REVIEWS
Trending

ASSASSIN’S CREED: ODYSSEY

Ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη...

Ομολογώ ότι για το Assassin’s Creed: Odyssey δεν είχα ποτέ ιδιαίτερες προσδοκίες. Η απόφαση της Ubisoft να κυκλοφορήσει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα έναν ακόμη Assassin’s Creed τίτλο, μετά το εξαιρετικό Origins και το πολύ αποδοτικό διάλειμμα των δύο ετών που μεσολάβησαν μέχρι τη κυκλοφορία του, μου φάνηκε βιαστική και στα πλαίσια μιας λογικής τύπου «ας φτιάξουμε ακόμα ένα στα γρήγορα, τώρα που κολλάει το σίδερο». Τα πρώτα δείγματα δε, δεν έδειχναν κάτι περισσότερο από ένα reskin του AC: Origins, που απλώς μετέφερε τον παίκτη από τους πορφυρούς αμμόλοφους της Αιγύπτου στα δύσβατα όρη και στις ανοικτές ακτές της Ελλάδας. Από την άλλη όμως, η Ubisoft επέμενε ότι το Odyssey αποτελεί κάτι διαφορετικό, αφήνοντας (αρκετά, αλλά όχι τελείως) στην άκρη την αιώνια διαμάχη μεταξύ Templars και Assassins και χρησιμοποιώντας μάλιστα γενναίους όρους για να το περιγράψει, όπως αυτός του Action/RPG. Σαν κατά κάποιο τρόπο να προσπαθεί να δημιουργήσει ένα δικό της έπος, στα πρότυπα του Witcher 3 της CD Projekt Red, από όπου εμφανώς έχει επηρεαστεί, όπως έδειξε τρανά και ο προκάτοχός του. Το αν τα καταφέρνει ή όχι, είναι κάτι που θα συμπεράνετε διαβάζοντας τις παρακάτω γραμμές.

Ο Αλέξιος, όταν ήταν ακόμα μικρός και αθώος…

Ο τόπος έχει βουίξει, αλλά στη πολύ μικρή πιθανότητα να μην έχετε αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται, το AC: Odyssey είναι το παιχνίδι που δίνει σάρκα και οστά στο όνειρο κάθε ελληνόφωνου (και όχι μόνο) φίλου της μακροχρόνιας πια σειράς της Ubisoft. Είναι το Assassin’s Creed στην Αρχαία Ελλάδα και μάλιστα σε μια από τις πιο ταραχώδεις εποχές της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας, δηλαδή αυτής του Πελοποννησιακού Πολέμου και στη πρώτη φάση αυτού, το 431 π.Χ. Τα πράγματα είναι γνωστά για το τι συνέβη εκείνη τη περίοδο (αν δεν τα γνωρίζετε, ανοίξτε κανένα βιβλίο Ιστορίας να ξεστραβωθείτε, μη τα περιμένετε όλα από το Ragequit), εμείς όμως σαν παίκτες οφείλουμε να συμμετάσχουμε με κάποιο τρόπο. Έτσι λοιπόν διαθέτουμε, όχι απλώς έναν, αλλά δύο εκπροσώπους που θα μας επιτρέψουν να ζήσουμε τα γεγονότα από πρώτο χέρι. Οι δύο αυτοί εκπρόσωποι είναι ο Αλέξιος και η Κασσάνδρα, δύο Σπαρτιάτες πολεμιστές (τι άλλο;), οι οποίοι για διάφορους λόγους που δεν είναι της παρούσης να αναφέρουμε, μιας και είναι κάτι που θα πρέπει να ανακαλύψετε μόνοι σας, βρέθηκαν στη Κεφαλλονιά να εκτελούν το επάγγελμα του μισθοφόρου (misthios όπως θα ακούσετε να το λένε εκατοντάδες φορές), κάτω υπό το βλέμμα του Μάρκου, ενός συμπαθητικού τύπου, που εκεί που πάει και μπλέκει, μάλλον κατά τύχη είναι ακόμα ζωντανός.

