THE RAVEN, LEGACY OF A MASTER THIEF EPISODE 1 – THE EYE OF THE SPHINX
“The Book of Unwritten Tales” και “The Critter Chronicles”. Αυτά τα δύο είναι τα παιχνίδια που μας είχε δώσει μέχρι σήμερα η King Art Games. Το πρώτο μας ήρθε στα τέλη του 2011. Προσωπικά το λάτρεψα, εξ’ ου και το χαρακτήρισα GOTY (=Game Of The Year) για εκείνο το έτος. Το δεύτερο κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα, αποτελώντας prequel του “BoUT”, αλλά, αν και αρκετά αξιόλογος τίτλος, δε κατάφερε σε καμία περίπτωση να πιάσει τα υψηλά standards που είχαν θέσει οι δημιουργοί του με το παρθενικό τους παιχνίδι. Οι ίδιοι δημιουργοί όμως, σε δηλώσεις τους αναφορικά με το “The Raven”, το οποίο και φρόντισαν να διαφημίσουν εκτεταμένα όσο βρισκόταν στο στάδιο παραγωγής, δε δίστασαν να το χαρακτηρίσουν ως το καλύτερο παιχνίδι τους έως σήμερα, εκφράζοντας μάλιστα και υπερηφάνεια για το τελικό αποτέλεσμα. Φυσιολογικό ήταν να περιμένουμε με ενδιαφέρον να δούμε αν το εν λόγω adventure game θα κατάφερνε να αιτιολογήσει τέτοιους βαρύγδουπους ισχυρισμούς.
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΕΠΟΧΗΣ
Βρισκόμαστε στο έτος 1964. Στην εισαγωγή παρακολουθούμε μία διάρρηξη που λαμβάνει χώρα στο Βρετανικό μουσείο, που έχει ως αποτέλεσμα την κλοπή ενός τεραστίας αξίας πολύτιμου λίθου. Το συγκεκριμένο πετράδι αποτελεί ένα από τα δύο “μάτια της Σφίγγας” της Αιγύπτου. Ο πολύ ικανός και παράτολμος κλέφτης, στην προσπάθειά του να διαφύγει, δε διστάζει να χρησιμοποιήσει κι έναν εκρηκτικό μηχανισμό, που επιφέρει τον τραυματισμό του φύλακα του μουσείου. Το μαύρο φτερό που αφήνει πίσω του συνηγορεί στο ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που προσπαθεί να παρουσιαστεί ως ο διάδοχος του “Κορακιού”, του πιο διαβόητου κλέφτη που είχε δράσει προ πέντε ετών, οπότε και πυροβολήθηκε από τον νεαρό επιθεωρητή Nicholas Legrand, γεγονός που κατέστησε τον τελευταίο γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο και άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την καριέρα του.
Προορισμός του πολύτιμου πετραδιού επρόκειτο να είναι το Κάιρο, εκεί όπου θα τοποθετούταν, μαζί με το ταίρι του, στη Σφίγγα και για πρώτη φορά μετά από 50 χρόνια θα εκτίθονταν στο κοινό. Η εκδήλωση δε μπορεί να αναβληθεί, οπότε αναπόφευκτα το αρχαίο μνημείο πολιτισμού θα πρέπει να στερηθεί ενός εκ των δύο οφθαλμών του. Απολύτως αναγκαία πλέον κρίνεται η ομαλή και απρόσκοπτη αποστολή του δεύτερου. Από την συγκεκριμένη επιχείρηση δε θα μπορούσε βεβαίως να απουσιάζει ο Legrand. Ο επιθεωρητής είναι σίγουρος ότι ο διάδοχος του Κορακιού θα επιχειρήσει να επαναλάβει την επιτυχία του, αρπάζοντας και το έτερο πετράδι, οπότε ελπίζει ότι θα καταφέρει να τον παγιδεύσει. Το χρηματοκιβώτιο που περιέχει τον πολύτιμο λίθο φορτώνεται στην αμαξοστοιχία που θα κάνει στάση στη Βενετία κι από εκεί θα μεταφορτωθεί σε πλοίο, με προορισμό την Αίγυπτο. Την ίδια διαδρομή πρόκειται να κάνει και μία πλειάδα ετερόκλητων προσωπικοτήτων.
