MAJESTIC NIGHTS
Επί χάρτου ακουγόταν εξαιρετικό. Ένα ισομετρικής απεικόνισης arcade adventure παιχνίδι, με ιδιαίτερη οπτική ταυτότητα που έφερνε έντονα σε cel-shaded Hotline Miami και ένα σενάριο-φόρο τιμής στο The Secret World (όλες οι συνομωσίες είναι αληθινές, μαύρα ελικόπτερα, Ιλλουμινάτι τρώνε στου Σάββα στα Εξάρχεια και τα σχετικά), το Majestic Nights μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον αρκετά πριν την κυκλοφορία του. Κάτι τα ενδιαφέροντα trailers, κάτι οι υποσχέσεις για ένα “μοναδικής αισθητικής παιχνίδι σε μια εναλλακτική δεκαετία του ’80”, μύριζε indie μεγαλείο το όλο θέμα.
Έχοντας παίξει τα δυο πρώτα επεισόδια (0 και 1 αντίστοιχα, με το 0 να διατίθεται δωρεάν, εν είδει demo του παιχνιδιού) καταλαβαίνω απολύτως τις αγνές προθέσεις και το μεράκι των developers, όπως και το δυναμικό της ιδέας τους. Αυτό που αρνούμαι να δεχτώ όμως, είναι η τεράστια προχειρότητα και ο κακώς εννοούμενος ερασιτεχνισμός με τον οποίο αυτή έχει υλοποιηθεί. Και εξηγούμαι αμέσως.
Ήθελα πραγματικά πολύ να μου αρέσει το Majestic Nights. Ήμουν διατεθιμένος να παραβλέψω την πλήρη έλλειψη voice-overs (ευτυχώς, το εξαιρετικό και φλου electro-rock soundtrack ντύνει πολύ όμορφα την περιπέτεια και δεν είναι υπερβολή να γράψω πως είναι με διαφορά το καλύτερο σημείο του Majestic Nights). Να κάνω τα στραβά μάτια για τα πολύ φτωχά γραφικά. Κατορθώνουν εξάλλου, με την cel-shaded αισθητική και τα φανταχτερά τους χρώματα να παρουσιάζουν ένα ελκυστικό αποτέλεσμα, όσο δεν τα κοιτάζει κανείς ιδιαίτερα προσεκτικά. Αυτό που με ενδιέφερε και πιστεύω ενδιαφέρει κάθε υποψήφιο αγοραστή του Majestic Nights, είναι το ζουμί του τίτλου. Το γράψιμο, το σενάριο και το ίδιο το gameplay. Έχουμε δυστυχώς πανηγυρική αστοχία και στους τρεις αυτούς πυλώνες του σχεδιασμού του. Το σενάριο, είναι ακριβώς αυτό που υπόσχεται η περιγραφή : ένας σουρεαλιστικός, άνευ προηγουμένου, ειρμού και νοήματος συνωμοσιολογικός αχταρμάς, που μπορεί σε σημεία να έχει κάποια ψήγματα πνευματώδους, “καμμένου” χιούμορ, αλλά μιλάμε πραγματικά για υδρατμούς που μόλις και κατορθώνουν να διατηρούν το ενδιαφέρον του παίκτη. Χωρίς υπερβολή, το σενάριο, οι διάλογοι και η παρουσίαση είναι σαν γράφτηκαν από ενθουσιώδη παρέα μαθητών Γυμνασίου μετά από μαραθώνιο X-Files. “Ωωωω φίλε φίλε, βάλε εξωγήινους!” “Ναι ναι, ρίξε και Ναζί μέσα!” “Και η προσελήνωση, φίλε ήταν μούφα, βάλτο κι αυτό, σε στούντιο έγινε, το είπε ο Alex Jones!”.
