REVIEWS

THE BOOK OF UNWRITTEN TALES – THE CRITTER CHRONICLES

Προτού αρχίσω το παρόν review, οφείλω να προβώ, έστω και κατόπιν αρκετά μεγάλου χρονικού διαστήματος, σε μία παραδοχή: Στο review του πρώτου παιχνιδιού της σειράς, που μας ήρθε τον Δεκέμβριο του 2011, διέπραξα ένα σφάλμα, καθώς το βαθμολόγησα με 86%. Ομολογώ ότι το αδίκησα και αν έγραφα σήμερα το review του, θα το βαθμολογούσα άνευ δισταγμού με 89%-90%. Μπορεί ο δείκτης δυσκολίας του να ήταν ιδιαίτερα χαμηλός (γι’ αυτό άλλωστε και έχανε αυτές τις μονάδες), αλλά διέθετε πολλά άλλα θετικά γνωρίσματα (υπέροχη ατμόσφαιρα, καλοσχεδιασμένη δράση, ικανοποιητική διάρκεια, πολύ εύστοχο χιούμορ και έναν συμπαθέστατο κεντρικό πρωταγωνιστή), που το έκαναν να είναι αντάξιο ενός τέτοιου σκορ.

Λογικό είναι τώρα να σκεφτεί κάποιος «ε, σιγά ρε Μάνο, για 3-4 εκατοστιαίες μονάδες κάνεις έτσι;». Δίκιο θα έχει από μεριάς του, όπως δίκιο όμως θεωρώ ότι έχω κι εγώ, καθώς επιθυμώ να είμαι ακριβοδίκαιος με όσα παιχνίδια έχω κατά καιρούς βαθμολογήσει, εξ’ ου και σπεύδω να αναγνωρίσω οποιοδήποτε λάθος αντιλαμβάνομαι ότι έχω κάνει. Αξίζει επίσης να τονίσω ότι το συγκεκριμένο παιχνίδι είχε κερδίσει τον τίτλο του GOTY 2011 κατά τα δικά μου γούστα, απόφαση στην οποία ασφαλώς εμμένω μέχρι σήμερα και την υποστηρίζω 100%.

Όπως καταλαβαίνετε, όταν παίρνεις στα χέρια σου το prequel του παιχνιδιού που θεώρησες ως το καλύτερο της περασμένης χρονιάς, έχεις υψηλότατες προσδοκίες και αναμένεις με ενθουσιασμό να δεις αν πλησιάζει, ή και ξεπερνά ενδεχομένως, το επίπεδο του πρώτου μέρους. Δυστυχώς το τελευταίο αποδείχθηκε μία μεγάλη προσδοκία που δεν επαληθεύτηκε σε καμία περίπτωση, καθώς το “The Critter Chronicles” είναι ένα αρκετά αξιόλογο adventure game μεν, συνολικά πολύ κατώτερο του προκατόχου του δε.

Critter Chronicles Snap 002Ευτυχώς δε λείπουν οι χαρακτήρες που βγάζουν γέλιο

ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Ήταν Δεκέμβριος του 2011 λοιπόν, όταν γνωρίσαμε τους τέσσερις ήρωες του “The Book of Unwritten Tales” που τα είχαν βάλει με τον μάγο Muncus, που υπηρετούσε την κακιά Mordroga. Αυτοί ήταν ο Wilbur Weathervane, o Nate Bonnett και η Ivo, που αντίστοιχα ανήκανε στη φυλή των νάνων, των ανθρώπων και των ξωτικών, καθώς και ο πιστός φίλος του Nate, ένα χαριτωμένο critter. Και οι τέσσερις προσπαθούσαν να ανατρέψουν τα σκοτεινά σχέδια του επικίνδυνου διδύμου των Muncus και Mordroga και να συμβάλλουν στο να φτάσουν στα χέρια του αρχιμάγου της φυλής των ανθρώπων ένα πολύτιμο δακτυλίδι και ένα βιβλίο που αναφερόταν σε αυτό. Τα δύο αντικείμενα τα έστελνε, μέσω του Wilbur, o Mortimer McGuffin, το gremlin που τα είχε αρχικά βρει, αλλά πλέον είχε πέσει θύμα απαγωγής και κρατούταν αιχμάλωτο από τις δυνάμεις του κακού.

