BLUE ESTATE
Τον Φεβρουάριο του 2014 έγραψα το review για το “Rambo: The Video Game”, ενός τίτλου που εκτός απ’ την ιδιαιτερότητα της τεράστιας χρονικής απόστασής του σε σχέση με την περίοδο εμφάνισης των αντίστοιχων ταινιών του πασίγνωστου franchise, τολμούσε να επαναφέρει στο προσκήνιο ένα τελείως ξεχασμένο -αλλά αγαπημένο κατά το παρελθόν- genre, εκείνο των first person on-rail shooting games. Τότε ακόμη δε μπορούσα να φανταστώ ότι το παιχνίδι των Teyon και Reef Entertainment θα κρινόταν τόσο αυστηρά απ’ το σύνολο του τύπου, εγχώριου και ξένου. Ήταν πάμπολλοι εκείνοι που βρήκαν την ευκαιρία να εξαντλήσουν την αυστηρότητά τους πάνω του, με βασικό μάλιστα γνώμονα της σφοδρής κριτικής πολλών να είναι ακριβώς τ’ ότι το παιχνίδι ανήκε στην κατηγορία των on-rail shooters! Προσωπικά, όπως διαφάνηκε απ’ το review μου, το κατευχαριστήθηκα, ξοδεύοντας πολλές ώρες μαζί του και προσπαθώντας να καταλάβω την κορυφή στα leaderboards, κάτι που τελικά δε κατάφερα, καθώς έπεσα πάνω σ’ έναν εκπληκτικό αντίπαλο, που δικαίως με περιόρισε στη δεύτερη θέση της παγκόσμιας κατάταξης.
Παρά το θάψιμο που του επεφύλαξε σχεδόν το σύνολο των reviewers, φαίνεται ότι η αρκετά διαφορετική γνώμη των gamers σε σχέση με τις τραγικές βαθμολογίες που απέσπασε, με το 60% του κοινού να το κρίνει θετικά, διαφοροποιούμενο απ’ τα 34%, 28% και 23% που υπήρξε η μεσοσταθμική βαθμολογία του παιχνιδιού σε PC, PS3 και XBOX360 αντίστοιχα στο Metacritic έδωσε την ιδέα και σ’ άλλους developers ν’ ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο.
Δε θα διστάσω να παραδεχθώ ότι για το “Blue Estate: The Game”, όπως είναι η πλήρης τίτλος του, δεν είχα την παραμικρή ιδέα μέχρι που με πληροφόρησε ο Στέφανος Κουτσούκος για την ύπαρξή του. Αυτός άλλωστε είναι και ο μόνος λόγος που το παρουσιάζουμε επτά ολόκληρους μήνες μετά την επίσημη κυκλοφορία του. Όπως φαντάζεστε, δεν έχασα καθόλου χρόνο και κατόπιν επικοινωνίας με την εταιρεία Hesaw, developer και publisher του τίτλου, εξασφάλισα τον πολυπόθητο κωδικό. Ένας ακόμη γύρος ατελείωτου τεχνικού point shooting και σκαρφαλώματος στα leaderboards ήταν προ των πυλών.
ΑΠΟ COMIC ΞΕΚΙΝΗΣΕ, VIDEO GAME ΚΑΤΕΛΗΞΕ
Η video game εκδοχή του “Blue Estate” έχει τις ρίζες της στην ομώνυμη σειρά comics των Viktor Kalvachev και Kosta Yanev, υπεύθυνου καλλιτεχνικού σχεδιασμού και σεναριογράφου αντίστοιχα. Πρόκειται για ιστορία που απευθύνεται καθαρά σ’ ενήλικο κοινό και κυκλοφόρησε σε 12 τεύχη μεταξύ Απριλίου 2011 και Αυγούστου 2012, ενώ στη συνέχεια διατέθηκε και μέσω τριών μικρών τόμων, καθένας εκ των οποίων περιελάμβανε τέσσερα τεύχη. Αν μη τι άλλο, αυτό που ξεχωρίζει και έλκει τον αναγνώστη είναι η ενήλικη θεματολογία και το ιδιαίτερο στυλ των σκίτσων μέσω των οποίων παρουσιάζει και ντύνει ο Kalvachev τ’ απανταχού δρώμενα.