Έτσι λοιπόν, εντός του τρένου, μαζί με τον ήρωά μας, τον Ελβετό αστυφύλακα Anton Jacob Zellner, αποστολή του οποίου είναι να συνοδεύσει τον επιθεωρητή Legrand μέχρι τη Βενετία, ταξιδεύουν το δεξί χέρι του τελευταίου, αστυφύλακας Robert Oliver, o βιολιστής David Kreutzer, ο γιατρός Gebhardt, η συγγραφέας μυθιστορημάτων Clarrisa WestMacott μαζί με την γυναίκα που έχει αναλάβει τη φροντίδα της, Mary Miller και τον γιό εκείνης, Matt, ο καθηγητής Edward Lucien και η Βαρόνη Von Trevitz μαζί με τον μπάτλερ της. Ιδιαίτερα στοιχεία αναφορικά με τον Lucien και την Von Trevitz είναι ότι ο πρώτος εξειδικεύεται στην ιστορία της Αιγύπτου, εργάζεται στο μουσείο όπου έγινε η διάρρηξη, με το κόσμημα που εκλάπη να του ανήκει, ενώ η δεύτερη χρηματοδοτεί την εκδήλωση που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στο Κάιρο. Φτάνοντας στη Βενετία, ο Zellner θα γνωριστεί με δύο ακόμη πρόσωπα, τον Ιταλό πλοίαρχο Mario Di Conti και μία μυστηριώδη Αμερικανίδα, ονόματι Patricia Mayers, που επίσης επιβιβάζεται στο πλοίο Ms Lydia.
Σταματώ εδώ για να μη φτάσω να σας περιγράψω την εξέλιξη ολόκληρου του πρώτου αυτού επεισοδίου. Ενός επεισοδίου που περιλαμβάνει όλα όσα θα επιθυμούσε ένας θιασώτης των αστυνομικών ιστοριών μυστηρίου: Πλήθος χαρακτήρων, έναν διαβόητο κλέφτη και τον επίδοξο μιμητή του, έρευνα, αινιγματικές κινήσεις και συμπεριφορές, ανακρίσεις προσώπων, αλλά κι έναν δολοφόνο, αφού δεν αργεί να υπάρξει ένα πτώμα μεταξύ των προσώπων της ιστορίας…
ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΝΟΧΟ
Το πρώτο δυνατό στοιχείο της περιπέτειας νομίζω το έχετε ήδη αντιληφθεί όλοι. Ανταποκρινόμενη στις προσδοκίες που γεννάει μία τέτοια ιστορία, περιλαμβάνει έναν ικανοποιητικό αριθμό προσώπων, σχεδόν κανένα εκ των οποίων δε μπορείς να χαρακτηρίσεις ως υποστηρικτικό ή δεύτερο χαρακτήρα, αφού δεν αποκλείεται να είναι ο διαρρήκτης του μουσείου ή ο δολοφόνος. Μάλιστα, εξ’ αρχής τίθενται καίρια ερωτήματα: Είναι οι δύο παραπάνω ένα και το αυτό πρόσωπο; Υφίσταται όντως διάδοχος του Κορακιού ή μήπως, όπως τα στοιχεία δείχνουν, πρόκειται για τον περίφημο εκείνο κλέφτη; Αλλά αν είναι έτσι, για ποιο λόγο χρησιμοποιεί μεθόδους (=εκρηκτικός μηχανισμός) που δε συνήθιζε κατά το παρελθόν και γιατί είχε χαθεί για πέντε ολόκληρα χρόνια; Τι ρόλο παίζει έκαστο πρόσωπο και τι επιδιώκει, φτάνοντας στο Κάιρο; Είναι ορισμένες φιγούρες όσο αθώες φαίνονται; Προσθέστε στα παραπάνω τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, τους Legrand και Zellner, καθένας εκ των οποίων διεξάγει τη δική του έρευνα και το μείγμα έχει όλα τα απαραίτητα συστατικά για να μας δώσει μία εξαιρετική και άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία. Μάλιστα, τα στελέχη της King Art Games, διά στόματος WestMacott, προβαίνουν σε μία ξεκάθαρη δήλωση και μας στέλνουν το μήνυμά τους: H συγγραφέας τονίζει στον Zellner ότι κάθε επιτυχημένο και καλογραμμένο μυθιστόρημα περιλαμβάνει τον δολοφόνο μεταξύ των χαρακτήρων που εξ’ αρχής εισάγει και δε τον εμφανίζει τελευταία στιγμή, από το πουθενά. Ο νοών νοείτω…
