THE BOOK OF UNWRITTEN TALES 2
«Κύριοι της King Art Games και της Nordic Games (ως publisher του παρόντος τίτλου), μπορούμε τα Χριστούγεννα του 2013 να έχουμε ένα τρίτο μέρος, όπως πραγματικά θα θέλαμε -αλλά και του αξίζει- να είναι, με πρωταγωνιστή φυσικά τον αξέχαστο νάνο;» Αυτό έγραφα προ 26 μηνών, κλείνοντας το review του “The Book of Unwritten Tales-The Critter Chronicles”, που αποτέλεσε prequel του πρώτου BoUT, που μας είχε έρθει έναν χρόνο νωρίτερα, τον Δεκέμβριο του 2011.
Όπως αποδείχθηκε, χρειάστηκαν 14 επιπλέον μήνες απ’ το διάστημα στο οποίο είχα αυθαίρετα τοποθετήσει την έλευση του BoUT 2, προκειμένου να γίνει πραγματικότητα η ευχή μου. Τα στελέχη της King Art Games μετά την ολοκλήρωση του -πολύ καλού- “The Raven-Legacy of a Master Thief” κι αφού ενδιαμέσως τρέξανε μία Kickstarter καμπάνια με στόχο τα $65.000 που τελικώς τους απέφερε $171.000, αποφάσισαν να επιστρέψουν στο αγαπημένο τους franchise. Τα χρήματα που αποσπάσανε από τους παίκτες θα χρησιμοποιούνταν για τον περαιτέρω εμπλουτισμό του νέου τους τίτλου, αφού είχαν ήδη συνάψει συμφωνία με τη Nordic Games για τη χρηματοδότηση και κυκλοφορία του επόμενου κεφαλαίου της αγαπημένης σειράς.
Το παραπάνω γεγονός, σε συνδυασμό με τ’ ότι καλούνταν να κάνουν την υπέρβαση και να μας δώσουν κάτι ακόμη καλύτερο σε σχέση με το παιχνίδι που τους καθιέρωσε μονομιάς στο adventure gaming στερέωμα, αποσπώντας πλήθος βραβείων και διακρίσεων, καθιστούσε ιδιαιτέρως απαιτητική και δύσκολη την αποστολή τους. Θέλετε να μάθετε αν καταφέρανε ν’ ανταπεξέλθουν στην πρόκληση; Πηγαίνετε πρώτα ν’ αγοράσετε το BoUT 2, βάλτε το να κατεβαίνει κι επιστρέψτε για τη συνέχιση ανάγνωσης του παρόντος review. Ναι, για τόσο καλό adventure game μιλάμε!
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ AVENTASIA
Μετά την επικράτησή τους απέναντι στον διαβολικό μάγο Munkus κι αφού ενδιαμέσως περάσανε ένα διάστημα όλοι μαζί, οι τέσσερις ήρωες έχουν εκ νέου διασκορπιστεί. Η Ivo, πριγκίπισσα της φυλής των Elfs, έχει επιστρέψει στο Elfburrow κι αποφεύγει τον έναν μετά τον άλλο τους υποψήφιους γαμπρούς που της εμφανίζει η μητέρα της, βασίλισσα Theodora. Ο Nate Bonnet βρίσκεται μαζί με το πιστό του critter στο νησί Tugator, όπου και προσπαθεί να ξεμπλέξει από τις περιπέτειες που έχει με τον Κόκκινο Πειρατή, στον οποίο ανήκε η Mary, το πλοίο που κέρδισε ο ήρωάς μας στα χαρτιά. Στο νησί έφτασε αυτοβούλως, συνοδεία ενός κυνηγού επικηρυγμένων, με σκοπό ν’ αφαιρέσουν ένα ακόμη αντικείμενο του Κόκκινου Πειρατή, αυτή τη φορά μία μαγική λάμπα. Ο τέταρτος της παρέας, ο νάνος Wilbur Weathervane, βρίσκεται στο Seastone και παραδίδει μαθήματα μαγείας, έχοντας την ιδιότητα του δασκάλου, κατόπιν μεσολάβησης του αρχιμάγου Alastair.
