
8 χρόνια μετά: Τον θάψαμε τελικά τον νεκρό;
Πώς αλλάζουν οι καιροί και οι καταστάσεις...
Ένα από τα πρώτα άρθρα που έγραψα στο Ragequit. Αγανακτισμένος τότε από την σπουδή, στο όριο της μανίας, ορισμένων “φωστήρων” του χώρου να κηδέψουν, πάση θυσία, το αγαπημένο μου gaming genre και διαπιστώνοντας ότι όσα γράφανε δεξιά κι αριστερά αποτελούσαν, στο σύνολό τους, όχι απλά ασυναρτησίες και κοτσάνες, αλλά απίστευτες αρλουμπολογίες, δίχως το παραμικρό ίχνος τεκμηρίωσης, κατέληξα να συντάξω το εν λόγω editorial. Ήταν μάλλον κάτι σαν μία μικρή, προσωπική, ανάγκη να πω “ε σταματήστε πια ρε επίδοξοι νεκροθάφτες, αηδία καταντήσατε τόσα χρόνια, τι άλλο χρειάζεται για να πάρετε χαμπάρι ότι το είδος δε πεθαίνει, όσο και να χτυπιέστε περί του αντιθέτου;”.
Από τότε κύλησε μπόλικο νερό στο αυλάκι. Ευτυχήσαμε να δούμε πολλά και σημαντικότατα adventure games, όπως ακριβώς τα γνωρίζαμε επί δύο και βάλε δεκαετίες και όχι με… την σύγχρονη, κουρελιασμένη και κατακρεουργημένη, έννοια του όρου. Δε χρειάζεται να αναφερθώ σε συγκεκριμένους τίτλους, όποιος ασχολείται με το genre, ή έχει την όρεξη να ψάξει, γνωρίζει πολύ καλά, ή μπορεί να μάθει, ποια και πόσα υπήρξαν κατά την πενταετία 2012-2017. Πλούσιος κατάλογος, με γνωστά, αλλά και άγνωστα, διαμάντια.

Κυκλοφορία: 2013
Όταν λοιπόν τον Σεπτέμβριο του 2017 δημοσίευα την κριτική μου για το τρίτο επεισόδιο του εξαιρετικού “The Journey Down” και έχοντας απόλυτη επίγνωση ότι το συγκεκριμένο κείμενο πιθανώς να αποτελούσε το τελευταίο μου gaming -και δη adventure- review, δε μπορώ παρά να παραδεχθώ ότι ένιωθα μία έντονη θλίψη που ήμουν αναγκασμένος, εκ των καταστάσεων, να αφήσω πίσω τα adventure games, που με συντροφεύανε επί 25 και πλέον έτη στην gaming διαδρομή μου. Αναρωτιόμουν τι επρόκειτο να έρθει και εγώ θα το έχανα, προσπαθούσα να φανταστώ το πώς ήταν να βλέπω άλλα τέκνα του είδους να κυκλοφορούν, δίχως να έχω το ίδιος τον απαραίτητο χρόνο να ασχοληθώ μαζί τους.
Fast forward στο 2020. Κοιτάω πίσω και βλέπω τί έχω χάσει τελικά μέσα σε αυτήν την, σχεδόν, τριετία. Και ξαναβλέπω. Και ξαναματαβλέπω. Και τι διαπιστώνω, μέσα από τις κριτικές τόσο των παιδιών εδώ στο Ragequit, όσο και όποιων άλλων πηγών νιώθω ότι μπορώ ακόμη να εμπιστευτώ; (κακά τα ψέματα, ελάχιστες είναι αυτές). Ότι με εξαιρέσεις τα “Gibbous: A Cthulhu Adventure” (αμιγώς αποδεκτής ποιότητας τίτλος), “The 13th Doll” (αυτός πιθανότατα οφείλεται αποκλειστικά σε… ρετροειδούς τύπου βλήμα στον εγκέφαλό μου), άντε να βάλω και το “Irony Curtain: From Matryoska with Love” επειδή θέλω να είμαι και κουβαρντάς, δεν υφίσταται κανένα άλλο adventure game που θα ήθελα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ να έχω την ευκαιρία να παίξω. Προσέξτε, μιλάμε για μόλις ΤΡΕΙΣ τίτλους μέσα σε σχεδόν τρία χρόνια! Το γράφω και σχεδόν δε μπορώ ακόμη κι εγώ ο ίδιος να το πιστέψω.