Πολλά τα πρόσωπα, με ανθρώπους, orcs, gremlins, elfs και gnomes να δίνουν το παρόν, σε ένα συνολικό αποτέλεσμα που αποδείχθηκε ένα υπέροχο παραμύθι, όπως ανέφερε και η τελευταία λέξη του τίτλου του. Λογικό ήταν τα μέλη της King Art Games να θελήσουν να εμπλουτίσουν περαιτέρω την όμορφη ιστορία που είχαν συλλάβει και έτσι πρώτη επιλογή τους (και ελπίζουμε όχι τελευταία) ήταν να δημιουργήσουν ένα prequel, για να μας αφηγηθούν πώς γνωρίστηκε ο Nate Bonnett με το critter και να ρίξουν φως στο χαρακτήρα και στο παρελθόν τους. Αυτό σημαίνει ότι οι πιο συμπαθείς πρωταγωνιστές του πρώτου μέρους, ο Wilbur Weathervane και η Ivo, απουσιάζουν παντελώς. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο με κάποιους άλλους, δευτερεύοντες και μη, χαρακτήρες, όπως o Muncus αλλά και η Ma ‘Ζaz, ένα orc που κυνηγούσε λυσσαλέα τον Nate, για λόγους που πλέον θα έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε, καθώς αυτή είναι και η εναρκτήρια σκηνή του παιχνιδιού.

Είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι το “The Critter Chronicles” δε διαθέτει σε καμία περίπτωση το βάθος της ιστορίας του πρώτου “Book of Unwritten Tales”. Αυτό φυσικά δε μπορεί να του καταλογιστεί ως αρνητικό, καθώς δεν έχουμε να κάνουμε με σύγκριση μεταξύ των δύο τίτλων, απλά είναι  λογικό οι απαιτήσεις από ένα παιχνίδι που φέρει το όνομα της εν λόγω σειράς να είναι μεγάλες, ένεκα της ποιότητας της περσινής κυκλοφορίας, που προσέδωσε το βάρος που πλέον κουβαλά ο τίτλος.   

ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ ΟΙ 16:9 ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ;

Οπτικά, ηχητικά και από άποψης χειρισμού, οι εντυπώσεις που δημιουργούνται είναι μάλλον ανάμεικτες. Ξεκινώντας από τον τελευταίο τομέα, όλα λειτουργούν απροβλημάτιστα και στα πολύ γνώριμα μονοπάτια των point ‘n’click adventure games. To αριστερό mouse button αντιστοιχεί στην Use / Pick up / Talk to εντολή και το δεξί στην Look. Το inventory εντοπίζεται στο κάτω τμήμα της οθόνης και τα αντικείμενα εντός αυτού μπορούν ασφαλώς να συνδυαστούν μεταξύ τους. Αξιοσημείωτο είναι ότι αν ένα αντικείμενο δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί επί κάποιου hotspot, ο κέρσορας δε μεταβάλλεται από λευκός σε κόκκινο, όπως συμβαίνει όταν βρούμε τον κατάλληλο συνδυασμό. Το σημεία αλληλεπίδρασης προβάλλονται με πάτημα του space button. Υφίστανται τρία επίπεδα δυσκολίας, που διαχωρίζονται μεταξύ τους από τη δυνατότητα προβολής των hotspots, αλλά και την παροχή hints σχετικά το ποια ενέργειά μας πρέπει να ακολουθήσει. Το “The Critter Chronicles” είναι ένα εύκολο παιχνίδι, οπότε σας προτείνω ανεπιφύλακτα να διαλέξετε να παίξετε στο hard level.