Δεν είναι η πρώτη φορά που υπάρχουν δύο πρωταγωνιστές σε παιχνίδι Assassin’s Creed (θυμηθείτε το Syndicate και το δίδυμο Jacob-Evie), με τη διαφορά όμως ότι εδώ καλούμαστε να διαλέξουμε τον εκπρόσωπό μας, πριν ακόμα εμφανιστούν οι τίτλοι αρχής και με την επιλογή μας να είναι τελεσίδικη. Προφανώς, η επιλογή χαρακτήρα έχει αρκετές επιπτώσεις τόσο σε κάποια κομμάτια της ιστορίας όσο και στην αντιμετώπιση που θα έχουμε από τους υπόλοιπους χαρακτήρες που θα συναντήσουμε στο παιχνίδι, εμείς πάντως επιλέξαμε τον Αλέξιο, γιατί θέλαμε να ξεκινήσουμε από το άλφα πρώτα. Η επιλογή μας στέφθηκε με επιτυχία, καθώς ο Αλέξιος είναι, με διαφορά, ο πιο «κάφρος» πρωταγωνιστής της σειράς που έχουμε δει ως τώρα, ξεπερνώντας με χαρακτηριστική ευκολία τον Edward Kenway του Black Flag, που ήταν εξίσου «χαρούμενο» παιδί. Αν και τα κίνητρα για να ξεκινήσει την Οδύσσειά του είναι απόλυτα δικαιολογημένα (κάπως πρέπει να ανακαλύψει τις ρίζες του και αυτός), η όλη συμπεριφορά του δείχνουν έναν άνθρωπο που μπορεί την ίδια στιγμή τόσο να πουλήσει την ίδια του τη μάνα για ένα πουγκί δραχμές όσο και να σκοτώσει μια ολόκληρη φρουρά από Αθηναίους, επειδή εκμεταλλεύονται ένα μικρό παιδί. Αν και το ποιον του Αλέξιου (ή της Κασσάνδρας, αλλά για λόγους συντομίας, από εδώ και στο εξής θα αναφερόμαστε μόνο σε αυτόν) το καθορίζουν κυρίως οι πράξεις μας στο παιχνίδι, υπάρχει πάντα μια κεντρική ιστορία στην οποία κινούμαστε παραπλεύρως, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα να ξεστρατίσουμε εντελώς.

Ο Φόβος θα είναι ο αχώριστος συντροφός σας, από την αρχή του παιχνιδιού κιόλας. Ένα σφύριγμα και τσουπ, είναι στη διάθεσή σας.

Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι ναι μεν υπάρχουν κάμποσα ηθικά και στρατηγικά διλήμματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, μερικά μάλιστα αρκετά σοβαρά, στην τελική όμως, το αποτέλεσμα δεν θα διαφέρει δραματικά από αυτό που είχαν στο μυαλό τους οι άνθρωποι της Ubisoft. Κατά συνέπεια, αν είχατε τίποτε μεγαλόπνοες προσδοκίες, τύπου να επιλέξετε στρατόπεδο μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας και να καθορίσετε (ή έστω να επηρεάσετε) το αποτέλεσμα του Πολέμου, ας τις ξεχάσετε. Ο Αλέξιος είναι misthios με τη βούλα και αναλαμβάνει αποστολές τόσο από επιφανείς Αθηναίους φιλόσοφους όσο και από σκληροτράχηλους Σπαρτιάτες πολέμαρχους, αρκεί να υπάρχει μπόλικο παραδάκι στο τέλος. Λυπηρό; Ίσως, αλλά στη τελική, ο σκοπός του AC: Odyssey δεν είναι να δώσει τη δυνατότητα στον παίκτη να ξαναγράψει Ιστορία, αλλά κυρίως να διηγηθεί το προσωπικό δράμα του Αλέξιου, με τις όποιες προεκτάσεις διαθέτει αυτό (Cult of Kosmos, no further spoilers παρακαλώ), πετώντας βέβαια στο ενδιάμεσο και το γνωστό τυράκι της σύγχρονης εποχής, απλώς αυτή τη φορά πολύ πιο επιφανειακά. Νομίζω ότι είναι καιρός να το ξηλώσουν τελείως, όσο και αν προσπαθεί με νύχια και με δόντια να γίνει ενδιαφέρον.

