CRYSIS 3
Ξέρουμε ότι περιμένατε εδώ και μέρες να διαβάσετε το review του εν λόγω τίτλου από το Ragequit. Ξέρουμε επίσης ότι αναμένατε να το δείτε να είναι γραμμένο διά χειρός Γιώργου “Sephir” Δεμπεγιώτη. Αυτό θα ήταν άλλωστε και το «φυσιολογικό», καθώς εκείνος είναι ο κατ’ εξοχήν shootεράς της παρέας μας. Κάτι τέτοιο όμως δε μπορούσε να συμβεί, λόγω βαρύτατων επαγγελματικών υποχρεώσεων του Γιώργου, που τον κράτησαν εκτός Ελλάδος και, ως εκ τούτου, μακριά από το desktop PC του. Έτσι λοιπόν το βάρος της αναπλήρωσης της δουλειάς του έπεσε στον γράφοντα και στον Βασίλη “Kuivamaa” Ξερικό, με ανάληψη του single και multiplayer mode αντίστοιχα. (Κι αν απορείτε για το ποιος ήταν ο λόγος αυτού του διαχωρισμού, η απάντηση είναι ότι η αδιαφορία που τρέφω προς το multiplayer gaming, αντί να μειώνεται με τα χρόνια, μάλλον εντείνεται, φτάνοντας σχεδόν στα όρια της αντιπάθειας. Μάλλον παραξενεύω όσο μεγαλώνω…)
Θα ήταν τεράστια έκπληξη αν το παιδί της Crytek με το πολύ βαρύ όνομα δεν έφτανε να αποτελέσει τριλογία, όπως επιτάσσουν οι καιροί για όλα τα διάσημα και επιτυχημένα (τουλάχιστον σε εμπορικό επίπεδο) games. Αν θεωρήσουμε λοιπόν ότι δε θα υπάρξει Crysis 4 (πιθανότητα που μπορεί να αποκλειστεί σχεδόν με βεβαιότητα από τώρα, μια και έχουν ήδη ξεκινήσει οι συζητήσεις και αναλύσεις περί αυτού), πόσο καλά καταφέρνει το τελευταίο αυτό κεφάλαιο να κλείσει την (πρώτη;) τριλογία;
ΚΡΙΣΗ ΓΙΑ ΤΟ CRYSIS
Είμαι από εκείνους που θεωρεί ότι η Crysis σειρά διακατέχεται από μία ιδιαιτερότητα. Το αρχικό παιχνίδι συζητήθηκε όσο λίγα άλλα, απασχόλησε κοινό και κριτικούς, τράβηξε πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας κι όλα αυτά εξαιτίας της ανεπανάληπτης οπτικής απόδοσης της CryEngine 2, που ήταν υπεύθυνη για την εκθαμβωτική απεικόνιση των τοποθεσιών του τροπικού setting στο οποίο ελάμβανε μέρος η περιπέτεια. Ακριβώς επειδή και η ίδια η Crytek –πολύ κακώς, όπως αποδείχθηκε- επικεντρώθηκε εξ’ ολοκλήρου στην προβολή του γραφικού τομέα της δημιουργίας της και αμέλησε να τονίσει και να διαφημίσει τα υπόλοιπα προτερήματα του παιχνιδιού, ελάχιστοι ήταν εκείνοι οι παίκτες που εντόπισαν και εξήραν τον πολύ ανοικτό κόσμο που προσέφερε και τις επιλογές που είχαμε στην προσέγγιση ενός στόχου και στο δρόμο που μπορούσαμε να ακολουθήσουμε, ώστε να φτάσουμε σε μια τοποθεσία.
Η συνέχεια με το Crysis 2 ήταν διαφορετική. Έχοντας πλέον μεταφερθεί σε αστικό περιβάλλον, αφήνοντας πίσω τον open-world σχεδιασμό, υιοθετώντας multi-platform φύση και χαμηλώνοντας αισθητά τις απαιτήσεις σε hardware, με άμεσο συνεπακόλουθο να στερείται του περίφημου eye-candy χαρακτήρα του προκατόχου του , τουλάχιστον μέχρι την άφιξη του high-resolution πακέτου, έδειξε σημάδια κονσολοποίησης και μάλλον κατάφερε να δυσαρεστήσει πολλούς περισσότερους από εκείνους που χαροποίησε με την εμφάνισή του. Η λάμψη και η ιδιαιτερότητα του πρώτου μέρους είχαν χαθεί, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι το sequel ήταν κακό παιχνίδι. Απλά δε διέφερε πολύ πλέον έναντι του ανταγωνισμού.
