SILENCE
Το “The Whispered World” της Daedalic Entertainment έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου για δύο εξίσου σημαντικούς λόγους. Ο πρώτος αφορά στη συνολική ποιότητα του συγκεκριμένου adventure game, που μας ήρθε το -μακρινό πλέον- 2010. Όντας μόλις το δεύτερο παιχνίδι της Γερμανικής εταιρείας που γνώριζε αγγλόφωνη version -είχε προηγηθεί το “Edna and Harvey: The Breakout”- κατάφερε, όλως δικαίως, να εντυπωσιάσει κοινό και κριτικούς με τον υπέροχο κόσμο, τους πανέξυπνους και δύσκολους γρίφους, την πολύ μεγάλη διάρκεια και το συναισθητικά φορτισμένο φινάλε του. Επρόκειτο για ένα παιχνίδι που πραγματικά έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει απ’ τη χρυσή εποχή του είδους και φυσικά δε δυσκολεύτηκε καθόλου να χριστεί adventure games εκείνης της χρονιάς από μεγάλη μερίδα παικτών και σχετικών με το είδος reviewers.
O δεύτερος λόγος είναι καθαρά προσωπικός κι είχε να κάνει με τη χρονική συγκυρία της ανάληψης του σχετικού review του από μεριάς μου. Όταν ο Γιώργος “Sephir” Δεμπεγιώτης μου γνωστοποίησε την κυκλοφορία του, μία ματιά στο trailer ήταν αρκετή για να καταλάβω μονομιάς ότι θ’ αποτελούσε το πρώτο μου adventure game review για λογαριασμό του PC Master, στην δύσκολη περίοδο που ξεκινούσε με την αποχώρηση απ’ τις τάξεις του ιστορικού εντύπου του μακράν παλαιότερου συντάκτη του και πατριάρχη του είδους στη χώρα μας, του Ανδρέα Τσουρινάκη. Η ευθύνη ήταν μεγάλη και η προσπάθεια που έπρεπε να καταβληθεί από μεριάς μας προκειμένου να καλυφθεί όσο καλύτερα γινόταν το σχετικό κενό, ακόμη μεγαλύτερη. Είχα τη μεγάλη τύχη όμως ν’ αρχίσω σε προσωπικό επίπεδο αυτή την προσπάθεια με σύμμαχο το εξαιρετικό παιχνίδι των Γερμανών, που αν και κατάφερε να με φέρει στα όρια του deadline παράδοσης του σχετικού κειμένου, ελέω της μεγάλης δυσκολίας αρκετών γρίφων του, μ’ έκανε ν’ απολαύσω στο έπακρο τη νέα εκείνη σελίδα που άνοιγε στη σταδιοδρομία μου στις τάξεις του περιοδικού, μετά από οκτώ τεύχη στα οποία είχα προλάβει να συμμετάσχω και μόλις πέντε reviews άλλων τίτλων. Δε σας κρύβω μάλιστα ότι πλέον έχω πλήρη επίγνωση πως το 90% που του έδωσα τότε ήταν μάλλον χαμηλό σκορ.
Γνωρίζω βέβαια πολύ καλά ότι απ’ την άλλη υπάρχουν κι εκείνοι που γκρινιάξανε για το πολύ γλυκανάλατο setting του “The Whispered World”, όπως και για τη φωνή, αλλά και τη γενικότερη συμπεριφορά και ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή του, Sadwick. Προφανώς τα παραπάνω αποτελούν ζητήματα καθαρά προσωπικού γούστου και δε μπορούν σε καμία περίπτωση να μειώσουν τη συνολική αξία του τίτλου, που εξακολουθεί από πολλούς να θεωρείται το καλύτερο adventure game της Daedalic Entertainment, μετά από μία και πλέον ντουζίνα επιπλέον εκπροσώπων του genre που μας έχει προσφέρει η εταιρεία. Κι αν ζητάτε και τη δική μου γνώμη, είναι απολύτως αληθές ότι το δεύτερο παιχνίδι των Γερμανών συνθέτει μία ιδιαιτέρως δυνατή τετράδα μαζί με τα “Deponia”, “Chaos on Deponia” και “Night of the Rabbit”, όπου όποιο και να ονομάσει κάποιος ως καλύτερο, δίκιο θα έχει.
