BIOSHOCK: INFINITE
«…No, I am afraid of you». Με αυτό το λιτό, μα αινιγματικό διάλογο, ξεκινά ένα μακρύ ταξίδι στο κόσμο του Bioshock: Infinite, που πρόκειται να μείνει αξέχαστο σε όποιον αποπειραθεί να το ακολουθήσει. Και αυτό διότι το τρίτο μέρος της σειράς Bioshock αποδεικνύει, με τον καλύτερο τρόπο, τη μοναδική ικανότητα του ιθύνοντα νου Ken Levine να πλάθει εκπληκτικούς κόσμους και mind-twist σενάρια, που μένουν για πάντα στο μυαλό του παίκτη και τον οδηγούν σε ατελείωτες ώρες συζητήσεων πάνω στα νοήματα και τις καταστάσεις που θίγει. Για να μην τα πολυλογώ, το Bioshock: Infinite είναι ένα αριστούργημα.
WELCOME TO COLUMBIA
Το Bioshock: Infinite ανήκει στη κατηγορία παιχνιδιών που όσο λιγότερα γνωρίζεις γι’ αυτά τόσο το καλύτερο για εσένα και την εμπειρία που θα αποκομίσεις. Το βαθύ και ανατρεπτικό του σενάριο είναι ένα από τα στοιχεία που αξίζει κάθε παίκτης να βιώσει μόνος του, καθώς μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο, τον κάνει να αναρωτιέται και να προβληματίζεται για το τι ακριβώς συμβαίνει στο κόσμο της ενάεριας πόλης Columbia. Φυσικά, οι περισσότερες απορίες λύνονται, αλλά οι απαντήσεις δεν δίνονται στο πιάτο, καθώς ο παίκτης θα χρειαστεί να αξιολογήσει μόνος του αυτά που έζησε, για να βγάλει τα συμπεράσματά του. Γι’ αυτούς τους λόγους, θα αρκεστώ να αναφερθώ στοιχειωδώς στη πλοκή του νέου τίτλου της Irrational Games για την αποφυγή spoilers που μπορεί να χαλάσουν την εμπειρία.
Στο Bioshock: Infinite επιστρέφουμε πίσω στο 1912, όπου ήρωας του παιχνιδιού είναι ο Booker DeWitt, ένας πρώην πράκτορας της Pinkerton, ο οποίος αναλαμβάνει μια φαινομενικά απλή δουλειά: να ταξιδέψει στη πόλη Columbia προκειμένου να εντοπίσει ένα κορίτσι, ονόματι Elizabeth, και να το επιστρέψει σώο και αβλαβή στη Νέα Υόρκη για να εξοφλήσει ένα παλιό του χρέος. Το αξιοσημείωτο της υπόθεσης είναι ότι η Columbia είναι μια μοναδική στο είδος της πόλη, καθώς τα κτίρια της «αιωρούνται» πάνω από τα σύννεφα, η οποία κατοικείται μεν από λαμπρούς και γεμάτους ιδέες και ικανότητες ανθρώπους, αλλά υπέρ του δέοντος συντηρητικούς και θεοφοβούμενους, ενώ κυβερνάται κάτω από την εξουσία του Zachary Comstock, ενός ηγέτη που αυτοαποκαλείται ως ο Προφήτης και έχει αγιοποιηθεί σχεδόν από το σύνολο των κατοίκων. Εκ πρώτης όψεως λοιπόν, η πόλη μπορεί να δείχνει ως παράδεισος, όμως, κάτω από τη φαινομενικά τέλεια εμφάνισή της, κρύβονται σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, όπως ο ρατσισμός και ο πόλεμος των τάξεων, τα οποία έχουν περάσει σε άλλο επίπεδο από την «απλή» προπαγάνδα. Πώς ακριβώς ο Zachary Comstock έχει πείσει για την «ανωτερότητα» των κατοίκων της Columbia; Τι ρόλο έχει η οργάνωση Vox Populi και για ποιο λόγο τη φοβάται; Τελικά τι το ιδιαίτερο έχει αυτό το κορίτσι, η Elizabeth, και βρίσκεται φυλακισμένο; Ποιο είναι το παρελθόν του πρωταγωνιστή Booker DeWitt; Μερικά μόνο ερωτήματα που περιμένουν την απάντηση από εσάς…
THE SKY IS OVER