Ivo και Nate δείχνουν να έχουν πικρές αναμνήσεις ο ένας από τον άλλο, αφού η πρώτη έχει μείνει με την αίσθηση ότι ο δεύτερος, αφού είχε ενδιαμέσως μεταβεί και εγκατασταθεί στο Elfburrow, εξαφανίστηκε ξαφνικά μία ημέρα, δίνοντας απότομο τέλος στο ειδύλλιο που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους. Την ίδια στιγμή ο Nate θεωρεί ότι το θηλυκό ξωτικό αποφάσισε να τον απορρίψει, ή τουλάχιστον αυτό είχε μάθει από την βασίλισσα Theodora. Το αναπάντεχο φούσκωμα της κοιλιάς της Ivo, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την απουσία οποιασδήποτε σεξουαλικής επαφής της με τον Nate, αποτελεί μέγα μυστήριο, τη λύση του οποίου πιθανώς γνωρίζει ο Alastair. Μη έχοντας άλλη επιλογή, η Ivo αποφασίζει να μεταβεί στο Seastone. Προτού εκκινήσει το ταξίδι της όμως, πληροφορείται ότι ο μάγος είναι νεκρός και δολοφόνος φέρεται να είναι… ο Wilbur!
Τα γεγονότα που θα διαταράξουν την ήρεμη ζωή των πρωταγωνιστών δε σταματούν εδώ, καθώς οι εκλογές που πλησιάζουν στο Seastone δείχνουν ότι θ’ αποτελέσουν πεδίο ισχυρής σύγκρουσης μεταξύ του Markus Alastair και της ηγέτιδας του συμβουλίου των εμπόρων, Van Buren, μίας γυναίκας προερχόμενης από οικογένεια με μακρά ιστορία, που επιθυμεί διακαώς και με κάθε τίμημα ν’ αναλάβει τις τύχες της περιοχής. Πολύτιμη σύμμαχος στην προσπάθειά της θ’ αποδειχθεί η κόρη της, Chantal, καθότι δείχνει να διαθέτει ανεξήγητες μαγικές δυνάμεις που δε συνάδουν με την ηλικία και εμπειρία της. Η κακομαθημένη μικρή δείχνει να διασκεδάζει αφάνταστα με τις ικανότητες που παραδόξως διαθέτει και που της επιτρέπουν να τιμωρεί όποιον δε δείχνει να πηγαίνει με τα νερά της μητέρας της, αλλά και να μεταμορφώνει σταδιακά το Seastone από μία όμορφη και γραφική πόλη σ’ ένα πολύχρωμο και χαζοχαρούμενο παιδικό τοπίο.
Απ’ το μένος μητέρας και κόρης δε θα γλυτώσει φυσικά ο Wilbur, που αναγκάζεται να φορέσει το μαγικό δακτυλίδι που του δίνει ο αρουραίος φίλος του και βασιλιάς των κλεφτών Remy deDumas, ώστε να μικρύνει σε μέγεθος και να καταφύγει στο υπέδαφος του Seastone. Εκείνο που δε γνωρίζει είναι ότι η επάνοδός του στον άνω κόσμο θ’ αποτελέσει ισχυρή δοκιμασία, που έχει να κάνει και με τις προθέσεις του εμπόρου Bill, που έχει πάρε-δώσε με μία οικογένεια… ζόμπι (!) που επίσης ζει υπογείως.
Αν το πρώτο “Book of Unwritten Tales” περιελάμβανε ποικιλία χαρακτήρων, προφανώς καταλάβατε ήδη ότι η συνέχειά του τα πηγαίνει ακόμη καλύτερα. Μάλιστα επίτηδες απέφυγα ν’ αναφέρω αρκετούς ακόμη, που σε συνδυασμό με τους προηγούμενους συνθέτουν ένα ιδιαιτέρως ευφάνταστο καστ. Όσο για το σενάριο αυτό καθ’ αυτό, μπορεί να ακούγεται -και να είναι- από ιδιαιτέρως γλυκανάλατο έως παιδικό, αλλά το δεύτερο BoUT 2, απαλλαγμένο απ’ το άγχος να προσπαθήσει ν’ αρέσει σ’ όλους, αφού έχει ήδη ένα ισχυρό fan base από τον προκάτοχό του, βαδίζει στα χνάρια εκείνου, παρουσιάζοντας όμως στην πορεία και κάποιες ισχυρές διαφοροποιήσεις. Όπως σωστά δηλώνουν κι οι developers, δεν είναι απαραίτητο να έχει παίξει κάποιος το πρώτο BoUT προκειμένου να κατανοήσει τα τεκταινόμενα του δεύτερου αυτού μέρους και να ευχαριστηθεί την ενασχόληση μαζί του. Σίγουρα όμως όποιος το έχει -πολύ ορθώς- πράξει, θα νιώσει πολύ πιο οικεία με την εκ νέου επαφή με παλιούς και γνώριμους χαρακτήρες, ενώ δε θ’ αναρωτιέται για το τι έχει προηγηθεί όσων βλέπει να εκτυλίσσονται στην οθόνη του.
ΒΡΙΘΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΕΣ
Εκτός του ότι αποτέλεσε εκείνο το adventure game που διέθετε publisher αλλά ζήτησε και χρήματα από μέρους του κοινού, το BoUT 2 διακρίθηκε για μία ακόμη πρωτοτυπία κατά το στάδιο παραγωγής, όντας ο πρώτος εκπρόσωπος της κατηγορίας του που ακολούθησε το πρότυπο της early access κυκλοφορίας. Αρχής γενομένης απ’ τον Σεπτέμβριο του 2014, οι developers παραδίδανε ένα κεφάλαιο ανά μήνα, από τα πέντε που συνολικά διαθέτει το παιχνίδι, μέχρι που φτάσαμε στην 20η Φεβρουαρίου, που αποτέλεσε και την ημερομηνία της επίσημης κυκλοφορίας του, μετά από μικρή αναβολή που προηγήθηκε, μια και το αρχικό πλάνο προέβλεπε κυκλοφορία την 30η Ιανουαρίου.
Το feedback που συνεχώς λαμβάνανε από τους Kickstarter backers, που είχαν πρόσβαση στην πρώιμη version, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξάλειψη ενός ασύλληπτα υψηλού αριθμού bugs (πάνω από 700!), που διαφορετικά μπορεί να είχαν βρει το δρόμο προς την επίσημη έκδοση, κάτι που τελικά συνέβη μόνο μ’ ένα, αλλά πολύ άσχημο, στο οποίο θ’ αναφερθούμε στη συνέχεια. Ταυτοχρόνως, τα $171.000 που λάβανε δίνανε τη δυνατότητα στα μέλη της King Art Games να προσδώσουν στον τίτλο τους τη διάρκεια που επιθυμούσαν, καθώς και όλα όσα είχαν υποσχεθεί κατά τη διάρκεια της καμπάνιας, όπως προαιρετικής επίλυσης γρίφους (side-quests, αν προτιμάτε) και εναλλακτικά κουστούμια των ηρώων. Ούτε εδώ μας απογοήτευσαν.
Είμαι βέβαιος ότι όποιος από εσάς έφερε εις πέρας το πρώτο BoUT άνευ χρήσης walkthrough χρειάστηκε 20 ή περισσότερες ώρες για να το καταφέρει. Θα θυμάται λοιπόν ότι ο μεγάλος και πολύ ικανοποιητικός αυτός χρόνος κάθε άλλο παρά στο βαθμό δυσκολίας οφειλόταν, ο οποίος ήταν χαμηλός. Αντιθέτως, υπήρξε αποτέλεσμα της πολύ μεγάλης έκτασης της περιπέτειας, των πλούσιων διαλόγων, της ποικιλίας των τοποθεσιών της και του υψηλού αριθμού γρίφων που ενσωμάτωνε. Πάρτε λοιπόν το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, προσθέστε του άλλο μισό κι έχετε τη διάρκεια του BoUT 2. Το νέο πόνημα της King Art διαρκεί ένα ολόκληρο 30ωρο (!),αποτελώντας αναμφισβήτητα το πιο μεγάλο σε διάρκεια adventure game που έχουμε δει εδώ και πολλά χρόνια. Για μία ακόμη φορά μάλιστα, οι 30 αυτές ώρες δεν αποτελούν προϊόν παραμονής του παίκτη σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο επί μακρώ, λόγω αδυναμίας επίλυσης ενός συγκεκριμένου γρίφου. Το BoUT 2 σίγουρα αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση εν συγκρίσει με τον προκάτοχό του, δεν είναι όμως σε καμία περίπτωση ο τίτλος εκείνος που θα σας κρατήσει καθηλωμένους σ’ ένα σημείο για ώρες, όπως μπορούσε κάλλιστα να συμβεί με τον έτερο τίτλο που κατάφερε να διακριθεί (και) για τη μακρά διάρκειά του, το εξαιρετικό Memento Mori 2.
Αρκετά ασυνήθιστη επίσης είναι η ύπαρξη γρίφων που δεν είμαστε υποχρεωμένοι να λύσουμε, προκειμένου να προχωρήσει η δράση. Αυτοί έχουν να κάνουν με την επίτευξη achievements, το ξεκλείδωμα κάποιων -αρκετά ιδιαίτερων- ενδυματολογικών διαφοροποιήσεων ανά χαρακτήρα, την περαιτέρω κλιμάκωση της χρονικής διάρκειας του τίτλου και φυσικά το αίσθημα ικανοποίησης που προκύπτει από την ανακάλυψη ενός ελαφρά κρυμμένου στοιχείου του παιχνιδιού. Αν ολοκληρώνοντας την περιπέτεια δείτε ότι σας λείπουν αρκετά από τα 48 achievements που συνολικά διαθέτει, το πιο πιθανό είναι ότι σας ξεφύγανε κάποιοι εξ’ αυτών.
