HOMEFRONT: THE REVOLUTION
Πριν από μερικά χρόνια, σε μία ματαιόδοξη προσπάθεια να συναγωνιστεί την Activision και τη σαρωτική εμπορική επιτυχία των Call of Duty, η πάλαι ποτέ αξιοπρεπέστατη THQ θεώρησε ότι ήταν καλή ιδέα να αναθέσει την ανάπτυξη του υποψήφιου “COD-killer” FPS της, Homefront στην Kaos Studios. Μια απόφαση που δυστυχώς έγινε ταφόπλακα για την ίδια, αφενός γιατί το ρίσκο με τη Kaos Studios ήταν μεγάλο και δεν της βγήκε (το μόνο που είχε να επιδείξει ήταν το απλώς άνω του μετρίου Frontlines: Fuel of War), αφετέρου γιατί το περιβόητο Homefront αποδείχθηκε ως ένας μέτριος κλώνος του Call of Duty και τίποτε περισσότερο, φορτώνοντας την THQ με περισσότερα χρέη απ’ όσο μπορούσε ν’ αντέξει ο οργανισμός της. Οι συνέπειες της ιστορίας αυτής είναι λίγο-πολύ γνωστές, με το franchise Homefront μάλιστα να αποτελεί μια “καυτή πατάτα”, καθώς αφότου πέρασε στα χέρια της Crytek και το sequel βρισκόταν υπό ανάπτυξη, λίγο καιρό μετά η τελευταία δήλωσε οικονομική αδυναμία! Εν τέλει, το παιχνίδι κατέληξε κάτω από τη στέγη της Deep Silver και της ομάδας Dambuster Studios, που διαθέτει στο δυναμικό της αρκετά πρώην στελέχη της Crytek, η οποία ανέλαβε να ολοκληρώσει επιτέλους τη πολυτάραχη συνέχεια του Homefront. Αλλά, ως γνωστόν, στο κόσμο του gaming, οι “καυτές πατάτες” έχουν τη τάση να γίνονται… πουρέδες και το Homefront: The Revolution, αν και ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα ήταν πολύ αυστηρός και άδικος, δυστυχώς δεν ξεπερνά τη μετριότητα.
Το Homefront: The Revolution δεν είναι ακριβώς sequel, αλλά περισσότερο ένα reboot που βασίζεται στην ίδια κεντρική ιδέα. Το σύμπαν του παιχνιδιού διαδραματίζεται σε μια εναλλακτική εκδοχή της ιστορίας, όπου η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας κατά την εικοσαετία 50’s-70’s, ξεκίνησε και εδραιώθηκε από τους Κορεάτες και όχι από τους Αμερικανούς. Συνέπεια αυτής της τεχνογνωσίας ήταν η Κορέα να αποτελέσει μια πανίσχυρη δύναμη παγκοσμίως, με έντονη επιρροή στα υπόλοιπα κράτη της Γης. Εν τω μεταξύ, οι Η.Π.Α. συνέχισαν για χρόνια να είναι απασχολημένες με αλλεπάλληλους πολέμους στη Μέση Ανατολή, ξοδεύοντας τεράστια κεφάλαια στις αγορές του ανώτερου εξοπλισμού των Κορεατών, οι οποίοι είχαν ήδη συλλάβει ένα σατανικό σχέδιο για να παγιώσουν την κυριαρχία τους: σε κάθε συσκευή και οπλικό σύστημα που πούλησαν στους Αμερικανούς, είχαν συμπεριλάβει ένα backdoor, το οποίο τα καθιστούσε άχρηστα, με αποτέλεσμα σε τυχόν επίθεση να ήταν ανίκανοι να αντιδράσουν.