Η καρδιά του παιχνιδιού αποτελείται από FPS συστατικά, όπως άλλωστε συνέβαινε και με τους προκάτοχούς του, οπότε οφείλετε να το έχετε αυτό στην άκρη του μυαλού σας πριν ξεκινήσετε να παίζετε. Σαν FPS λοιπόν που σέβεται τον εαυτό του, στη διάθεσή σας έχετε ένα σεβαστό αριθμό από όπλα, τα οποία σταδιακά ολοένα και πληθαίνουν, με τα οποία πολεμάτε τους εχθρούς σας που στόχο έχουν να τερματίσουν πρόωρα το ταξίδι σας. Θα βρείτε από απλά πιστόλια, shotguns και machine guns και παραλλαγές τους, τα οποία κάνουν κυρίως τη «βρώμικη» δουλειά μέχρι πιο καταστροφικά όπως RPG, Heaters και Volley Guns για όταν οι καταστάσεις απαιτούν άμεσες λύσεις, ενώ όλα επιδέχονται αναβαθμίσεων πληρώνοντας ένα αντίτιμο στα αντίστοιχα Vending Machines. Στον τομέα των όπλων, δε διαπιστώνει κανείς κάποιο παράπονο: η αίσθηση των όπλων είναι στιβαρή, η δύναμη και η αποτελεσματικότητά τους «περνούν» στον παίκτη, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι όλα είναι χρήσιμα ανάλογα τη περίσταση και πολύ δύσκολα θα βρείτε τον εαυτό σας να εμμένει σε ένα-δυο συγκεκριμένου τύπου όπλα – ξεχάστε δηλαδή το τυπικό “assault-rifle-μέχρι-το-τερματισμό” που ισχύει στα περισσότερα FPS της αγοράς. Το γεγονός μάλιστα ότι μπορείτε να κουβαλάτε ταυτόχρονα μέχρι δύο, εντείνει το στοιχείο της τακτικής, καθώς η απόφαση στο τι όπλο θα επιλέξετε για τη συνέχεια αλλάζει άρδην το τρόπο που θα πρέπει να προσεγγίσετε τις μάχες που ακολουθούν – ιδίως αν παίζετε σε προχωρημένο επίπεδο δυσκολίας.
Βέβαια, το shooting κομμάτι δεν περιορίζεται στα όπλα, μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για τίτλο Bioshock. Οπως συνέβαινε στα προηγούμενα Bioshock με τα Plasmids, έτσι και εδώ υπάρχει η εναλλακτική λύση με το όνομα Vigors. Τα Vigors, τα οποία ως επί το πλείστον τα ανακαλύπτετε στις περιπλανήσεις σας στη Columbia, προσθέτουν ιδιαίτερες ικανότητες στο οπλοστάσιο του Booker, όπως τη δυνατότητα να κάνει possess για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα εχθρικούς χαρακτήρες προκειμένου να πολεμούν στο πλευρό του, να δημιουργεί εκρηκτικές μπάλες φωτιάς, ασπίδες, καθώς και άλλες ικανότητες που σχετίζονται με τα στοιχεία της φύσης, όπως ηλεκτρισμός, νερό κλπ. Τα Vigors, αν αξιοποιηθούν σωστά, είναι ικανά να αλλάξουν το ρου μιας μάχης, ενώ η χρήση τους απαιτεί μια ποσότητα από Salt (το “mana” του παιχνιδιού) που ανανεώνεται με τη κατανάλωση σχετικών φιαλιδίων. Υπόψιν ότι και εδώ μπορείτε να έχετε ενεργά μέχρι δύο Vigors ταυτόχρονα, αν και η άμεση αλλαγή τους πραγματοποιείται αρκετά εύκολα μέσω ενός λειτουργικού menu, οπότε θα πρέπει να έχετε συνεχώς στο νου σας να συνδυάζετε ιδανικά τις κατάλληλες Vigor δυνάμεις με τον ανάλογο συμβατικό εξοπλισμό. Επίσης εκτός των Vigors, σύντομα θα ανακαλύψετε και το αντίστοιχο των Gene Tonics, τα Gears, τα οποία όταν τα φοράτε προσδίδουν passive ιδιότητες στον Booker, όπως ισχυρότερες melee ικανότητες, ταχύτερο reload time των όπλων κλπ.