Στις αρχές του 2014 ανακοινώθηκε ότι το πολυαγαπημένο αυτό παιχνίδι, που αρχικά αποτέλεσε σύλληψη και διπλωματική εργασία του Marco Hüllen, θ’ αποκτούσε συνέχεια. Όσοι είχαν ολοκληρώσει το πρώτο μέρος απορήσανε για το πώς θα συνέβαινε αυτό, δεδομένου του φινάλε του. Μία κατοπινή ανακοίνωση της Daedalic Entertainment, που μας γνωστοποιούσε ότι οι γρίφοι του sequel θα είχαν καθαρά υποστηρικτικό ρόλο σε μία συνεχώς ρέουσα ιστορία, πληροφορώντας μας την ίδια στιγμή για την απουσία inventory, ήρθε να βάλει σε σκέψεις τους θιασώτες των παραδοσιακών point ‘n’ click inventory-based περιπετειών, αναφορικά με το συνολικότερο χαρακτήρα του “Silence”. Δύο και πλέον χρόνια αργότερα, οι ανησυχίες μας τελικώς αποδεικνύονται βάσιμες. Είναι απολύτως βέβαιο ότι η συγκεκριμένη κυκλοφορία θα προκαλέσει πάμπολλες συζητήσεις στους κύκλους των φίλων του είδους.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ SILENCE
Για μία ακόμη φορά, αμέσως μετά το “Yesterday Origins”, βρίσκομαι στην πολύ δύσκολη θέση να μη ξέρω πώς να κάνω λόγο για την υπόθεση του παρόντος sequel, δίχως να προβώ σε σημαντικές αποκαλύψεις που έχουν να κάνουν με το story και το φινάλε του πρώτου μέρους. Κάτι τέτοιο δυστυχώς εδώ είναι αδύνατο, καθώς ουσιαστικά μου στερεί τη δυνατότητα να γράψω το παραμικρό για το σενάριο του “Silence”. Συνεπώς όσοι δεν έχετε παίξει / ολοκληρώσει το “The Whispered World” και σκοπεύετε να το πράξετε, μείνετε οπωσδήποτε μακριά απ’ τα spoilers που ακολουθούν.
Φτάνοντας στο φινάλε της περιπέτειας του Sadwick μάθαμε ότι αυτός δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η φανταστική υπόσταση ενός μικρού αγοριού που ήταν σε κώμα για καιρό. Σπάζοντας τον καθρέπτη που είχε μπροστά του, ο ήρωάς μας εκπλήρωσε την προφητεία που έκανε λόγο για καταστροφή ολόκληρης της Silentia από μεριάς του. Η πράξη του Sadwick συμβόλιζε ότι το παιδί επανερχόταν στη ζωή. Το “Silence” φροντίζει ευθύς εξ’ αρχής να μας καταστήσει σαφές ότι ο ήρωας του sequel δεν είναι άλλος από εκείνο το μικρό αγόρι, που ονομάζεται Noah. Αυτή είναι κι η μοναδική πληροφορία που λαμβάνουμε για τον Noah, καθώς τον βλέπουμε να προσπαθεί, μαζί με τη μικρή αδερφή του, Renie, ν’ αποφύγει τα βλήματα των βομβαρδιστικών αεροπλάνων που πετάνε πάνω απ’ το χωριό όπου κατοικούν τα δύο αδέρφια. Όταν όμως μία βόμβα χτυπήσει ακριβώς στο καταφύγιο που έχουν εισέλθει, η συνέχεια θα δοθεί στη Silentia / Silence, η οποία είναι αρκετά διαφορετική σε σχέση με την προηγούμενη επίσκεψή μας σ’ αυτή.