Πλέον βρισκόμαστε στο έτος 2029 και οι Η.Π.Α., όπως τις γνωρίζουμε, δεν υπάρχουν πλέον. Έχουν καταληφθεί από τις δυνάμεις της ενωμένης Κορέας ονόματι KPA, η οποία με πρόφαση τα οικονομικά προβλήματα και τα υπέρογκα χρέη των Η.Π.Α. προς αυτή, εισήλθε στη χώρα για να προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια. Εν τέλει, η ανθρωπιστική αυτή βοήθεια μετατράπηκε σε κανονική εισβολή, με τους Αμερικανούς αδύναμους ν’ αντισταθούν και με τους KPA να έχουν πλέον τον πλήρη έλεγχο όλων των πολιτειών, χωρίζοντας τες μάλιστα σε ζώνες: τη Green Zone που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά και το κέντρο επιχειρήσεων του Κορεατικού στρατού, παρέα με διάφορους “φιλικά προσκείμενους” προς τους KPA Αμερικανούς (Αρτέμης Μάτσας is my middle name), τη Yellow Zone που μοιάζει περισσότερο με γκέτο, όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού προσπαθεί να επιβιώσει σε συνθήκες εξαθλίωσης τόσο από την έλλειψη βασικών αγαθών όσο και από τη βαναυσότητα των δυνάμεων κατοχής και τη Red Zone, όπου το κατεστραμμένο από τους βομβαρδισμούς περιβάλλον ευνοεί τον ανταρτοπόλεμο των δυνάμεων της αντίστασης.
Εμείς παίρνουμε το ρόλο του Ethan Brady, ενός νέου μέλους της αντίστασης που έχει πιει το αμίλητο νερό, ο οποίος παρέα με άλλους δύο αντιστασιακούς, περιμένει να υποδεχθεί στο ορμητήριο τους στη Φιλαδέλφεια τον Benjamin Walker, τον αρχηγό και εμπνευστή της Αμερικανικής αντίστασης. Όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, τα πράγματα δεν πάνε βάσει σχεδίου και μετά από μια αιματηρή συμπλοκή, ο Walker τραυματίζεται. Στη προσπάθεια του Brady να βρει βοήθεια, η θέση του Walker προδίδεται μυστηριωδώς και συλλαμβάνεται από τους KPA. Μη έχοντας άλλη επιλογή, ο Brady αποφασίζει να μπει στα βαθιά νερά, τόσο για να απελευθερώσει τον αρχηγό της αντίστασης όσο και να αποτελέσει ένα ισχυρό σύμμαχο στη μεγάλη μάχη για την ελευθερία. Τίποτε το συνταρακτικό μέχρι εδώ και η αλήθεια είναι ότι δεν θα βρείτε κάτι περισσότερο, εκτός και αν σας συγκινούν Hollywoodιανά τρομολαγνικά σενάρια τύπου Red Dawn. Ομολογουμένως όμως, όσο και αν οι πατριωτικές κορώνες του παιχνιδιού δύσκολα θα σας κάνουν να δακρύσετε, η πλοκή στέκει αξιοπρεπώς, παράλληλα με τους υπόλοιπους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες που, αν και απέχουν από χαρακτηρισμούς “πολυεπίπεδοι” και “υποψήφιοι για όσκαρ”, είναι αρκετά πειστικοί στο ρόλο τους.
Το Homefront: The Revolution επιλέγει την open-world προσέγγιση για το gameplay, στη πράξη όμως αυτό ισχύει κατά το ήμισυ, καθώς η κάθε ζώνη χωρίζεται με loading screens και πλήρη αλλαγή χάρτη. Ουσιαστικά μιλάμε για ξεχωριστές “πίστες”, στις οποίες έχουν προστεθεί κάμποσες παράλληλες δραστηριότητες, προκειμένου να δίνεται η ψευδαίσθηση του ανοικτού κόσμου. Σαν τεχνική δεν λειτουργεί άσχημα, καθώς η κάθε περιοχή διαφέρει σημαντικά από την άλλη και συνιστά διαφορετική προσέγγιση από το παίκτη, αλλά είναι πασιφανές ότι στα αρχικά στάδια σχεδιασμού του Homefront: The Revolution, το παιχνίδι ήταν κανονικά linear, όπως ο προκάτοχός του, απλά επιλέχθηκε ο δρόμος του open-world γιατί κάτι τέτοιο επιτάσσει η “μόδα” τελευταία. Το αποδεχόμαστε και προχωράμε.