Ενα έξυπνο χαρακτηριστικό που προσθέτει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στις μάχες είναι τα Skylines: εναέριες ράγες που περιτριγυρίζουν και συνδέουν τα κτίρια μεταξύ τους και χρησιμοποιούνται κυρίως για τη μεταφορά αγαθών. Αρκετά νωρίς στο παιχνίδι αποκτάτε ένα γάντζο, με τον οποίο μπορείτε να «μαγνητίζεστε» σε αυτά και να κινείστε με μεγάλη ταχύτητα, πυροβολώντας έτσι από ψηλά με μεγαλύτερη ασφάλεια ή πέφτοντας με δύναμη πάνω στα κεφάλια των άτυχων εχθρών σας, αλλά προσέξτε ότι τα Skylines μπορούν εξίσου να χρησιμοποιηθούν από τους διώκτες σας προς όφελός τους, ενώ όταν βρίσκεστε πάνω σε αυτά, δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα Vigors.
Τα Skylines, αν και δεν αποτελούν το επίκεντρο των μαχών, είναι ένας καλός εναλλακτικός τρόπος να αντιμετωπίσετε το αριθμητικό μειονέκτημα ενάντια στους εχθρούς σας, οι οποίοι, αν και δεν είναι οι πιο έξυπνοι εχθροί που έχετε αντιμετωπίσει ποτέ σε παιχνίδι, αν δεν δώσετε τη δέουσα προσοχή, μπορούν να αποτελέσουν μεγάλο μπελά. Η ποικιλία των εχθρών δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αλλά όλοι έχουν ρόλο ύπαρξης στη μάχη και δεν αποτελούν σκέτα “cannon fodders” (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων), ενώ εκτός από τους ανθρώπινους εχθρούς (που ενίοτε «φοράνε» κάποια Vigor ιδιότητα) θα αντιμετωπίσετε και αρκετά automatons, όπως turrets, φρουρούς οπλισμένους με crank guns και με τη μορφή του George Washington (!), μικρά zeppelins με machine guns κλπ. Γενικότερα οι μάχες βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο τόσο σε ποιότητα δράσης όσο και σε επίπεδο τακτικής, καθώς οι μηχανισμοί των όπλων, Vigors και Gears συνεργάζονται άρτια μεταξύ τους, ενώ αξίζει να αναφερθεί ότι, συγκριτικά με τους προκατόχους του, η συχνότητα των συγκρούσεων είναι σαφώς μεγαλύτερη, πράγμα που πιθανόν θα ξενίσει κάποιους παίκτες, αν και προσωπικά δεν με ενόχλησε καθόλου. Αυτό που ίσως προβληματίσει μερικούς από εσάς είναι οι διάφορες «ευκολίες» που δίνονται στο χέρι, από τη στιγμή που ελευθερώσετε την Elizabeth και μετά.
Από τη μία, ευτυχώς, η Elizabeth δεν χρειάζεται ντάντεμα και δεν πεθαίνει ποτέ, από την άλλη σας προμηθεύει ανά τακτά χρονικά διαστήματα με medical kits, salts και πυρομαχικά, γεγονός που διευκολύνει κάπως τα πράγματα, ενώ αν τυχόν σκοτωθείτε, φροντίζει να σας ανασταίνει λίγα μέτρα πιο πίσω, με τίμημα την απώλεια μόνο λίγων νομισμάτων. Με αυτό το τρόπο, ο φόβος του θανάτου δεν είναι τόσο έντονος όπως ίσως θα περίμενε κανείς, αλλά από την άλλη γι’ αυτό υπάρχει και το κρυφό 1999 mode (που ξεκλειδώνεται μετά το πέρας του πρώτου playthrough) για όσους έχουν πιο γερό στομάχι. Βέβαια, σε καμία περίπτωση το γεγονός αυτό δεν αποτελεί «μομφή» για την ύπαρξη της Elizabeth. Απεναντίας η «σύντροφος» του Booker είναι χάρμα οφθαλμών, απόλυτα ερωτεύσιμη και ένας πραγματικά εξαίρετος συνομιλητής, ενώ η ιδιαίτερη χημεία που διαθέτει με τον Booker, συνοδεύει ιδανικά την περιπέτεια και πολλές φορές κλέβει την παράσταση. Επίσης, αποτελεί πολύτιμο σύμμαχο στο να ξεκλειδώνετε πόρτες που κρύβουν πολλά καλούδια (από τα αντικλείδια που βρίσκετε), στην υλοποίηση «έξτρα βοηθειών από το πουθενά» (little spoiler alert!) μέσω των tears και στο να σας δίνει hints για το περιβάλλον και την ιστορία της κάθε περιοχής. Σίγουρα ένας από τους καλύτερους και πιο καλογραμμένους συμπρωταγωνιστές που έχουμε δει ποτέ και, χωρίς δισταγμό, θεωρώ ότι αν δεν υπήρχε στο παιχνίδι, τότε το Bioshock: Infinite θα ήταν κατά πολύ φτωχότερο.