Όσοι έχουν παίξει τα “BoUT” και “The Critter Chronicles”, γνωρίζουν ότι στο θέμα χειρισμού και interface τα παιχνίδια της King Art Games είναι απροβλημάτιστα. Το ίδιο ισχύει κι εδώ. Είναι μονομιάς φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με μία πολύ προσεγμένη παραγωγή, όπου τίποτα δεν έχει αφεθεί στην τύχη του. Το inventory βρίσκεται στο κάτω μέρος της οθόνης. Με αριστερό κλικ του mouse επιλέγουμε τα χρησιμοποιήσουμε τα αντικείμενα και με δεξί παίρνουμε μία περιγραφή τους. Στο άνω δεξιό μέρος εντοπίζονται τα icons που μας οδηγούν στο σημειωματάριο του Zellner, όπου βρίσκουμε πολύ όμορφα σκίτσα για κάθε χαρακτήρα που συναντάμε, σε συνδυασμό με τις ανάλογες πληροφορίες, αλλά και τα objectives για τη συνέχεια, τον hotspot indicator και το εικονίδιο για έξοδο στο κεντρικό menu. Πάνω από εκείνα θα δείτε έναν τετραψήφιο αριθμό, που δεν είναι άλλος από το σκορ μας. Όσο προχωράμε και λύνουμε γρίφους αυτό ανεβαίνει, ενώ μειώνεται κάθε φορά που επιλέγουμε να φανερώσουμε τα σημεία αλληλεπίδρασης ή να λάβουμε κάποιο hint. Ενδιαφέρουσα προσέγγιση, που καταφέρνει να μας κάνει να κυνηγήσουμε ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο άθροισμα πόντων, ήτοι να πράξουμε όλες τις απαραίτητες –και μη- ενέργειες, αλλά και να μείνουμε μακριά από οποιουδήποτε είδους βοήθεια, αν δε το κρίνουμε απολύτως αναγκαίο. Ομολογώ ότι απέφυγα να πατήσω έστω και μία φορά τον hotspot indicator, συγκεντρώνοντας τελικά 8.000 πόντους, μέσα από 7 secrets και ξεκλειδώνοντας 10 από τα 14 σχετικά achievements. Με το απολογισμό μου να περιορίζεται σε ένα απλό «Not bad» είναι προφανές ότι το σκορ μπορεί να πάει αρκετά παραπάνω.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει τ’ ότι όταν διαλέγουμε ένα αντικείμενο από το inventory για να το χρησιμοποιήσουμε κάπου, η σχετική εντολή θα αναγραφεί επί της οθόνης μόνο αν η επιλογή είναι η σωστή, διαφορετικά δε γίνεται τίποτα. Με άλλα λόγια, ξεχάστε τις απαντήσεις τύπου «I can’t do that», «That’s not right» κτλ, που βλέπουμε σε άλλα παιχνίδια. Ωστόσο, όλα όσα κουβαλάει ο Zellner δε ξεπερνούν, σε κανένα σημείο της περιπέτειας, τον αριθμό των 7-8, οπότε δε θα αποδειχθεί δύσκολο να καταλάβετε, ανά πάσα στιγμή, τι πρέπει να πράξετε στη συνέχεια και να ανακαλύψετε τους σωστούς συνδυασμούς.
