ASSASSIN’S CREED CHRONICLES: INDIA
Μπορεί φέτος, κατά τα φαινόμενα, να μην εμφανιστεί καινούριος “μεγάλος” Assassin’s Creed τίτλος, αυτό δε σημαίνει ότι η Ubisoft θα σταματήσει να ταΐζει το… τέρας με νέες κυκλοφορίες. Εστω και αν πρόκειται για μικρούς downloadable τίτλους όπως το δεύτερο μέλος της μίνι σειράς Assassin’s Creed Chronicles. Το πρώτο παιχνίδι που έφερε το υπότιτλο China, δεν ήταν κακό, αλλά ούτε και κάτι το ιδιαίτερο, κυρίως γιατί έπασχε από τη νόσο της “Mark-of-the-Ninjίτιδας” (το αριστούργημα της Klei Entertainment), από το όποιο τελικά υστερούσε σχεδόν σε όλους τους τομείς, μετατρέποντας το σε φτωχό συγγενή του.
Το Assassin’s Creed Chronicles: India (από ‘δω και στο εξής India για λόγους συντομίας) δεν αλλάζει τη συνταγή του προκατόχου του, καθώς βασίζεται στην ίδια ακριβώς ιδέα με διαφορετικό περιτύλιγμα, ενώ διακατέχεται από μια ελαφρά Prince of Persia αύρα, εξαιτίας φυσικά του setting του. Ιδιαίτερα η έναρξη του παιχνιδιού, θα μπορούσε να ήταν παρμένη από τις Χίλιες και Μία Νύχτες, καθώς ο ήρωας του παιχνιδιού, ο Arbaaz Mir, ένας Ινδός Assassin που η μοίρα τον έφερε να ζήσει σε μία από τις πιο αιματοκυλισμένες περιόδους της περιοχής ενάντια στη Βρετανική Αυτοκρατορία, προσπαθεί να φτάσει incognito στο πύργο που κατοικεί η αγαπημένη του πριγκίπισσα Pyara Kaur.
Η συνέχεια βέβαια είναι τελείως διαφορετική, καθώς σύντομα το πολυφορεμένο κοστούμι της μακρόχρονης ιστορίας των Assassin’s Creed, με την αιώνια διαμάχη Templars και Assassins και τον εντοπισμό των Pieces of Eden, δίνουν εκκωφαντικά το “παρόν” και εδώ. Η αφήγηση όμως περιορίζεται μονάχα σε κάμποσα καλλιτεχνικά cut-scenes που ελάχιστη επιρροή έχουν στο gameplay, ενώ η πλοκή είναι τόσο προβλέψιμη που γίνεται αδιάφορη σε χρόνο dt. Αλλωστε η Climax Studios, η ομάδα που αναπτύσσει τη σειρά Chronicles, δε δείχνει να ιδρώνει και τόσο το αυτί της να περιπλέξει περισσότερο την ήδη…μπλεγμένη ιστορία των Assassin’s Creed, αλλά προτιμά να στήσει ένα άρτιο 2,5D action/puzzle/platform παιχνίδι που θα κερδίζει το παίκτη καθαρά με το gameplay του.
Ως ένα σημείο, η Climax τα καταφέρνει. Οι μηχανισμοί του παιχνιδιού είναι παρόμοιοι με το China, με το παιχνίδι να μας θέτει κάθε φορά συγκεκριμένους στόχους (απέκτησε το τάδε αντικείμενο ή προκάλεσε το δείνα σαμποτάζ), με τη προϋπόθεση είτε να αποφύγουμε τους αντίπαλους φρουρούς είτε να τους εξουδετερώσουμε προκειμένου να περάσουμε στο επόμενο level. Ο τρόπος που θα ολοκληρώσουμε τους στόχους μας αξιολογείται μέσω ενός απλού συστήματος αξιολόγησης (Shadow, Assassin, Silencer), το οποίο εξετάζει κατά πόσο “σιωπηλά” ή “φανερά” χειριστήκαμε συνολικά την υπόθεση. Εννοείται ότι η stealth προσέγγιση είναι αυτή που αποσπά τους περισσότερους βαθμούς και, εφόσον μαζέψουμε αρκετούς, τότε ξεκλειδώνουμε τις ανάλογες αναβαθμίσεις για τον πρωταγωνιστή μας. Οσο λοιπόν τα καταφέρνουμε καλύτερα, τόσο πιο εύκολη θα γίνεται η δουλειά μας αργότερα, έχοντας στη φαρέτρα μας περισσότερο health, μεγαλύτερο inventory για τα gadgets και ούτω καθ’ εξής. Ενα ομολογουμένως έξυπνο “τυράκι” που δουλεύει σωστά και “χτυπάει” τη φλέβα του παίκτη προκειμένου να παίξει με τους stealth κανόνες και όχι με τους brawling, οι οποίοι αν εφαρμοστούν αλόγιστα ενάντια σε δυο/τρεις εχθρούς ταυτόχρονα, οδηγούν σε βέβαιο θάνατο (καιρό είχαμε να δούμε κάτι τέτοιο). Κοινώς, ο Arbaaz απέχει από το να χαρακτηριστεί Rambo, αντίθετα είναι πολύ περισσότερο πιστός στον “Assassin κώδικα” απ’ όλους τους Connor, Kenway, Arno και Fryes μαζί.
