BLUES AND BULLETS
Η ποιότητα της δουλειάς μικρών, Ευρωπαϊκών studios, δεν θα πάψει ποτέ να με εκπλήσσει ευχάριστα. Λίγους μήνες μετά το εξαιρετικό White Night, έχουμε ένα βαθύτατα ατμοσφαιρικό noir, δια χειρός των Ισπανών A Crowd Of Monsters. Είναι αλήθεια πως το σχεδόν ανύπαρκτο hype γύρω από τον τίτλο, σε συνδυασμό με την αρχική του ανακοίνωση ως αποκλειστικότητας του Xbox One και την εσπευσμένη κυκλοφορία του, είχαν αρχίσει να ανεμίζουν κόκκινα σημαιάκια. To εικαστικό του παιχνιδιού έδειχνε υπέροχο, αλλά πραγματικά δεν είχα ιδέα τι να περιμένω καθώς πατούσα το «Play».
Κατά κάποιο τρόπο, μου αρέσει περισσότερο έτσι. Ξεκινάς ένα τίτλο δίχως την παραμικρή προσδοκία ή ιδεοληψία και καταλήγεις είτε να ταξιδεύεις μέχρι την άκρη της νύχτας μαζί του, είτε να σκαρφίζεσαι φανταστικές Φτυαροεξυπνάδες™ για την παρουσίαση. Όπως και να το δεις, κερδίζεις.
Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξή μου, όταν μετά τα ατμοσφαιρικότατα εισαγωγικά μενού, βρίσκομαι να παίζω έναν interactive πρόλογο, όπου δυο εμφανώς ταλαιπωρημένα μικρά παιδιά, πασχίζουν να αποδράσουν από το φρικαλέο υπόγειο κρησφύγετο μιας μυστηριώδους σέχτας, τα μέλη της οποίας αρέσκονται να κυκλοφορούν ως LaVey-ικοί εφιάλτες και έχουν σαφώς ανορθόδοξες απόψεις για την φροντίδα και την μέριμνα των παίδων.
Εδώ είναι που κάνει την πρώτη πανέξυπνη ντρίμπλα του το Blues and Bullets. Ενώ οι πρώτες φωτογραφίες και η αρχική παρουσίαση του παιχνιδιού μας προϊδεάζουν για ένα αμιγώς αστυνομικό/noir παιχνίδι, οι τελετουργικού χαρακτήρα δολοφονίες και τα μεταφυσικά μυστήρια με τα οποία θα έρθουμε αντιμέτωποι, βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην Faulkner-ική ανατριχίλα της πρώτης σαιζόν του True Detective, παρά στην οποιαδήποτε αστυνομική παραφιλολογία. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Στο Blues And Bullets, αναλαμβάνουμε τον ρόλο του Elliot Ness, θρυλικού αρχηγού των «Αδιάφθορων», της επίλεκτης ομάδας 11 αστυνομικών η οποία έδρασε μεταξύ 1929 και 1931 και ουσιαστικά συνέτριψε την «αυτοκρατορία» του Al Capone. Η ιστορία τοποθετείται στα ώριμα χρόνια του Ness, όταν εκείνος έχει αφήσει πίσω του τους όποιους ηρωισμούς και έχει αφοσιωθεί στην συντήρηση του εστιατορίου του, Blues & Bullets. Η ζωή του πλέον κυλά ήσυχα και η μεγαλύτερη πρόκλησή που αντιμετωπίζει, είναι να τα φέρνει βόλτα με τους αχώνευτους νεαρούς αστυνομικούς οι οποίοι προτιμάνε το κατάστημά του, καθώς τους προσφέρει δωρεάν καφέ, «τιμής ένεκεν».
Όταν θα δεχθεί την επίσκεψη του Milton, ενός ευχάριστου και συνάμα απροσδιόριστα απειλητικού μαύρου άνδρα, ο οποίος του παραδίδει μια πολύ συγκεκριμένη σφαίρα/πρόσκληση, θα βρεθεί για πρώτη φορά μετά από είκοσι χρόνια, ξανά αντιμέτωπος με την νέμεσή του, το μυθικό γκάνγκστερ Al Capone, ο οποίος πλέον ζει τα τελευταία του χρόνια κρυμμένος σε κοινή θέα, στο υπερπολυτελές ξενοδοχείο Hindenburg. Η σκιά του θανάτου έχει μαλακώσει τον κάποτε αδίστακτο Capone, ο οποίος δεν διστάζει να υποσχεθεί τα πάντα στον Ness, αρκεί αυτός να συμφωνήσει να βρει την εγγονή του Sophia, η οποία έχει απαχθεί εδώ και ημέρες και η τύχη της αγνοείται. Η τελευταία υπόθεση μάλιστα που είχε ανατεθεί στον Elliott, ήταν ένας ανεξήγητος κύκλος παιδικών απαγωγών/εξαφανίσεων τις οποίες δεν είχε κατορθώσει να διαλευκάνει έγκαιρα και ποτέ δεν σταμάτησαν να τον απασχολούν. Με το βάρος του χρόνου να έχει τσακίσει πλέον και τους δυο άνδρες, σχηματίζουν μια πρόσκαιρη ανακωχή, αναγνωρίζοντας πως αν έχουμε μια ελπίδα ως είδος σε αυτό τον πλανήτη, είναι να κάνουμε τα παιδιά μας καλύτερα από εμάς.
Έτσι λοιπόν ξεκινά η τελευταία (;) υπόθεση του μυθικού Elliott Ness, ένα ταξίδι που θα τον βυθίσει σε έναν εφιαλτικό υπόκοσμο τελετουργικών φόνων, διεστραμμένης χλιδής και αδίστακτων ψευδοαριστοκρατών.