Κάπου εκεί λοιπόν δε μπορεί παρά να ακούσεις εκείνη την χαρακτηριστική, τσιριχτή, εντελώς εκνευριστική και πάντοτε φλύαρη, φωνούλα εντός του κρανίου σου που δε χάνει χρόνο να σου ψιθυρίσει «Έλα ρε φιλαράκο, κάνε μας τη χάρη, τι άλλο πρέπει να συμβεί δηλαδή για να το καταλάβεις; Έχει έρθει η ώρα να αποδεχθείς ότι μεγάλωσες, παραξένεψες και βλέπεις τα πράγματα πολύ πιο δραματικά από όσο είναι. Άντε λοιπόν στην τρύπα σου και κοίτα να ξαναβγείς από αυτή μετά από άλλα τρία χρόνια». Παρόλο που σκέφτομαι ότι και ο Γιώργος Δεμπεγιώτης στην εισαγωγή του review του για το “Angelo and Deemon: One Hell of a Quest” από το 2019 έκανε λόγο για την ξηρασία του είδους, το οποίο άπαντες οι developers-ηγέτες είχαν εγκαταλείψει, λέω, δε βαριέσαι, μάλλον η συνείδησή μου έχει δίκιο, οπότε τι να πεις και τι να γράψεις, όντας μάλιστα και έξω από τον χορό από το 2017…
Έλα όμως που η τύχη παίζει πολύ περίεργα παιχνίδια. Εντελώς συμπτωματικά (=κατά τη διάρκεια αναζήτησης ενός custom made εξωφύλλου παιχνιδιού) έλαχε να επισκεφθώ το Living the Nerd Life, το ιδιαιτέρως αξιόλογο blog ενός συμπατριώτη μας και μέλους του Ragequit, που δυστυχώς είχε διακόψει τη δράση του από το 2016. Προς μεγάλη μου έκπληξη λοιπόν έπεσα πάνω στο νέο και πολύ πρόσφατο άρθρο του περί του θανάτου των adventure games, που εκτείνεται σε 4 μέρη. Μέσω του εν λόγω άρθρου πληροφορήθηκα ότι το πασίγνωστο Adventure Gamers κατάφερε να “ανακαλύψει” 180 κυκλοφορίες μέσα στο 2019! Ναι, ναι, καλά διαβάσατε, εκατόν-ογδόντα! Αμέσως μετά διάβασα τους τίτλους και ήρθα στα ίσα μου. Αλλά ΟΚ, το ότι το εν λόγω site έχει προ πολλού χάσει τη μπάλα και βαφτίζει adventure game το οποιαδήποτε σχετικό και άσχετο με το είδος παιχνίδι, το γνωρίζαμε καιρό τώρα. Το σημαντικό κατ’ εμέ ήταν ότι ένας ακόμη άνθρωπος, με άμεση γνώση του χώρου, διαπίστωνε, μέσα από όσα έγραφε, την τεράστια παρακμή που έχει επέλθει στο adventure gaming πεδίο. Εννοείται ότι σας συνιστώ ανεπιφύλακτα να διαβάσετε το άρθρο.