Ακόμη δηλαδή και αν δεχτούμε πως η Epiphany Games εσκεμμένα και ειρωνικά έστησε έτσι το παιχνίδι της, από ένα σημείο και μετά, απλώς σηκώνεις τα χέρια ψηλά και ακολουθείς την παράνοια και την σχιζοφρένεια του όλου θέματος, δίχως να ψάχνεις πλέον για κάποιο λογικό ειρμό ή σύνδεση μεταξύ των όσων συμβαίνουν στην περιπέτεια. Καθώς το Majestic Nights φιλοδοξεί να ολοκληρωθεί σε έξι επεισόδια (κάτι για το οποίο πολύ αμφιβάλλω αν θα συμβεί εάν δεν βελτιωθεί άμεσα και ουσιαστικά το παιχνίδι) ίσως κάπου τα αφηγηματικά του νήματα να συγκλίνουν και να βγαίνει κάποιο νόημα, αλλά η καθαρά χαχόλικη και ερασιτεχική προσέγγιση στο σενάριο (“Συνομωσίες λέμε! Ερπετά! Πρότζεκτ Μπλούμπημ! Αγοράστε Μας!”) πραγματικά δεν δημιουργεί κανένα ενδιαφέρον να μάθουμε τί συμβαίνει στα επόμενα επεισόδια.
Θεωρητικά υποστηρίζεται χειρισμός με πληκτρολόγιο και ποντίκι και εύχομαι ολόψυχα καλή τύχη στον καρντάση με τις αντοχές να δοκιμάσει να παίξει έστω και πέντε λεπτά το παιχνίδι με αυτό τον τρόπο. Δεν είναι τυχαίο που όλα τα on-screen prompts αφορούν σε κουμπιά του χειριστηρίου του Xbox και ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος να παίξει κανείς, είναι με χρήση των αναλογικών μοχλών. Ακόμη και τότε όμως, το παιχνίδι “φωνάζει” από χιλιόμετρα πως έχει αναπτυχθεί για mobile συσκευές. Το σύστημα στόχευσης με πυροβόλα όπλα είναι τραγελαφικό, καθώς χρησιμοποιώντας το αριστερό bumper επιλέγουμε μεταξύ των διαθέσιμων όπλων μας, κατόπιν πρέπει να κρατήσουμε πατημένη την αριστερή σκανδάλη, να στοχεύσουμε με τον δεξί αναλογικό μοχλό και τέλος να πυροβολήσουμε με την δεξιά σκανδάλη. Η ίδια διαδικασία με το mouse είναι αρκετά απλούστερη, αλλά εύχομαι και πάλι καλή τύχη σε όποιον φιλοδοξεί να τοποθετήσει το avatar του στο χώρο σωστά, να ελιχθεί και να πυροβολήσει την κατάλληλη στιγμή με το πληκτρολόγιο. Όταν δε, πρόκειται για μάχες εκ του συστάδην με τα αντίστοιχα όπλα (ελληνιστί, melee) τα πάντα εξελίσσονται σε ένα ράντομ πανηγυράκι αντανακλαστικών σπασμών. Ακόμη χειρότερα, τo animation θανάτου μας είναι πιο αργό και από τετραπληγική χελώνα και μεταφέρομαστε αυτόματα στην αρχή κάθε επιπέδου, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα για save της θέσης μας ανά πάσα στιγμή. Καταλαβαίνετε δηλαδή τί συμβαίνει προς το τέλος του πρώτου επεισοδίου, όπου καλούμαστε να ανταπεξέλθουμε σε μια ιδιαίτερα ζόρικη μάχη, στα άδυτα μιας στρατιωτικής βάσης γεμάτης εχθρούς. Διαρκείς, εκνευριστικοί θάνατοι, πολύ απλά γιατί το παιχνίδι μας επιτρέπει μόνο ένα πολύ θεωρητικό έλεγχο της συμπεριφοράς του χαρακτήρα μας στην μάχη.
