DUNGEONS: THE EYE OF DRACONUS
Το Golden Axe είναι ένα από τα καλύτερα beat’ em up που έχουν εμφανιστεί ποτέ και αποτελεί μία από τις προσωπικές αδυναμίες μου. Ουκ ολίγες φορές, κυρίως σε περιόδους που δεν έχω κάτι πραγματικά αξιόλογο να ασχοληθώ, ανοίγω κάποιον emulator και απολαμβάνω για λίγες ώρες την ανέμελη σφαγή που χαρίζει ο κλασικός τίτλος της Sega. Πιθανότατα στην ίδια συνομοταξία ανήκουν και οι άνθρωποι της SuckerFree Games, οι οποίοι αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν τη δική τους εκδοχή του Golden Axe, αφού πρώτα πήραν το πράσινο φως από την επιτυχημένη καμπάνια τους στο Kickstarter.
Η εκδοχή τους λοιπόν πήρε μηδενικά και άσους στο πληθωρικό όνομα Dungeons: The Eye of Draconus, η οποία διακατέχεται από μια έντονη διάθεση παρωδίας. Τόσο η ιστορία του παιχνιδιού όσο και οι τρεις τύποι που πρωταγωνιστούν δεν είναι τίποτε άλλο από μια διακωμώδηση των στερεοτύπων που επικρατούν στις επικές ιστορίες. Ετσι, ο βάρβαρος Bolax, αντί για μοντέλο του Calvin Klein με six-pack, είναι ένας φαλακρός, μέθυσος κοιλαράς που δε ξέρει καν να διαβάζει, η thief Rose είναι «ελαφρών ηθών» με μεγάλη λατρεία για το χρυσάφι, ενώ ο φοβιτσιάρης μάγος Gleobryn δεν αποτελεί και τον ορισμό της αρρενωπότητας. Οι τρεις ήρωες λοιπόν ενώνουν τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους σε μια αλλόκοτη περιπέτεια, όπου τα Kobolds και τα Orcs επιζητούν το κεφάλι τους, ενώ ανάμεσα στους εχθρούς που θα αντιμετωπίσετε βρίσκεται ως και ο… Μπαρμπαστρούμφ (what?).
Συνήθως τα καλαμπούρια, όταν είναι εύστοχα, προσδίδουν μια ευχάριστη νότα στην ενασχόληση με ένα παιχνίδι, εφόσον όμως δεν προκύπτουν εις βάρος του gameplay. Δυστυχώς, το Dungeons: The Eye of Draconus δεν καταφέρνει να κρατήσει τις ισορροπίες και παλαντζάρει άσχημα υπέρ των «αστείων». Αρχικά, για να είμαστε δίκαιοι, το σύστημα μάχης δεν είναι και τόσο άσχημα σχεδιασμένο: οι τρεις πρωταγωνιστές έχουν μεγάλες διαφορές στο τρόπο μάχης (αν και ο Gleobryn μου φάνηκε λίγο overpowered με τις μακρινές επιθέσεις του), η δράση δεν έχει καθόλου κενά και ο χειρισμός είναι πολύ απλός: χτύπημα, άλμα, τρέξιμο, απόκτηση αντικειμένου από το έδαφος και χρήση special power. Ο αριθμός των εχθρών στην οθόνη είναι ικανοποιητικός, επιτίθονται συχνά με μανία και θα πρέπει να αποφεύγετε να σας περικυκλώνουν, ενώ στο τέλος της κάθε πίστας σας περιμένει το ανάλογο boss. Η συνταγή ενός πετυχημένου beat’ em up λοιπόν ακολουθείται κατά γραμμά.
Δυστυχώς όμως το μαγείρεμα της συγκεκριμένης συνταγής δε στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Το solo play καταλήγει σύντομα αρκετά ανιαρό, μιας και δεν υφίσταται η απαραίτητη σπιρτάδα από πλευράς σχεδιασμού, για να κρατήσει το ενδιαφέρον κάποιου παίκτη σε παρόμοιο παιχνίδι. Επίσης είναι εμφανής η ανισορροπία στη ποιότητα της υλοποίησης των stages, με τα τρία πρώτα να είναι τα πιο προσεγμένα και δουλεμένα, ενώ τα υπόλοιπα απλώς βαρετά και με ορισμένα χαζά bugs. Οι εχθροί επαναλαμβάνονται συχνότερα απ’ότι θα έπρεπε, δεν απαιτούν κάποιο ιδιαίτερο τρόπο αντιμετώπισης (απλά βαράτε στο ψαχνό) και τα μέτριας δυσκολίας bosses δεν πρόκειται να σας κάνουν να ιδρώσετε ούτε στο ελάχιστο.