ΚΛΑΣΣΙΚΗ KING ART
Δε ξέρω κατά πόσο είναι ορθό να καταλογίζουμε ως μείον σε μία εταιρεία το ότι δε μπορεί, ή ενδεχομένως δε θέλει, να βάζει δύσκολους γρίφους στα παιχνίδια της. Για μία ακόμη φορά πάντως, τουλάχιστον μέσα από τα πρώτο αυτό επεισόδιο, αποδεικνύεται ότι τα adventure games της King Art κινούνται στο μέσο προς χαμηλό επίπεδο δυσκολίας, καθώς η επίλυση των inventory based γρίφων είναι, στα περισσότερα σημεία, απολύτως προφανής. Πέραν τούτων, θα έρθουμε αντιμέτωποι με τη γνωστή πρόκληση παραβίασης μίας πόρτας, χρησιμοποιώντας -και τροποποιώντας κατάλληλα- ένα σύρμα ως lockpick, διαδικασία που θα χρειαστεί λίγη περισσότερη προσπάθεια.
Ένα χαρακτηριστικό που δε μου αρέσει να συναντάω, αλλά εδώ δίνει το παρόν, είναι εκείνο που συνηθίζω να αποκαλώ ως “τα ύστερα hotspots”. Κοινώς, ενώ ευρισκόμενοι για πρώτη φορά σε μία τοποθεσία με ορισμένα αντικείμενα δε μπορούμε να αλληλεπιδράσουμε, στη συνέχεια κάτι τέτοιο καθίσταται απαραίτητο. Μάλιστα εντόπισα κι ένα σημείο, πιο συγκεκριμένα εντός του πλοίου, όπου πρέπει πρώτα να παρατηρήσουμε διεξοδικά κάτι, κλικάροντας δύο φορές πάνω του, ώστε –στην ίδια οθόνη- να είναι εφικτό στη συνέχεια να κάνουμε το ίδιο και με ένα άλλο κι ως εκ τούτου να προχωρήσει η ιστορία. Η ύπαρξη αυτού του χαρακτηριστικού καθιστά απολύτως αναγκαίο να εξαντλείτε την παρατήρηση καθενός αντικειμένου, κλικάροντας δύο και τρεις φορές πάνω του, έως ότου πάψει να αποτελεί hotspot, αν φυσικά δε μπορούμε να κάνουμε κάτι μαζί του στη συνέχεια.
Δεν απουσιάζουν κι οι περιπτώσεις όπου η δράση προωθείται μέσω των –πάρα πολλών- διαλόγων που περιλαμβάνει το παιχνίδι, αφού η απόκτηση ενός αντικειμένου από κάποιον χαρακτήρα θα έρθει αφού αρχικά πληροφορηθούμε την ύπαρξή του από κάποιον άλλο. Βέβαια ακριβώς επειδή υπό τον έλεγχό μας έχουμε έναν αστυφύλακα, που διεξάγει έρευνα, είναι απολύτως φυσιολογικό και καλοδεχούμενο το μεγάλο εύρος των διαλόγων, που συμβάλλει άλλωστε στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος μυστηρίου. Εντόπισα reviews που καταλογίζουν ως αρνητικό το παραπάνω στοιχείο, χαρακτηρίζοντας «βαρετό» το “The Raven”. Έκαστος εφ’ ω ετάχθη…
Μια και περί Zellner ο λόγος, για μία ακόμη φορά τα στελέχη της King Art Games καταφέρνουν να μας δώσουν έναν συμπαθέστατο πρωταγωνιστή. Ένας μεσήλικας αστυφύλακας, που πάντα περίμενε τη στιγμή να αποδείξει την αξία του και δε χάνει την ευκαιρία να παρακολουθήσει στενά την εν λόγω υπόθεση, όσο κι αν η αδύναμη καρδιά του δε σηκώνει μεγάλες συγκινήσεις. Ταυτόχρονα, καλείται να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του Legrand, που ειδικά από ένα σημείο κι έπειτα καθίσταται αρκετά περίεργη.