Και διάβολε, δεν τους το είχα, δεν το περίμενα, δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου, αλλά τα παιδιά της Crowd of Monsters ξηγήθηκαν φανταστικά. Στις δυο ώρες που διαρκεί το πρώτο αυτό επεισόδιο του Blues and Bullets (από τα πέντε συνολικά ανακοινωμένα), εντυπωσιάζει η εναλλαγή των τοποθεσιών, όσο και η ποιότητα της γραφής και των διαλόγων. Οι πιο παρατηρητικοί αναμεταξύ σας, θα διαπιστώσουν πως ο χαρακτήρας του Ness γίνεται άμεσα συμπαθής, από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα ανοίξει το στόμα του. Ενδεχομένως να σας θυμίζει κάτι η στεγνή ειρωνεία της φωνής του σε συνδυασμό με τα βάθη ικανότητας και κινδύνου που μόλις και μετά βίας συγκρατεί. Μερικούς διαλόγους και μια ματιά στα credits του παιχνιδιού αργότερα, η υποψία επιβεβαιώνεται. Ο εξαιρετικός Doug Cockle, η φωνή του μυθικού Geralt of Rivia, του Σπουδαιότερου Ανδρικού Χαρακτήρα Που Γράφτηκε Ποτέ Για Video Game™, υποδύεται εξαιρετικά τον Elliott Ness και αυτομάτως ανεβάζει την ποιότητα του παιχνιδιού. Το υπόλοιπο cast συμπληρώνεται εξαιρετικά από λιγότερο γνωστούς αλλά ιδιαίτερα ικανούς ηθοποιούς και η ατμοσφαιρικότατη μουσική επένδυση, δένει το σύνολο με τον καλύτερο τρόπο.
Η δράση ακολουθεί τα πρότυπα της δεύτερης γενιάς των interactive movies όπως αυτά καθιερώθηκαν μέσα από τους επιτυχημένους τίτλους της Telltale, με την έξυπνη προσθήκη ορισμένων σκηνών δράσης, οι οποίες λειτουργούν ως ένα απλοϊκό αλλά ιδιαίτερα ικανοποιητικό cover-based shooter και ωφελούνται τα μέγιστα από το ακραίο Sin City-ικό στιλιζάρισμα του παιχνιδιού. Φυσικά υπάρχουν άφθονες επιλογές μικρής ή μεγαλύτερης σημασίας και όταν καλούμαστε να ερευνήσουμε την σκηνή ενός εγκλήματος, χρησιμοποιείται ένα μοντέλο πινάκων απαγωγής (ελληνιστί, deduction boards) αντίστοιχο εκείνου που είδαμε πρόσφατα στο εξαιρετικό Sherlock Holmes : Crimes And Punishments, αν και αρκετά πιο απλουστευμένο. Δεν υπάρχει δηλαδή περίπτωση η έρευνά μας να καταλήξει σε λανθασμένο συμπέρασμα, αλλά είναι τέτοια η ατμόσφαιρα του τίτλου και η ποιότητα των κειμένων, που θεωρώ πως δεν υπάρχει περίπτωση να ενοχληθεί κάποιος παίκτης.
Ένα ιδιαίτερα υποσχόμενο ντεμπούτο λοιπόν, το πρώτο επεισόδιο του Blues And Bullets. Εξαιρετική γραφή και ερμηνείες, μια αιματοβαμμένη κάθοδος στα άδυτα μιας αινιγματικής σέκτας αποκρυφιστών/δολοφόνων και εξαιρετική αίσθηση του στυλ, του ρυθμού και της σκηνοθεσίας. Παρά τις όποιες κονσολικές μικροπαραφωνίες, ο τίτλος προσφέρει αυθεντική μαυρίλα και πετυχαίνει απόλυτα τον σκοπό του : μας βάζει στο ρόλο ενός κουρασμένου ήρωα, ο οποίος θα προτιμούσε χίλιες φορές να ψήνει τάρτες από βατόμουρο στην κουζίνα του ακούγοντας λίγη σωστή jazz από το juke box του, αλλά βρίσκεται με το όπλο στο χέρι και την ψυχή στο στόμα, προκειμένου να σώσει το μοναδικό πράγμα που ίσως αξίζει να σωθεί, από αυτό το πανηγυράκι που ονομάζουμε «Δυτικό Κόσμο».
Pros
- Ισχυρή ατμόσφαιρα μυστηρίου και μεταπολεμικής, ζοφερής και υποχθόνιας Σατανίλας
- Τα voice overs είναι εξαιρετικά, του Doug Cockle (Geralt Of Rivia) πρωτοστατούντος
- Δυνατό και ενδιαφέρον σενάριο, παρά το επί χάρτου φαιδρό του βασικού concept
- Σωστή ισορροπία μεταξύ των διαφορετικών μηχανικών του gameplay
- Το ασπρόμαυρο και κόκκινο στιλιζάρισμα των γραφικών είναι ένα στοίχημα που κερδίζεται και αποδίδει
Cons
- Τα μοντέλα των χαρακτήρων και τα textures του κόσμου του παιχνιδιού υποφέρουν από σαφή κονσολίτιδα
- Το παραδοσιακό δόγμα περί interactive movies, ισχύει και εδώ. Αν δεν σας συγκινεί αυτός ο τύπος ψυχαγωγίας, δεν θα βρείτε εδώ κάτι που να κάνει την διαφορά.