REVIEWS

SOULSTICE

Νομίζω ότι το review δε θα μπορούσε να ξεκινήσει διαφορετικά από την ακόλουθη ανακοίνωση: το Soulstice ΔΕΝ είναι ένα ακόμα souls-like παιχνίδι. Κι όμως. Όσο και αν το όνομά του παραπέμπει στη «μόδα» της εποχής (έχουμε χάσει το μέτρημα, κυριολεκτικά), το action παιχνίδι της Reply Game Studios επιχειρεί να εφαρμόσει μια άλλη γνώριμη προσέγγιση, αυτή των Devil May Cry (κυρίως), Bayonetta και Ninja Gaiden. Ομολογουμένως, μια εξίσου δύσκολη αποστολή, καθώς οι Ιάπωνες κρατούν γερά τα σκήπτρα του είδους, ενώ το σχετικά πρόσφατο Devil May Cry 5 ήταν, τουλάχιστον, εξαιρετικό.

Η fixed κάμερα δημιουργεί πολύ ωραίες εικόνες.

Σε κάποιο φανταστικό κόσμο, που θυμίζει αρκετά manga/anime παραγωγές, όπως το Berserk και το Claymore, στην βασίλειο Keidas ξαφνικά άνοιξε ένα μυστήριο ρήγμα, το οποίο προκάλεσε την εισβολή εκατοντάδων δολοφονικών wraith και την  ανελέητη σφαγή του πληθυσμού. Το Τάγμα των Ashen Blades, η ισχυρότερη γραμμή άμυνας της πόλης, στέλνει τους καλύτερους πολεμιστές του, γνωστούς ως Chimaira, οι οποίοι είναι δεμένοι με ένα πνεύμα, που τους αποδίδει τεράστια δύναμη. Ένα τέτοιο δίδυμο είναι και οι πρωταγωνίστριες αδελφές του παιχνιδιού, Briar (πολεμίστρια) και Lute (πνεύμα), οι οποίες για κάποιο λόγο, δεν είναι και τόσο φιλικά προσκείμενες από τις υπόλοιπες Χίμαιρες. Συνεπώς, όταν εξαπολύεται η αντεπίθεση του Τάγματος, αυτές μένουν πίσω, χωρίς να τους περιμένει κανένας συμπολεμιστής. Όντας όμως απόλυτα πιστές στο δόγμα των Χιμαιρών, πρέπει να ταξιδέψουν, έστω και χωρίς βοήθεια, στο κέντρο του πόλης για να εμποδίσουν την επέκταση του ρήγματος και φυσικά να σώσουν ολόκληρο τον κόσμο από τον αφανισμό.

Αυτός ο μυστήριος τύπος θα μας βοηθήσει αρκετά στην αρχή του παιχνιδιού.

Σε γενικές γραμμές, η υπόθεση δεν είναι κάτι το τρομερό, και μάλιστα με ο τρόπος που εισάγει τον παίκτη στον κόσμο του, είναι λίγο άγαρμπος και απότομος. Βέβαια, όσο προοδεύουμε και μαθαίνουμε κάποια πράγματα για το παρελθόν των κοριτσιών αλλά και τι αντιπροσωπεύουν οι Χίμαιρες, αρχίζει να αποκτά κάποιο ενδιαφέρον. Επί της ουσίας, η υπόθεση έχει μάλλον δευτερεύοντα ρόλο, όσο και αν το παιχνίδι προσπαθεί να δημιουργήσει μια επική ιστορία με συνεχή cutscenes και (ελαφρώς cringe) διαλόγους. Ο λόγος είναι ότι το action κομμάτι είναι αυτό που κερδίζει τις εντυπώσεις, αν και όχι τόσο έντονα όσο ίσως θα περιμέναμε και θα θέλαμε.

Όντας ένα hack ‘n’ slash στο ύφος του Devil May Cry, το Soulstice δανείζεται τα περισσότερα στοιχεία του που το έκαναν διάσημο στους φίλους των action games – από τον τρόπο που ξεκινά κάθε κεφάλαιο του παιχνιδιού και αναβαθμίζουμε τους χαρακτήρες μας, μέχρι τα βασικά στοιχεία του συστήματος μάχης. Δύο κουμπιά για επίθεση λοιπόν, ένα με το κανονικό σπαθί μας και ένα με το δευτερεύον όπλο (υπάρχουν έξι διαθέσιμα συνολικά, τα οποία ξεκλειδώνονται κατά την εξέλιξη του παιχνιδιού), άλμα και dash, συνθέτοντας την Briar ως μια πολύ αξιόμαχη μαχήτρια. Ωστόσο, αν είναι κάτι που το κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα του είδους είναι η συσχέτιση που παρουσιάζεται μεταξύ Briar και Lute. Η δεύτερη, ως πνεύμα, λειτουργεί σχετικά αυτόνομα και επιτίθεται παράλληλα με τη Briar, εντούτοις είναι η μοναδική που μπορεί να διακόψει κάποια επίθεση. Όταν εμφανιστεί η σχετική ένδειξη στην οθόνη, οφείλουμε να πατήσουμε το σχετικό κουμπί την κατάλληλη στιγμή και ανάλογα η Lute θα εκτελέσει μια κίνηση που θα γλυτώσει (προσωρινά τουλάχιστον) τη Briar από σίγουρη ζημιά.

