adhan έσκυψε, σπρώχνωντας και τον Alucard στην άκρη, καθώς ένα πύρινο βέλος πέρασε χιλιοστά από πάνω του, καψαλίζοντας την πλούσια κόμη του.
"Μας δοκιμάζει... Μετά από τόσους αιώνες αναμονής και ύπνου, μάλλον είναι εκνευρισμένος..." Είπε ο Alucard. Φτάσανε στην Πύλη. "Έτοιμος;" Τα μάτια του Adhan έδωσαν την απάντηση. Με αποφασιστικό βήμα, περάσανε την Πύλη.
Ένα ολόλευκο φώς τους έλουσε καθώς γινόταν η μετάβαση από το ένα επίπεδο ύπαρξης στο άλλο, που έσβησε όσο ξαφνικά είχε εμφανιστεί. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα μπορούσαν να δούν και πάλι. Και τους κόπηκε η ανάσα από το θέαμα. Μπροστά τους, μέσα σε έναν λόφο από χρυσάφι, πετράδια, όπλα που δεν είχε αγγίξει το χέρι θνητού (πολλοί προσπάθησαν, κανένας δεν τα κατάφερε), βρισκόταν η ίδια η ψυχή της Waterdeep. O Μεγάλος Αρχαίος Παλιός. Τους κοιτούσε ερευνητικά με εκείνα τα μεγάλα ερπετήσια μάτια που δεν είχαν αντικρύσει πολλοί. Τους μίλησε απευθείας στο μυαλό, τηλεπαθητικά. "Μόνο εσείς ήρθατε; Μην αγγίξετε τίποτα" είπε μια ήρεμη φωνή. "Alucardrilion, ελπίζω να είσαι έτοιμος, το παραμικρό λάθος θα σου στοιχίσει την ζωή σου. Adhaniel, τι έφερες για να αποτίσεις φόρο τιμής στην ψυχή της πόλης που κυβερνάς;" "Τρισμέγιστε, εσύ που μου κάνεις την τιμή να μου μιλάς, δέξου αυτό το ταπεινό δώρο, είναι οτι πιο πολύτιμο έχω, πιο πάνω και από την ζωή μου". Με μια ήρεμη κίνηση, εμφάνισε ένα δέμα και το άφησε στην άκρη του λόφου από χρυσάφι. Ο Δράκος ανασήκωσε τον μακρύ λαιμό του απότομα, και έκλεισε τα μάτια του, ενώ ξεκίνησε ένα ξόρκι. Οι τοίχοι φάνηκαν να ξεθωριάζουν, και ο Adhaniel έκανε μερικά βήματα πίσω καθώς το δέμα άρχισε να ξετυλίγεται για να αποκαλύψει το περιεχόμενο. Φωτεινές ίνες άρχισαν να αναδύονται, και σαν ζωντανές κατευθύνθηκαν πρός τον δράκο, που τις περιεργάστηκε, και ψέλνωντας τις οδήγησε στους τοίχους ώστε να σχηματιστεί μια εικόνα που έδειχνε την κρυμμένη γνώση των arcane τόμων γνώσης γύρω από το gaming σε PC (ότι και να σήμαινε αυτό) που έφερε μαζί του ο πανίσχυρος Adhaniel, και που είχε αποκτήσει σε ένα από τα περιπετειώδη ταξίδια του στις παράλληλες διαστάσεις.</span>
Ξημέρωμα
<span class="bbcode_spoiler">...στο δάσος. Ο Frappelein δάγκωσε το kalamaki, δώρο του Solonor Thellandira, και κοίταξε την μεγάλη έκταση που εκτεινόταν μπροστά του. Όλες του οι αισθήσεις είχαν συντονιστεί με τον παλμό του δάσους, που του ψιθύριζε πως κάτι κακό έρχεται. Άφησε το νού του να φύγει, να συνδεθεί με το γεράκι που είχε στείλει να επιβλέπει την περιοχή από ψηλά. Ο εχθρός ετοιμαζόταν να κινηθεί.