Όσο για το bug που ανέφερα νωρίτερα, αυτό υφίστατο στο τρίτο κεφάλαιο και δυστυχώς ήταν game-breaking, καθότι οδηγούσε σε dead end. Η ειρωνεία είναι ότι στην press έκδοση -στην οποία επίσης μου είχε δοθεί πρόσβαση- δεν εμφανιζόταν, φανερώνοντας ότι υπήρξε αποτέλεσμα ενός update της official έκδοσης, εξ’ ου και δεν εξοντώθηκε κατά το early access στάδιο. Προσωπικά μου κόστισε ένα ολόκληρο 5ωρο παραμονής στο ίδιο σημείο, σχεδόν διαλύοντας τα νεύρα μου. Περιττό να σας πω ότι γέλασα πικρά όταν συνειδητοποίησα πως αν είχα επιλέξει να μείνω στην press έκδοση μέχρι να παραδώσω το review που διαβάζετε, θα είχα αποφύγει την ταλαιπωρία. Ήθελα όμως το κείμενο που διαβάζετε να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στην εμπειρία που θα προσφέρει σ’ εσάς το παιχνίδι, εξ’ ου κι επέλεξα να μεταβώ στην official version. Ευτυχώς το bug αυτό δε πρόκειται να σας απασχολήσει, μια και εξαλείφθηκε μέσω νεότερου update, λίγο μετά τον εντοπισμό του από τους παίκτες.
ΡΑΦΙΝΑΡΙΣΜΕΝΟ, ΚΑΛΟΓΥΑΛΙΣΜΕΝΟ, ΠΑΚΕΤΟ
Κατά τη διάρκεια που το παιχνίδι τους βρισκόταν σε early access στάδιο, οι developers κάνανε αρκετές φορές λόγο για την projection mapping λειτουργία που χρησιμοποιούταν στο BoUT 2. Όπως αποδεικνύεται, είχαν μεγάλο δίκιο που επέμεναν να την αναφέρουν και να τη διαφημίζουν, καθότι φέρνει μία μεγάλη αλλαγή στο πεδίο των γραφικών των point ‘n’ click adventure games.
Πρόκειται για μία τεχνική που συνδυάζει τα θετικά των real time rendered και pre rendered γραφικών, όπως την ευελιξία που προσφέρουν τα πρώτα στους δημιουργούς και το αυξημένο επίπεδο λεπτομέρειας των δεύτερων. Τ’ αποτέλεσμα, πολύ χοντρικά, είναι η ομαλή περιστροφική κίνηση της κάμερας γύρω από έναν χώρο και το zoom in και zoom out που είναι σε θέση να πραγματοποιήσει, θολώνοντας σ’ ορισμένες περιπτώσεις το foreground και background αντίστοιχα. Φανταστείτε λοιπόν να μπαίνει ο ήρωας σ’ ένα πανδοχείο, με το μπαρ να είναι στο βάθος της οθόνης και κάποια τραπέζια στο εμπρός μέρος αυτής. Όσο εξερευνούμε τον χώρο, η κάμερα είναι σταθερή, εστιάζοντας στα αντικείμενα που βρίσκονται κοντύτερα σ’ εμάς. Όταν αποφασίσουμε να μιλήσουμε στον μπάρμαν, η κάμερα κινείται, ερχόμενη πιο κοντά στα πρόσωπα που συζητούν, με τα στοιχεία που εξετάζαμε νωρίτερα, π.χ. τα τραπέζια, ν’ αποκτούν μία ελαφρά θολούρα. Μία ιδέα περί της εξαιρετικής αυτής μεθόδου απεικόνισης, που είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα σπεύσουν ν’ αντιγράψουν άλλοι developers, μπορείτε να πάρετε απ’ το παρακάτω video.
{youtube}JIibpHbxZhQ{/youtube}
Παρόλο που το BoUT 2 είναι φτιαγμένο με χρήση της Unity 3D engine, που μέχρι σήμερα δε μας έχει δείξει ότι είναι σε θέση ν’ αποδώσει πολύ υψηλής ποιότητας γραφικά, στο παιχνίδι της King Art Games το αποτέλεσμα είναι καταπληκτικό. Η έντονη πολυχρωμία και ζωντάνια των τοποθεσιών, σε συνδυασμό με τη λεπτομέρεια που χαρακτηρίζει τους διαφόρους χώρους, την αποφυγή ύπαρξης καθαρόαιμων, βαριών, 3D σκηνικών και την πανέξυπνη projection mapping λειτουργία, οδηγούν σ’ ένα υπέροχο σύνολο, που αν εξαιρέσουμε τους τίτλους που κάνουν χρήση της Unreal engine, δεν έχει ζηλέψει τίποτα απ’ οποιονδήποτε ανταγωνιστή του. Φυσικά το μελανό σημείο της μη υποστήριξης 16:9 αναλύσεων, που χαρακτήριζε τον προκάτοχό του, αποτελεί παρελθόν. Αν πρέπει με το ζόρι να βρούμε και ν’ αναφέρουμε μία μικρή παραφωνία, αυτή θα ήταν η αίσθηση πλαστικότητας που δίνουν ορισμένα μοντέλα χαρακτήρων κατά το ξεκίνημα της περιπέτειας, οπότε και η απεικόνισή τους από κοντινή απόσταση δεν ευνοεί το συνολικό αποτέλεσμα.
