Τα πράγματα ήταν τόσο απλά παλιότερα. Ακόμα και τα reviews ήταν τόσο σαφή: ΓΡΑΦΙΚΑ, ΗΧΟΣ, ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ με μια κατακλείδα του τύπου “Η νέα μασκότ της Sony ήρθε για…να σας πάρει τα μυαλά.” και τσουπ ένα βραβείο παιχνιδιού της χρονιάς. Τώρα οι καιροί πέτρινοι, εμείς μεγαλύτεροι, τα παιχνίδια εκεί έξω αναρίθμητα, το κοινό ετερογενές και ένα άρθρο δεν είναι πλήρες αν δεν πιάσει και λίγο τη νοσταλγία, νταντεύοντας και εξυμνώντας την, ή αν δεν εισάγει κάποιο στοχασμό για την φετιχισμοποίησή (;) της.
Είναι αλήθεια μοναδικό το ότι ως γενιές, όσοι ζήσαμε τα βιντεοπαιχνίδια σε οποιαδήποτε έκφανσή τους, μπορούμε τόσο εύκολα να τα χρησιμοποιήσουμε ως χρονοκάψουλες νοσταλγίας, καθώς είναι και εύκολο να ανατρέξουμε στις ψηφιακές βιβλιοθήκες μας, αλλά και τα παιχνίδια διατηρούν τον παράγοντα που τα έκανε διασκεδαστικά για τεράστιο χρονικό διάστημα. Δύσκολα αντίστοιχα ένας άνθρωπος παλιότερων γενιών θα αράδιαζε τα ξύλινα στρατιωτάκια και τις πάνινες κούκλες, για να ξανά-ασχοληθεί μαζί τους. Καθώς όμως οι γενιές μας βίωσαν την ραγδαία ανάπτυξη των τεχνολογιών, ανακαλύπτουμε πόσα συμπλήρωνε η φαντασία μας όταν τρέχουμε ξανά κάποιο παλιό δισκάκι. Υπάρχει πάντα και η ανάγκη “επικαιροποίησης” ενός παλιού τίτλου σε νέες τεχνολογίες ώστε να το γνωρίσουν σε δική τους γλώσσα και οι νεότεροι.
Τα λίγα ιστορικά.
Λίγο ή πολύ ως μασκότ ο Crash είναι πασίγνωστος, σχεδόν όσο ο Mario της Nintendo. Όλοι οι μεγαλύτεροι θυμόμαστε κάποια στιγμή που ξεροσταλιάζαμε μπροστά από ένα “PSX” κάποιου της παρέας ή το είχαμε οι ίδιοι στην κατοχή μας, σε χρόνια αιρετικά, αλλά συγχωρημένα. Για εμένα προσωπικά η πρώτη τριλογία είναι ένα ετήσιο προσκύνημα, αν και πλέον μέσω κάποιου emulator.
Δημιουργήθηκε από την τότε σχετικά άσημη Naughty Dog και τους μετέπειτα θρύλους Jason Rubin και Andy Gavin, με μια ολιγομελή ομάδα και κατάφερε να δημιουργήσει μια αξιομνημόνευτη μασκότ για την κονσόλα και έναν σκληρό πυρήνα οπαδών, που για πολλά χρόνια πίεζαν για κάποιο remake ή συνέχεια (χωρίς να μετράμε κάποια που έχουν ξεχαστεί). Το πρόβλημα εντοπιζόταν στην άδεια του τίτλου, η οποία ήταν εκτός των χεριών της Naughty Dog και της Sony. Αυτό παρακάμφθηκε τεχνηέντως με την δημιουργία του Jak and Daxter για το PS2. Για πολύ καιρό λοιπόν δεν φαινόταν να υπάρχει κάποια κίνηση μέχρι που μάλλον το ενδιαφέρον το κοινού έπιασε την κρίσιμη μάζα και ένα remake πρωτοκυκλοφόρησε πέρσι, πρώτα για το PS4 υπό την Activision και το στούντιο Vicarious Visions. Εφόσον φυσικά δεν είναι in-house στούντιο της Sony, τίποτα δεν σταμάτησε την τελική κυκλοφορία και σε άλλες πλατφόρμες.
Σεναριακά ξεκίνησε με μια υποτυπώδη θεματολογία φύση vs τεχνολογία/μόλυνση με την μεν να εκφράζεται στον ήρωα Crash και την δε στον “κακό” του παιχνιδιού Dr. Neo Cortex. Το πρώτο παιχνίδι ήταν ιδιαίτερα κρυπτικό και χρησιμοποιούσε αφήγηση μέσω του περιβάλλοντος, ήτοι των τριών νήσων Wumpa, τροπικών παραδείσων με αρχαία μυστήρια μισοκρυμμένα στις φυλλωσιές, που ήρθε να διαταράξει ο Cortex με τα πειράματά του. Παρότι το πιο γερασμένο της σειράς, διατηρεί μια γοητεία λόγω της old-school αντιμετώπισης τόσο στην αφήγηση όσο και στο gameplay και την συμπεριφορά προς τον παίκτη. Το πρώτο Crash ήταν αλύπητο και αυτό διατηρήθηκε και στο remake με κάποιες ελάχιστες διευκολύνσεις. Τα επόμενα είχαν ένα πιο αφηγηματικό αν και γενικό σενάριο. Το δεύτερο αφορούσε την συλλογή κρυστάλλων για την αποφυγή της επικείμενης καταστροφής του κόσμου και το τρίτο το ίδιο αλλά με ταξίδι στο χρόνο.