Πίσω στον μικρό καταυλισμό που είχαν στήσει οι έξι ήρωες, οι ετοιμασίες είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. Ο Gruik έσφιξε το γάντι με την πρόκα δοκιμαστικά, ο Χάρος έλεγξε τα μαχαίρια του, και κοίταξε το τατουάζ του. Είχε εμφανιστεί πάλι ολοκάθαρο, με μια μικρή λεπτομέρεια που την διέκρινε αμέσως. Τα μάτια ήταν φωτεινά,σχεδόν γελαστά. Χαμογέλασε, και το εδειξε στον Μάγο, που έκλεινε εκείνη την στιγμή το πουγγί με τα πολύτιμα υλικά για τα ξόρκια του. "Μα την Mystra και τον Kossuth, αυτό δεν το έχω ξαναδεί", σκέφτηκέ, αλλά είπε "γίνεσαι πιο ισχυρός, η κατάρα σου υποχωρεί" χαμογελώντας. </span>
Editing...
Ερωτήσεις.
1. Ποιά είναι η αγαπημένη σας έκδοση; Εμένα η 2η.
2. Aγαπημένη class; Allignment; Eγώ ranger, fighter,Barbarian, you get the picture. Chaotic να'ναι.
3.Αγαπημένη race;
4.Αγαπημένο setting; (Dark Sun, Faerun,κλπ)
Παρακάτω θα ακολουθήσει με EDIT μικρή ιστοριούλα που επεξεργάζομαι, έχει δουλειά. Πρωταγωνιστές οι Admins και εξέχοντα μέλη του Forum. :spiteful:
Πρόλογος
<span class="bbcode_spoiler">Από το πουθενά, ένα φλεγόμενο βέλος έσκισε την νύχτα και καρφώθηκε ανάμεσα στα πόδια του Bάρβαρου, που λαγοκοιμόταν. "Μαλακισμένο ξωτικό", σκέφτηκε. Και το μυαλό του ξύπνησε απότομα. "Το σύνθημα,έρχονται!!!" Άρπαξε μια πέτρα και την πέταξε στο κράνος του νάνου, ο οποίος όμως προφανώς είχε ξυπνήσει από το ένστικτο του πολεμιστή, και όπως γύρισε να πάρει το τσεκούρι του την έφαγε στην μούρη.
"*&%*^%^&*^$%^#&^% το *&%^)(&**^&*%^$%# ηλίθιε", άρχισε να λέει.
"Ξύπνα τους" είπε ατάραχος ο Βάρβαρος, "έχουμε λίγες ώρες να ετοιμαστούμε"
Λίγο πιο πέρα, οι δίδυμοι κοιμόντουσαν μέσα στις πλουμιστές ρόμπες τους. Ο Βάρβαρος απορούσε με τον εαυτό του που τους συμπαθούσε. Μάγος ο ένας, κληρικός ο άλλος. Άντε βγάλε άκρη.
Ο κλεφτάκος,που προφανώς δεν είχε κλείσει μάτι, τελείωνε ένα μπούτι κοτόπουλο. Ρεύτηκε και πέταξε το κόκκαλο στο κεφάλι του μάγου.
"Ρε Χάρε, το φελέκι μου, δεν σου είπα πως πρέπει να κοιμηθώ για να μαζέψω ενέργεια για τα ξόρκια;"
"Σιγά ρε Βρασίδα, Orcs είναι. Άσε και κάτι για μάς.",είπε, και ο μάγος πήγε να ξυπνήσει τον αδελφό του.
"Βορράκιε ξύπνα, είναι ώρα". Ο κληρικός άνοιξε το ένα μάτι και είπε
"Ώχουουουου, στο καλύτερο με ξυπνάς, πάνω που την είχα ψήσει την μικρά από την Waterdeep". Σηκώθηκε με ήρεμες κινήσεις, μετρημένες.
Όποιος τους κοίταζε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιός είναι ποιός, μόνο τα ρούχα τους έκαναν την διαφορά. "Ωραίος παπάς, όλο στο ζάρι και γκόμενες έχεις στο μυαλό σου μπάρμπα", είπε ο Χάρος, που τους παρατηρούσε.
"Και η μπύρα. Λίγα είναι τα ωραία πράγματα σε αυτή την ζωή τέκνο μου,και η μάχη με Orcs δεν είναι μέσα σε αυτά." "Ενώ οι γκόμενες χωρίς μούσι είναι ωραίες,έ;", πετάχτηκε ο νάνος Gruik. Όλοι γελάγανε με το όνομά του, αλλά όλοι καταλήγανε με σπασμένα δόντια.