Περνώντας στα του ήχου, το πρώτο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η συνήθης αδυναμία των εκ Γερμανίας προερχόμενων adventure games, που ακούει στις λέξεις lip synchronization, επίσης απουσιάζει. Η ροή των διαλόγων είναι σε απόλυτη αρμονία με την κίνηση των χειλιών και τις εκφράσεις των προσώπων, χαρίζοντας επιπλέον πόντους στο παιχνίδι. Τα διάφορα μουσικά θέματα κινούνται στο γνώριμο μοτίβο της σειράς, διαθέτοντας έναν λυρικό και σ’ ορισμένες περιπτώσεις ταυτόχρονα επικό, τόνο και δένουν ιδανικά μ’ όσα παρακολουθούμε να εξελίσσονται επί της οθόνης μας. Όσο για τα voice overs, άλλο ένα στοιχείο για το οποίο έχουν πολλάκις κατηγορηθεί τα Γερμανικά gaming studios κατά το παρελθόν, δε νομίζω ότι έχουμε δει πολλά adventure games που διαθέτουν την ποιότητα και τη ζωντάνια αυτών του BoUT 2.
Όπως πάντα, κάποιοι εκ των ηθοποιών που δανείζουν τις φωνές τους ξεχωρίζουν, κι εδώ είναι εκείνοι που υποδύονται τον Remi deDumas, τη Chantal Van Buren, τα σιαμαία ogres Zloff και Blout, τον δήμαρχο του Somberville, καθώς και το δίδυμο των Vladi και Kiki, με τους τρεις τελευταίους να κάνουν την εμφάνισή του στο πέμπτο κεφάλαιο. Το μόνο που ξέφυγε της προσοχής των δημιουργών και καλό θα ήταν να επιλυθεί με κάποιο επόμενο patch είναι η απουσία speech σε ελάχιστες γραμμές διαλόγου, καθώς και η κακή ακουστική κάποιων άλλων, κυρίως στο τρίτο κεφάλαιο, οπότε και ο Wilbur βρίσκεται στο υπέδαφος του Seastone.
Όντας ένα μοντέρνο adventure game, το BoUT 2 παρέχει όλες τις ευκολίες που προσφέρουν οι σύγχρονοι εκπρόσωποι του genre, όσον αφορά στο χειρισμό. Ο hotspot indicator δίνει το παρών, όντας σχεδόν απαραίτητος σ’ ορισμένες περιπτώσεις, οπότε και κάποια αντικείμενα κάνουν την εμφάνισή τους όταν καταστεί η ανάγκη απόκτησής τους (π.χ. τα πυροτεχνήματα στο τρίτο κεφάλαιο και το μπουκάλι κρασί στο πέμπτο). Όταν εξαντλήσουμε τα περιθώρια παρατήρησης αλλά και χρήσης ενός αντικειμένου, αυτό παύει ν’ αναγράφεται όταν περνάει ο κέρσορας από πάνω του. Με δεδομένο ότι τα hotspots είναι ουκ ολίγα ανά οθόνη, η συγκεκριμένη επιλογή αποδεικνύεται πολύ χρήσιμη, ούτως ώστε να μη σπαταλάμε χρόνο σε αχρείαστες απόπειρες συνδυασμού αντικειμένων. Οι τελευταίες περιορίζονται δραστικά κι από ένα ακόμη χαρακτηριστικό, που είναι το κοκκίνισμα του κέρσορα όταν το αντικείμενο που έχουμε ανά περίπτωση επιλέξει μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιο hotspot. Έτσι, ακόμη κι αν κολλήσουμε κάπου, η trial and error διαδικασία πραγματοποιείται πολύ γρηγορότερα, βγάζοντάς μας από τη δύσκολη θέση.