Αυτό που πρωτίστως απασχολεί όμως εμάς ως gamers ασφαλώς είναι το κατά πόσο το “Blue Estate” καταφέρνει να έχει μία αξιόλογη κι επιτυχή παρουσία ως video game. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι οποιοσδήποτε δε συγκινείται απ’ τα rail shooters και τη συνεχή προσπάθεια βελτίωσης των σκορ στα leaderboards δε θα βρει τίποτα διαφορετικό σε σχέση με το “Rambo: The Video Game”, που θα μπορούσε ενδεχομένως να τον κάνει να εκτιμήσει την παρούσα προσπάθεια.
Βέβαια για να μην είμαστε άδικοι και ισοπεδωτικοί, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι το παιχνίδι της Hesaw διαθέτει ανώτερο οπτικό τομέα σε σχέση μ’ εκείνον του τίτλου της Teyon, ακριβώς λόγω της χρήσης της Unreal Engine 3 μηχανής γραφικών που οπωσδήποτε δε παύει να είναι, ακόμη και στις μέρες μας, μία engine ικανή να ντύσει πολύ όμορφα κι αποδοτικά ένα παιχνίδι. Οι ικανότητές της, σε συνδυασμό με την ποικιλία των τοποθεσιών που επισκεπτόμαστε κατά τη διάρκεια της περιπλάνησης των δύο χαρακτήρων που διαδοχικά ελέγχουμε, οδηγούν σ’ ένα αποτέλεσμα που πολύ δύσκολα θα δώσει αφορμή, ή θ’ αφήσει περιθώρια, στους κακεντρεχείς να στάξουν το δηλητήριό τους. Εκείνο που προσωπικά θα επιθυμούσα να είναι διαφορετικό είναι ο βαθμός καταστρεψιμότητας του περιβάλλοντος. Με το ρυθμό και τη συχνότητα που ανταλλάσουμε πυρά με τον ατελείωτο αριθμό αντιπάλων που ερχόμαστε αντιμέτωποι, φαντάζει τουλάχιστον αταίριαστο να μένουν σχεδόν τα πάντα ανέπαφα γύρω μας, με λιγοστές εξαιρέσεις.
Στον αντίποδα, ιδιαιτέρως επιτυχημένες είναι τόσο οι ατάκες που ξεστομίζουν ο Tony Luciano και ο δεύτερος πρωταγωνιστής, Clarence, όσο και τα υπόλοιπα voice overs που ενσωματώνει το Blue Estate. Δίχως να παίρνει καθόλου τον εαυτό του στα σοβαρά, καταφέρνει να χτίσει μία ατμόσφαιρα που διακρίνεται από έντονο χιούμορ, καφρίλα, αλλά κι εμφανή σατυρική διάθεση. Οι διάφοροι χαρακτήρες που εμφανίζονται προέρχονται απ’ τα αντίστοιχα comics, χωρίς να είμαι σε θέση να σας πληροφορήσω για το αν κι εκεί έχουν ανάλογη, ελαφρώς κωμική, υπόσταση. Το πλέον σίγουρο είναι ότι ο αφηγητής είναι απολαυστικός στον τρόπο που περιγράφει την εξέλιξη της ιστορίας, με τη φωνή του να είναι το ακριβώς αντίθετο εκείνου που θα περιμέναμε από μία υπόθεση που περιλαμβάνει την απαγωγή μίας stripper, τον κλοπή ενός αλόγου και τη σύγκρουση δύο οικογενειών που ανήκουν στη μαφία.
ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΙ ΕΝΑ ΑΛΟΓΟ
Μια και κάπου εδώ οφείλω να κάνω λόγο για το σεναριακό background του παιχνιδιού, αν και δε πρόκειται για τίποτα σπουδαίο, σίγουρα έχει το ενδιαφέρον του και δίνει την τέλεια αφορμή για το γαϊτανάκι σκοτωμών που πρόκειται να επακολουθήσει. Όλα ξεκινούν όταν οι Kim Bong Sik και Jin Bong Sik, ιδιοκτήτες του strip club Twin Dragon, κάνουν το λάθος να απαγάγουν την Cherry Popz, μία stripper που εργάζεται στο Smoking Barrel, club που ανήκει στον Tony Luciano, γιό του περίφημου Don Luciano. Ο Tony, που είναι τσιμπημένος με την Cherry, ανοίγει για χάρη της πόλεμο με τους δύο αδελφούς Bong, εισβάλλοντας στο μαγαζί τους και “καθαρίζοντας” όσους είναι στη δούλεψή τους. Τ’ αποτέλεσμα είναι να εξοργιστεί ο Jin Sik και να κλέψει το αγαπημένο άλογο του πατέρα του, Don, που ακούει στο όνομα Blue Estate, με σκοπό να το σφάξει και να το βάλει στις μερίδες των OKFC, της αλυσίδας ταχυφαγείων που κατέχει. (Το πιάσατε όλοι το αστείο πιστεύω).