Η δεύτερη αυτή συνέχεια έρχεται σε μια περίοδο όπου το τροπικό setting πρόλαβε να το οικειοποιηθεί εκ νέου το –πολύ καλό- Far Cry 3 και με την επιθυμία, από μέρους του δημιουργών της, να θυμίσουν στο κοινό ότι τα Crysis παιχνίδια είναι αυτά που ξέρουν να «στύβουν» το hardware των μηχανημάτων μας. Όταν όμως φτάνεις πλέον στο σημείο να επιδιώκεις και να εκβιάζεις καταστάσεις (=να ζορίσεις τα πανίσχυρα PCs της εποχής) και η δουλειά σου να αποτελεί έναν συνδυασμό των προηγουμένων μερών της σειράς, με εμφανή τα σημάδια σύγχυσης αναφορικά με το ποιος είναι τελικά ο σκοπός σου, το αποτέλεσμα δείχνει να μην είναι σε θέση να καλύψει τις προσδοκίες του κοινού…
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ ΜΕ ΠΥΚΝΗ ΒΛΑΣΤΗΣΗ
Πώς θα μπορούσαν να επαναφέρουν τα στελέχη της Crytek τη ζούγκλα του πρώτου παιχνιδιού, μετά από τη συνέχεια που είχαν διαλέξει να δώσουν στο δεύτερο μέρος; Πολύ απλά, με μία σεναριακή ντρίπλα.
Η ιστορία λαμβάνει χώρα 24 χρόνια μετά τα γεγονότα του Crysis 2. Αναλαμβάνουμε, για μία ακόμη φορά, τον ρόλο του Laurence “Prophet” Barnes, ή έστω ό,τι έχει μείνει από την ανθρώπινη φύση του ήρωα, που πλέον αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της περίφημης Nanosuit. Tην απελευθέρωση του Prophet από την κατάψυξη στην οποία είναι τοποθετημένος -με σκοπό να του αφαιρεθεί η Nanosuit από τους ιθύνοντες της Cell- αναλαμβάνει μία ομάδα επίλεκτων ανταρτών, επικεφαλής της οποίας είναι ο Michael Sykes, πρώην “Psycho”. Ο τελευταίος έχει πλέον 100% ανθρώπινη υπόσταση και ανάλογες ικανότητες, αφού δε φορά τη στολή που προσδίδει ξεχωριστές δυνάμεις σε όποιον τη χρησιμοποιεί, αφήνοντας έτσι τον Prophet να είναι ο μοναδικός εναπομείνας υπερ-στρατιώτης.
Μέσα στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την επανενεργοποίηση του Prophet, η πόλη της Νέας Υόρκης έχει κλειστεί μέσα σε έναν τεράστιο γυάλινο θόλο, με πρόσχημα την προστασία της από την απειλή των Ceph. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική, αφού η παντοδύναμη εταιρεία Cell, η οποία ελέγχει όλους τους τομείς ενέργειας, έχει θέσει ως στόχο την εκμετάλλευση της τεχνολογίας των εξωγήινων και την παγκόσμια και πανσυμπαντική κυριαρχία. Οι τελευταίοι αντάρτες που αντιστέκονται στα σχέδια της Cell, αλλά την ίδια ώρα πολεμούν και ενάντια στους Ceph, αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη και την αποτελεσματικότητα του Prophet, ώστε να απαλλάξουν το ανθρώπινο γένος μία και καλή κι από τις δύο αυτές απειλές.
Επακόλουθο της δημιουργία του θόλου είναι η δραματική άνοδος της θερμοκρασίας και η μετατροπή της –σχεδόν κατεστραμμένης- Νέας Υόρκης σε μία ασυνήθιστη ζούγκλα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον θα καλεστεί ο ήρωάς μας να φέρει εις πέρας την αποστολή του και κάπως έτσι κατάφερε η Crytek να ικανοποιήσει τις φωνές διαμαρτυρίας των παικτών, που γκρινιάξανε πολύ στη θέα του urban setting του Crysis 2 και να συνεχίσει την ιστορία του παιχνιδιού, με ένα σενάριο που –ειδικά για τα δεδομένα της κατηγορίας- δε μπορεί να κριθεί ως κακό, ούτε και ελλιπές, καθώς εμπλουτίζεται επαρκώς κατά την πορεία εξέλιξης των γεγονότων. Μη ξεχνάμε άλλωστε ότι κατά καιρούς έχουμε δει και FPS με σενάριο μίας-δύο γραμμών…
TECH DEMO;
Επειδή όμως σε review ενός παιχνιδιού που φέρει το όνομα Crysis 3 άλλα είναι εκείνα τα στοιχεία για τα οποία περιμένετε να διαβάσετε, ας πάμε να δούμε τι έχει να μας δώσει το νέο παιδί της Crytek. Φυσικά η ανάλυση του τεχνικού τομέα δε θα μπορούσε παρά να ξεκινά από, τι άλλο, το σήμα κατατεθέν της σειράς, που είναι τα γραφικά. Αν μέχρι σήμερα θεωρούσαμε ως state-of-the-art το Battlefield 3, το αποτέλεσμα της CryEngine 3 καταφέρνει να το αφήσει αρκετά πίσω και να θέσει νέα, υψηλότατα, δεδομένα. Εκμεταλλευόμενη τα εφέ και τις τεχνικές που περιλαμβάνει, που ακούν στους τίτλους Ambient Occlusion και Global Illumination, δημιουργεί ένα αποτέλεσμα πού όμοιό του δεν έχουμε ξαναδεί. Τόσο τα στοιχεία της φύσης (βλάστηση και νερό), όσο και οι εσωτερικοί χώροι κτιρίων, αλλά και οι cyber κατασκευές της Cell Corporation αποδίδονται με τρόπο που φωνάζει από χιλιόμετρα ότι το Crysis 3 είναι ο πρώτος, αυθεντικός, εκπρόσωπος των περίφημων next-gen παιχνιδιών και άξιος συνεχιστής της κληρονομιάς του πρώτου μέρους. Το θετικό είναι ότι για να απολαύσουμε την υψηλότατη αυτή λεπτομέρεια, δεν είναι απαραίτητο να ενεργοποιήσουμε τα anti-aliasing και anisotropic filtering, τα οποία άλλωστε είναι και εκείνα που κατ’ εξοχήν γονατίζουν σχεδόν κάθε σημερινό σύστημα (υπάρχει λόγος που γράφω σύστημα κι όχι απλά GPU και θα τον αναλύσουμε στη συνέχεια). Το αρνητικό είναι ότι, όπως ήταν αναμενόμενο, σε high ή very high επίπεδο ρυθμίσεων ο νέος τίτλος της Crytek είναι πολύ βαρύς, στραγγαλίζοντας κάθε υποσύστημα του PC μας και κάνοντας τους ανεμιστήρες να δουλεύουν υπερωρίες, για να καταφέρουν να ψύξουν τα υποσυστήματα που λειτουργούν ακατάπαυστα σε full load συνθήκες.