Ως FPS λοιπόν, το The Revolution πετυχαίνει το στόχο του, προσφέροντας πραγματικά δυναμικές μάχες και στιβαρό gunplay ενάντια στους ένστολους KPA, οι οποίοι συχνά συνοδεύονται από μηχανοκίνητες μονάδες, άκρως επικίνδυνες για την υγεία σας. Ο Ethan έχει στη διάθεσή του τα συνήθη συμβατικά όπλα, λίγα όμως σε αριθμό, καθώς υπάρχουν μόνο έξι: Assault Rifle, Pump-Action Shotgun, Battle Rifle, Crossbow, Rocket Launcher και ένα πιστόλι ως Sidearm. Τη μικρή ποικιλία τους αντικαθιστά ένας έξυπνος μηχανισμός modding, που είναι εφικτό να εφαρμοστεί on-the-fly, όπου το κάθε όπλο διαφοροποιείται σημαντικά σε δύναμη πυρός και συμπεριφορά. Για παράδειγμα, το απλό Pump-Action Shotgun με δύο κλικ μπορεί να γίνει Inferno Shotgun που έχει μεν πολύ λιγότερα πυρομαχικά, αλλά οι εκρηκτικές σφαίρες του καίνε ζωντανές ολόκληρες διμοιρίες από KPA. Εκτός των συμβατικών όπλων, υπάρχει η δυνατότητα κατασκευής αυτοσχέδιων μηχανισμών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως φονικά όπλα, όπως μολότωφ, εκρηκτικά λούτρινα κουκλάκια, τηλεκατευθυνόμενα αυτοκινητάκια-παγίδες κλπ.
Ο εντοπισμός των πρώτων υλών για τα εν λόγω όπλα γίνεται με τη μέθοδο του ρακοσυλλέκτη, δηλαδή μαζεύοντας θεωρητικά άχρηστα για το σκοπό σας αντικείμενα (μπαταρίες, σκληρούς δίσκους, CPU, μονωτικές ταινίες) και συνδυάζοντας τα μέσω ενός εύχρηστου menu. Προκειμένου να σας δοθεί η πρόσβαση στα blueprints τόσο των αυτοσχέδιων όπλων όσο και των mods των συμβατικών πυροβόλων, χρειάζεστε KPA points που αποκτάτε πραγματοποιώντας ενέργειες που εξυψώνουν το πεσμένο ηθικό των Αμερικανών πολιτών (σαμποτάζ, απελευθέρωση κρατουμένων, εξόντωση κάποιου αξιωματικού των KPA) και εξαργυρώνετε στα weapon shops που υπάρχουν σε κάθε βάση της αντίστασης. Το μεγαλύτερο μερίδιο από KPA πόντους διαθέτουν τα Strike Points, στρατηγικά σημεία στον εκάστοτε χάρτη της ζώνης που βρίσκεστε, τα οποία εφόσον καταλάβετε, εγκαθιστάτε μια νέα βάση για την αντίσταση, με τις ανάλογες προς όφελός σας συνέπειες – για να μην τα πολυλογώ, ένας τάλε-κουάλε μηχανισμός με τα Far Cry.
Όσο και αν οι παραστάσεις του είναι αρκετά γνώριμες από τα αντίστοιχα παιχνίδια της Ubisoft, δεν έχουμε ιδιαίτερα παράπονα από τη δομή του Homefront: The Revolution, το οποίο μάλιστα αποδεικνύεται και σχετικά δύσκολο σαν παιχνίδι, καθώς σε αντίθεση με άλλα παρόμοια FPS του είδους, ο πρωταγωνιστής δεν είναι καθόλου ανθεκτικός στις σφαίρες, ακόμα και όταν αργότερα αποκτήσετε το Tactical Suit. Συνεπώς ακόμα και μία συμπλοκή με έναν τυχαίο KPA μπορεί να καταλήξει εύκολα σε gameover, αν δεν είστε προσεκτικοί. Υποτίθεται λοιπόν ότι είναι πάντοτε προτιμότερη η πιο σιωπηλή προσέγγιση, μόνο που δυστυχώς εκεί το Homefront τα θαλασσώνει εξαιτίας της κακής λειτουργίας της ΑΙ.