Σε επίπεδο gameplay, το δεύτερο ήταν μεταβατικό μεταξύ του μονολιθικού πρώτου και της τεράστιας παιδικής χαράς του τρίτου. Στο Crash 3 υπήρχε πλέον μια πληθώρα περιβαλλόντων και κινήσεων και η εισαγωγή του time challenge για την επιστροφή σε πίστες με σκοπό το ρεκόρ χρόνου. Στην πάροδο του χρόνου μάλλον το τρίτο αποδείχθηκε πιο αγαπητό λόγω του πλούτου του με το δεύτερο να ξεχωρίζει για τις καινοτομίες του όταν είχε εκδοθεί και το πρώτο να έχει περίσσεια γοητείας αλλά να έχει γεράσει αρκετά οπτικά και σίγουρα να αποτελεί εφιάλτη για την αποκλειστική χρήση του D-Pad και όχι αναλογικού μοχλού.
ΓΡΑΦΙΚΑ
Αυτό που εντυπωσιάζει από την πρώτη επαφή με την εκ νέου αφήγηση της Vicarious Games, είναι η απόλυτη πιστότητα και η άνεση στην ανάκληση της μνήμης των μυών των καλοεκπαιδευμένων χεριών που πέρασαν από τις ζούγκλες των νησιών Wumpa πολλές φορές στο παρελθόν. Όλα έχουν αποδοθεί ένα προς ένα με πιστότητα στην θέση και αισθητική των περιβαλλόντων αλλά και εύστοχες καινοτομίες όπου μπορούσαν να ειπωθούν περισσότερα.
Πρόκειται για ένα πιστό remake που προσθέτει με σεβασμό κάποιες ευκολίες της εποχής μας χωρίς να αλλάζει τον χαρακτήρα του gameplay των 90’s. Στη ζυγαριά μεταξύ πιστότητας και διασκέδασης υπάρχει απόλυτη ισορροπία. Σε νεοεισερχόμενους θα φανεί παλιομοδίτικο μεν αλλά θα μπορέσουν να διασκεδάσουν και να απολαύσουν το εξαιρετικό οπτικό υπόβαθρο.
Έτρεμε το φυλλοκάρδι μου καθώς περίμενα να δω πως θα τρέχει το “port” στο PC, ειδικά αφού είχα μείνει τουλάχιστον απογοητευμένος από την έκδοση του PS4 και την απόδοση (στο αρχικό μοντέλο, όχι το Pro). Χαμηλό framerate που είχε επίδραση στην ανταποκρισιμότητα του χειρισμού και μετέτρεψε τον πρώτο τίτλο που απαιτεί μεγάλη ακρίβεια σε εφιάλτη – όπως αποδεικνύουν και τα άπειρα memes με την κλασική σύνδεση με το… Dark Souls. Αυτά σε συνδυασμό με οπτικές αμαρτίες όπως χαμηλής ποιότητας textures και aliasing στις άκρες των υφών του τριχώματος του ήρωα.
Με μεγάλη μου χαρά, παρότι το σύστημά μου δεν είναι πλέον στην κρεμ ντε λα κρεμ του hardware, είδα παντού σταθερά 60fps και άριστη ανταποκρισιμότητα που πραγματικά μετέτρεψε το παιχνίδι. Ενδεικτικά την πίστα “The High Road” την είχα καταδικάσει σε ragequit. Τώρα την έβγαλα στην πρώτη προσπάθεια. Πανέμορφες φωτοσκιάσεις που δένουν πολύ όμορφα με τις ζεστές παλέτες και την αντίθεση βλάστησης και έντονων χρωμάτων. Οποιοσδήποτε νεοεισερχόμενος/η ή νεαρός φίλος/η που βλέπει για πρώτη φορά τον Crash θα εντυπωσιαστεί όπως και όσοι τον είχαν δει τότε.
Η Vicarious Visions έκανε πράγματα πέρα από τα οφειλόμενα, προσθέτοντας την δυνατότητα εναλλαγής μεταξύ του Crash και της αδερφής του Coco οπουδήποτε και εισάγοντας τα time challenge με leaderboards σε όλους τους τίτλους. Πρόσθεσε επίσης επίπεδα που δεν είχαν συμπεριληφθεί ως έξτρα και έκανε έναν τίτλο λουκούμι για τους completionists και λοιπούς πάσχοντες. Δεν μπορώ να το κατηγορήσω για το βαρύ trial and error που αποτελεί χαρακτηριστικό των πρωτότυπων τίτλων.
Όπου κι αν κοιτάξω στο N SANE TRILOGY βλέπω μια τίμια απόδοση και φόρο τιμής, χωρίς μπαγαμποντιές και περικοπές περιεχομένου για περαιτέρω εκχρημάτιση της νοσταλγίας σε μικρά πακετάκια γεμάτα αέρα του 96. Ένας απαραίτητος τίτλος για παλιούς φίλους και λάτρεις των platform που όλο και πληθαίνουν στην ετοιμοθάνατη κατά τα άλλα πλατφόρμα μας.
Pros
- Ακριβές remake.
- Νεωτερισμοί εκεί που χρειάζεται.
- Άρτιο τεχνικά και αισθητικά.
Cons
- Ο trial and error χαρακτήρας θα φανεί γερασμένος στην εποχή μας.
Να το πάρω ή να φορτώσω το "Bleem!" ;
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 90%
90%
Πάρτο
Ένα αξιοπρεπές remake με σεβασμό στο πνεύμα της πρωτότυπης τριλογίας και ελάχιστους νεοτερισμούς. Τεχνικά άρτιο και οπτικά πανέμορφο αποτελεί ιδανικό τίτλο επίδειξης σε νεωτέρους για το τι κάναμε στα νιάτα μας.