Υφίσταται πάντως ένα πολύ παράδοξο φαινόμενο στο εν λόγω παιχνίδι κι έχει να κάνει με τα αποδιδόμενα, ανά πάσα στιγμή, frames. Σε ανοικτά περιβάλλοντα, παρουσία αρκετών εχθρών, όπου θα δικαιολογούταν, ακόμη και στο σύστημα της δοκιμής (i5-2500K στα 4.40 GHz + HD 7970 GE) να σέρνεται το Crysis 3, κατάφερε να κρατά έναν ικανοποιητικότατο αριθμό καρέ, που αγγίζανε ακόμη και τα 60 (σε 1920×1080 ανάλυση, Very high detail level, SMAA Medium-2TX και AF-2x). Την αμέσως επόμενη στιγμή όμως και περνώντας σε περιοχές όπου πλέον δεν δικαιολογούταν με τίποτα πτώση της απόδοσης, τα frames κατακρημνίζονταν στα 35-40! Άλλο μυστήριο συμβάν ήταν η διαφορετική απόδοση που παρουσίασε σε 2-3 περιοχές, κατόπιν load που πραγματοποίησα. Ενώ αρχικά κινούταν στα 45-50 fps, στο ίδιο ακριβώς σημείο, τη δεύτερη ή τρίτη φορά, έπεφτε αρκετά παρακάτω! Σε συνδυασμό με ορισμένα crashes στο desktop, όπου ως αίτια αναφέρονταν ζητήματα μνήμης, κατέληξα στο εξής συμπέρασμα: Η συγκλονιστική απεικόνιση της CryEngine 3 μπορούσε να αποδίδεται ομαλότατα σε αρκετά συστήματα της εποχής. Όμως, επηρεασμένοι από τα εξ’ αμάξης που άκουσαν από τους σκληροπυρηνικούς PC gamers σχετικά με το Crysis 2 –που τους οδήγησε άλλωστε στο να πουν ότι το τρίτο μέρος θα «έλιωνε» τις κάρτες γραφικών-, οι developers κάνανε επίτηδες το παιχνίδι πιο βαρύ απ’ ότι χρειαζόταν να είναι, με αποτέλεσμα η απόδοσή του να έχει πολλά σκαμπανεβάσματα και να είναι τουλάχιστον ασυνάρτητη. Είμαι βέβαιος ότι στο αμέσως προσεχές διάστημα θα δούμε patches από την Crytek, αλλά και νεότερους drivers από AMD και nVidia, που θα ομαλοποιούν την απόδοσή του σε συστήματα με κάρτες επιπέδου HD 7970 / GTX 680 και όχι μόνο.
Γεγονός πάντως είναι ότι έχουμε μπροστά μας τον πρώτο τίτλο που –επιτέλους- κάνει χρήση όλων των multi-threaded πυρήνων που διαθέτει ένα PC, εξ’ ου και παραπάνω ανέφερα ότι το Crysis 3 δεν είναι μόνο GPU-limited, άρα θα ζορίσει και θα τεστάρει την ίδια ώρα και τον επεξεργαστή που διαθέτετε. Έχουμε να κάνουμε με ένα παιχνίδι που θα εκμεταλλευτεί με περίσσια χαρά την εξαπύρηνη CPU που αποκτήσατε, με σκοπό να τη δείτε να αποδίδει στα παιχνίδια. Αυτό φυσικά μόνο ως θετικό σημάδι μπορεί να ερμηνευτεί, καθώς είναι τουλάχιστον άχαρο και άδικο να αποκτούμε hardware που μέχρι να καταστεί πραγματικά απαραίτητο, θα το έχουμε πιθανώς αντικαταστήσει με νεότερο. Συνεπώς, αν διαθέτετε κάποιον AMD FX, μπορείτε να είστε σίγουροι ότι ο, φθηνότερος έναντι ενός αντίστοιχου Intel, επεξεργαστής που αγοράσατε από την κόκκινη εταιρεία εδώ θα δείξει τα δόντια του, διαλύοντας τον μύθο που λέει ότι τα προϊόντα της AMD δε μπορούν να κοντράρουν σε gaming επίπεδο εκείνα της Intel. Άλλωστε η απουσία του περίφημου nVidia logo με τη συνοδευτική φράση «Τhe way it is meant to be played» μόνο τυχαία δεν είναι, αφού, ως γνωστόν, ATi και AMD πλέον αποτελούν μία εταιρεία και το Crysis 3 δείχνει να της κλείνει φανερά το μάτι.