Χαρακτηριστική είναι η σχεδόν παντελής έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας. Αντιθέτως την εμφάνισή τους έχουν κάνει, σε διάφορα σημεία, κάτι απόκοσμα πλάσματα που ονομάζονται ανιχνευτές κι οι οποίοι ενεργούν για λογαριασμό της ψευδοβασίλισσας της Silence. Η τελευταία ψάχνει μανιωδώς για τα κομμάτια του καθρέπτη που έσπασε ο Sadwick και που διασκορπίστηκαν σ’ ολόκληρη την περιοχή, καθώς φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη σημασία στο να καταφέρει να πάρει οριστικά την εξουσία. Ωστόσο τα σχέδιά της σκοπεύει ν’ ανατρέψει μία ολιγομελής ομάδα επαναστατών, που ταυτόχρονα αναζητεί την ιέρεια Shana, προκειμένου να μάθει ποιο είναι το πρόσωπο που θα κυβερνήσει δικαιωματικά τη Silence, μετά την προδοσία του προηγούμενου βασιλιά απέναντι στον λαό του.
Δεν είναι καθόλου δύσκολο να καταλάβει κανείς -ούτε και το ίδιο το παιχνίδι άλλωστε κάνει την παραμικρή προσπάθεια να το κρύψει, ή έστω να “θολώσει τα νερά”- ότι όσα παρακολουθούμε να συμβαίνουν δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσωρινή στάση που κάνουν τόσο ο Noah όσο και η Renie στο βασίλειο της Silence, προτού ξεψυχήσουν, ή καταφέρουν τελικά να επιβιώσουν. Το τι θα συμβεί με τον καθένα θα επηρεάσει άμεσα τόσο την εξέλιξη των πραγμάτων όσο και τη μοίρα ολόκληρου του βασιλείου, όπως ακριβώς συνέβη με την απόφαση που πήρε προ κάποιων ετών το alter ego του Noah, o θλιμμένος κλόουν Sadwick.
Κάπου εδώ λογικά περιμένετε να διαβάσετε ότι το καλύτερο και πιο δυνατό σεναριακό χαρτί το κρατάνε καλά κρυμμένο οι δημιουργοί του παιχνιδιού, φανερώνοντάς το μόνο κατά το φινάλε της περιπέτειας. Κι όμως, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει! Μ’ άλλα λόγια το “Silence” με το καλημέρα αποκαλύπτει όλα τα μυστικά του και δε φέρνει ποτέ την ανατροπή που μοιραία θα περίμενε κανείς ότι σε κάποιο σημείο θα επέλθει. Για να το πω διαφορετικά, κάνει τ’ ακριβώς αντίθετο του προκατόχου του, βαδίζοντας γοργά προς ένα προδιαγεγραμμένο φινάλε, που έχει δύο διαφορετικές εκδοχές. Κι αν απορείτε για τη λέξη “γοργά” που χρησιμοποίησα, προφανώς δεν έγινε τυχαία, αφού η συνολική διάρκεια του νέου adventure game της Daedalic Entertainment δε ξεπερνά τις 6 ώρες!
ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ
Απ’ τη σκοπιά εκείνου που έχει παίξει, ολοκληρώσει κι αγαπήσει το “The Whispered World” κι όντας φίλος των παραδοσιακών point ‘n’ click περιπετειών, είναι αρκετά εκείνα που εν τέλει με πίκραναν στο “Silence”, οπότε προτιμώ να ξεκινήσω την αναφορά μου απ’ τα στοιχεία που βρήκα από ικανοποιητικά έως πολύ θετικά.