Αλλωστε κάθε πρόκληση που μας παρουσιάζεται είναι πρακτικά ένας puzzle/platform “γρίφος”, όπου συχνά θα πρέπει αφιερώσουμε λίγη παραπάνω φαιά ουσία προκειμένου να τον λύσουμε. Εξάλλου, ο ίδιος ο τρόπος που έχει υλοποιηθεί η μη ρεαλιστική συμπεριφορά των φρουρών, με ένα οπτικοποιημένο κωνικό line of sight (δεν γινόμαστε αντιληπτοί στα δέκα μέτρα), το πόσο επιρρεπείς είναι απέναντι στα gadgets μας (σφύριγμα, noise darts, smoke bombs και chakrams) και τη πολύ περιορισμένη ακοή, συμβάλλουν στο γεγονός ότι η δράση έχει σχεδιαστεί κατά νου ως μια αλληλουχία γρίφων, χωρίς να φθάνει στα άκρα τα αντανακλαστικά του παίκτη. Αν και υπάρχουν αρκετά καλοβαλμένα speed-run levels, που το stealth έχει φυσικά μηδαμινή σημασία, εντούτοις ο σκοπός σας είναι κυρίως να εντοπίσετε το βέλτιστο μονοπάτι και να το ακολουθήσετε με το κατάλληλο ρυθμό, παρά να μαλώσετε με το gamepad.
Δυστυχώς τα προβλήματα δε λείπουν, καθώς ο σχεδιασμός της δράσης περιλαμβάνει ορισμένες ατασθαλίες, οι οποίες κοστίζουν σημαντικά στις θετικότατες εντυπώσεις που αποκομίζει ο παίκτης στη πρώτη ώρα παιχνιδιού. Συγκεκριμένα, η σπιρτάδα των αρχικών αποστολών δίνει τη θέση της σε αρκετές “insta-fail” καταστάσεις, όπου αν, για παράδειγμα, γίνετε στιγμιαία αντιληπτός από τον πιο ξεκάρφωτο φρουρό, χάνετε αμέσως. Μάλιστα επιστρέφουν οι μισητές “follow the target” αποστολές, όπου ειδικά η μία από αυτές έχει άθλια υλοποίηση, ιδανική για ανεβάσει ψηλά τα επίπεδα της πίεσης σας. Επίσης, ιδίως στα προχωρημένα levels, κάνει έντονη την εμφάνισή της η trial-and-error μέθοδος, αρχικά με το φθηνό τρικ των κρυμμένων παγίδων και εχθρών, που είναι σχεδόν σίγουρο ότι τη πρώτη φορά θα πέσετε πάνω τους και στη συνέχεια με τη ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν πολλαπλές επιλογές για την επιτυχή κατάληξη μιας πρόκλησης, πρακτικά όμως με μόνο μία να είναι υλοποιήσιμη. Ισως η Climax να θέλησε να αυξήσει τεχνητά το χρόνο ολοκλήρωσης του παιχνιδιού (που δεν ξεπερνά τις 5 ώρες), ίσως να μην είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή της για να δημιουργήσει κάτι πιο έξυπνο, η ουσία είναι ότι το India δείχνει λίγο “κουρασμένο” από τη μέση και μετά, με ελάχιστα μόνο levels να αποτελούν στιγμιαίες πραγματικές εκλάμψεις.
Οσον αφορά το τεχνικό τομέα, η αισθητική του India είναι σαγηνευτική. Τα περιβάλλοντα είναι πανέμορφα, διακατέχονται από έντονα και σκοτεινά χρώματα που προσδίδουν μια πολύ πειστική ατμόσφαιρα και προσωπικότητα στο τίτλο, ενώ η αίσθηση του βάθους από τη χρήση πολλαπλών επιπέδων, στα οποία μπορούμε να μεταβούμε κατόπιν “πάγιας εντολής” του παιχνιδιού, είναι εξαιρετική – όπως ακριβώς συνέβη και με το China. Από την άλλη, τα μοντέλα των χαρακτήρων βρίσκονται απλώς πάνω από τη βάση, καθώς θα μπορούσαν να είχαν προσεχθεί λιγάκι παραπάνω σε επίπεδο λεπτομέρειας, αλλά τουλάχιστον αποζημιώνει το πολύ αξιόλογο animation.
Συμπερασματικά, το Assassin’s Creed Chronicles: India είναι μια σχετικά αξιόλογη προσπάθεια, ίσως ό,τι πιο κοντινό προς το Prince of Persia μπορούμε να έχουμε σήμερα, αλλά σίγουρα θα είχε καλύτερη τύχη αν είχε διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο καθ’ όλη τη (σύντομη) διάρκειά του. Εφόσον σας άρεσε το China, εγγυημένα θα σας αρέσει και αυτό, ενώ αν δεν νιώθετε χορτάτοι, ετοιμαστείτε να συνεχίσετε το ταξίδι, γιατί σε λιγότερο από ένα μήνα θα σκάσει μύτη και το Assassin’s Creed Chronicles: Russia, που θα ολοκληρώνει τη τριλογία. Ελπίζουμε με το καλύτερο τρόπο.
Ευχαριστούμε θερμά τη CD Media για τη παροχή του review code.
Pros
- Ομορφη/παραμυθένια ατμόσφαιρα που φέρνει στο νου κάτι από Prince of Persia
- Εξυπνο σύστημα αξιολόγησης/ανταμοιβής
- Περισσότερη ανάγκη για stealth από κάθε “μεγάλο” Assassin’s Creed που έχει εμφανιστεί τα τελευταία 5 χρόνια
Cons
- Περισσότερες trial-and-error καταστάσεις απ’ ό,τι έπρεπε
- Τα φθηνά τεχνάσματα των insta-fail αποστολών
- Σεναριακά στα ίδια αδιάφορα επίπεδα με το China