Το αποτέλεσμα που τελικά προκύπτει από όσα βλέπουμε επί της οθόνης είναι τουλάχιστον απολαυστικό, αν εξαιρέσουμε τα σκαμπανεβάσματα στην απόδοση. Το Crysis 3 αποδίδει με τον καλύτερο, μέχρι σήμερα, τρόπο πρόσωπα, εκφράσεις, κινήσεις, αντανακλάσεις φωτός, γενική εικόνα τοποθεσιών, αλλά και εκρήξεις-καταστροφές τοπίων. Είναι ένα αληθινό επίτευγμα, που έρχεται να μας καταστήσει σαφές ότι από εδώ και στο εξής τα παιχνίδια στα PCs μας θα έχουν μία άλλη, πολύ ενισχυμένη και εντελώς διαφορετική, εικόνα. Κάτι μου λέει μάλιστα ότι η Unreal Engine 4 θα έρθει σύντομα να επιβεβαιώσει το παραπάνω συμπέρασμα.
Θυμάστε τα δέντρα που «κουρεύατε» στο Crysis 1, θαυμάζοντας το πόσο καταστρέψιμο ήταν το περιβάλλον του; Αυτό ακριβώς θα ξαναζήσετε στο τρίτο αυτό μέρος, καθώς κατά τις ανταλλαγές πυρών θα δείτε δέντρα να πέφτουν, βράχους να διαλύονται και χόρτα να παίρνουν φωτιά…
KILLING WITH STYLE
Tα παραπάνω όμως θα ήταν στοιχεία ικανά να συνθέσουν ένα ακόμη πολύ καλό και αρκούντως απαιτητικό benchmark, τύπου 3D Mark, οπότε τόσος ο ήχος, όσο και ο χειρισμός και το gameplay έχουν μεγάλη σημασία στο εν λόγω παιχνίδι, για να δούμε τελικά αν είναι ένα πολύ καλό demo δυνατοτήτων της εξελιγμένης CryEngine 3, ή ένα αληθινό FPS game.
Για ξεκίνημα λοιπόν, πρέπει να πω ότι ο ήχος δε μου άφησε το παραμικρό παράπονο. Πολύ καλό voice acting, ικανοποιητικότατο lip synchronization, ορισμένα ατμοσφαιρικά μουσικά κομμάτια –που σπανίως κάνουν την εμφάνισή τους και διαρκούν μάλλον λίγο- και πολύ ταιριαστά ηχητικά εφέ είναι το συνολικό πακέτο που έχει να μας προσφέρει το Crysis 3. Οι ριπές των όπλων, οι κραυγές των αντιπάλων εξωγήινων και οι ατάκες των στελεχών της Cell Corporation που δένουν άψογα με τα τεκταινόμενα (π.χ. όταν μπαίνετε σε cloak mode αναφέρουν ότι γίνεστε αόρατος, ή όταν ένας στρατιώτης μένει μόνος του φωνάζει ότι όλοι οι άλλοι έχουν πέσει νεκροί και ζητά ενισχύσεις) ενισχύουν την αληθοφάνεια των γεγονότων και δημιουργούν ένα αποτέλεσμα που δε νομίζω ότι αφήνει κάποιο εμφανές ψεγάδι που μπορεί να του καταλογίσει κάποιος. ΟΚ, σε ορισμένες στιγμές ο Prophet το παίζει και πολύ άντρας και ξεστομίζει βαρύγδουπες ατάκες που φέρνουν πολύ σε Duke Nukem, αλλά μάλλον φταίνε η βεβαιότητα και η ασφάλεια που του παρέχει η Nanosuit (τις οποίες φυσικά και δεν είχε ποτέ ανάγκη ο Δούκας).
Στον τομέα του gameplay, κάπως έπρεπε να διαφοροποιηθεί το τρίτο μέρος έναντι των προκατόχων του κι αυτό ανέλαβε να το πραγματοποιήσει το Predator bow που κουβαλάει ο ήρωάς μας. Κάντε εδώ μία μικρή παύση και σκεφτείτε λίγο το όλο σκηνικό: Ζούγκλα, δυνατότητα να γίνεστε αόρατος μέσω της Nanosuit και την ίδια στιγμή κατοχή ενός «κυνηγετικού» τόξου, ικανού να εξολοθρεύσει κάθε ανυποψίαστο αντίπαλο με βολή ενός θανατηφόρου βέλους. Σας θυμίζουν κάποια θρυλική ταινία όλα αυτά; Αν όχι, ή είστε πολύ νεαρός σε ηλικία ή σας αρέσει πολύ ο Woody Allen και οι τέτοιου τύπου ταινίες (πραγματικά ελπίζω να μην ισχύει το τελευταίο..)