Ωστόσο υφίσταται ένα ακόμη στοιχείο που διευκολύνει πολύ την επίλυση διαφόρων γρίφων από μεριάς μας και θα μπορούσε να λείπει. Αν κουβαλάμε ένα αντικείμενο που πρέπει να δώσουμε σε κάποιον τρίτο χαρακτήρα, αυτομάτως εμφανίζεται η σχετική γραμμή διαλόγου κατά τη συνομιλίας μας μαζί του. Συνεπώς, ακόμη κι αν δεν είχαμε σκεφτεί να πράξουμε τη συγκεκριμένη ενέργεια, το παιχνίδι τη μαρτυρά και απλά αφήνει να την πράξουμε οι ίδιοι στα πλαίσια της συζήτησης με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Προσωπικά εντόπισα τουλάχιστον τρεις-τέσσερις περιπτώσεις όπου οι δημιουργοί βιάστηκαν να προλάβουν τη σκέψη μου.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ ΣΧΕΔΟΝ ΑΡΙΣΤΟ
Όπως τόνισα και στην αρχή του κειμένου, το έργο της King Art Games, όσον αφορά στη δημιουργία ενός καλύτερου συνόλου σε σχέση με το πρώτο παιχνίδι (όπου πρώτο το BoUT του 2012 κι όχι το “The Critter Chronicles”) μόνο εύκολο δεν ήταν. Φαίνεται όμως ότι στους Γερμανούς αρέσουν τα δύσκολα, όπως και σ’ εμάς αρέσει να τους βλέπουμε να υλοποιούν την υπόσχεσή τους για ένα αρτιότερο κι ακόμη μεγαλύτερο κεφάλαιο της σειράς.
Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι υπάρχουν σημεία όπου πλατιάζουν σχεδόν αναίτια, όπως στο sub-story του Nate με τον Κόκκινο Πειρατή κι ακόμη περισσότερο ίσως σ’ εκείνο του Vlad με την Kiki. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι ισχύει κάτι τέτοιο, σε καμία περίπτωση δε φτάνει να καταντάει βαρετό και φλύαρο το παιχνίδι τους. Τουλάχιστον εγώ σε κανένα σημείο δεν ένιωσα κάτι τέτοιο κι αν συνυπολογίσουμε ότι λόγω παραχώρησης review code δε χρειάστηκε να καταβάλω τα €35 που απαιτεί η απόκτησή του, νομίζω κανένας αγοραστής του παιχνιδιού δε θα νιώσει τ’ αντίθετο. Ομολογουμένως η τιμή αγοράς του είναι ολίγον τσουχτερή αυτή τη στιγμή, δικαιολογείται όμως στο έπακρο τόσο απ’ τη διάρκεια όσο κι απ’ το ποιοτικό, σ’ όλους τους τομείς, περιεχόμενό του. Βέβαια τ’ ότι κυκλοφορεί και σε retail version, της οποία η τιμή αργά ή γρήγορα θα μειωθεί, φαντάζομαι θα κάνει αρκετούς από εσάς, όλως δικαίως, να περιμένετε.
Πραγματικά δε μπορώ να θεωρήσω ότι υπάρχει άνθρωπος που δεν θα γοητευτεί από την θεαματική εναλλαγή τοπίων που παρατηρείται μεταξύ Elfburrow, Tugator, Seastone, Lorem Ipsum και των υπολοίπων τοποθεσιών που συνθέτουν τον κόσμο του παιχνιδιού. Δε μπορώ επίσης να πιστέψω ότι υφίσταται φίλος των adventure games που δε θα εκτιμήσει τόσο τον έλεγχο τεσσάρων διαφορετικών χαρακτήρων, όσο και την αναγκαιότητα συνεργασίας μεταξύ δύο αλλά και τριών εξ’ αυτών, στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο αντίστοιχα. Η ύπαρξη side quests, με το μεγαλύτερο σε διάρκεια να είναι εκείνο του πρώτου κεφαλαίου, είναι ασφαλώς επίσης καλοδεχούμενη, δίνοντας ένα, μικρό έστω, κίνητρο για επανάληψη συγκεκριμένων κομματιών της περιπέτειας.
Είναι φανερό ότι οι δημιουργοί σοφά επέλεξαν να κρατήσουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του πρώτο μέρους της σειράς που εκθειάστηκαν τόσο απ’ τον τύπο όσο κι απ’ τους παίκτες και να βελτιώσουν κάποια άλλα, όπως τον συνολικό δείκτη δυσκολία της περιπέτειας. Όπως προανέφερα, δεν έχουμε επ’ ουδενί να κάνουμε με δύσκολο παιχνίδι, αλλά ορισμένοι γρίφοι, όπως εκείνος του δεύτερου κεφαλαίου, που συνίσταται στη δημιουργία του ποτού που χρειάζεται για να ξεμεθύσει ο Nate αλλά και του πέμπτου, με τις επτά σφραγίδες που κρατούν κλειστό το μπαούλο του Ashcroft Van Buren, απαιτούν το κάτι παραπάνω από μεριάς μας και απουσιάζανε απ’ τον προκάτοχό του.