Θα περίμενε κανείς λοιπόν, με τέτοιο πανηγυριώτικο action κομμάτι, τουλάχιστον το stealth μέρος του τίτλου να λειτουργεί κάπως καλύτερα. Και ω του θαύματος, είναι ίσως το μόνο κομμάτι του Majestic Nights το οποίο αφήνει κάποια ελπίδα για τον παίκτη. Μιλάμε για πραγματικά απλούς και touch-oriented μηχανισμούς πάντοτε. Σε προκαθορισμένα σημεία της περιπέτειας (όπου γενικότερα εντοπίζονται εχθροί) ο χαρακτήρας μας μπαίνει αυτόματα σε stealth mode. Όσο κινούμαστε στις σκιές, είμαστε πρακτικά αόρατοι. Μπορούμε ακόμη και να καλυφθούμε πίσω από αντικείμενα και πόρτες και εάν διαθέτουμε κάποιο όπλο με σιγαστήρα, να τη φυτέψουμε μουλωχτά σε απομονωμένους φρουρούς. Εάν κάνουμε θόρυβο χρησιμοποιώντας όπλο δίχως σιγαστήρα, οι εγκεφαλικά νεκροί εχθροί μας (η AI είναι πραγματικά αχαρακτήριστη, όσο λιγότερα γραφτούν για δαύτη, τόσο το καλύτερο) κάπως παίρνουν μπροστά και ορμάνε όλοι κατευθείαν στο στόχαστρό μας. Η stealth προσέγγιση θα ήταν ένας αρκετά βιώσιμος τρόπος να παίξουμε το παιχνίδι, εάν αυτό δεν μαστιζόταν από μια πληθώρα bugs. Και δεν μιλάμε για τα ας πούμε “αποδεκτά” θέματα clipping και εχθρών που “κολλάνε” σε πόρτες/τοίχους/συγκεκριμένες ρουτίνες. Στην αρχή του κεφαλαίου 0 (το οποίο διαρκεί μια ολόκληρη ώρα, όσο και κάθε κεφάλαιο της περιπέτειας δηλαδή), καλούμαστε να μπούμε κρυφά στο σπίτι μας, χρησιμοποιώντας μια μυστική πόρτα που έχουμε εγκαταστήσει πρωτύτερα στο σπίτι του γείτονά μας. Όλα καλά δηλαδή, άλλη μια μέρα στη ζωή κάθε συνωμοσιολόγου που σέβεται τον εαυτό του. Ανακαλύπτουμε τη μυστική είσοδο και φυσικά δεν έχουμε το κλειδί επάνω μας, θυμόμαστε πως το αφήσαμε για φύλαξη στον πάνκη γείτονα. Τον βρίσκουμε στην Αίθουσα του Θρόνου, τον τραμπουκίζουμε κατάλληλα και μας δίνει το κλειδί. Το κλειδί φυσικά δεν προστίθεται ποτέ στο inventory μας και η μυστική πόρτα απενεργοποιείται τελείως. Μόνη λύση να μπουκάρουμε από την μπροστινή είσοδο, κατασφάζοντας τους πάντες και ακυρώνοντας κάθε έννοια “διακριτικής προσέγγισης” στο όλο ζήτημα. Ακριβώς δηλαδή την στιγμή που κάπως, κουτσά-στραβά επενδύουμε λιγάκι στο κόνσεπτ του παιχνιδιού, έρχεται κάποιο τέτοιο καραμπινάτο bug να μας βγάλει εντελώς από το κλίμα και να μας βάλει σε μια νοοτροπία “τρέξε και πυροβόλησε μέχρι να αλλάξει η πίστα και παρακάλα να μη σε φάνε γιατί ποιός γυρίζει να τα κάνει όλα από την αρχή τώρα.”