Κάπου εκεί όμως κάθεσαι και σκέφτεσαι λιγάκι και λες «Κάτσε ρε Μάνο, και τι περίμενες δηλαδή να συμβεί;». Ας εξετάσουμε λιγάκι ψύχραιμα τα γεγονότα: H Daedalic Entertainment, στυλοβάτης του είδους επί σχεδόν μία δεκαετία, αφού μπούχτισε από τον πόλεμο που της γινότανε από διάφορα mainstream μέσα, που δε έκριναν ποτέ, μα ποτέ, στο σύνολό τους ως ιδιαιτέρως αξιόλογο έστω και ένα adventure game που σχεδίασε ή/και κυκλοφόρησε, παρόλο που ασφαλώς υπήρξαν αρκετά τέτοια, αποφάσισε να το γυρίσει στα narratives, στα RPGs και σε κάθε άλλο πιθανό και απίθανο genre πλην εκείνου των (καθαρόαιμων) adventure games, μέσω των οποίων και καθιερώθηκε στη συνείδηση του κοινού. H King Art Games επίσης αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να πειραματιστεί και από το εκπληκτικό “The Book of Unwritten Tales” saga, αλλά και το πολύ αξιόλογο “The Raven: Legacy of a Master Thief” οδηγήθηκε στην παταγώδη αποτυχία του “Black Mirror” reboot. Άγνωστο τι σκοπεύει να πράξει από εδώ και πέρα, αλλά η αλήθεια είναι δεν έχει ακουστεί η παραμικρή κουβέντα για BoUT 3. Πριν από τις προαναφερθείσες δύο, μια ακόμη Γερμανική εταιρεία, η Deck13, είχε προ πολλού εγκαταλείψει το είδος, επίσης στρεφόμενη σε άλλες κατευθύνσεις.

Κυκλοφορία: 2014
Όταν λοιπόν τα adventure games απωλέσανε και το αποκούμπι της Γερμανίας, της χώρας που συνέχιζε να τα στηρίζει με σθένος, την ίδια ώρα που οι Αμερικανοί έδειχναν να τα έχουν βάλει προ αυτής στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, η αντίστροφη μέτρηση ουσιαστικά έφτανε στο τέρμα της. Να θυμηθούμε εν τάχει τι είχε προηγηθεί; Η Double Fine Productions, μετά από τα remasters των κλασσικών παιχνιδιών του Schafer, αλλά και την τεράστια φούσκα που άκουγε στο όνομα “Broken Age”, έδειξε να μη επιδιώκει καμία σχέση με το είδος. Τον Ron Gilbert δεν τον ξανακούσαμε έπειτα από το “Thimbleweed Park”. Η Jane Jensen, κατόπιν της αποτυχίας του “Moebius”, αλλά και της… χυλόπιτας που έφαγε από τα περισσότερα μέσα, αλλά και από μέρος του κοινού, για το “Gabriel Knight: Sins of the Fathers 20th Anniversary Edition” αποφάσισε, όλως δικαίως, να αποσυρθεί οριστικά από τα gaming δρώμενα και να αφήσει το “Gabriel Knight 4” να αποτελεί διακαή πόθο κάποιων λίγων ρομαντικών gamers μίας άλλης εποχής. Μαζί της μάλιστα φαίνεται να συμπαρέσυρε και την Phoenix Online Studios, που δεν μπήκε στον κόπο να μας δώσει τη δεύτερη σεζόν του “Cognition”.