Αφού ξεκαθαρίσαμε τι είδους προθέσεις έχει το νέο παιχνίδι της Ubisoft, ας περάσουμε λοιπόν στα ενδότερα του AC: Origins. Origins είπα; Με συγχωρείτε, Odyssey ήθελα να γράψω, αλλά βλέπετε η Ubisoft κατάφερε να με μπερδέψει. Η απάντηση στο γιατί δεν είναι δύσκολο να την καταλάβετε: το Odyssey παίζει ακριβώς στα ίδια κυβικά με το Origins, σε σημείο μάλιστα που μόλις το έπιασα στα χέρια μου, ένοιωθα σαν να μην πέρασε μια μέρα. Οι ίδιοι μηχανισμοί που εφαρμόστηκαν στο προηγούμενο παιχνίδι, ισχύουν και εδώ και άπαξ και το έχετε παίξει, δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα να προσαρμοστείτε αμέσως σε αυτό. Το αξιοπερίεργο όμως είναι ότι, όσο και αν το Odyssey είναι εμφανώς ένα reskinned Origins, καταφέρνει και αναδεικνύει έναν δικό του χαρακτήρα. Φταίει μήπως ο πλουραλισμός της Ελληνικής γης σε σχέση με εκείνον της Αιγύπτου; Μήπως το γεγονός ότι η Ubisoft προσπάθησε πάρα πολύ να αναπαράγει το μοναδικό γαλάζιο του Αιγαίου (και του Ιονίου), τα καταπράσινα δάση της Πελοποννήσου, τα λιτή αρχιτεκτονική των νησιών, αλλά και την αξεπέραστη, μέσα στους αιώνες, αντίστοιχη της Αθήνας του Περικλή; Θα σας γελάσω.

Από ιστορικές προσωπικότητες, το παιχνίδι άλλο τίποτα.

Η απόδοση της Αρχαίας Ελλάδας είναι με μία λέξη ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ και πετυχαίνει εντυπωσιακά να μεταφέρει το μυαλό του παίκτη σε εκείνη την εποχή, προκαλώντας πολλές και συνεχόμενες ανατριχίλες, ιδίως αν είστε λάτρεις της συγκεκριμένης περιόδου. Είναι τόσο “on-the-spot”, που λένε και στο χωριό μου, η αναπαράσταση των διαφόρων νομών της Ελλάδας, που ακόμα και η απλή διάβασή τους, καβάλα στο Φόβο (το άλογό μας, ντε), είναι σκέτη απόλαυση. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έπιασα τον εαυτό μου απλώς να χαζεύει το περιβάλλον, καθώς ένοιωθα ότι ήμουν ΕΚΕΙ. Δεν είναι πολλά τα παιχνίδια που το κατορθώνουν αυτό και αξίζουν πραγματικά πολλά συγχαρητήρια στη Ubisoft του Quebec.

Άλλωστε, το ίδιο το παιχνίδι δεν προσπαθεί ιδιαίτερα να μας αποτρέψει να εξερευνήσουμε τον τεράστιο χάρτη του. Σχεδόν από την αρχή του παιχνιδιού είμαστε ελεύθεροι να κινηθούμε όπως το επιθυμούμε, με μόνο εμπόδιο το level των εχθρών, που λειτουργεί ως βαρόμετρο για το αν είμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε στη κεντρική ιστορία του παιχνιδιού ή όχι. Μια βασική διαφορά με το AC: Origins είναι το level scaling που υφίστανται τόσο τα quests όσο και οι εχθροί (ανθρώπινοι και μη), με μέγιστο όριο τη διαφορά των δύο levels. Αυτό αφενός λύνει ένα σοβαρό πρόβλημα που υπήρχε στο προηγούμενο παιχνίδι, καθώς από ένα σημείο και έπειτα πολλά quests έμεναν ανεκμετάλλευτα γιατί δεν είχαν πια αρκετό XP να προσφέρουν, αφετέρου δημιουργεί ένα κενό στην ουσία του συστήματος levelling, αφού πρακτικά δεν έχει σοβαρό λόγο ύπαρξης, μιας και λίγο-πολύ θα αντιμετωπίσουμε τις ίδιες δυσκολίες, είτε είμαστε level 20 είτε level 30. Αφήστε δε που με αυτό το τρόπο, μπορούν να συμβούν και κωμικοτραγικά γεγονότα, όπως για παράδειγμα να βρισκόμαστε μέσα στο πανικό της μάχης, να σκοτώνουμε ανηλεώς «χτιστούς» Σπαρτιάτες και να δεχόμαστε το μοιραίο χτύπημα από… κότα 35ου επιπέδου! Αναμφισβήτητα μια αμφιλεγόμενη απόφαση της Ubisoft που μάλλον θα πρέπει να την ξανασκεφτεί στο επόμενο παιχνίδι της.