Έξαλλος με τον γιό του κι αφού αποτυγχάνει κι η προσπάθειά του να δώσει λύτρα για να πάρει τον άλογό του πίσω, ο Don καταφεύγει στη λύση ενός πρώην πεζοναύτη, του Clarence, στον οποίο αναθέτει να βρει το Blue Estate κι όχι μόνο: Toυ ζητά να σκοτώσει στη συνέχεια τον Jin Sik μπροστά σ’ όλη τη φαμίλια του, σ’ ένα πάρτι που θα παρευρίσκεται. Στο μεταξύ ο Tony, αισθανόμενος προδoμένος απ’ τον ίδιο του τον πατέρα, που δε δίστασε να ρισκάρει τη σωματική ακεραιότητα του υιού του προκειμένου να πάρει τ’ άλογό του πίσω, έχει φύγει στη Τζαμάικα, ούτε κι εκεί όμως καταφέρνει να μείνει μακριά από μπλεξίματα.
Η ιστορία του “Blue Estate” απλώνεται σ’ επτά κεφάλαια, με καθένα να διαθέτει την απαραίτητη εισαγωγή, που δίνεται μέσα απ’ ορισμένα πολύ όμορφα σκίτσα. Όσο εξελίσσεται η δράση δε λείπουν και τα σχόλια του αφηγητή, που μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τί παρακολουθούμε ανά πάσα στιγμή. Τα επίπεδα δυσκολίας είναι τρία, normal, abnormal και crazytrain. Τελειώνοντας κάθε πίστα του story mode στο abnormal επίπεδο δυσκολίας ξεκλειδώνουμε το αντίστοιχο level στο arcade mode. Εκεί η διάρκεια είναι πολύ μικρότερη και αποκλειστικός σκοπός μας είναι να σκοτώσουμε τους αντιπάλους μας όσο το δυνατόν γρηγορότερα και πιο τεχνικά (επιτυγχάνοντας headshots, ενεργοποιώντας το slow motion mode κτλ), ούτως ώστε να ολοκληρώσουμε την πίστα με το μεγαλύτερο δυνατό σκορ. Για το crazytrain επίπεδο και τι αποφέρει η ολοκλήρωση ενός level σ’ αυτό δε μπορώ να κάνω λόγο, μια και δεν έχω καταπιαστεί ακόμη μαζί του.
ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΣΚΟΡ
Όπως συμβαίνει μ’ όλα τα rail shooters που σέβονται τον εαυτό τους, το gameplay διαθέτει κάποια μυστικά που ανεβάζουν το συνολικό σκορ μας, δίνοντας μας έτσι αφορμή να παίξουμε ξανά και ξανά έκαστο level. Το έχω ξαναπεί και δε θα πάψω να το λέω: Η ανέλιξη στα leaderboards σ’ αυτού του είδους τα παιχνίδια πραγματικά είναι ένα πολύ δυνατό κόλλημα και μακράν το δυνατότερο χαρτί τους. Άλλωστε η ολοκλήρωση του story mode δεν απαιτεί περισσότερες από 2-3 ώρες, ειδικά αν κάποιος επιλέξει το normal επίπεδο δυσκολίας. Αυτός όμως δε θα έχει δει τίποτα απ’ το παιχνίδι, ή μάλλον, για να το πω καλύτερα, δε θα έχει απολαύσει στο παραμικρό τον εθισμό που προσφέρει η προσπάθεια επίτευξης ολοένα και καλύτερου σκορ.
Όπως είναι απολύτως αυτονόητο, νούμερο ένα παράγοντας αύξησης του σκορ μας είναι η διατήρηση του κατάλληλου ρυθμού εξολόθρευσης των αντιπάλων μας, ούτως ώστε στο τέλος όλοι τους να έχουν αποτελέσει μέρος ενός πολύ μεγάλου combo. Προκειμένου να το επιτύχουμε αυτό οφείλουμε αφ’ ενός να μη χάσουμε καμία ζωή, αφ’ ετέρου να πετυχαίνουμε ένα kill προτού μηδενίσει ο σχετικός μετρητής στο άνω μέρος της οθόνης, οπότε και σπάει το combo. Σημαντικό επίσης είναι να κυνηγάμε τα headshots, που δίνουν σαφώς περισσότερους βαθμούς. Δεν είναι όμως αυτά τα μοναδικά στοιχεία που αποφέρουν πόντους.