ΕΥΣΤΟΧΙΕΣ ΚΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ
Ξέχασα τις καθιερωμένες αναφορές σε γραφικά και ήχο είπατε; Κάθε άλλο… Η εμφάνιση των προσώπων και των διαφόρων τοποθεσιών, από τη μία και το voice acting, αλλά και η μουσική που συνοδεύει την περιπέτεια, από την άλλη, είναι περισσότερο από ικανοποιητικά. Δίχως αμφιβολία έχουμε να κάνουμε με ένα από τα πιο φροντισμένα adventure games που έχουμε δει, όπου εικόνα και ήχος φροντίζουν να συμβάλλουν στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας. Τόσο καθόσον βρισκόμαστε εντός του τρένου, όσο και όταν φτάνουμε στη Βενετία και επιβιβαζόμαστε στο πλοίο, οι τοποθεσίες που εξελίσσεται η δράση είναι άψογα σχεδιασμένες. Εκείνο που επίσης με εντυπωσίασε, ήταν οι κινήσεις και η εκφραστικότητα των προσώπων σε ορισμένα περιπτώσεις. Αν τώρα πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε ένα ψεγάδι, αυτό θα ήταν στα κοντινά πλάνα των διαφόρων προσώπων, όπου ορισμένα χαρακτηριστικά τους, π.χ. μαλλιά ή μάτια, ξεχωρίζουν σε σχέση με τα υπόλοιπα και δε φαντάζουν πολύ “ζωντανά”. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα και σίγουρα δε μπορούν να καταλογιστούν ως αρνητικό.
Αυτό που σίγουρα λογίζεται ως θετικό, είναι το εξαιρετικό voice over των χαρακτήρων. Τόσο στην περίπτωση του Zellner, όσο και σε εκείνη του μικρού Matt, προκαλούν εντύπωση οι ηθοποιοί που επιλέχθηκαν και η πιστότητα της φωνής τους, σε σχέση με την καταγωγή των προσώπων που υποδύονται. Κι οι υπόλοιποι χαρακτήρες δε πάνω πίσω όμως, με τον επιθεωρητή Legrand, τον γιατρό Gebhardt, τον καθηγητή Lucien και την Westmacott να ακολουθούν κατά πόδας, όσον αφορά στην ποιότητα της ερμηνείας των ατόμων που επιλέχθηκαν για το voice acting. Ειδικά στην περίπτωση της συγγραφέως, η ηθοποιός έχει κατά το παρελθόν δανείσει τη φωνή της και στην Agatha Christie, για τις ανάγκες ξενάγησης σε μουσείο αφιερωμένο στην ίδια! Δίπλα σε όλους αυτούς, οι εξαιρετικές και ποικίλου ύφους ενορχηστρώσεις, από την 65μελή ορχήστρα της Φρανκφούρτης, καταφέρνουν να προσθέσουν ακόμη περισσότερους πόντους στον τομέα του ήχου και να διατηρούν συνεχώς τον παίκτη εντός κλίματος.
Επειδή όμως τίποτα δεν είναι τέλειο, το μεγαλύτερο πρόβλημα του “The Raven” ακούει στο όνομα path finding. Ο Zellner σε διάφορα σημεία κολλάει πάνω σε αντικείμενα, μη μπορώντας να φτάσει στον προορισμό του, κάτι που έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα να πρέπει να προβούμε σε έξοδο και επανεκκίνησή του παιχνιδιού. Αν δεν έχουμε φροντίσει να κάνουμε save λίγο προτού συμβεί κάτι τέτοιο, η επανάληψη μεγάλου κομματιού της δράσης, λόγω και των μακρών διαλόγων (που ευτυχώς μπορούμε να επισπεύσουμε, με συνεχόμενα κλικς), θα αποδειχθεί μεγάλη αγγαρεία από μέρους μας. Έχοντας πέσει τέσσερις φορές θύμα του, είναι ένα πρόβλημα που ελπίζω να διορθωθεί στα δύο επόμενα επεισόδια.