Ειδικά σε συνθήκες stealth, η ΑΙ λειτουργεί εντελώς αλλοπρόσαλλα. Οι KPA έχουν έντονα τη τάση να σας αντιλαμβάνονται σε σημεία που δεν θα έπρεπε, όπως για παράδειγμα όταν κρύβεστε σε κάποιο θάμνο, ενώ όταν είστε σκυφτοί, ακόμα και μπροστά στα μάτια τους, τους παίρνει κάμποση ώρα μέχρι να αποφασίσουν αν θα αντιδράσουν ή θα συνεχίσουν απτόητοι το δρόμο τους. Άπαξ και σηκωθείτε όμως, είναι λες και τους χτυπάει κεραυνός και φυσικά όλοι όσοι βρίσκονται στο χώρο γνωρίζουν με ακρίβεια ραντάρ τη τρέχουσα θέση σας. Η σίγουρη λύση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η τρεχάλα, στην οποία ζορίζονται να σας ακολουθήσουν και αν χωθείτε σε κάποιο κάδο μέχρι να πάψει ο συναγερμός, όλα γίνονται φυσιολογικά όπως πριν. Καμία αίσθηση πανικού ή άγχους και είναι αρκετά εύκολο να εκμεταλλευτεί κανείς τις αδυναμίες της ΑΙ για να ολοκληρώσει objectives που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν δύσκολο/χρονοβόρο για να επιτευχθούν. Θεωρητικά, εφόσον το παιχνίδι σάς παροτρύνει να παίξετε με ανταρτοπόλεμο, θα όφειλε να είχε δοθεί και η ανάλογη έμφαση από τους δημιουργούς στο κομμάτι αυτό, αλλά κάτι τέτοιο δεν ισχύει πουθενά. Αντίθετα, συχνά η πιο ενδεδειγμένη λύση είναι η τύπου all-guns blazing, με ολίγη από cover, η οποία, αν και περιλαμβάνει σεβαστές δόσεις fun και πρόκλησης, είναι και αυτή γεμάτη με κενά, καθώς αν βρείτε μια καλή θέση για camping ή παρατηρήσετε το μοτίβο μάχης που ακολουθούν, μπορείτε να ξεπαστρέψετε εύκολα δεκάδες KPA.
Ενδεικτικό της ποιότητας της ΑΙ είναι το εξής περιστατικό: σε κάποια αποστολή έπρεπε να ακολουθήσω έναν τύπο της αντίστασης προκειμένου να βρεθούμε σε θέση άμυνας ενάντια σε μια διμοιρία από KPA’s. Δεν πρόλαβα να τον ακολουθήσω και για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, επειδή ο τύπος έφτασε μόνος του στο checkpoint, το παιχνίδι θεώρησε σωστό να αποθηκεύσει εκεί τη θέση μου. Αποτέλεσμα ήταν να ξεμείνω πίσω από τη γραμμή άμυνας, έχοντας μπροστά μου καμιά 15αριά KPA’s μαζί με ένα άρμα μάχης. Υπήρχαν δύο λύσεις: ή να αρχίσω το παιχνίδι από την αρχή (δεν υπάρχει δυνατότητα να επιστρέψει κανείς σε προηγούμενο save) ή να φάω μόνος μου αυτούς που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να σκοτώσουμε παρέα. Επέλεξα το δεύτερο μονοπάτι και τα κατάφερα, απλά μένοντας κρυμμένος στη θέση μου και καθαρίζοντας έναν-έναν τους KPA’s που έπεφταν σαν τσουβάλια πάνω στις βολές μου. Νομίζω κάπου πήρε το μάτι μου ότι το immersion πήγε βόλτα.
Δυστυχώς τέτοια εξώφθαλμα προβλήματα της ΑΙ μετριάζουν τις εντυπώσεις του κυρίως παιχνιδιού, που ομολογουμένως δεν είναι τόσο σάπιο όσο έχει κατηγορηθεί από ουκ ολίγους reviewers και παίκτες: η καλοστημένη και αρκετά πειστική ατμόσφαιρα της εξαθλιωμένης Φιλαδέλφειας, η ποικιλία των objectives και των δραστηριοτήτων, το ενίοτε διασκεδαστικό gunplay, η παραδόξως όχι και τόσο βαρετή διαδικασία ανάκτησης των Strike Points και η καλή κλιμάκωση της ιστορίας, δείχνουν ότι το Homefront: The Revolution είχε δυνατότητες για κάτι πραγματικά αξιόλογο, αλλά τόσο η επεισοδιακή ανάπτυξή του όσο και η εμφανώς βεβιασμένη κυκλοφορία του, που μαστίζεται και από μερικά αδικαιολόγητα, για το επίπεδο της παραγωγής, glitches και χαζά bugs (π.χ. φαινόμενα clipping, ξαφνικά spawn εχθρών από το πουθενά), συνέβαλαν στο να μη παρουσιαστεί στη μορφή που θα ήθελαν οι δημιουργοί του.