Έτσι λοιπόν στο “Blue Estate”, εκτός των παραπάνω, σημαντικό ρόλο παίζει και το πόσο γρήγορα καταφέρνουμε να πατάμε ένα απ’ τα τέσσερα πλήκτρα κατεύθυνσης ούτως ώστε να σημειώνουμε quick gestures και melee attacks, το ποσοστό των ριπών που βρίσκουν στόχο, η ταχύτητα εξολόθρευσης των αντιπάλων, ο αριθμός των εύστοχων βολών λίγο πριν την εκπνοή του combo μετρητή (τα λεγόμενα warning sign kills), η εύρεση και διάλυση οκτώ bonus αντικειμένων σε κάθε πίστα, αλλά και οι πυροβολισμοί στα “καρύδια” των αντιπάλων, που δίνουν περισσότερους βαθμούς ακόμη κι απ’ τα headshots! Έτσι λοιπόν συνολικά οι διαφορετικές κατηγορίες που προσθέτουν έξτρα βαθμούς στο τέλος έκαστου level είναι δέκα, με καθεμία να αποδίδει 500.000 αν η επίδοσή μας σ’ αυτή είναι υψηλή. Μία ιδέα μπορείτε να πάρετε απ’ το screenshot που ακολουθεί.
Πρέπει να πω ότι, κατά τη γνώμη μου, υπήρχαν αρκετά ακόμη περιθώρια από μέρους των developers να “παίξουν” με τη δυνατότητα αύξησης του σκορ. Άλλους πόντους θα έπρεπε να δίνει το headshot επί ενός κινούμενου στόχου κι άλλους αφού αυτός σταματήσει. Είναι σαφώς πιο δύσκολο σ’ ορισμένες στιγμές να “καθαρίσεις” την περιοχή με χρήση του απλού πιστολιού σε σχέση με το αυτόματο που αποκτάς από ένα σημείο κι έπειτα. Παρ’ όλα αυτά αν το επιχειρήσεις και το καταφέρεις δεν υπάρχει κάποια σχετική ανταμοιβή. Παρατηρείται επίσης πλήρη απουσία perks, που θα μπορούσαν να διανθίσουν σημαντικά το gameplay. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα όμως είναι ότι δε λείπουν ορισμένα σχεδιαστικά κενά που μπορεί κάποιος να εκμεταλλευτεί σε συγκεκριμένα levels προκειμένου ν’ αυξήσει με πλάγιο τρόπο το σκορ του. Σ’ ένα παιχνίδι που δίνει τόση βάση στη συγκέντρωση πόντων, κάτι τέτοιο δε θα έπρεπε να είναι εφικτό κατ’ οποιονδήποτε τρόπο.
ΠΟΙΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΓΕ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ RAIL SHOOTER;
Δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι άλλο που χρειάζεται να γράψω για το “Blue Estate”. Έχουμε να κάνουμε μ’ έναν καθαρόαιμο απόγονο των rail shooters των ’90s, ένα παιχνίδι που συνδυάζει τις καλοσχεδιασμένες πίστες που προσφέρει με τον αυτοσαρκασμό του, το ελαφρύ γυμνό που περιέχει, το κάφρικο χιούμορ κι όλα αυτά πάντα μέσα στο κλίμα της συνεχούς επανάληψης κάθε πίστας, μέχρις ότου καταφέρουμε να τη φέρουμε εις πέρας στην εντέλεια. Οι τρεις διαφορετικές βαθμίδες δυσκολίας θα επιτρέψουν στον καθένα να διεκδικήσει την πρώτη θέση σ’ έκαστο level, αρκεί να έχει επιμονή, πείσμα και καλά αντανακλαστικά. Τυχόν αυξημένα επίπεδα αντοχής του ποντικού και του πληκτρολογίου σας θα αποδειχθούν πολύτιμα και σωτήρια.