Εννοείται ότι δε λείπουν τα boss-fights. Ετούτος εδώ είναι αρκετά αργός για να μας προκαλέσει προβλήματα.

Η κίνηση αυτή δεν είναι κάτι που ελέγχουμε άμεσα και ποικίλλει από parry, counter ή freeze του εχθρού ώστε να μας δοθεί ο απαραίτητος χρόνος να μετακινηθούμε από το σημείο επίθεσης. Εκτός αυτού, η Lute έχει τη δυνατότητα, πατώντας το ανάλογο κουμπί, να δημιουργήσει ένα πεδίο αύρας (γαλάζιο ή κόκκινο), το οποίο αφενός επιτρέπει να δράσουμε με αντικείμενα του περιβάλλοντος που διαθέτουν το αντίστοιχο χρώμα (όπως πλατφόρμες), αφετέρου να μπορούμε να προκαλέσουμε ζημιά σε εχθρούς που φέρουν το ίδιο χρώμα. Υπόψιν όμως, ότι οι αύρες δε διαρκούν για πάντα, καθώς κάθε φορά που τις ενεργοποιούμε, ανεβαίνει το δείκτης Entropy, ο οποίος αν γεμίσει, τότε η Lute εξαφανίζεται για λίγα δευτερόλεπτα, αφήνοντας μας σχεδόν ακάλυπτους, με μόνη εναπομείνουσα λύση το συνεχές dodging.

Συνεπώς, η Lute είναι άκρως απαραίτητη για την επιβίωσή μας στις καταιγιστικές μάχες του παιχνιδιού, οι οποίες είναι αρκετά ενδιαφέρουσες ως επί το πλείστον, ιδίως στα πολυπόθητα bosses. Μπορεί να μη φτάνουν το επίπεδο της αριστουργηματικής σειράς της Capcom, εντούτοις ο μηχανισμός μάχης έχει το δικό του χαρακτήρα, είναι σαφώς μελετημένος και με μερικά αρκετά πολύπλοκα και μακροσκελή skill-trees, τα οποία επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την προσέγγιση και την εξέλιξη των μαχών. Ένα πρόβλημα όμως που απασχολεί είναι ότι το σύστημα με τις αύρες γίνεται λίγο κουραστικό από ένα σημείο και έπειτα (κυρίως από τα μέσα του παιχνιδιού), ιδίως όταν αρχίζουν να ανακατεύονται στην ίδια μάχη διαφορετικοί τύποι εχθρών που απαιτούν τακτική εναλλαγή του χρώματος της αύρας. Ειδικά δε όταν αρχίσουν να εμφανίζονται κάτι εξαμβλώματα που ανασταίνονται κιόλας αν δεν προλάβουμε να εξοντώσουμε το φάντασμα που προσπαθεί να τα επαναφέρει, οι μάχες αρχίζουν να γίνονται «βραχνάς» και όχι ευχαρίστηση, όπως θα όφειλε να κάνει ένα παιχνίδι του είδους.

Τρεχάτε, ποδαράκια μου.

Στην ουσία, αυτό είναι και το μεγαλύτερο διακύβευμα για το Soulstice, καθώς στην προσπάθεια του να στήσει ένα βαθύ σύστημα μάχης, κάπου στην πορεία χάνεται και το fun του πράγματος. Η αλήθεια είναι ότι σαν παιχνίδι δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο, τουλάχιστον στο default επίπεδο δυσκολίας, ενώ το γεγονός ότι αξιολογεί τον παίκτη στο τέλος κάθε chapter με μάλλον επιεική τρόπο, δείχνει ότι δε σκοπεύει να δημιουργήσει προβλήματα στους παίκτες που δεν είναι τόσο άνετοι με τα action games. Όμως, το θέμα είναι ότι αρκετές φορές, έπιανα τον εαυτό μου να πλήττει και να θέλει να τελειώσει το εκάστοτε chapter, γιατί οι συνεχείς μάχες δε μου έκαναν τόσο έντονη αίσθηση να τις ξαναζήσω, ενώ οι απειροελάχιστοι γρίφοι και η σχεδόν πλήρη έλλειψη αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον (μόνο κάποια αντικείμενα που γυαλίζουν μπορούμε να σπάσουμε), περιορίζει σημαντικά το gameplay σε δύο εκδοχές. Στις μάχες και στην καταστροφή αντικειμένων για συλλογή orbs (κόκκινων και μπλε) που χρησιμοποιούνται για τα upgrades της Briar και της Lute αντίστοιχα.