“Θάλαττα, θάλαττα…”

Εκτός αυτού, σίγουρα θα πρέπει να σκεφτεί λιγάκι τι θα κάνει με το περιεχόμενο στα παιχνίδια της. Το Odyssey δεν έχει απλά πολύ περιεχόμενο. Έχει πάρα πολύ περιεχόμενο και ακόμα παραπάνω. Μια λέξη που θα το χαρακτήριζε θα ήταν παραφορτωμένο, καθώς δεν υπάρχει ούτε μία στιγμή που ο χάρτης να ξεμένει από points of interest, χωρίς να υπολογίζουμε τα μυστικά που δεν εντοπίζει ούτε ο αετός σας (λέγε με Ίκαρο) αν δεν φτάσουμε ως εκεί με τα ποδαράκια μας. Από δραστηριότητες δε, άλλο τίποτα. Πέρα από τις, κλιμακούμενης δυσκολίας, αποστολές της κεντρικής ιστορίας, σε κάθε πόλη που επισκεπτόμαστε τα side-quests δίνουν και παίρνουν, και κυμαίνονται από τυπικά fetch και επίλυση προσωπικών διαφορών μεταξύ των κατοίκων μέχρι πιο περιπετειώδη και ιντριγκαδόρικα, προερχόμενα από γνωστές προσωπικότητες της εποχής όπως ο Σωκράτης (με διαφορά, τα πιο καλογραμμένα side-quests του παιχνιδιού), ο Αλκιβιάδης, ο Ηρόδοτος και δεν συμμαζεύεται. Φυσικά, το Odyssey δεν περιορίζεται εκεί, καθώς φροντίζει να ανανεώνεται τακτικά με ημερήσια και εβδομαδιαία quests, ενώ ο μηχανισμός των Bounty Hunters που υπήρχε στο Origins (οι Φύλακες), συνεχίζει να υφίσταται και εδώ, αρκετά διαφοροποιημένος όμως, έχοντας μια εσάνς από το Nemesis system του Middle Earth: Shadow of War.

Συγκεκριμένα, οι Mercenaries, όπως τιτλοφορούνται, είναι πια δεκάδες και το κυνήγι τους έχει σημαντικό όφελος τόσο σε εξοπλισμό όσο και σε άλλες ανταμοιβές, όπως για παράδειγμα στις τιμές των προϊόντων. Όσο περισσότερους ξεκάνουμε, τόσο ανεβαίνουμε σε κατηγορία (tier), ενώ το παιχνίδι μοιάζει να τους τροφοδοτεί ασταμάτητα, έστω και αν ο αριθμός τους είναι πεπερασμένος. Φυσικά, δεν κυνηγάμε μόνο εμείς αυτούς, αλλά και αυτοί εμάς, έτσι και τολμήσουμε και δεν είμαστε «καλά παιδιά» μπροστά σε αδιάκριτα μάτια. Στη περίπτωση λοιπόν που επικηρυχθούμε (υπάρχουν πέντε επίπεδα επικήρυξης), δεν θα αργήσουν να εμφανιστούν μπροστά μας με άγριες διαθέσεις. Μάλιστα, οι μονομαχίες μεταξύ τους, αν και απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν ως boss-fights, όπως συνέβαινε στο Origins (εκτός και αν προπορεύονται τουλάχιστον 2 με 3 levels) είναι αρκετά χρονοβόρες, καθώς για κάποιο μυστήριο λόγο, αποτελούν πολύ μεγάλα… sword-sponges. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο αυτό, όσο το ότι μπλέκονται στα πόδια μας στις πιο ακατάλληλες στιγμές.

Εντυπωσιακά τα πλάνα από τα synchronization points. Εδώ ο Παρθενών σε όλο του το μεγαλείο.

Θα σας δώσω ένα παράδειγμα για να καταλάβετε τι εννοώ: έχετε αναλάβει την αποστολή να σκοτώσετε τον αρχηγό της τοπικής φρουράς, ο οποίος βρίσκεται σε ένα απομακρυσμένο οχυρό. Η εισβολή σε οχυρό και η δολοφονία θεωρούνται σοβαρά αδικήματα, οπότε μόλις διαπράξετε τους πρώτους σας φόνους και γίνετε αντιληπτός, επικηρύσσεστε επιτόπου. Την ίδια στιγμή, οι mercenaries της περιοχής ψάχνουν για να σας βρουν και, όλως τυχαίως, ξέρουν ακριβώς που βρίσκεστε. Συνεπώς, έχοντας να αντιμετωπίσετε ταυτόχρονα τους στρατιώτες του οχυρού, που στο μεταξύ πιθανόν να έχουν φωνάξει ήδη για ενισχύσεις, η σχεδόν βέβαιη εμπλοκή των mercenaries στον όλο χαμό, μπορεί να γίνει, επιεικώς, εκνευριστική.