Αλλά κι εκτός Αμερικής, κάθε άλλο παρά ρόδινη φάνταζε η κατάσταση. Ξεκινώντας από την Γαλλο-Ισπανική σύμπραξη των Microids και Pendulo Studios, αν εσείς ονομάζετε adventure game το “Blacksad – Under the Skin”, εγώ πάω πάσο. Κι όμως, προ αυτού μας είχαν από κοινού προσφέρει το -λυτρωτικό, για το πρώτο μέρος του- “Yesterday Origins”. Το οποίο όμως, αν κρίνουμε από το πόσο γρήγορα συμπεριελήφθη σε bundles, πρέπει να πήγε τελείως άπατο. Από εκεί και πέρα, οι Ουκρανοί της Frogwares τα είχαν θαλασσώσει ήδη με το “Sherlock Holmes: The Devil’s Daughter”, η Σουηδική Skygoblin έριξε μαύρη πέτρα πίσω της μετά την -πολύπαθη- ολοκλήρωση του “The Journey Down”, ενώ λέω να αποφύγω καλύτερα να κάνω την παραμικρή νύξη για εκείνον τον Νορβηγό που ακούει στο όνομα Ragnar Tornquist, που κάποτε μας είχε δώσει το αριστουργηματικό “The Longest Journey” και κατέληξε να κυκλοφορεί το… “Dreamfall Chapters”. Που τέλος πάντων μπορεί και να υπήρξε εξαιρετικό παιχνίδι για μία μερίδα του κοινού, αλλά adventure game δεν είναι σε καμία περίπτωση, όσα βαφτίσια κι αν του κάνανε και σε όσες κολυμβήθρες κι αν επιχειρήσανε να το βουτήξουν. Όσο για τους Βρετανούς της Revolution Software και το “Beyond A Steel Sky”, αυτό θα είναι, με μαθηματική βεβαιότητα, μία ακόμη μαχαιριά στην καρδιά που θα νιώσουμε στο εγγύς ή απώτερο μέλλον. Μακάρι να προτρέχω και να κάνω μεγάλο λάθος!

Οπότε, αν κοιτάξουμε προς το μέλλον, τι μας απομένει αλήθεια να περιμένουμε από εδώ και στο εξής, πάντα όσον αφορά στα κλασσικά, πατροπαράδοτα, adventure games; Ένα “Saint Cotar”, που αναγκάζεται να πάει σύντομα σε Kickstarter καμπάνια, ένα “Mystery of the Oak Island”, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε στάδιο σχεδιασμού από το 2016, ένα “The Season of Warlock” (πρώην “The Weird Story of Waldemar the Warlock” που απέτυχε σε Kickstarter), ένα “Tormentum II”, σίγουρα 2-3 τίτλοι ακόμη που μπορεί να μην έχω εντοπίσει ή να ξεχνάω, άντε και τα τελευταία μέρη κάποιων ταλαίπωρων episodic adventure games, όπως τα “Shadows on the Vatican” και “The Uncertain”. Α ναι, και τα “Asylum”, του Agustin Cordes και “The Last Crown: Blackenrock” του Jonathas Boakes (κάνουμε και λίγη πλάκα). Λιγοστές κυκλοφορίες που μάλλον ελπίζουν να επωφεληθούν ακριβώς από τον πολύ περιορισμένο αριθμό τους, μήπως και σκοράρουν ικανοποιητικές πωλήσεις.

Κάπου εδώ οφείλουμε να αναρωτηθούμε λίγο γιατί τελικά συνέβη σταδιακά όλο αυτό. Η απάντηση είναι λίγο σύνθετη, έχοντας, κατ’ εμέ, έξι σκέλη:
1. Τα adventure games κάποτε, όντας στην αιχμή της τεχνολογίας, θέλανε VGA κάρτα γραφικών και σκληρό δίσκο για να παίξουν, με μερικά από αυτά να κάνουν και επίδειξη των ικανοτήτων της Roland κάρτας ήχου. Ήταν ο λόγος για να κάνεις αναβάθμιση, να βελτιώσεις το PC σου, να υπερηφανευτείς στον φίλο σου. Τώρα πλέον ή έχουν οπτικά τα μαύρα τους τα χάλια (pixelated γραφικά, AGS και δε συμμαζεύεται), ή απλά αρκούνται σε μία Unity engine και μέχρι εκεί. Καμία εξέλιξη, καμία πρόοδος. Ως εκ τούτου δεν αποτελούν ελκυστικό προς το νεότερο κοινό είδος.