Και επειδή η παρουσίαση μου βγήκε αδικαιολόγητα μεγάλη για ένα τόσο “μικρό” παιχνίδι, θα κλείσω ακαδημαϊκά, σουμάροντας τα λιγοστά πράγματα που κάνει καλά το Majestic Nights. Η περιήγηση στον ισομετρικό του κόσμο και οι αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον, θα θυμίσουν τις χρυσές ημέρες των arcade adventures στους -πολύ- παλιούς. Μπορεί τα αντικείμενα με τα οποία μπορούμε να αλληλεπιδράσουμε να είναι πραγματικά ελάχιστα, αλλά αρκούν ώστε να ξαναφέρουν γλυκές αναμνήσεις από Knight Lore, τόσες ώστε να νιώσουμε στο πετσί μας πόσο αληθινά δεινόσαυροι είμαστε πια. Αρκετοί από τους διαλόγους εξελίσσονται διαφορετικά βάσει των απαντήσεών μας, ενδεχομένως επιλύοντας καταστάσεις χωρίς την ανάγκη χρήσης βίας ή και ανταμείβοντάς μας με επιπλέον “κρυμμένα” side quests και αντικείμενα. Σε μια αναλαμπή φιλόδοξου design, η Epiphany περιλαμβάνει ακόμη και επιλογή μεταξύ των επόμενων κινήσεών μας (θα επισκεφθούμε το μοτέλ για να εκδικηθούμε τον μπαγαμπόντη πληροφοριοδότη μας ή θα πάμε κατευθείαν στην διεύθυνση του υπόπτου μας;) η οποία όμως τελικά δεν είναι ιδιαίτερα δεσμευτική, καθώς ουσιαστικά πρόκειται για κάποιες side quest περιοχές, οι οποίες μπορούν να ολοκληρωθούν ανά πάσα στιγμή πριν την εκκίνηση της τελικής αποστολής. Η ύπαρξη της επιλογής και μόνο πάντως, δείχνει φροντίδα για τον τίτλο και κάπως ξυπνά το ενδιαφέρον του παίκτη.
Το soundtrack είναι επίσης εξαιρετικό και κερδίζει με διαφορά τις εντυπώσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του τίτλου. Δυστυχώς, το σενάριο και οι χαρακτήρες, ο κύριος λόγος απόκτησης του τίτλου δηλαδή, πραγματικά δείχνουν να στοχεύουν ακόμη χαμηλότερα και από το αναγνωστικό κοινό της “Ελεύθερης Ώρας”. Ακόμα και αν δεχτούμε πως χρησιμοποιούνται ειρωνικά, το τελικό αποτέλεσμα απλώς δεν είναι αρκετά ποιοτικό ώστε να διατηρήσει το ενδιαφέρον του παίκτη για περισσότερο από πέντε ή δέκα λεπτά. Οι mobile καταβολές του τίτλου, σφραγίζουν έτι περαιτέρω την μοίρα του.
Στην παρούσα κατάσταση, είναι σχεδόν αδύνατο να προτείνω το παιχνίδι σε οποιονδήποτε. Περιλαμβάνει κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες θαμμένες κάτω από τα bugs και τις ατέλειές του και θα μπορούσε να αποτελέσει ένα cult τίτλο, αλλά αυτό προϋποθέτει πολλή δουλειά εκ μέρους των developers προκειμένου να συνεφέρουν το χειρισμό και τα συστήματα του παιχνιδιού. Το σχέδιο για έξι επεισόδια ακούγεται ιδιαίτερα ουτοπικό, καθώς αν κρίνουμε από την κατάσταση του προλόγου και του πρώτου επεισοδίου, οι developers θα είναι κάτι περισσότερο από απασχολημένοι να διορθώνουν αυτά πριν στρέψουν την προσοχή τους σε μελλοντικά σχέδια.
Pros
- Το υπέροχο και ατμοσφαιρικό electro-rock soundtrack του
- Στιγμές συμπαθητικού χιούμορ
- Αρκετά geek culture easter eggs περιμένουν τον υπομονετικό παίκτη. Αν αυτός βρεθεί.
Cons
- Πολύ φτωχός οπτικοακουστικός τομέας
- Πληθώρα bugs και glitches
- Μη δυνατότητα save ανά πάσα στιγμή
- Αποτρόπαιος χειρισμός των όπλων μας
- Ελλειπής υλοποίηση του stealth μηχανισμού επάνω στον οποίο βασίζονται τα περισσότερα κομμάτια του
- Σενάριο που γράφτηκε κατόπιν ξενυχτιού νερντοφοιτητών καριέρας και φαίνεται. Με όλους τους λάθος τρόπους.
Αχαχαχα τους ξεφτίλισες!
Πολλούς πόντους για τη νοσταλγική αναφορά στο Knight Lore. Thanks.