Λύση υπάρχει, η οποία όμως μοιάζει περισσότερο με cheat: απλά μπαίνετε στο menu και πατάτε Pay All Bounties, με το ποσό να διαφέρει ανάλογα με την επικήρυξή σας. Εναλλακτικά, αν δεν θέλετε να πληρώσετε, γιατί αυτά είναι για τους φλώρους τους Αθηναίους και όχι για σκληρούς Σπαρτιάτες σαν και εσάς, μπορείτε να βρείτε στο χάρτη τον τύπο που σας επικήρυξε και να τον σκοτώσετε, αλλά τις περισσότερες φορές συνοδεύεται από άλλους οπλίτες, οπότε δεν αξίζει καν τον κόπο.

Βέβαια, όσο εκνευριστικός και αν γίνεται ώρες-ώρες ο μηχανισμός των mercenaries, το σύστημα μάχης είναι με τέτοιο τρόπο στημένο που μας αποζημιώνει για τις ώρες που θα σπαταλήσουμε, κοπανώντας ψηφιακούς οπλίτες. Οι βάσεις του συστήματος μάχης είναι οι ίδιες με το Origins, με τη διαφορά ότι δεν διαθέτουμε ασπίδα, οπότε βασιζόμαστε καθαρά στο τρίπτυχο dodge/parry/attack. Ιδιαίτερα στα δύο πρώτα, το παιχνίδι διευκολύνει τη κατάσταση, καθώς ανοίγει μεγάλα «παράθυρα» τόσο για να αποφύγουμε τις επερχόμενες επιθέσεις όσο και για να τις αποκρούσουμε, με συνέπεια να γεμίζει η σχετική adrenaline bar, που με τη σειρά της οδηγεί στην εκτέλεση σφοδρότερων επιθέσεων.

Conquest Battles, μικρή η ουσία τους, αλλά προσφέρεται για μερικές εντυπωσιακές μάχες και καλό looting.

Συνολικά, υπάρχει μεγάλη ποικιλία οπλισμού (και μπόλικο random dropping με common/rare/epic/legendary weapons), κυρίως αγχέμαχων (σπαθιά, τσεκούρια, μαχαίρια), αλλά εξίσου χρήσιμα είναι τόσο το τόξο με τα διαφόρων ειδών βέλη (poison, fire arrow κλπ) όσο και το Broken Spear of… Λεονάιντας (δεν θέλω γέλια), που τυπικά αντικαθιστά τα hidden blades. Φυσικά, υπάρχει το ανάλογο ability tree (Hunter, Warrior και Assassin) για τα τρία αυτά είδη όπλων, όπου μπορούμε να αναθέσουμε έως τέσσερα shortcuts για κάθε tree, ενώ οι πόντοι εμπειρίας κερδίζονται είτε με το levelling είτε με το (κάπως ανιαρό είναι αλήθεια) tomb exploration. Οι αλλαγές των μηχανισμών αυτών σε σχέση με το AC: Origins είναι ελάχιστες, με πιο αξιοσημείωτη τη χάραξη των Engravings πάνω στον εξοπλισμό της αρεσκείας μας (πρακτικά ένα επιπλέον buff, εφόσον πληρώσουμε τον Blacksmith της περιοχής), οπότε δεν χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης.

Εξίσου ελάχιστες όμως είναι και οι βελτιώσεις στο ΑΙ, που παραμένει ηλιθιωδώς… ηλίθιο, στη περίπτωση που αποφασίσουμε να επιλέξουμε την οδό των σκιών. Πλην ελαχίστων περιπτώσεων, οι αντιδράσεις των εχθρών στις κινήσεις μας είναι αργές, σπασμωδικές και μη ρεαλιστικές, ενώ είναι δυνατό να έχουμε “αδειάσει” μια ολόκληρη περιοχή και ο τάδε ταπεινός τοξότης στη γωνία, να μην έχει πάρει πρέφα ότι οι φίλοι του δεν του λένε πια καλημέρα. Μάλιστα, όπως φαίνεται, η εν λόγω χαζομάρα είναι και κολλητική, καθώς αν κατά τη διάρκεια μιας συμπλοκής, χτυπήσουμε κατά λάθος έναν περαστικό πολίτη, αυτός αντί να τρέξει να σωθεί, θα πάρει το πρώτο δόρυ που θα βρει μπροστά του για να μας πολεμήσει! Βέβαια, είναι πολύ φυσιολογικό, σε μια μάχη μεταξύ σκληρά εκπαιδευμένων στρατιωτών, να πετάγεται ο επαίτης της γειτονιάς (επίπεδου 40, είπαμε level scaling) για να κάνει το κομμάτι του. Να δούμε πότε η Ubisoft θα διορθώσει αυτά τα πράγματα.