Όσοι έχετε ασχοληθεί μ’ εκείνον, θα θυμάστε ότι διέθετε διάχυτο το στοιχείο της σάτιρας, τόσο ορισμένων διάσημων ταινιών, όσο και RPGs. Δεν έδειχνε να παίρνει σε κανένα σημείο τον εαυτό του στα σοβαρά, αποφεύγοντας να θίξει θέματα που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Δε συμβαίνει το ίδιο με το δεύτερο αυτό μέρος, το οποίο τουλάχιστον στα 4/5 του αφήνει πίσω τον χαρακτήρα της παρωδίας κι επικεντρώνεται σε ζητήματα που αντικατοπτρίζουν καταστάσεις που συναντάμε και στην κανονική ζωή, όπως την εγκυμοσύνη της Ivo, την επιθυμία της μητέρας της να την παντρέψει, την εκλογική κόντρα Alastair-Van Buren, τη σχέση Bill-Gulliver, μέχρι και την ύπαρξη του big brother υπό μορφή ενός πολύ ιδιαίτερου μάντη. Μόνο στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιό του το παιχνίδι “θυμάται” να επιστρέψει στο στοιχείο της σάτιρας, πράττοντάς το μ’ ιδιαίτερη επιτυχία. Όπως και να ‘χει, είναι θετικό τ’ ότι πολύ εύστοχα αποφεύγει ν’ αποτελέσει μία από τα ίδια όσον αφορά στον βασικό κορμό του χαρακτήρα του.
Μπορεί η ανάγκη της όσο το δυνατόν πιο έγκαιρης παρουσίασης του παιχνιδιού να κατέστησε, τρόπον τινά, “πρόβλημα” τις 37 ώρες που χρειάστηκα για να φτάσω στο φινάλε (με τις πέντε εξ’ αυτών να έχουν ξοδευτεί στο dead end και μία-δύο ακόμη να καθίστανται αναγκαίες λόγω της πολύ αραιής χρήσης του hotspot indicator από μεριάς μου), είναι παραπάνω από τιμητικό όμως για έναν developer να δεσμεύεται ότι θα παραδώσει ένα πλούσιο σε διάρκεια adventure game και να ξεπερνά όλες τις προσδοκίες, φροντίζοντας το τελικό αποτέλεσμα που θα παραδώσει στο κοινό να είναι άψογο (ή έστω σχεδόν άψογο, αν λάβουμε υπόψη την ύπαρξη του bug κατά τις πρώτες ημέρες κυκλοφορίας). Το δε φινάλε απέχει αρκετά απ’ αυτό που θα περίμενε κάποιος, δίνοντας περιθώρια διττής ερμηνείας. Η μία ερμηνεία, εκτός από συγκίνηση, αναμφισβήτητα περιέχει αρκετή δόση πίκρας, η άλλη ουσιαστικά μας λέει ότι δεν έχουμε παρά να περιμένουμε τον ερχομό του “The Book of Unwritten Tales 3”, κάτι που προσωπικά θεωρώ απολύτως βέβαιο ότι θα συμβεί.
ADVENTURE GAME OF THE YEAR ΑΠΟ ΤΟΣΟ ΝΩΡΙΣ;
Μπορεί ν’ άργησε λιγάκι να μας έρθει, το “The Book of Unwritten Tales 2” όμως είναι αυτό ακριβώς που ήθελε να δει από την King Art Games ο fan της σειράς. Είναι μεγαλύτερο, ομορφότερο, δυσκολότερο, συνολικά καλύτερο απ’ το πρώτο μέρος. Επαναφέρει με πλήρη επιτυχία την αγαπημένη τετράδα πρωταγωνιστών, μαρτυράει την έμπνευση και την όρεξη που είχαν οι δημιουργοί του κατά το στάδιο ανάπτυξης κι αποδεικνύει ότι τόσο ο Kickstarter θεσμός όσο η συνταγή των early access κυκλοφοριών, αν χρησιμοποιηθούν σωστά, μπορούν να συνδράμουν σημαντικά στην υψηλή ποιότητα ενός παιχνιδιού.
Την ίδια στιγμή αποτελεί την καλύτερη και πιο πειστική απάντηση σ’ όλους εκείνους που, μετά τα “The Critter Chronicles” και “Raven-Legacy of a Master Thief” βιάστηκαν να συμπεράνουν ότι οι Γερμανοί developers δεν ήταν σε θέση να επαναλάβουν τον θρίαμβο του 2012, οπότε και μας δώσανε την αγγλόφωνη version του πρώτου μέρους. Αν και δε μ’ αρέσει καθόλου να προτρέχω, είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι η King Art Games από νωρίς βάζει δύσκολα τόσο στην ομοεθνή της Daedalic Entertainment, όσο και σε κάθε άλλο studio που προσδοκά να δημιουργήσει τον καλύτερο τίτλο της adventure gaming κατηγορίας για το 2015…
Το παιχνίδι στη χώρα μας διανέμεται από την Enarxis Dynamic Media.