Καλά τα ανθρώπινης αλλά και εξωγήινης κατασκευής όπλα, ευπρόσδεκτος ο μεγάλος αριθμός και η πλούσια ποικιλία τους (από αυτόματα και ρουκετοβόλα, μέχρι διόπτρες με θερμική ανίχνευση και plasma weapons), αλλά λίγο-πολύ όλα αυτά τα έχουμε ξαναδεί, οπότε τη διαφορά αυτή τη φορά αναλαμβάνει να κάνει το τόξο μας, που είναι και το μοναδικό όπλο που μας επιτρέπει να βγάζουμε κόσμο από τη μέση παραμένοντας σε cloak mode. Μπορεί να ξεπαστρέψει σχεδόν κάθε αντίπαλο, καθώς μας δίνει τη δυνατότητα να διαλέξουμε μέσα από τέσσερα διαφορετικού τύπου βέλη, που εκτός των απλών, περιλαμβάνουν και εκρηκτικά αλλά και ηλεκτροφόρα, χαρίζοντάς μας την ευκαιρία να μελετήσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρουμε να επιτύχουμε το καλύτερο αποτέλεσμα. Τα απλά βέλη είναι και τα μόνα που μπορούμε να συλλέξουμε εκ νέου, αφότου επιτελέσουν το σκοπό τους, οπότε η χρήση των υπολοίπων απαιτεί αρκετή φειδώ, ώστε να μη μας λείψουν εκεί που θα μας είναι πραγματικά απαραίτητα.
Εκτός των όπλων, διαθέσιμες είναι αρκετές ακόμη λειτουργίες που αποβαίνουν χρησιμότατες στην πορεία και διευκολύνουν το έργο μας σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ο αναβαθμισμένος visor, που επιτρέπει να μαρκάρουμε τους εχθρούς μας σε κάθε περιοχή αλλά και να σαμποτάρουμε τα αντίπαλα πολυβόλα, καθιστώντας τα συμμάχους μας, η θερμική όραση, που φανερώνει την παρουσία αντιπάλων πίσω από τοίχους και κολώνες και τα Nanosuit upgrades, που ενισχύουν τις ικανότητες της στολής, άρα και του Prophet, αποτελούν κρυφούς άσσους στο μανίκι μας σε σημεία όπου η διέλευση αποδεικνύεται ιδιαιτέρως δύσκολη. Φυσικά η Νο 1 λειτουργία που συνεχώς χρησιμοποιούμε είναι το cloak mode της Nanosuit κι εδώ προκύπτει ένα μεγάλο ζήτημα:
Ναι μεν η υλοποίησή της είναι καλύτερη σε σχέση με τα προηγούμενα παιχνίδια, έχοντας μακρύτερη διάρκεια (ειδικά συγκρινόμενη με το πρώτος μέρος), προσφέροντας έτσι την επιλογή για περισσότερη δράση σε stealth μορφή, αλλά για μία ακόμη φορά καθίσταται ξεκάθαρο ότι το παιχνίδι είναι σχεδιασμένο σχεδόν αποκλειστικά γύρω από αυτή, σε σημείο που είναι αδύνατο να παίξουμε δίχως να καταφεύγουμε στη χρήση της. Πολύ μεγάλο ρόλο σε αυτό παίζει και η εκνευριστική ικανότητα των εχθρών να μας εντοπίζουν, αλλά και να μας πετυχαίνουν, από απίθανες αποστάσεις. Είναι τουλάχιστον σπαστικό να προχωράς σε μια άδεια περιοχή και ξαφνικά να δέχεσαι πυρά από εκατοντάδες μέτρα μακριά και μέχρι να τρέξεις να κρυφτείς, να πέφτεις νεκρός. Αφού το υποστείς τρεις-τέσσερις φορές, εν τέλει διαλέγεις τη σίγουρη λύση του να γίνεσαι συνεχώς αόρατος, κάτι όμως που είναι τελείως άχαρο και αφαιρεί πόντους από τη χαρά της επιλογής να το πράττεις κατά βούληση και ακολουθώντας μία συγκεκριμένη στρατηγική.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΠΕΡΙΕΡΓΟ KAI ΜΠΕΡΔΕΜΕΝΟ ΚΟΣΜΟ
Δύο ακόμη σημεία που χρήζουν αναφοράς και ανάλυσης είναι η «τεχνητή» επιστροφή σε περιβάλλον ζούγκλας, αλλά και η γραμμικότητα της δράσης. Όσο και να προσπάθησαν οι άνθρωποι της Crytek, είναι οφθαλμοφανές ότι το τροπικό setting, με την άφθονη και πυκνή βλάστηση, μπήκε σχεδόν με το ζόρι, ώστε να ικανοποιηθούν οι θιασώτες του πρώτου μέρους. Για δεύτερη φορά είναι ξεκάθαρη η πρόθεση των δημιουργών να προχωρήσουν σε άλλο μονοπάτι, με διαφορετικό περιβάλλον, αφήνοντας πίσω τον κόσμο του Crysis 1. Τόσο σεναριακά, όσο και στην υλοποίησή της, η ζούγκλα του τρίτου μέρους είναι τουλάχιστον μέτρια, καθώς κάνει «μπαμ» ότι ενσωματώθηκε ολίγον άτσαλα και καταβλήθηκε έντονη προσπάθεια ώστε να συνδυαστεί με το υπόλοιπο φουτουριστικό-αστικό-μεταποκαλυπτικό περιβάλλον. Το πάντρεμα δεν το βρήκα καθόλου επιτυχημένο και μαρτυρά σύγχυση και αναποφασιστικότητα από μέρους των σχεδιαστών, καθώς η «λίγο-από-όλα» συνταγή δε δουλεύει καλά. Ειδικά οι τρεις τελευταίες (από τις επτά συνολικά) αποστολές αποστασιοποιούνται εντελώς από οτιδήποτε έχει να κάνει με τον χαρακτήρα που θεωρητικά θα είχε το τρίτο αυτό μέρος –σύμφωνα και με τον τρόπο που πλασαρίστηκε στα trailers-, βάζοντάς μας μάλιστα να ακολουθήσουμε μία αυστηρά προκαθορισμένη πορεία.
Αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με το δεύτερο αρνητικό στοιχείο του τίτλου: Ενώ αρχικά οι χώροι στους οποίους κινούμαστε είναι αρκετά μεγάλοι, προσδίδοντας μία αίσθηση ελευθερίας επιλογής των βημάτων μας, σύντομα, κι όσο προχωράμε στο παιχνίδι, γίνεται σαφές ότι πρόκειται για πρόσκαιρη αλλά και πλασματική αίσθηση, αφού τα objectives είναι αυστηρά προκαθορισμένα και διαπιστώνουμε ότι το μονοπάτι που θα ακολουθήσουμε είναι ένα. Σίγουρα δε νιώθουμε τόσο «πνιγμένοι» όσο στο Crysis 2, καθώς μπορούμε να επιλέξουμε την τακτική μας (π.χ. αν θα πυροβολήσουμε κάποιον εχθρό ή θα κοιτάξουμε να τον αποφύγουμε, χρησιμοποιώντας τις ιδιότητες της Nanosuit), αλλά παίζοντας ένα σημείο δύο-τρεις φορές μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ξεκάθαρα ότι ο κόσμος και του τρίτου αυτού μέρους δεν είναι και τόσο ανοικτός. Λίγο πριν το τέλος προστίθενται δύο ακόμη χαρακτηριστικά στο gameplay: Το πρώτο είναι η οδήγηση οχημάτων από μεριάς μας και το δεύτερο η δυνατότητα να υπερφορτίζουμε την Nanosuit, από την ενέργεια των εξωγήινων πηγών, που μας χαρίζει αθανασία για ένα συγκεκριμένο διάστημα, κατά το οποίο δε μπορούμε να εισέλθουμε σε cloak mode. Είναι φανερό ότι έγινε προσπάθεια από τους δημιουργούς να συμπεριληφθεί κάθε δυνατό χαρακτηριστικό των σύγχρονων FPS games.
Σίγουρα είναι πολύ δύσκολο και χρονοβόρο σε έναν τίτλο σαν το Crysis 3 να δημιουργήσεις έναν αχανή, open world, κόσμο, αλλά δε πρέπει να ξεχνάμε ότι ο γεννήτορας της σειράς έδειξε, με μεγάλη επιτυχία, πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο (γι’ αυτό και, κατά τη γνώμη μου, παραμένει το καλύτερο μέρος), οπότε η απαίτηση για μία τέτοια επανάληψη δε μπορεί να κριθεί ως μη ρεαλιστική. Ναι μεν το παιχνίδι δείχνει ότι επέστρεψε στα χωράφια των PCs, μετά το πρώτο sequel που σαφέστατα κινήθηκε σε κονσολικούς προσανατολισμούς, κατάφερε να εμπλουτίσει το gameplay του, τελικά όμως η αίσθηση που μένει, από το single player κομμάτι, είναι ότι η Crytek βιάστηκε να μας δώσει τη δεύτερη αυτή συνέχεια, αδυνατώντας να την κάνει να διαφέρει αισθητά έναντι των προκατόχων της. Την ίδια ώρα έπεσε στην παγίδα να το καταστήσει επίτηδες (;) πολύ απαιτητικό σε hardware, για να συνεχίσει τον μύθο που δημιούργησε το πρώτο μέρος. H αλλοπρόσαλλη απόδοσή του όμως, η διάρκειά της campaign, που δεν ξεπερνά τις 9 ώρες, με πολλά videos να παρεμβάλλονται της δράσης, αλλά και το κλισεδιάρικο φινάλε του, δε μπορούν να σταθούν στο ύψος των απαιτήσεων και των προσδοκιών που είχαν δημιουργηθεί για την κυκλοφορία του.