Ε δεν θα μπορούσε να μην γραφτεί η σχετική ατάκα: “Μυκονοοοοοοοός!”

Πάντως, το AC: Odyssey δείχνει να αντιλαμβάνεται τις αδυναμίες αυτές, εξ’ ου και η έμφαση που δίνει στο Warrior Skill , το οποίο περιλαμβάνει μερικές πραγματικά απαραίτητες abilities (όπως το Second Wind με το στιγμιαίο healing ή το Kick of Sparta), ενώ η ύπαρξη των Conquest Battles ανά περιοχή, όπου Σπαρτιάτες και Αθηναίοι λύνουν τις διαφορές τους στο πεδίο της μάχης και εμείς επιλέγουμε ποιους θα βοηθήσουμε πριν την έναρξή της, δίνουν έναν περισσότερο πολεμικό, παρά stealth, τόνο στο παιχνίδι. Οι συγκεκριμένες Battles μάλιστα παρέχουν πλουσιοπάροχο epic gear, εφόσον νικήσει η πλευρά που θα επιλέξουμε, αλλά η αλήθεια είναι ότι το παιχνίδι προσφέρει συνεχώς τέτοια πληθώρα εξοπλισμού, που δύσκολα δεν θα βρούμε κάτι καλύτερο. Κατά συνέπεια, οι Conquest Battles περιορίζονται κυρίως στο «ξεχαρμάνιασμα» του παίκτη για να ρίξει μπόλικες σφαλιάρες, χωρίς να τον ενοχλούν οι mercenaries, αλλά και στο τρόπο λήψης μιας σεβαστής ποσότητας από XP.

Βέβαια, τα προαναφερθέντα ισχύουν στη περίπτωση που πατάμε τα πόδια μας στη στεριά, γιατί όταν χρειαστεί να επισκεφθούμε κάποιο νησάκι με το πλοιάριο μας Adrestia, η κατάσταση αλλάζει. Τα ταξίδια είναι συνήθως όσο ήρεμα θέλουμε εμείς, με τα ανατατικά τραγούδια του πληρώματος να μας συνοδεύουν πολύ ευχάριστα, αλλά δεν θα αποφύγουμε να εμπλακούμε σε ναυμαχίες, όσο και αν το προσπαθήσουμε. Για μια ακόμη φορά, λοιπόν επιστρατεύεται η ίδια μανιέρα με εκείνη του Black Flag, χωρίς όμως να υπάρχουν κανόνια (προφανώς, το μπαρούτι δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα), αλλά να χρησιμοποιούνται μονάχα βέλη και ακόντια.

Τα Tombs προσφέρονται για άμεσους Ability points, αλλά καλό θα ήτο να είχαν μεγαλύτερη ποικιλία.

Μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο, θα χρειαστεί να εφαρμόσουμε τελείως διαφορετική τακτική, πιο γρήγορη και με περισσότερους ελιγμούς, ιδίως η κίνηση Ram είναι καίριας σημασίας, ενώ η αναβάθμιση του πλοίου με καλύτερης ποιότητας υλικά (βέβαια, με το αζημίωτο σε πρώτες ύλες) και με την «πρόσληψη» lieutenants, που προσφέρουν απλόχερα πολύτιμα buffs, είναι το κλειδί για την επιβίωση του σκαριού μας ανάμεσα σε δύο ή και τρεις τριήρεις ταυτόχρονα. Ιδιαίτερα για τους lieutenants, είναι ίσως ο σημαντικότερος λόγος να ασχοληθούμε περιστασιακά με το «Biowareικό» love story του Αλέξιου με τις διάφορες κορασίδες (ή και αγόρια, αν ψήνετε το ψάρι και από τις δύο πλευρές) που θα συναντήσει στο διάβα του, καθώς ουκ ολίγες φορές, αφού ο ήρωας μάς προσφέρει άπλετο γέλιο με τις απίστευτες ατάκες του, προσφέρονται για βοήθεια στο πλοίο, μετά τα καθέκαστα…