Θετικές εντυπώσεις όμως αφήνει το Resistance Mode, το οποίο αποτελεί τη multiplayer πρόταση του παιχνιδιού και ανήκει αποκλειστικά στη κατηγορία του co-op – ευτυχώς να προσθέσω εγώ. Σε αυτό το mode, αναλαμβάνετε εσείς και μέχρι τρεις ακόμα παίκτες να φέρετε εις πέρας τα objectives που σας υποβάλλονται, προσπαθώντας να τα ολοκληρώσετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε και παράλληλα να είστε όσο το δυνατό πιο χρήσιμοι στην ομάδα κάνοντας kills, σαμποτάζ κλπ. Εννοείται ότι ανάλογα με τις επιδόσεις σας, αποκτάτε χρήμα και experience, τα οποία μπορείτε να εναποθέσετε στην απόκτηση καλύτερου εξοπλισμού, βελτίωση του χαρακτήρα σας και ούτω καθ’ εξής. Η εμπειρία με το Resistance Mode αποδείχθηκε ανέλπιστα διασκεδαστική και κατά τη διάρκεια των δοκιμών μας δεν αντιμετωπίσαμε κανένα πρόβλημα συνδεσιμότητας, αλλά η αλήθεια είναι ότι υπήρχαν φορές που δεν μπορούσαμε να βρούμε κανένα συμπαίκτη, ενώ οι έξι μόνο χάρτες (προς το παρόν τουλάχιστον) περιορίζουν σημαντικά τη διάρκεια ζωής του.
Κλείνοντας με το τεχνικό τομέα, το Homefront: The Revolution χρησιμοποιεί τη CryEngine και το αποτέλεσμα κρίνεται ως ικανοποιητικό και μέσα στα πλαίσια που προσφέρει συνήθως η συγκεκριμένη μηχανή, αρκεί να είστε από τους τυχερούς που το παιχνίδι λειτουργεί σωστά. Τι εννοώ; Υπάρχουν αρκετές αναφορές χρηστών με high-end συστήματα που οι επιδόσεις του παιχνιδιού είναι εντελώς απαράδεκτες, με frame-drops και παγώματα της δράσης, κάτι που έχει παραδεχτεί και η ίδια η Dambuster Studios, η οποία έχει δηλώσει ότι θα κυκλοφορήσει optimization patches το συντομότερο δυνατό. Στο σύστημα δοκιμής με όλες τις ρυθμίσεις στο high, το Homefront δεν αντιμετώπισε κανένα σοβαρό πρόβλημα, με ελάχιστα έως μηδαμινά slow-downs και αυτά κυρίως κατά τη διάρκεια της νύχτας, που απαιτείται περισσότερη δουλειά για τη κάρτα γραφικών στην απεικόνιση των σκιών. Από την άλλη, το μουσικό μέρος περνά μάλλον αδιάφορα και με τα voice-over να είναι απλώς διεκπεραιωτικά.
Στη τελική αξίζει το Homefront: The Revolution; Αν είστε λάτρεις των FPS και οτιδήποτε σχετικό βγαίνει στην αγορά θέλετε να υπάρχει στη Steam Library σας, σίγουρα είναι ένας τίτλος που δεν θα τη “λερώσει” με την ύπαρξή του. Αναμφίβολα, είναι ικανό να σας κάνει να περάσετε ευχάριστα για κάποιες ώρες, αλλά δεν πρόκειται να χάσετε και τον ύπνο σας αν δεν το παίξετε τελικά. Έχει “δανειστεί” πετυχημένα δοκιμασμένες ιδέες, διαθέτει καλή υλοποίηση σε κάποια πράγματα, σε κάποια άλλα όχι και όλα αυτά μαζί συνθέτουν μια υπέροχη χρυσή… μετριότητα. Όπως ακριβώς συνέβαινε και με το προκάτοχό του.
Το Homefront: The Revolution μας παρείχε η Enarxis Dynamic Media, την οποία ευχαριστούμε θερμά.
Pros
- Σχετικά καλά γραφικά
- Καλή υλοποίηση των “Far Cryστικων” μηχανισμών
- Αρκετά στιβαρή αίσθηση των όπλων
- Συμπαθητικό Resistance Mode
Cons
- Απαράδεκτο ΑΙ που καταστρέφει σχεδόν οτιδήποτε πραγματικά καλό πάει να δημιουργηθεί
- Αρκετά glitches και bugs, δείγμα βεβιασμένης κυκλοφορίας
- Σύμφωνα με αναφορές πολλών χρηστών, υπάρχει περίπτωση το frame rate στο σύστημά σας να είναι σε unplayable επίπεδα (είναι random υπόθεση προς το παρόν)