Το ηχητικό μέρος δεν υστερεί πουθενά, χωρίς όμως να εντυπωσιάζει. Το voice acting των χαρακτήρων που συναντάμε εκ νέου κρίνεται ικανοποιητικό, στα επίπεδα του πρώτου μέρους, όπως το ίδιο συμβαίνει και με εκείνους που γνωρίζουμε για πρώτη φορά. Αναφορικά με τη μουσική, το main theme αλλά και κάποια ακόμη κομμάτια είναι επίσης όμοια με εκείνα του αρχικού “Book of Unwritten Tales”, ενώ τα υπόλοιπα έχουν τη γνωστή ανάλαφρη, χαρούμενη και μελωδική χροιά που ταιριάζει σε ένα παραμυθένιου τύπου παιχνίδι. Επιθυμητή θα ήταν μία ευρύτερη ποικιλία ενορχηστρώσεων, αλλά υπεύθυνος για την έλλειψή της είναι ο περιορισμένος αριθμός των τοποθεσιών που επισκεπτόμαστε, φαινόμενο στο οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω.     

Critter Chronicles Snap 003Με την Petra έχουμε πολλά πάρε-δώσε

Από γραφικής απόψεως, το “The Critter Chronicles” εμφανίζεται διχασμένο. Καταρχήν, κάτι που δεν είχα παρατηρήσει ότι υφίστατο και με τον προκάτοχό του και δυστυχώς εξακολουθεί να υπάρχει, είναι η έλλειψη προβολής σε 16:9 κάδρο απεικόνισης. Έτσι λοιπόν οι 1280 x 720 και 1920 x 1080 αναλύσεις, παρόλο που αναφέρονται στις επιλογές, ουσιαστικά δεν υποστηρίζονται, αφήνοντάς μας ως μοναδική επιλογή να επιλέξουμε ένα εκ των 4:3 και 16:10 κάδρων, με τις ανάλογες μαύρες μπάρες στο αριστερό και δεξιό ή άνω και κάτω τμήμα της οθόνης. Όλως περιέργως όμως, διαλέγοντας την 1600 x 1200 ανάλυση σε μία 16:9 full HD τηλεόραση, δεν εμφανίστηκαν οι γνωστές μαύρες μπάρες, αλλά τα γραφικά (μόνο στη συγκεκριμένη ανάλυση) καλύπτανε όλη την επιφάνεια της οθόνης, όντας όμως stretched. Περίεργα πράγματα, δίχως μάλιστα να δοθεί κάποια απάντηση από τα στελέχη της King Art Games, σε σχετική ερώτηση που υπέβαλα μέσω της Steam σελίδας του τίτλου. Εκτός αυτού, είναι παραπάνω από εμφανή ορισμένα χοντροκομμένα sprites, την ίδια στιγμή που, εν πλήρη αντιθέσει, η απεικόνιση του περιβάλλοντος χώρου στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι πάρα πολύ καλή, δίχως όμως να λείπουν λιγοστές τοποθεσίες που είναι φτωχά “ντυμένες”. Αν μη τι άλλο, έχουμε δει adventure games με συνολικά ανώτερο γραφικό τομέα και σίγουρα περιμέναμε περισσότερη προσοχή από τα στελέχη King Art Games στη νεότερη δημιουργία τους.