Μιας και αναφερθήκαμε στις ατάκες, το AC: Odyssey δεν παίρνει τον εαυτό του και τόσο στα σοβαρά, οπότε μην περιμένετε να παρακολουθήσετε διαλόγους αξιώσεων, παρ’ όλο που έχουν γραφτεί και ηχογραφηθεί χιλιάδες γραμμές κειμένου, απόρροια των πολλών επιλογών που μας δίνονται σε κάθε περίπτωση. Υπάρχουν φυσικά κάποιες αξιόλογες στιγμές (κυρίως με το Σωκράτη), αλλά εξίσου πολλές που το παιχνίδι θυμίζει κάποιο επεισόδιο της τηλεοπτικής Ζήνας με τα διάφορα αστειάκια του, ενώ περιττό να αναφέρουμε τη κατάχρηση που γίνεται στη λέξη malakas και τα παράγωγά του – σίγουρα θα έχετε ακούσει κάπου να μιλάνε γι’ αυτό. Μάλιστα, η απόφαση της Ubisoft όλοι οι χαρακτήρες του παιχνιδιού να μιλάνε Αγγλικά με «Ελληνική» προφορά είναι μάλλον ατυχής, γιατί σωστά Ελληνικά δεν ακούμε τελικά (αυτό το «Έλα» το Αλέξιου, με το έντονο λάμδα, όταν απευθύνεται στο άλογο, με έχει στοιχειώσει, γελάω κάθε φορά που το ακούω), αλλά και η Αγγλική γλώσσα καταπονείται και καταπονεί εξίσου και τα αυτιά μας.

Μερικές φορές, απλά χαζεύεις…

Τουλάχιστον, το συνοδευτικό soundtrack είναι απολαυστικό, με το πιασάρικο main theme να μένει στο μυαλό για ώρες, συνολικά ακούγεται αρκούντως επικό και «ελληνικό». Για τον οπτικό τομέα, αναφερθήκαμε λίγο στην αρχή του άρθρου, θα επαναλάβουμε ξανά ότι το AC: Odyssey είναι ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ. Απλά δεν χορταίνεις να το θαυμάζεις, ενώ παρουσιάζει εντυπωσιακές λεπτομέρειες, ιστορικά ακριβείς, τόσο στα κτίρια και στους ναούς των διαφόρων πόλεων όσο στις ενδυμασίες των πολιτών, των στρατιωτών και στη σχεδίαση του οπλισμού. Δίχως άλλο, πρόκειται για αριστουργηματική δουλειά που αξίζει να μνημονεύεται ακόμα και ως απλός ταξιδιωτικός οδηγός. Πάντως, περνώντας σε πιο “γήινα” πράγματα σαν το performance, αν και έχει τα προβλήματά του (ιδιαίτερα μέσα στην Αθήνα), σε γενικές γραμμές είναι ικανοποιητικό, ιδίως αν πειραματιστούμε λιγάκι με τις διάφορες ρυθμίσεις γραφικών. Θα λέγαμε ότι είναι ένα κλικ πιο βαρύ από το Origins, χωρίς το τελικό αποτέλεσμα να διαφέρει δραματικά.

Συνοψίζοντας, τι συμπέρασμα βγάζει κανείς για το AC: Odyssey; Αναμφισβήτητα, το παιχνίδι έχει θέματα, αρκετούτσικα μάλιστα: το κακό AI, ο στραγγαλισμός του παίκτη με εκατοντάδες αποστολές και οι χαμένες ευκαιρίες σε RPG επίπεδο (διάλογοι, η επίπτωση των επιλογών μας κοκ). Το μέγεθος του είναι κυριολεκτικά τεράστιο, με διαφορά το μεγαλύτερο Assassin’s Creed που έχει εμφανιστεί ως τώρα, καθώς χρειάζονται τουλάχιστον 50 ώρες για να φθάσει κανείς στο τέλος του (πολύ) βασικού story του παιχνιδιού – υπολογίστε άλλες τόσες για να δείτε το κάθε τι που έχει να σας προσφέρει. Όμως, κατορθώνει κάτι πολύ σημαντικό: να είναι πραγματικά διασκεδαστικό και αφάνταστα εθιστικό, ακόμα και όταν το παιχνίδι έχει αποκαλύψει όλα τα χαρτιά του και απλώς οδεύουμε βήμα-βήμα προς το τερματισμό. Άπαξ και αποφασίσεις να ξεκινήσεις να παίζεις, είναι σχεδόν αδύνατον να το αφήσεις από τα χέρια σου, αν δεν πονέσουν πρώτα τα μάτια σου και τα δάκτυλά σου.