Μέσα από τις σκιές του απόκοσμα σιωπηλού δάσους εμφανίστηκε ο Frappelein. Μυστήριο τούτο το ξωτικό, πιο μυστήριες οι σκέψεις του. Μεγαλόσωμος για την φυλή του, μα πιο γρήγορος από τα ξωτικά που είχαν συναντήσει στα ταξίδια τους οι υπόλοιποι της παρέας. Καταγόταν από τα wood elves, και για τα δεδομένα της φυλής του ήταν σαν βάρβαρος. "Μάγκες, συγγνώμη που διακόπτω, μα έχουμε πρόβλημα",είπε δαγκώνοντας το περίεργο αντικείμενο που κράταγε πάντα πάνω του. "Τους οδηγεί ο ίδιος ο Δούκας Γάιος ο Α ο Immolator. Οι παγίδες είναι έτοιμες, αλλά έχουν μαζί τους και Trolls υπό την ηγεσία του Μονόφθαλμου Tony." "Ωραία", είπε ο βάρβαρος, "τότε ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσω αυτό", και έβγαλε από τον τεράστιο σάκο του ένα πελώριο σφυρί. "Να σας συστήσω το BANkenfuer". Χαμογέλασε και το κατέβασε με υπεράνθρωπη δύναμη στο χώμα. Κεραυνοί ξεχύθηκαν από το σφυρί στο έδαφος, και έγινε ένας μικρός σεισμός. "Μα την γενειάδα του Dumathoin, έχεις άλλο; Θέλω να παίξω και εγώ", είπε ο Gruik, με μάτια που γυάλιζαν από χαρά,χαιδεύοντας τα κοτσιδάκια της μέχρι το γόνατο πορφυρής γενειάδας του.</span>
Εντωμεταξύ...
<span class="bbcode_spoiler">Στην Waterdeep, οι άρχοντες Adhaniel και Alucardrilion πηγαίνανε στους υπονόμους για μια μυστική συνάντηση.
"Είσαι σίγουρος για αυτό Alucard;" ρώτησε ο ισχυρός άρχοντας.
"Ποτέ δεν ήμουν πιο σίγουρος, είναι η μόνη λύση", αποκρίθηκε ο παντοδύναμος μάγος και φύλακας του πιο πολύτιμου θησαυρού της μαγευτικής πόλης.
"Ετοίμαζα το ξόρκι στο μεσοδιάστημα 2 πανσελήνων, έφερες ότι σου είπα;"
"Από την προσωπική μου συλλογή. Ελπίζω να βοηθήσουν, είναι πολύ σπάνια."
Σταμάτησαν να περπατάνε. Ο Alucard άγγιξε μια πέτρα στον τοίχο, και με το άλλο χέρι σχεδίασε στον αέρα έναν ρούνο, που πήρε σχήμα και ενσωματώθηκε στην πέτρα. Ο τοίχος εξαφανίστηκε. Οι δύο άντρες προχώρησαν στον διάδρομο που εμφανίστηκε μπροστά τους, με δάδες να ανάβουν από μόνες τους στο πέρασμά τους. Στο βάθος άρχισε να φαίνεται μια απόκοσμη αύρα, και ο αέρας έγινε πιο κρύος. Η πύλη ήταν κοντά. Από ένστικτο, ο Adhan έσκυψε, σπρώχνωντας και τον Alucard στην άκρη, καθώς ένα πύρινο βέλος πέρασε χιλιοστά από πάνω του, καψαλίζοντας την πλούσια κόμη του.
"Μας δοκιμάζει... Μετά από τόσους αιώνες αναμονής και ύπνου, μάλλον είναι εκνευρισμένος..." Είπε ο Alucard. Φτάσανε στην Πύλη. "Έτοιμος;" Τα μάτια του Adhan έδωσαν την απάντηση. Με αποφασιστικό βήμα, περάσανε την Πύλη.