ΘΕΛΑΜΕ ΠΟΛΛΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ

Προσωπικά έχω αναφέρει ξανά ότι είμαι πρόθυμος να συγχωρέσω λάθη και ατέλειες σε ένα παιχνίδι της κατηγορίας, αν η δράση του είναι πλούσια και οι γρίφοι του ικανοποιητικής δυσκολίας. Δυστυχώς εδώ δε συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Η ιστορία καλύπτει πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο ελέγχουμε τον Nate Bonnett, στο δεύτερο το critter και στα υπόλοιπα τρία και τους δύο χαρακτήρες μαζί. Με την εξαίρεση του πρώτου και του τέταρτου κεφαλαίου, τα υπόλοιπα τρία εξελίσσονται στις ίδιες τοποθεσίες. Το δεύτερο κεφάλαιο, ακριβώς επειδή το critter δε μπορεί να μιλήσει, σε αρκετά σημεία καταλήγει να είναι μία συνεχής trial and error διαδικασία, έως ότου κατανοήσουμε –στο περίπου- τι πρέπει να κάνουμε και βρούμε πώς θα χρησιμοποιήσουμε κάθε αντικείμενο που μαζεύουμε. Γεγονός είναι ότι μέχρι να φτάσουμε στο τέταρτο μέρος του παιχνιδιού, που είναι με διαφορά το καλύτερο εκ των πέντε, σε διάφορα επίπεδα (γραφικών, δράσης, γρίφων), ο δείκτης δυσκολίας κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Όχι ότι εκεί ανεβαίνει κατακόρυφα, απλά λόγω του ότι εμπλέκεται και η μαγεία, καθώς επισκεπτόμαστε τον πύργο του Arch mage, το παιχνίδι γίνεται σαφώς πιο ενδιαφέρον και παρουσιάζει άνοδο της δυσκολίας του. Σε εκείνο το σημείο όμως εντοπίζονται και δύο σχεδιαστικές παραβλέψεις από μεριάς των δημιουργών, μία εκ των οποίων σχεδόν φτάνει να αποτελεί bug. Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στο Spoiler Files Vol. 3 : Case of “The Book of Unwritten Tales – The Critter Chronicles”.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αρνητική εντύπωση προκαλεί το συνεχές πέρα-δώθε που κάνουμε στις περιορισμένες τοποθεσίες που διαθέτει το παιχνίδι. Το μόνο που αλλάζει κάθε φορά είναι οι στόχοι που τίθενται, ώστε να προχωρήσουμε παρακάτω. Η ιστορία δίνει τη δυνατότητα να υπάρξει μετάβαση των πρωταγωνιστών σε άλλους τόπους, όπως συμβαίνει άλλωστε στο τέταρτο κεφάλαιο, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει κάποια συνέχεια, παρά επιστρέφουμε εκ νέου στα ίδια μέρη. Κάτι ακόμη που με ενόχλησε ελαφρώς, είναι το ότι ουσιαστικά δε καθίσταται ξεκάθαρο το πώς και γιατί βρέθηκαν τα critters στον συγκεκριμένο πλανήτη. Χαρακτηριστικό γνώρισμα καθ’ όλη τη διάρκεια της περιπέτειας πάντως, είναι ότι η δράση της περιορίζεται σε τρεις-τέσσερις χώρους ανά περίπτωση, γεγονός που καθιστά την επίλυση κάθε γρίφου πολύ εύκολη υπόθεση, ενώ δε λείπουν και εκείνοι που επιλύονται μέσω των διαφόρων διαλόγων. Σε συνδυασμό με τη μικρή διάρκεια, η ολοκλήρωση της περιπέτειας έρχεται σε 10 περίπου ώρες, με την προϋπόθεση ότι θα αποφύγει ο παίκτης το προαναφερθέν σκόπελο των δύο σημείων του 4ου κεφαλαίου, που είναι ικανά να τον ταλαιπωρήσουν αδίκως επί ώρες, όπως συνέβη στη δική μου περίπτωση. Τελικά τη συνολική εικόνα διασώζουν το εύθυμο κλίμα που επικρατεί, το εύστοχο χιούμορ (αυτή τη φορά στο στόχαστρό του μπαίνουν πασίγνωστες ταινίες, όπως τα Star Wars, Harry Potter και Star Trek) και οι ενδιαφέροντες τρίτοι χαρακτήρες. Μάλιστα, λίγο πριν το φινάλε οι δημιουργοί θυμίζουν, με έναν πολύ έξυπνο και ευφάνταστο τρόπο, στους παλαιότερους παίκτες μία αλησμόνητη παρουσία από τα παλαιότερα games της Lucasarts.  