Αν αντίθετα δοκιμάσετε να παίξετε μαζί με άλλους δυο παίκτες (τοπικά ή online), όπως είναι φυσικό η ποσότητα του fun ανεβαίνει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί κανείς να παραβλέψει τα λάθη, τη προχειρότητα ακόμα και τα βεβιασμένα αστεία που επικρατούν από τη μέση του παιχνιδιού και μετά. Ιδίως η μάχη με τους δύο gay ιπτάμενους τύπους είναι ό,τι πιο ανέμπνευστο έχω δει εδώ και πολύ καιρό.
Το Dungeons: The Eye of Draconus δεν κρύβει τις καταβολές του: είναι ένα πολύ μικρό project τριών ατόμων, με απελπιστικά μέτρια “retro” γραφικά, ετοιματζίδικους ήχους και gameplay που προσπαθεί να μιμηθεί άλλους επιτυχημένους τίτλους του είδους. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η έλλειψη σοβαρού budget (στο Kickstarter ζητούσε μόλις 5000$) και η έντονη προσπάθεια να γίνει αστείο για να κρύψει τις αδυναμίες του, κοστίζουν αρκετά στο τελικό αποτέλεσμα. Προσωπικά ήθελα το παιχνίδι να μου αρέσει και να ασχολούμαι μαζί του ξανά και ξανά, όπως κατορθώνουν τα κορυφαία παιχνίδια της κατηγορίας του, αλλά μόλις δοκίμασα όλους τους χαρακτήρες και το τελείωσα, δεν είχα καμία διάθεση να το ξεκινήσω εκ νέου. Ισως, αν έχετε καλή παρέα να το βρείτε ενδιαφέρον για λίγη ώρα, αλλά ως εκεί.
Πάντως είναι θετική η διάθεση των δημιουργών να κυκλοφορήσουν ένα δεύτερο επεισόδιο που θα διορθώνει τα κακώς κείμενά του, αλλά μέχρι τότε θα πρότεινα το παιχνίδι μόνο αν το βρείτε σε κάποια συλλογή bundle από τις δεκάδες που κυκλοφορούν τακτικά. Next time, SuckerFree Games…
Pros
- Σωστός χειρισμός
- Co-op play έως τριών παικτών τοπικά ή online
- Αρκετή δράση με μπόλικους εχθρούς
- Κάποια έξυπνα αστεία…
Cons
- …κάποια όχι και τόσο πετυχημένα
- Σε σημεία είναι αρκετά προχειροφτιαγμένο
- Υποφερτός τεχνικός τομέας
- Μερικά bugs, διορθώνονται όμως σε τακτική βάση
Είναι πολύ δύσκολο παιχνίδι-παρωδία ενός διάσημου τίτλου να καταφέρει να είναι επιτυχημένο και γουστόζικο την ίδια στιγμή. Ο κανόνας δυστυχώς επιβεβαιώνεται κι εδώ…
Πράγματι. Υπήρχαν οι προοπτικές, αλλά κάπου το έχασαν.
Κι εμένα με εντυπωσίασε. Στην 2η ή 3η πίστα το παράτησα, μου φάνηκε τρομερά επαναλαμβανόμενο και δεν σκέφτηκα καν “ας δω μία και το coop τι λέει”. Βούλωσα, που λένε.
Κρίμα, δεν του φαινόταν.
Δεν είναι τόσο δύσκολο, αρκεί να είναι πιο διακριτική ή σε σημεία η παρωδία, όπως το Dragon’s Crown, ή να είναι τελείως over-the-top, όπως το Castle Crashers.
Το θέμα βασικά είναι να μην το κάνεις επιτηδευμένα μόνο και μόνο για να το κάνεις. Εκεί το χάνουν κάποιοι.
Με τόση παρωδία καλύτερα να βλέπαμε Σεφερλή