Το φινάλε του πρώτου αυτού μέρους, το οποίο οφείλω να σημειώσω ότι είναι απότομο μεν, συναρπαστικό δε, έρχεται μετά από 5 περίπου ώρες, διάστημα που, τριπλασιάζοντάς το, κρίνεται ικανοποιητικό, αν η συνολική διάρκεια, μέσα από τα τρία επεισόδια, όντως κυμανθεί στις 15 ώρες. Θετικό επίσης είναι ότι δε θα χρειαστεί να περιμένουμε πολύ για τη συνέχεια της ιστορίας, αφού εκείνη θα μας έρθει προς τα τέλη Αυγούστου, με το κλείσιμό της να ακολουθεί έναν μήνα αργότερα. Η επιλογή απόκτησης του “The Raven” είναι μόνο μία και αφορά σε αγορά και των τριών επεισοδίων, στην τιμή των €24.99, ή €29.99 για την Deluxe edition, που περιλαμβάνει το soundtrack, ένα storybook κι ένα booklet με το Making of, σε pdf μορφή. Και οι δύο εκδόσεις προσφέρονται με 10% έκπτωση στο Steam μέχρι το τέλος του παρόντος μήνα και κυκλοφορούν από τη Nordic Games, που, μετά κι από αυτή τη συνεργασία, δείχνει να έχει πάρει για τα καλά τη θέση της Lace Mamba Global ως κυρίως publisher παιχνιδιών της κατηγορίας.
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙ ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ
Αν δε λεγόταν “The Raven” θα μπορούσε πολύ άνετα να φέρει το όνομα της Agatha Christie στον τίτλο του. Δε ξέρω αν όντως θα αποδειχθεί το καλύτερο παιχνίδι της King Art Games μέχρι σήμερα, αυτό θα εξαρτηθεί από τη συνέχειά του. Εκείνο που ξέρω είναι ότι δείχνει να έχει όλα τα φόντα, καθώς έχουμε να κάνουμε με ένα adventure game που πραγματοποιεί ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα, φανερώνοντας πλείστες αρετές και περιλαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία του είδους με το οποίο καταπιάνεται. Κατάφερε να με κρατήσει κολλημένο στην οθόνη του υπολογιστή μου, μέχρι να το ολοκληρώσω, εκκινώντας το μόλις δύο φορές και ξοδεύοντας κάθε φορά σχεδόν ένα τρίωρο σερί μαζί του. Δεν συμβαίνει με οποιοδήποτε παιχνίδι κάτι τέτοιο…
Pros
- Πολύ προσεγμένη παραγωγή, με άψογα γραφικά και υπέροχο voice acting
- Οι μουσικές ενορχηστρώσεις
- Φαντάζει σαν μεταφορά ενός καλογραμμένου μυθιστορήματος φόνων και μυστηρίου σε video game
- Πλήθος χαρακτήρων
- Συμπαθής πρωταγωνιστής
Cons
- Σημαντικό πρόβλημα στο path finding
- Αρκετά αντικείμενα καθίστανται hotspots σε κατοπινά σημεία της περιπέτειας
- Είχε ανάγκη ύπαρξης ενός-δύο δυσκολότερων γρίφων
Σίγουρη αγορά αλλά την retail έκδοση που από τι λέει στο amazon θα έιναι διαθέσιμη τον Οκτώβριο
Λογικότατο, αφού τότε θα έχουν προηγηθεί και τα τρία επεισόδια σε digital version.
Κι εννοείται ότι, σαν γνήσιο αρρωστάκι, θα κοιτάξω να το προμηθευτώ κι εγώ, παρόλο που θα έχω ήδη σε ψηφιακή μορφή…:)
To παιχνίδι (και τα τρία επεισόδια, με το δεύτερο και το τρίτο να προπληρώνονται) πωλείται στο Galastore έναντι $22.50, δηλαδή €17, που είναι και η καλύτερη, μέχρι στιγμής, τιμή για τον εν λόγω τίτλο….
http://store.indiegala.com/index.php/the-raven-legacy-of-a-master-thief.html