Ένα ολόλευκο φώς τους έλουσε καθώς γινόταν η μετάβαση από το ένα επίπεδο ύπαρξης στο άλλο, που έσβησε όσο ξαφνικά είχε εμφανιστεί. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα μπορούσαν να δούν και πάλι. Και τους κόπηκε η ανάσα από το θέαμα. Μπροστά τους, μέσα σε έναν λόφο από χρυσάφι, πετράδια, όπλα που δεν είχε αγγίξει το χέρι θνητού (πολλοί προσπάθησαν, κανένας δεν τα κατάφερε), βρισκόταν η ίδια η ψυχή της Waterdeep. O Μεγάλος Αρχαίος Παλιός. Τους κοιτούσε ερευνητικά με εκείνα τα μεγάλα ερπετήσια μάτια που δεν είχαν αντικρύσει πολλοί. Τους μίλησε απευθείας στο μυαλό, τηλεπαθητικά. "Μόνο εσείς ήρθατε; Μην αγγίξετε τίποτα" είπε μια ήρεμη φωνή. "Alucardrilion, ελπίζω να είσαι έτοιμος, το παραμικρό λάθος θα σου στοιχίσει την ζωή σου. Adhaniel, τι έφερες για να αποτίσεις φόρο τιμής στην ψυχή της πόλης που κυβερνάς;" "Τρισμέγιστε, εσύ που μου κάνεις την τιμή να μου μιλάς, δέξου αυτό το ταπεινό δώρο, είναι οτι πιο πολύτιμο έχω, πιο πάνω και από την ζωή μου". Με μια ήρεμη κίνηση, εμφάνισε ένα δέμα και το άφησε στην άκρη του λόφου από χρυσάφι. Ο Δράκος ανασήκωσε τον μακρύ λαιμό του απότομα, και έκλεισε τα μάτια του, ενώ ξεκίνησε ένα ξόρκι. Οι τοίχοι φάνηκαν να ξεθωριάζουν, και ο Adhaniel έκανε μερικά βήματα πίσω καθώς το δέμα άρχισε να ξετυλίγεται για να αποκαλύψει το περιεχόμενο. Φωτεινές ίνες άρχισαν να αναδύονται, και σαν ζωντανές κατευθύνθηκαν πρός τον δράκο, που τις περιεργάστηκε, και ψέλνωντας τις οδήγησε στους τοίχους ώστε να σχηματιστεί μια εικόνα που έδειχνε την κρυμμένη γνώση των arcane τόμων γνώσης γύρω από το gaming σε PC (ότι και να σήμαινε αυτό) που έφερε μαζί του ο πανίσχυρος Adhaniel, και που είχε αποκτήσει σε ένα από τα περιπετειώδη ταξίδια του στις παράλληλες διαστάσεις.</span>
Ξημέρωμα
<span class="bbcode_spoiler">...στο δάσος. Ο Frappelein δάγκωσε το kalamaki, δώρο του Solonor Thellandira, και κοίταξε την μεγάλη έκταση που εκτεινόταν μπροστά του. Όλες του οι αισθήσεις είχαν συντονιστεί με τον παλμό του δάσους, που του ψιθύριζε πως κάτι κακό έρχεται. Άφησε το νού του να φύγει, να συνδεθεί με το γεράκι που είχε στείλει να επιβλέπει την περιοχή από ψηλά. Ο εχθρός ετοιμαζόταν να κινηθεί.
Πίσω στον μικρό καταυλισμό που είχαν στήσει οι έξι ήρωες, οι ετοιμασίες είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. Ο Gruik έσφιξε το γάντι με την πρόκα δοκιμαστικά, ο Χάρος έλεγξε τα μαχαίρια του, και κοίταξε το τατουάζ του. Είχε εμφανιστεί πάλι ολοκάθαρο, με μια μικρή λεπτομέρεια που την διέκρινε αμέσως. Τα μάτια ήταν φωτεινά,σχεδόν γελαστά. Χαμογέλασε, και το εδειξε στον Μάγο, που έκλεινε εκείνη την στιγμή το πουγγί με τα πολύτιμα υλικά για τα ξόρκια του. "Μα την Mystra και τον Kossuth, αυτό δεν το έχω ξαναδεί", σκέφτηκέ, αλλά είπε "γίνεσαι πιο ισχυρός, η κατάρα σου υποχωρεί" χαμογελώντας. </span>
Editing...