Σίγουρα, ένα πιο to-the-point gameplay δεν είναι κάτι μεμπτό, άλλωστε το Soulstice είναι μια άκρως γραμμική εμπειρία, με ελάχιστα μονοπάτια να παρεκκλίνουν της πορείας των πρωταγωνιστών (που έχουν όμως αρκετά χρήσιμα καλούδια να προσφέρουν, εφόσον τα εντοπίσουμε και τα ακολουθήσουμε). Πρακτικά, περιλαμβάνει πολλά στοιχεία gameplay μιας άλλης εποχής, ίσως και 20 ετών πριν, με ό,τι και αν συνεπάγεται αυτό. Παρ’ όλα αυτά είναι εμφανές ότι το παιχνίδι είναι καρπός προσεγμένης και εκτενούς προσπάθειας, που σίγουρα θα εκτιμήσουν περισσότερο οι παίκτες που έζησαν ως gamers εκείνη την εποχή. Ακόμα και η συνειδητή επιλογή για fixed κάμερα κατά τη διάρκεια της περιπλάνησης των δύο αδελφών τη βρήκα πολύ εύστοχη, καθώς δημιουργεί μερικές πολύ εντυπωσιακές εικόνες, κάτι που δεν ισχύει όμως κατά τη διάρκεια των μαχών. Εκεί η κάμερα συχνά μετατρέπεται σε ελεύθερη και δε θα λέγαμε ότι έχει και την ιδανικότερη υλοποίηση. Πολλές φορές δεν ακολουθεί τη δράση, ιδίως αν αποφασίσουμε να λοκάρουμε σε κάποιον αντίπαλο, περισσότερο θα παλεύουμε με την κάμερα παρά με εκείνον, ενώ αν τύχει και βρεθούμε σε στενό χώρο… τότε καλή τύχη. Σίγουρα θα μπορούσε να γίνει πολύ καλύτερη δουλειά στο νευραλγικό αυτό κομμάτι που είναι ικανό να δημιουργήσει μεγάλο εκνευρισμό σε μερικές μάχες.

Ένα από τα δευτερεύοντα όπλα που θα βρούμε είναι το τόξο. Η κάμερα θέλει όμως λίγο στρώσιμο, δε νομίζετε;

Περνώντας στον τεχνικό τομέα, το Soulstice περιλαμβάνει μια cel-shaded προσέγγιση στο οπτικό κομμάτι, με πολύ σκοτεινή διάθεση, θα έλεγε κανείς. Δεν είναι state-of-the art, αλλά λειτουργεί καλά, ενώ υιοθετεί κάμποσες επιρροές από την Ιαπωνική τεχνοτροπία των anime. Δυστυχώς, αν υπάρχει κάτι που υστερεί σοβαρά ο τεχνικός τομέας, είναι τα περιβάλλοντα του παιχνιδιού.

Δεν είναι ότι δεν έχουν υλοποιηθεί όμορφα, αλλά διότι επαναλαμβάνονται απελπιστικά. Κατά συντριπτικό ποσοστό, το παιχνίδι διαδραματίζεται στους χώρους της κατεστραμμένης πόλης, με κάθε δωμάτιο που επισκεπτόμαστε να είναι σχεδόν πανομοιότυπο με το προηγούμενο, δημιουργώντας μια όχι και τόσο ευχάριστη αίσθηση deja-vu. Νοιώθει κανείς δηλαδή ότι παίζει στο ίδιο κεφάλαιο συνεχώς, απλώς με διαφορετική ρυμοτομία. Προς το τέλος της σχεδόν 15ωρης περιπέτειας, τα πράγματα αλλάζουν ελαφρώς, αλλά και πάλι, το Soulstice πάσχει σημαντικά στον τομέα αυτό. Οι εντυπώσεις μας στον τομέα του ήχου είναι σαφώς καλύτερες, με το soundtrack να αποδεικνύεται ανέλπιστα ποιοτικό, κυρίως κατά τη διάρκεια των μαχών, ενώ το voice-over είναι ικανοποιητικό, αλλά δεν το βοηθούν και τόσο οι υπό του μετρίου διάλογοι.

Ολοκληρώνοντας επιτυχώς μια μάχη. Φυσικά, αξιολογούμαστε γι’ αυτήν, όπως κάνει κάθε action game του είδους του.

Συνοψίζοντας, το Soulstice είναι ένα αξιοπρεπές hack ‘n’ slash παιχνίδι που δεν ντρέπεται καθόλου για τις επιρροές του, αλλά ταυτόχρονα αποπειράται να παρεκκλίνει από αυτές, υλοποιώντας τη δική του εκδοχή στο σύστημα μάχης. Δεν τα πράττει όλα ιδανικά, αλλά για τους φίλους των action games, είναι ικανό να προσφέρει μερικές αξιομνημόνευτες ώρες διασκέδασης.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 70%

70%

Chimaira

Σαφώς επηρεασμένο από το Devil May Cry της Capcom, χωρίς όμως να διαθέτει την ίδια φινέτσα, το Soulstice απευθύνεται κυρίως στους λάτρεις του είδους.

Γιώργος Δεμπεγιώτης

Συντάκτης-λάτρης των action, shooter, adventure, RPG’s και ενίοτε racing παιχνιδιών, προτιμά κυρίως το single-player gaming. Που και που ξεσπάει σε κανά multi, αλλά δεν το παρακάνει κιόλας.

3 Comments

Αφήστε μια απάντηση

Related Articles

Check Also
Close
Back to top button
elEL