Pros
- Τεράστιο σε διάρκεια
- Η projection mapping τεχνική δίνει ξεχωριστό αέρα στην παρουσίαση του κόσμου του
- Υψηλότερος βαθμός δυσκολίας και καλύτεροι γρίφοι σε σχέση με τον προκάτοχό του
- Μεγάλη ποικιλία τρίτων χαρακτήρων
- Δεν πέφτει στην παγίδα της επανάληψης της συνεχούς σάτιρας
- Παρουσία side quests
- Voice overs ηχογραφημένα με πολύ μεράκι…
Cons
- …με κάποια μικροπροβλήματα σε λιγοστές περιπτώσεις
- Υπερβολικές διευκολύνσεις στην επίλυση ορισμένων γρίφων
Δεν το έχω τερματίσει ακόμα (βρίσκομαι στο 4ο κεφάλαιο), καθώς έπεσαν αρκετά reviews μαζεμένα, αλλά νομίζω ότι θα προσυπογράψω το κείμενο και τη βαθμολογία. Κορυφαίο adventure.
Περιμένει υπομονετικά τη σειρά του μετά το mm2, το οποίο btw είναι τόσο καλό που μέχρι και την απαίσια δουλειά που έχει γίνει στα voice over μπορώ να παραβλέψω. Όσο για την ποιότητα του BOUT2, αναμενόμενα υψηλή. Ωραίο review Mάνο.
Φαίνεται εξαιρετικό, είχα χαρεί απίστευτα το πρώτο και κάτι μου λέει πως θα περάσω φανταστικά και με δαύτο!
Pro-tips για ανάγνωση review του Μάνου:
1)Φτιάχνετε καφέ
2)Στρίβετε τσιγάρο (και ας μη καπνίζετε)
3)Κάνετε ανάγνωση.
4) Profit.
Όπως πάντα εξαιρετικός! (ελπίζω να μην είναι πουθενά ο gaius :P)
Εγώ ακολουθώ την συγκεκριμένη διαδικασία σε όλα τα ριβιούζ. 🙂
Χαχαχα, κάθε φορά λέω στον εαυτό μου “αυτή τη φορά το review θα βγει μικρότερο” και κάθε φορά διαψεύδομαι. Έχει να κάνει και με το εκάστοτε παιχνίδι βέβαια. Γι’ αυτό εδώ ας πούμε, είχα τόσα να γράψω που και να ήθελα να βγει σύντομο το review, απλά δε γινόταν…
Εξαιρετικό review Μάνο! Φαντάζομαι δε χρειάζεται να πω πόσο συμφωνώ μαζί σου. Μόνο η υπερβολική ευκολία στο 2ο και 3ο κεφάλαιο με χάλασαν κάπως, σε όλα τα υπόλοιπα το παιχνιδάκι (τι παιχνιδάκι, 30 ώρες τέρας!) δίνει ρέστα.
Ισχύει αυτό που λες Στέλιο, απλά, έχοντας παίξει και τα τέσσερα παιχνίδια της πλέον, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η King Art Games δεν επιθυμεί να τα κάνει δύσκολα και σε συνδυασμό με τ’ ότι εσχάτως αποφάσισα να περιορίσω λιγάκι την “γκρίνια” μου για την ευκολία των σύγχρονων advs, είπα να μη σταθώ εκεί.
Τώρα που έγραψα το δικό μου, πάω να διαβάσω και το δικό σου review!
Λεπτομερέστατη ανάλυση του παιχνιδιού! Το πρώτο ήταν από τα αγαπημένα μου adventure ever και αυτό περιμένω πως και πως για τη drm-free retail (ειδικά η συλλεκτική είναι πανέμορφη αλλά προς το παρόν βρίσκεται μόνο στο amazon.de).
FYI πάντως, φαίνεται να κονταροχτυπιέται στη διάρκεια με το The Lost Crown το οποίο άνετα άγγιζε τις 34-35 ώρες. 🙂
Μόλις παράγγειλα τον κολέκτορ από amazon. To πρώτο πάντως το είχα λατρέψει και ήταν από τα λίγα game που πραγματικά είχε χιούμορ που γέλαγες. Περιμένω το ίδιο και από την συνέχεια.
Κολέκτορ εννοείς την Almanac edition;
Ναι, αυτή πρέπει να λέει. Δεν βλέπω κάποια άλλη…
Εξαιρετικό review. Έφυγε για retail αυτό .