Πρέπει επίσης να σημειώσω ότι αντιμετώπισα τρία σοβαρότατα προβλήματα κατά την ενασχόλησή μου μαζί του. Το πρώτο αφορούσε στις τρεις περιπτώσεις όπου με πέταξε στο desktop, εμφανίζοντας μήνυμα σχετικό με τη διαχείριση μνήμης. Το δεύτερο είχε να κάνει με το Origin, της Electronic Arts. Αν δεν έσβηνα δύο αρχεία που βρίσκονταν στο φάκελο C:ProgramDataElectronic ArtsEA ServicesLicense, πολύ απλά δε ξεκίναγε το παιχνίδι! Τη λύση τη βρήκα εδώ και απορίας άξιο είναι το πότε θα διορθωθεί επιτέλους αυτή η δυσλειτουργία του Origin, καθώς ανάλογα προβλήματα έχουν εμφανιστεί και σε άλλους τίτλους, με πιο πρόσφατο το Battlefield 3! Τέλος, το πιο σοβαρό από όλα ήταν η ανικανότητα να κάνω load κατά τη διάρκεια της δεύτερης αποστολής. Κάθε φορά που έχανα έπρεπε να βγαίνω στο desktop και να το επανεκκινώ! Για να το περάσω αναγκάστηκα να χαμηλώσω τον βαθμό δυσκολίας στο –εξευτελιστικό- πρώτο επίπεδο και μετά να τον ανεβάσω ξανά, καθώς αυτή είναι μία δυνατότητα που -ευτυχώς- προσφέρει το παιχνίδι.
MULTI-ΕΜΠΕΙΡΙΑ
(Γράφει ο Βασίλης “Kuivamaa” Ξερικός)
Η campaign του C3 δεν διαρκεί παρά μερικές ώρες, φυσικά θα υπάρξουν και DLC, αλλά για πακέτο πλήρους τιμής θα περίμενε κανείς περισσότερα. Αυτό το κενό έρχεται να αναπληρώσει όπως φαίνεται το multiplayer. Όπως σχεδόν όλα τα shooters του καιρού μας ,έτσι και αυτό εδώ έρχεται με δυνατότητα multiplayer παιχνιδιού, στην προκειμένη περίπτωση competitive PvP.
Ομολογώ πως δεν ήμουν σίγουρος για το πώς θα έπρεπε να προσεγγίσω την παραπάνω δυνατότητα από πλευράς σημασίας. Βλέπετε, εκτός από τα εντυπωσιακά γραφικά που είναι το σήμα κατατεθέν της σειράς ,τα Crysis έδιναν πάντα μεγαλύτερο βάρος στη single player εμπειρία. Βέβαια το multiplayer ήταν πάντα παρόν, αλλά σε δεύτερο πλάνο. Αφού όμως υπάρχει, θα πρέπει και να αξιολογηθεί.
Όλα τα συστατικά του SP mode είναι εδώ. Το παιχνίδι είναι ελαφρώς φουτουριστικό, πράγμα που σημαίνει πως οι σχεδιαστές έχουν μεγάλη ελευθερία στο σχεδιασμό των όπλων (αν και τα περισσότερα βασίζονται σε αληθινά) ενώ αναμενόμενα, ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι η nanosuit και οι modular ενισχύσεις που μπορούν να βελτιώσουν περίπου κάθε πτυχή του στρατιώτη μας.
Όπως πολλά άλλα shooters, έτσι και εδώ παίζοντας συγκεντρώνουμε εμπειρία και ανεβαίνουμε επίπεδα. Στο Crysis 3 όμως αυτό μεταφράζεται σε πραγματικά σημαντικά πλεονεκτήματα (armor, regeneration, etc). Η πρώτη επαφή με καλοεξοπλισμένους αντιπάλους προχωρημένου επιπέδου ενδέχεται να είναι οδυνηρή αλλά αυτό είναι κάτι αναμενόμενο. Το gameplay είναι πολύ διαφορετικό από τα συνηθισμένα tactical shooters. Χρειάζεται διαρκής μικροδιαχείριση των διαφόρων modes (Armor, Stealth) και της ενέργειας της στολής, ενώ οι αναβαθμίσεις προσδίδουν βάθος- θα χρειαστούν δεκάδες ώρες για όλες, αλλά ευτυχώς η διαδικασία δεν είναι επίπονη, καθώς το παιχνίδι είναι απολαυστικό και τα εκπληκτικά γραφικά συμβάλλουν σε αυτό-.
Οι χάρτες είναι 12 ( κυρίως μικρομεσαίου μεγέθους χωρίς καθαρούς ανοικτούς χώρους) και τα διαθέσιμα modes 9. Υπάρχουν τα κλασικά (Deathmatch, area control Κλπ) αλλά αυτό που κλέβει την παράσταση είναι το Hunter Mode-πραγματικά ένα κυνηγητό. Δυο παίκτες σε ρόλο hunter με τόξο και απεριόριστο stealth (όχι armor όμως) κυνηγούν τους υπόλοιπους (Cells) οι οποίο δεν διαθέτουν nanosuit. Κάθε θύμα των hunters στον επόμενο γύρο επιστρέφει ως hunter επίσης μέχρι είτε όλοι οι Cells να εξολοθρευτούν είτε να τελειώσει ο χρόνος (με κάποιους επιζώντες). Το mode αυτό είναι απίστευτα εθιστικό, με την αγωνία να χτυπάει κόκκινο.