CONSTANTS AND VARIABLES
Το Bioshock: Infinite, μιλώντας αυστηρά με τεχνικούς όρους, δεν είναι το αρτιότερο FPS που έχετε δει ποτέ. Κάτω από το καπό του, βρίσκεται η γερασμένη πλέον Unreal Engine 3, η οποία δείχνει εμφανώς την ηλικία της στη μειωμένη εφαρμογή των physics, στο επίπεδο καταστροφής του περιβάλλοντος και στα απλώς ικανοποιητικά textures. Σίγουρα, αν το τοποθετήσει κανείς δίπλα σε κολοσσούς όπως το Far Cry 3, το Battlefield ή το Crysis 3, το Bioshock: Infinite χάνει εύκολα τη μάχη. Εδώ έρχομαι να απαντήσω και να πω: ε και; Ο τίτλος είναι ό,τι πιο όμορφο έχετε αντικρύσει σε παιχνίδι του είδους και αυτό χάρη στον ανυπέρβλητο κόσμο του. Το περιβάλλον σφύζει από χρώματα, κίνηση και μοναδικότητα, ο τρόπος που απορροφά τον παίκτη δεν έχει προηγούμενο και άπαξ κάποιος ξεκινήσει, είναι σχεδόν αδύνατον να το αφήσει από τα χέρια του ή να μην καθίσει και χαζέψει με τις ώρες το τι έχουν δημιουργήσει οι καλλιτέχνες της Irrational Games. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι μετά το Bioshock: Infinite, δύσκολα θα μπορέσει κάποιος άλλος να δημιουργήσει έναν τόσο πειστικό και ολοκληρωμένο κόσμο και αυτό θεωρώ ότι ισχύει ανεξάρτητα από το είδος παιχνιδιού που προτιμά ο καθένας. Προσωπικά έχω πολλά χρόνια να ζήσω κάτι τέτοιο και, παρ’ όλο που ασχολούμαι με παιχνίδια για περισσότερες από δυο δεκαετίες, δυσκολεύομαι να επαναφέρω στη μνήμη μου κάποιο πρόσφατο παιχνίδι που να με έκανε «ένα» με το κόσμο του σε τέτοιο βαθμό.
Η ιδιοφυϊα του Ken Levine είναι αδιαμφισβήτητη τόσο στην υλοποίηση ψηφιακών κόσμων όσο και στο storytelling, το οποίο μπορεί να μην είναι καθοδηγούμενο μόνο από καλοστημένα scripted sequences, αλλά απαιτεί από τον παίκτη να εξερευνήσει σπιθαμή προς σπιθαμή τον υπέροχο κόσμο της Columbia, προκειμένου να εντοπίσει όλα τα ηχογραφημένα μηνύματα που ρίχνουν φως στις σκιές της ιστορίας που διηγείται – και πιστέψτε με έχουν πολύ ενδιαφέρον να τα ακούσετε όλα. Οπως είναι φυσιολογικό σε τέτοιου είδους παραγωγές, κατά πόδας ακολουθεί και ο ηχητικός τομέας, με τα voice-over να είναι απλά καταπληκτικά, ιδίως των δύο πρωταγωνιστών όπου αφιερώνονται και οι περισσότερες γραμμές διαλόγου, ενώ το soundtrack ντύνει ιδανικά το όλο σύνολο με την ατμοσφαιρική μουσική του και τα τραγούδια που ενίοτε ακούγονται και προσθέτουν μια πολύ ιδιαίτερη και όμορφη πινελιά.
