Κάθομαι λίγο πριν το τερματισμό και προσπαθώ να αξιολογήσω αυτό που έχω δει με το VirtuaVerse. Η αλήθεια είναι ότι το ταξίδι ήταν εντελώς άνισο και στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή η κακοδιαχείριση του εξαιρετικού υλικού είναι ισόποσα μοιρασμένη μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μισού.
Το VirtuaVerse ξεκινάει με όλα τα φόντα για ένα εξαιρετικής ποιότητας σφηνάκι που θα μπορέσει να κρατήσει συντροφιά σε όσους θέλουν να κορέσουν έστω και λίγο τη Cyberpunk κάψα τους μέχρι το κυρίως πιάτο το Νοέμβριο του τρέχοντος έτους. Αποχρώσεις του μωβ και μπλε όπως έδειξε το Blade Runner, αριστοτεχνικό synthwave soundtrack (που είναι και το highlight του παιχνιδιού), ένας άκρως ενδιαφέρων κόσμος όπου η Εικονική Πραγματικότητα έχει απορροφήσει κάθε έννοια του Χρόνου των ατόμων μίας κοινωνίας που τα έχει απορρίψει.
Εξίσου ιντριγκαδόρικη είναι και η αρχική γνωριμία με τον ήρωά μας τον Nathan, ένα cyberhacker afficionado, συλλέκτη παλιών αντικειμένων τεχνολογίας με εξαιρετικό γούστο στα δίκυκλα. Από την αρχή ο Nathan δείχνει να είναι μύστης του κόσμου που τον περιβάλλει, ασχέτως αν ξεκινάει την περιπέτεια στο διαμέρισμά του, χωρίς να γνωρίζει που βρίσκεται η φιλενάδα του. Η περιπλάνησή του στα υποβαθμισμένα σοκάκια, με τα cyber-πρεζόνια που ψάχνουν άλλο ένα fixάκι (δόση) από Εικονική Πραγματικότητα για να ενεργοποιήσουν το μονοπάτι ντοπαμίνης που υπάρχει στο κορμί τους, αποτελεί αφορμή για να ρίξει το κοινωνικό του σχόλιο. Σε αυτόν τον τομέα το VirtuaVerse μπορούμε να πούμε ότι καταφέρνει να ακροβατήσει πολύ αδέξια μεταξύ του κοινωνικού σχολίου που είναι έμφυτο στον κόσμο/setting του κυβερνοπανκ, όπου το ντεκαντάνς ενός ψηφιακά τεχνοκρατικού καπιταλισμού αναδύεται σε κάθε έκφανσή του, και του φάτσα-φόρα σχολίου που θέλουν να κάνουν οι devs.
Αυτό είναι και η πρώτη από τις αφηγηματικές αστοχίες για τις οποίες καλείται ο παίκτης να γίνει μάρτυρας. Ενώ το πρώτο μισό δομείται σωστά και αρχίζει να έχει μία ολοένα εντονότερη κλιμάκωση στο δεύτερο μισό καταφέρνει να γκρεμίσει όσα έχει χτίσει με κόπο και μεράκι. Έχω την πεποίθηση ότι τα παραδοσιακά adventure games είναι από τα λίγα παιχνίδια που εν τέλει αποτελούν σπουδή χαρακτήρα, αρχικά για τον πρωταγωνιστή και δευτερευόντως για τους συνοδό cast. Το gameplay άλλωστε δεν μπορεί να εστιάσει και πουθενά αλλού, αφού skills/αντανακλαστικά κ.ό.κ. είτε δεν υφίστανται είτε παίζουν αρκετά μικρό ρόλο. Επομένως το “avatar” του παίκτη στο παιχνίδι μπορεί να εξελιχθεί μόνο μέσω τις ίδιας της προσωπικότητάς του. Άλλοτε είναι ένα ταξίδι αναζήτησης και αυτογνωσίας, άλλοτε είναι ένα ταξίδι ανεξαρτήτως τι διαδραματίζεται ο χαρακτήρας αποτελεί την άγκυρα γύρω από έναν κόσμο που κινείται. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε τον Manny από το Grim Fandago, στη δεύτερη τον Guybrush Threepwood όπου παραμένει εξίσου αδαής γύρω από τις ικανότητές του, ασχετώς των περιπέτειών του.