Αν λοιπόν θέλουμε να γίνουμε γκρινιάρηδες γεροπαράξενοι, άλλωστε πλησιάζουμε σε μια ηλικία που δικαιολογεί μια τέτοια συμπεριφορά, μπορούμε να το κάνουμε, όπως και για κάθε τίτλο που κυκλοφορεί εκεί έξω. Στη τελική όμως, αυτό που μετράει είναι τα συναισθήματα που δημιουργεί ένα παιχνίδι στο μυαλό του παίκτη και το AC: Odyssey καταφέρνει να τα διεγείρει σε μεγάλο βαθμό. Είτε φταίει το setting, που νομοτελειακά «τσιμπάει» τα ενδότερα μας ως Έλληνες είτε η όποια συμπάθεια τρέφουμε στη σειρά της Ubisoft, το AC: Odyssey είναι από τα πιο διασκεδαστικά επεισόδια της σειράς. Είναι το καλύτερο; Όχι. Το χειρότερο; Ούτε. Αξίζει τα λεφτά του; Μέχρι τελευταίας δραχμής.

Ευχαριστούμε θερμά τη CD Media και τη Ubisoft για τη παροχή του review code.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 87%

87%

Ναι

Τεράστιο σε μέγεθος, με εξίσου αρκετά "θέματα", αλλά απίστευτα διασκεδαστικό και εθιστικό. Είναι το Assassin's Creed στην Αρχαία Ελλάδα.

Γιώργος Δεμπεγιώτης

Συντάκτης-λάτρης των action, shooter, adventure, RPG’s και ενίοτε racing παιχνιδιών, προτιμά κυρίως το single-player gaming. Που και που ξεσπάει σε κανά multi, αλλά δεν το παρακάνει κιόλας.

5 Comments

  1. Άκρως κατατοπιστικός, Γιώργο για άλλη μία φορά! Η αλήθεια είναι ότι έχω σταματήσει τη σειρά περίπου από τα μέσα του AC3 με το Black Flag να με κοιτάει όταν το τσίμπησα σε Uplay free giveaway. Αλλά κάτι το hype και τα σχόλια όλων που το έχουν αγοράσει, κάτι η ιστορική του περίοδος που είναι εμφανής “κράχτης”, νομίζω ότι θα επανορθώσω σε κάποια στιγμή με τη νέα “τριλογία”.

    Από ότι έχω καταλάβει αν κάποιος αποφασίσει να παρακάμψει το Origins για να βουτήξει στο Odyssey δεν χάνει κάποια ιδιαίτερη ροή της κεντρικής πλοκής αφού αυτή δεν υφίσταται όπως την είχαμε δει στα AC 1-2, σωστά;

    1. Συμπαγής ‘ιστορία’ υπάρχει από το AC μέχρι και το Revelations άντε και τραβηγμένα ως και το 3. Μετά κάθε παιχνίδι στέκεται πάρα πολύ άνετα εντελώς αυτόνομα με κάποια πολύ περιστασιακή αναφορά σε χαρακτήρες από τα προηγούμενα. Άνετα βουτάς κατευθείαν στο Odyssey!

  2. #Μύκονος #Καγκουραλέξιος #ΓκίφΔραχμήΜαλάκα #GOTY2018.

    Έξοχο κείμενο Ζώρζ, συμφωνώ και υπερθεματίζω. Αν έλειπε και το αψυχολόγητο level scaling σε συνδυασμό με τους mercenaries που σκάνε με μαθηματική ακρίβεια την χειρότερη δυνατή στιγμή, η κάθε συνεδρία ενδεχομένως θα ανέβαινε από 8 σε 12 ώρες.

  3. Είμαι στην 51η ώρα παιχνιδιού και δεν έχω πραγματικά λόγια για τούτο το αριστούργημα.

    Σεναριακά ναι, είναι φαρσοκωμωδία. Έχει όμως στιγμές που αφορούν το πραγματικό του φινάλε (περιλαμβάνει τέσσερα σημαντικά μονοπάτια quests και αν κάποιος ασχοληθεί μονάχα με το βασικό, χάνει γύρω στο 30% του ουσιαστικού περιεχομένου του τίτλου) που σε κάνουν να ανατριχιάζεις σύγκορμος.

    Η δε αναπαράσταση της Αρχαίας Ελλάδας είναι με διαφορά το αισθητικά σπουδαιότερο επίτευγμα που έχει δει ποτέ ο χώρος μας και θα εκπλαγώ εάν δεν σαρώσει κάθε σχετικό βραβείο.

Αφήστε μια απάντηση

Related Articles

Back to top button
elEL