Τόσο το “Rambo: The Video Game” όσο και το “Blue Estate: The Video Game” αποδεικνύουν ότι μπορούν να υπάρξουν διασκεδαστικά rail shooters και στις μέρες μας, έχουν κι αυτά θέση στην αγορά και σίγουρα υφίσταται κοινό που ενδιαφέρεται ν’ ασχοληθεί μαζί τους, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει και το τελευταίο μυστικό τους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε τ’ ότι, μέχρι τη στιγμή που γραφόταν το παρόν κείμενο, 258 στους 276 χρήστες στο Steam που έχουν αφήσει κριτική για το Blue Estate το έχουν αποτιμήσει θετικά. Η Hesaw κατάφερε να μας δώσει ένα πολύ διασκεδαστικό παιχνίδι μ’ άρτιο τεχνικό τομέα κι είναι πραγματικά κρίμα που η κυκλοφορία του πέρασε στα ψιλά. Πιστεύω ότι σύντομα θα έρθει το πρώτο sequel, ελπίζοντας παράλληλα να καταφέρει να κάνει πολύ πιο αισθητή την παρουσία του.
Pros
- Συνδυάζει επιτυχώς τη βία που περιέχει με χιούμορ, καφρίλα και όμορφες παρουσίες
- Άρτιος τεχνικός τομέας
- Αξιοπρόσεκτη εναλλαγή τοποθεσιών
- Τα σκίτσα του Kalvachev στην εισαγωγή ορισμένων levels
- Προσφέρει πάμπολλες ώρες ενασχόλησης σε όποιον βάλει σκοπό την άνοδο στα leaderboards…
Cons
- …αλλά, όπως συμβαίνει σε παιχνίδια του genre, ελάχιστη διάρκεια για όποιον δεν ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο
- Πολύ μικρός δείκτης καταστροφής του περιβάλλοντος
- Θα μπορούσε να περιέχει επιπλέον παράγοντες αύξησης βαθμών
- Απουσία perks, που θα ήταν ικανά να εμπλουτίσουν σημαντικά το gameplay
- Υφίστανται σημεία που μπορεί κάποιος να εκμεταλλευτεί προκειμένου ν’ ανεβάσει απεριόριστα το σκορ του
“…αρκεί να έχει επιμονή, πείσμα και καλά αντανακλαστικά”.
Τι εννοείτε κύριε; Τι είναι αυτές οι άγνωστες λέξεις; Ένα playthrough μοναχά και αυτό για να απολαύσω την καφρίλα του παιχνιδιού η οποία στάζει από κάθε πίξελ. Ψυχαναγκασμοί και λήντερμπορντς σατανάδες μακριά από μένα!
Είχα δει που το έπαιζες στο steam και είχε μπει με τη μία στη wishlist. Θα αγοραστεί στα χριστουγεννιάτικα sales:)
…είπε ο άνθρωπος που έλιωνε στο Gunslinger…
🙂
Τότε ήταν νέος ακόμα…
Πολύ ορθή η παρατήρηση και μάλιστα αν θυμάμαι καλά έπαιζε και μία σχετική κοντρίτσα με τον Epitaph! Οπότε Στέφανε είναι ξεκάθαρο, το γάντι έπεσε και περιμένουμε όλοι να το σηκώσεις…:D
To Γκάνσλινγκερ είναι Ιερό Σκαπόηκο (sic). Ως εκ τούτου δεν λογίζεται ως παιχνίδι αλλά ως προέκταση της Μιας Αλήθειας Του Όπλου. Εκεί είχε νόημα και αν η μεσήλικη κόλαση δεν μου ροκάνιζε γλυκά την ψυχή, αυτός ο ‘Πιτάφγιος θα έκλαιγε ρουφώντας το εφταψήφιο χαϊσκοράκι του σε κάποια γωνία της κολάσης.
Ως εκ τούτου, απολαμβάνει την βραχυπρόθεσμη νίκη του μέχρι το επερχόμενο Open World Call of Juarez (Dying Light με σκαπόηδες και πίου πίου, αμέεε, ειδησάρα βγαίνει από το κόμεντζ σέξιο) όπου θα δούμε όλοι μια και καλή ποιός είναι αληθινός Σκαπόης (sic) και ποιός πιστολέρο του Σαββατοκύριακου…
Ναι, ναι, ναι, δικαιολογίες μπάρμπα-Borracho!
Λοιπόν, το μόνο που σ’ εξιλεώνει είναι να μπεις και να πάρεις έστω τη δεύτερη θέση, ώστε να δεσπόζουμε στην κορυφή τουλάχιστον των levels 1 & 2 στο normal επίπεδο…