Καταλήγοντας, το Bioshock: Infinite δεν είναι το καλύτερο FPS που έχετε παίξει, γιατί πολύ απλά ο όρος αυτός είναι υπερβολικά περιοριστικός για ένα παιχνίδι σαν και αυτό. Είναι ένα σπάνιο είδος παιχνιδιού, ένα κόσμημα, από εκείνα που χαίρεσαι να βιώνεις ως gamer και που μένουν χαραγμένα στη μνήμη σου για πάντα. Mr. Levine, thank you for the journey and the False Prophet will come once again…
Το Bioshock: Infinite διατίθεται από τη CD Media.
Pros
- Storytelling και ιστορία που συγκλονίζουν
- Η μοναδική πόλη Columbia και ο ολοκληρωμένος κόσμος του
- “Bioshock” gameplay με ορθούς μηχανισμούς shooter
Cons
- Εχμ…η λίγο παλαιά μηχανή γραφικών;
- Οι “ευκολίες” σε ορισμένες μάχες ίσως ξενίσουν τους πιο σκληροπυρηνικούς παίκτες
Μετράω τις μέρες ώσπου να έρθει από Άμαζον. Την είχα μπανίσει τη δουλειά για αριστούργημα και τώρα δεν κρατιέμαι!
Εσένα ειδικά, σε κόβω για μαραθώνιο μέχρι να το τερματίσεις…
Songbird > Big sister + Big daddy
Αισθητικα ειναι μαγικο. Τεχνικο ειναι μαυρο χαλι. Ωραιο κειμενο! 🙂
Μαύρο χάλι από ποια άποψη? Δεν είναι optimized σαν παιχνίδι…?
Κατά το τέλος του μήνα θα τσιμπήσω και τη δική μου κόπια. 🙂
@Adhan: Optimized είναι, πιθανόν όμως να αντιμετωπίσεις κάποιο stuttering, ανάλογα με το configuration που διαθέτεις. Υπάρχουν κάποια tweaks (”http://www.gamefaqs.com/boards/605053-bioshock-infinite/65796453″) που διορθώνουν, κατά κάποιο τρόπο, το πρόβλημα, αν βλέπεις ότι γίνεται ανυπόφορη η κατάσταση. Προσωπικά δεν μου χρειάστηκε κάτι τέτοιο (ευτυχώς!) και λογικά με κάποιο patch, δεν θα υφίσταται πια το πρόβλημα.
Κάπου εδώ να σημειώσω πως η παράκρουσή μου έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Ακούω το Beast της Nico Vega στη διαπασών και στο repeat και χτυπιέμαι στο δωμάτιο. Υπάρχει σωτηρία γιατρέ;
προσωπικά κινούμε ποιο πολύ προς τις ατόφιες παγανιστικές δυνάμεις του θέας φύσης 😛
http://www.youtube.com/watch?v=4F-CpE73o2M
Καταπληκτικό τραγούδι και βίντεο. Ανατριχίλα.
Δεν συμφωνώ με το ”Εχμ…η λίγο παλαιά μηχανή γραφικών;”
Χρησιμοποιεί Unreal Engine 3, μπορεί να θεωρείται ”παλιά” αλλά δεν είναι ο λόγος που το παιχνίδι είχε αρκετά Low-Res Textures, οι άνθρωποι έδωσαν έμφαση στο Art και ήταν καταπληκτικό.
Πέραν αυτού όμως, η μηχανή είναι ικανότατη εάν δει κανείς το Samaritan Tech Demo.
Μάλλον με παρεξήγησες. Το “Εχμ…η λίγο παλαιά μηχανή γραφικών” ήταν ειρωνικό και το έγραψα έτσι, ώστε να τονίσω ότι τα αρνητικά του συγκεκριμένου παιχνιδιού είναι ελάχιστα και μάλλον άνευ ουσίας. Αλλωστε, αν διαβάσεις το κείμενο, αναφέρω ότι στο καλλιτεχνικό κομμάτι, το Bioshock: Infinite δίνει ρέστα.
Μόνο εμένα ενοχλά το autosave – checkpoints only? Παίζω σε pc για ΚΑΝΩ SAVE ΟΠΟΤΕ ΘΕΛΩ για να τα παρατάω ΟΠΟΤΕ ΘΕΛΩ. Επίσης, το dvd sleeve γυρίζει από την άλλη μεριά (όπως το Mass effect 3) και έχει άλλο cover με γραφικά του 1912.