2. Το άλλοτε φανατικό κοινό των adventure gamers μεγάλωσε ηλικιακά και δεν αποτελείται πλέον από παιδιά ή εφήβους, που δύνανται να αφιερώνουν μπόλικες χώρες στο gaming και δη σε ένα απαιτητικό και κάθε άλλο παρά ευκολόπεπτο είδος, όπως τα adventures. Η νέα γενιά δε, απλούστατα αδυνατεί να αντιληφθεί πώς γίνεται να ξοδεύεις πάνω από 5’-10’ κοιτώντας την ίδια οθόνη και σκεπτόμενος τι πρέπει να κάνεις για να πας παρακάτω.
3. Όπως προείπα, τα gaming μέσα όχι απλά δεν υποστηρίξανε ποτέ το είδος και τις εταιρείες που το συντηρούσαν, με αξιόλογες, αντικειμενικές και τεκμηριωμένες κριτικές, αλλά αντιθέτως δε χάνανε ευκαιρία να το κατακεραυνώνουν, είτε για την στασιμότητά του στον οπτικό τομέα, είτε για το δήθεν αναχρονιστικό gameplay του.
4. Το μοντέλο του episodic gaming, που στη θεωρία θα εξυπηρετούσε τέλεια το genre, επίσης απέτυχε. Δε νοείται να βγαίνει το πρώτο επεισόδιο ενός παιχνιδιού το 2015 και το επόμενο 3-4 χρόνια μετά.
5. Τουλάχιστον όσον αφορά στα adventure games, απέτυχε και το crowdfunding μοντέλο του Kickstarter, αφήνοντας μάλιστα πίσω του κάποιες δυσάρεστες (“Armikrog”, “Moebius”) ή ιδιαιτέρως δυσάρεστες (“Broken Age”, “Dreamfall Chapters”) αναμνήσεις, δίπλα στις οποίες όμως δυστυχώς πάντα φιγούραρε το όνομα κάποιου μεγάλου developer του παρελθόντος.
6. Η ψηφιακή μορφή των games και ειδικότερα τα ατελείωτα bundles, που καθιερώσανε στη συνείδηση των αγοραστών ότι με 1€ αγοράζεις τουλάχιστον τρία παιχνίδια, διέλυσαν κάθε ελπίδα επιβίωσης ενός genre που ήδη είχε συρρικνωμένες full-price πωλήσεις.

Το συμπέρασμα στο οποίο δυστυχώς καταλήγω είναι ότι η κλεψύδρα των adventure games κάθε μέρα που περνάει ολοένα και αδειάζει. Δε μπορώ να σκεφτώ κάποιο σενάριο που θα επέφερε αλλαγή της κατάστασης, που απλά μοιάζει να βαδίζει προς ένα προδιαγεγραμμένο φινάλε. Από την άλλη αναλογίζομαι ότι για όλα τα πράγματα επέρχεται κάποια στιγμή το τέλος. Κι όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο προτιμότερο μου φαντάζει να περάσει τελικά το είδος στην ιστορία, από το να ανακατώνεται με οτιδήποτε άλλο άσχετο με αυτό, να μπολιάζεται με συστατικά που πολύ απλά δεν του ταιριάζουν (quick time events, arcade τύπου sequences, συνεχόμενα κλικς άνευ της παραμικρής παρουσίας σοβαρών γρίφων) καταλήγοντας, στα μάτια εκείνων που το ζήσαμε στις περιόδους ακμής του να φαντάζει μία σκιά του εαυτού του.
Το ότι θα έφτανα κι εγώ ο ίδιος να συντάσσω άρθρο για τον θάνατο των adventure games είναι κάτι που πριν από λίγα χρόνια δε θα μπορούσα με τίποτα να φανταστώ, θα μου φαινότανε σαν ένα κακόγουστο αστείο. Οι εξελίξεις όμως είναι αυτές που καθορίζουν την εκάστοτε πραγματικότητα, είτε αυτή μας αρέσει, είτε όχι…