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά θα αναρωτιέστε. Το κυρίως πρόβλημα για εμένα που εντοπίζεται στο VirtuaVerse είναι ότι ο Νathan είναι μία αρκετά αντιφατική προσωπικότητα όπως παρουσιάζεται στο παιχνίδι. Ενώ η εισαγωγή και το χτίσιμό του χαρακτήρα δείχνει ότι έχουμε να κάνουμε με έναν άκρως φτασμένο προγραμματιστή με αρκετό street-smart/cred υπάρχουν (όχι λίγες) στιγμές που έχουμε να κάνουμε με έναν κυβερνοπανκ Guybrush όπου θα κάνει γκάφες από εδώ και από εκεί. Το πρόβλημα που εντοπίζεται στον πρωταγωνιστή είναι διάχυτο σε όλο το παιχνίδι: δεν έχει αποφασίσει αν θα είναι ένα ανάλαφρο, κωμικό adventure ή ένα σοβαρό adventure, cyberpunk αισθητικής. Τελικά ενώ προσπαθεί να είναι και τα δύο, καταφέρνει να είναι ένα περίεργο αμάλγαμα από διαφορετικές αντιλήψεις που επιδρούν στην αφήγηση με έναν κάπως αδέξιο τρόπο. Ο αρχικός στόχος του να βρούμε τη φιλενάδα μας, μάς οδηγεί σε μία παγκόσμια συνωμοσία στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται ένα ενιαίο δίκτυο Augmented Virtual Reality (AVR), το VirtuaVerse. Η ιδέα αυτή από μόνη της έχει τεράστια δυναμική, αλλά αναλογιστείτε πώς δομείται με τα στοιχεία που προαναφέραμε πάνω (in your face κριτική), περίεργες σκιαγραφήσεις χαρακτήρων κτλ., που εν τέλει όταν ο παίκτης φτάνει κοντά στο τέλος να έχει απαγκιστρωθεί από τα σενάριο αφού το σκηνικό φαντάζει εντελώς αδιάφορο.
Είναι όλα όμως τόσο μαύρα; Η αλήθεια είναι πως όχι. Αν παραβλέψει κανείς τις εμφανείς αφηγηματικές αδυναμίες του, το VirtuaVerse εξακολουθεί να ανταμείβει τον παίκτη με ωραίους γρίφους, καλαίσθητο pixel-art και φυσικά το εξαίρετο από κάθε άποψη soundtrack, που αποτελεί και το μόνο ήχο στο παιχνίδι μαζί με τα effects ελλείψει voice-overs. Στα θετικά του επίσης προσμετράω την επιλογή να μην εστιάσουν αποκλειστικά στο αστικό τοπίο μίας κυβερνοπανκ κοινωνίας, αλλά να δώσουν τη δυνατότητα να επισκεφτούμε και άλλες περιοχές (αν και το backtracking δεν υλοποιείται και με τον καλύτερο τρόπο). Ορισμένα στοιχεία του κόσμου παραδίδονται με το κατάλληλο νοσταλγικό περιτύλιγμα, ειδικά για το κοινό που πρόλαβε δισκέτες και την ομορφιά του να ανοίγει κανείς DOS/Linux περιβάλλοντα για να τρέξει την οποιαδήποτε εφαρμογή κάπου πίσω στα 80s/90s.
Εν κατακλείδι, αν κανείς είναι έτοιμος να παραβλέψει τις όποιες αδυναμίες που έχει το VirtuaVerse (που ενδεχομένως να είναι και υποκειμενικές γκρίνιες κάποιου που περιμένει πολλά περισσότερα από το είδος) θα έχει μπροστά του 10 αρκετά χορταστικές ώρες από ωραία μουσική και καλά puzzles. Το σενάριο δεν πρόκειται να σας κλονίσει τον κόσμο, καθώς ακολουθεί μία μάλλον πεπατημένη οδό, αλλά σίγουρα θα είναι αρκετό για να σας κρατήσει συντροφιά στη σχετική adventure ανομβρία των καιρών.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 79%
79%
Ναι μεν, αλλά...
Το VirtuaVerse προσπαθεί να παντρέψει πολλές φιλοσοφίες design και αφήγησης σε ένα ενιαίο cyberpunk πλαίσιο και το αποτέλεσμα δυστυχώς είναι αρκετές φορές άνισο.