Δεν είναι όλα ρόδινα όμως, έχω πολλά ερωτηματικά για το balancing των όπλων, ενώ βρήκα για παράδειγμα ότι η πλευρική ανάκρουση μερικών αφήνει μια «τεχνητή» αίσθηση. Επίσης ενώ υπάρχουν εκατοντάδες ενεργοί παίκτες ανά πάσα στιγμή, ακόμα και τα σαββατοκύριακα ο πληθυσμός του παιχνιδιού είναι αισθητά μικρότερος των multiplayer blockbusters τύπου Battlefield 3 ή Team Fortress 2 για παράδειγμα. Να προσθέσω πως όσο και να προσπάθησα ήταν αδύνατο να βρω server με ping κάτω από τα 100ms όταν η σύνδεσή μου στα υπόλοιπα παιχνίδια φέρνει 70-90ms χωρίς δυσκολία- ίσως το υψηλό latency να φταίει για τα τυχαία headsots σε φάση πυρ κατά ριπάς.
Τι ακριβώς πρεσβεύει, τελικά το MP κομμάτι του Crysis 3; Προσφέρει ικανοποιητικό gameplay; Ναι, πατάει σε γερά single player θεμέλια αν και θέλει αρκετή δουλειά στην εξισορρόπηση (όπλα κλπ.). Δίνει επιπλέον αξία στο παιχνίδι επιμηκύνοντας τη ζωή του; Οπωσδήποτε. Αξίζει κανείς να το αγοράσει μόνο και μόνο γι’ αυτό; Θα έλεγα μάλλον όχι-έχει τις στιγμές του αλλά δεν είναι τόσο ολοκληρωμένο. Πάντως είναι διαφορετικό από τα συνηθισμένα.
ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΤΙΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ, ΧΑΝΕΙ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ
Θέλετε να σας πω πώς ένιωσα τελικά παίζοντας το τρίτο μέρος της διάσημης αυτής σειράς; Αρχικά θαύμασα τα γραφικά του, βρήκα πολύ διασκεδαστική τη χρήση του Predator bow, αλλά σύντομα ψιλοβαρέθηκα, ένιωσα ότι πολλά στοιχεία τα είχα ξαναδεί και εν τέλει μου γεννήθηκε η επιθυμία να παίξω εκ νέου το αρχικό Crysis, γνωρίζοντας ότι υπήρχαν πράγματα που δεν είχα επιχειρήσει να κάνω, όταν πρωτασχολήθηκα μαζί του. Στα €50 που κοστίζει αυτή τη στιγμή στη χώρα μας η retail έκδοση (με την αντίστοιχη ψηφιακή να τιμολογείται υψηλότερα, στα €55!), δε μπορώ να το θεωρήσω ως καλή αγορά για κάποιον, τουλάχιστον έως ότου χαμηλώσει αισθητά η τιμή του, όσο κι αν το multiplayer κομμάτι του αποδεικνύεται συγκριτικά καλύτερο έναντι του single player mode. Μια και είμαι βέβαιος ότι θα δούμε και Crysis 4, ελπίζω η Crytek να ξοδέψει περισσότερο χρόνο αυτή τη φορά, ώστε να μας δώσει κάτι πραγματικά νέο στη σειρά, αν υφίστανται περιθώρια για κάτι τέτοιο. Σε αντίθετη περίπτωση, μπορεί να χρησιμοποιήσει την εξαιρετική μηχανή γραφικών της, αφού πρώτα εξαλείψει τις (τεχνητές;) αδυναμίες της, ώστε να μας προσφέρει το επόμενο υπερθέαμα, σε έναν εντελώς καινούργιο τίτλο.
To Crysis 3 εισάγει και διαθέτει στην Ελλάδα η CD-Media
Pros
- Ασύλληπτα γραφικά
- Η πανέξυπνη προσθήκη του Predator bow
- Αναβαθμισμένος και χρησιμότατος visor
- Πολύ ευχάριστο και πλούσιο gameplay
- Ενδιαφέρον multiplayer
- Πιο ισορροπημένη χρήση των δυνατοτήτων της Nanosuit…
Cons
- …αλλά, για μία ακόμη φορά, όλο το παιχνίδι είναι φτιαγμένο γύρω από τη συνεχή χρήση της
- Οι αντίπαλοι μας βλέπουν και μας πετυχαίνουν από χιλιόμετρα μακριά
- Προσπαθεί να τα κάνει όλα μαζί. Λίγο από Crysis 1, λίγο από Crysis 2. Δε γίνεται…
- Μικρή διάρκεια της campaign
- Ορισμένα τεχνικά προβλήματα
- €50 για την αγορά του;
- Φινάλε που αποδεικνύεται «ρηχό»
Όντως κάνει πολλά αλλοπρόσαλλα με τα γραφικά. Και σ’ εμένα πχ κάποιες στιγμές, που όπως λες δεν δικαιολογείται πέφτει το frame rate στα 30-35(από 60) ενώ η gpu δουλεύει στο 50% και για κάποιο περίεργο λόγο υπερθερμαίνετε η PCIe, κάτι που δεν συμβαίνει σ’ άλλα παιχνίδια…
Mε nVidia GTX αυτά που αναφέρεις;
Ναι. Με gtx 580
Καλησπέρα παιδιά. Δεν μπορώ να μην αναφέρω την σεναριακή κλεψιά των δημιουργών από το βιβλίο του Κίνγκ, “Ο Θόλος”