Critter Chronicles Snap 004Γνώριμη τοποθεσία το γραφείο του Arch mage

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΠΕΡΙ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ;

Αν όσα διαβάσατε παραπάνω, σας έκαναν να καταλήξετε στο συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κακό παιχνίδι, ή εγώ ήμουν υπερβολικά αυστηρός κατά την περιγραφή μου, ή εσείς δε πιάσατε επακριβώς το νόημα των γραφομένων μου. Για να το ξεκαθαρίσω λοιπόν, όχι, το “The Critter Chronicles” δεν είναι κακό παιχνίδι. Απλά δεν απευθύνεται ούτε στον έμπειρο, ούτε και στον απαιτητικό adventure gamer, δε διαθέτει πλούσια δράση και σίγουρα δεν είναι αυτό που περιμέναμε μετά το περσινό πρώτο μέρος. Στον αντίποδα, έχει μία όμορφη ιστορία, περικλείει αρκετή τρέλα και ανάλογους χαρακτήρες, διατηρεί το χιούμορ του προκατόχου του και κλείνει με έναν όμορφο και συγκινητικό τρόπο.

Αναμφισβήτητα αν η κυκλοφορία του είχε ακολουθήσει την εξέλιξη της ιστορίας των δύο παιχνιδιών, με άλλα λόγια είχε έρθει πρώτα αυτό και μετά το sequel, θα επωφελούνταν αμφότερα και ιδίως το συγκεκριμένο. Τώρα όμως φαντάζει ως ο φτωχός συγγενής δίπλα στις περιπέτειες του Wilbur, της Ivo και των άλλων πρωταγωνιστών που θυμόμαστε από πέρσι, μη διαθέτοντας εκείνο το “κάτι” που θα μας κάνει να το θυμόμαστε σε λίγο καιρό από σήμερα. Εκτός αυτού, ο απίστευτος καταιγισμός τίτλων της κατηγορίας που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα, καθιστά ακόμη πιο δύσκολο το έργο του, πόσω μάλλον από τη στιγμή που υστερεί σε αρκετούς τομείς έναντι του ανταγωνισμού.

Το τελικό συμπέρασμα είναι ένα: Κύριοι της King Art Games και της Nordic Games (ως publisher του παρόντος τίτλου), μπορούμε τα Χριστούγεννα του 2013 να έχουμε ένα τρίτο μέρος, όπως πραγματικά θα θέλαμε -αλλά και του αξίζει- να είναι, με πρωταγωνιστή φυσικά τον αξέχαστο νάνο;

Pros

  • Εύστοχο χιούμορ
  • Εύθυμο κλίμα και ανάλογη ατμόσφαιρα
  • Εναλλάξ αλλά και ταυτόχρονος χειρισμός του Nate και του critter
  • Ενδιαφέροντες χαρακτήρες…

Cons

  • …αλλά λείπουν πάρα πολύ ο Wilbur και η Ivo
  • Γρίφοι που δεν αποτελούν καθόλου πρόκληση για τον έμπειρο adventure gamer
  • Δύο κακοσχεδιασμένα σημεία στο 4ο κεφάλαιο
  • Μικρή διάρκεια
  • Μη υποστήριξη αναλύσεων σε 16:9 κάδρο        
  • Περιορισμένες οι τοποθεσίες που περιλαμβάνει

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 72%

72%

Μάνος Καρκαλέμης

Ο Μάνος δε μπορεί παρά να νιώθει ευτυχής που ασχολήθηκε ενεργά με την gaming αρθρογραφία στα χρόνια 2009-2017, οπότε και του δόθηκε η ευκαιρία να γράψει reviews για κάποια adventure games-διαμάντια, όπως "The Whispered World", "Monkey Island 2-LeChuck's Revenge" (Remastered Edition), "The Book of Unwritten Tales 1&2", "Grim Fandango" (Remastered Edition), "Gabriel Knight-Sins of the Fathers" (25th Anniversary Edition), "Night of the Rabbit", "Memento Mori 2", "Day of the Tentacle" (Remastered Edition).

2 Comments

  1. Εντάξει, 10 ώρες δεν το λες και μικρό. Για τα δικά μου γούστα 10-15 ώρες είναι ικανοποιητική διάρκεια, άλλωστε λίγα παιχνίδια στην κατηγορία υπερβαίνουν τις 20 ώρες.
    Νέα από το στρατόπεδο της εταιρίας υπάρχουν σχετικά με κάποια συνέχεια στη σειρά…?

Αφήστε μια απάντηση

Related Articles

Check Also
Close
Back to top button
elEL