Στην κορυφή όλων δε θα μπορούσαν παρά να βρίσκονται τ’ απαράμιλλης ομορφιάς γραφικά του παιχνιδιού. Ούτε λίγο ούτε πολύ μιλάμε για το πιο άρτιο οπτικά παιχνίδι που μας έχουν προσφέρει οι Γερμανοί μέχρι σήμερα. Δισδιάστατες εικόνες και backgrounds έχουν ανακατευτεί με τρισδιάστατα models με τρόπο που ανάλογό του δεν έχουμε δει σε adventure game κατά το παρελθόν. Υπάρχουν δε κάποιες τοποθεσίες, όπως εκείνη προτού φτάσουμε στο λιμάνι, που πραγματικά είναι ικανές να σε κάνουν να κάθεσαι να τις παρατηρείς για να θαυμάσεις τη ζωντάνια και τη λεπτομέρειά τους. Προσωπικά δε θυμάμαι σ’ άλλο τίτλο του είδους να έχει αποδοθεί με μεγαλύτερη αληθοφάνεια η κίνηση του νερού. Μόνο αν το δει κάποιος μπορεί να καταλάβει τί λέω. Εξίσου εντυπωσιακό είναι και το animation των χαρακτήρων, με τη φυσικότητα και την ποικιλία της κίνησής τους να προκαλούν θαυμασμό. Ωστόσο οφείλω να παρατηρήσω ότι, μετά το “Yesterday Origins”, σ’ ένα ακόμη παιχνίδι ορισμένα 3D models, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Kyra, υστερούν κάπως κατά τα κοντινά close ups, κάτι που πάντως δε συμβαίνει μ’ άλλα, όπως του Noah και της Renie.
Όντας πλέον χρόνια στο κουρμπέτι, δε περίμενα τίποτα λιγότερο από ποιοτική δουλειά από μέρους των Γερμανών και στον τομέα του ήχου και των voice overs, ειδικά μετά απ’ όσα τους είχαν σύρει πολλοί όσον αφορά στα δεύτερα, σχεδόν για το σύνολο των παιχνιδιών που είχαν προσφέρει έως το 2012. Τα μουσικά κομμάτια είναι πολύ ταιριαστά με τα δρώμενα, έχοντας τη χαρακτηριστική παραμυθένια αλλά κι επική χροιά που ανά περίσταση επιβάλλουν οι συνθήκες. Όσο για τα voice overs, νομίζω ότι το καλύτερο πειστήριο για την ποιότητά τους είναι ότι τόσο εκείνο του Noah όσο και της Renie ηχογραφήθηκαν εκ νέου σε σχέση με το video του 2014 που παρουσίαζε gameplay footage. Επειδή όμως απ’ τον διάδοχο του “The Whispered World” είχα, με το δίκιο μου θεωρώ, υψηλές προσδοκίες κι απαιτήσεις, οφείλω να παρατηρήσω ότι σ’ ορισμένες περιστάσεις το lip synchronization δε λειτουργεί ομαλά.
Αναμφίβολα ευχάριστη έκπληξη αποτελεί ο ελληνικός υποτιτλισμός του παιχνιδιού, με τη δουλειά που έχει γίνει να είναι πραγματικά υψηλού επιπέδου. Εκτός της ελληνικής γλώσσας, υφίστανται έντεκα (!) επιπλέον επιλογές όσον αφορά στους υπότιτλους, ενώ και τα voice overs έχουν, εκτός των Αγγλικών, αποδοθεί και στη Γερμανική, Πολωνική αλλά και Κινέζικη γλώσσα! Τέλος, οι αρκετές παράμετροι που είναι διαθέσιμες προκειμένου να φέρουμε το “Silence” απολύτως στα μέτρα μας, απ’ την ενεργοποίηση του V-Sync και την επιλογή ποιότητας των γραφικών, μέχρι το μέγεθος της γραμματοσειράς υποτίτλων και τον τρόπο εμφάνισής τους, δείχνει ότι τα στελέχη της Daedalic Entertainment δεν αφήσανε τίποτα στην τύχη και φροντίσανε μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια. Αν είχαν καταφέρει ν’ αποφύγουν και τ’ αρκετά χρονοβόρα κι ενοχλητικά loading times που παρατηρούνται, θα είχαν κάνει ένα ακόμη βήμα προς την τεχνική τελειοποίηση του νέου τους τίτλου.
ΝΕΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Πολύ φοβάμαι όμως ότι σε κάποιους άλλους, ζωτικής σημασίας, τομείς, οι αποφάσεις που ελήφθησαν προ αρκετού καιρού αναφορικά με τον χαρακτήρα του “Silence” είναι εκείνες που θ’ απογοητεύσουν μεγάλη μερίδα των μέχρι σήμερα ένθερμων υποστηρικτών της Daedalic.
Προτού συνεχίσω πάντως, οφείλω να παραδεχθώ ότι, μ’ αρέσει δε μ’ αρέσει, κατανοώ τον λόγο που οι ιθύνοντες οδηγήθηκαν στο να κάνουν ένα τολμηρό πείραμα με το “Silence”. Βλέποντας έναν μεγάλο αριθμό sites και κριτικών να κατακεραυνώνουν τα μέχρι πρότινος παιχνίδια τους, την ίδια στιγμή που δε χάνανε ευκαιρία ν’ αποθεώσουν τις δημιουργίες της Telltale Games, μάλλον αποφασίσανε ότι είχε έρθει η ώρα να πάνε περισσότερο με το ρεύμα της εποχής, που θέλει τα video games να είναι εύκολα, εύπεπτα, (υπερβολικά) απλά στον χειρισμό τους και ν’ απευθύνονται σ’ όσο το δυνατόν μεγαλύτερο και πιο mainstream κοινό. Το αν αυτό θ’ αποφέρει καλά αποτελέσματα ή όχι, μόνο ο καιρός θα το δείξει. Κι επειδή μου αρέσει να είμαι πάντα ειλικρινής, ελπίζω η αντίδραση του κοινού να μην είναι τέτοια που να οδηγήσει τους Γερμανούς στο να δώσουν ανάλογο χαρακτήρα και στα “The Devil’s Men” και “Pillars of the Earth”.
Ποιες είναι λοιπόν οι μεγάλες αλλαγές που συναντάμε; Καταρχήν, όπως μας είχε γνωστοποιηθεί από καιρό, απουσιάζουν το inventory και οι γρίφοι που βασίζονται στη χρήση και τον συνδυασμό αντικειμένων που βρίσκονται εντός αυτού. Ναι μεν συλλέγουμε αντικείμενα, αλλά η αξιοποίησή τους είναι άμεση κι η επιλογή του καθενός γίνεται αυτομάτως απ’ το ίδιο το παιχνίδι, που φροντίζει να δώσει στον κέρσορα το κατάλληλο εικονίδιο. Τι σημαίνει πρακτικά το παραπάνω; Ότι στο “Silence” το επί της ουσίας ζητούμενο είναι, σ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος της δράσης του, η σωστή σειρά κλικαρίσματος επί των διαφόρων hotspots, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Μοιραία τα σημεία όπου αναλαμβάνουμε τον έλεγχο του Spot, του συμπαθούς sidekick σκουληκιού, οπότε και καλούμαστε ν’ αξιοποιήσουμε τις μορφές που μπορεί να πάρει για να επιτύχουμε τον εκάστοτε σκοπό μας, φαντάζουν το πιο… adventure κομμάτι της δράσης! Δε καταφέρνουν όμως να σώσουν την παρτίδα στα μάτια οποιουδήποτε έχει επίγνωση της ικανότητας των ταλαντούχων δημιουργών του “Silence” να προικίζουν τα παιχνίδια τους μ’ εύστοχους και συχνά απαιτητικούς γρίφους, κάτι που εδώ δε συμβαίνει.
Επιπλέον… νεωτερισμό αποτελούν τα action στοιχεία που κάνουν την εμφάνισή τους. Κίνηση του ποντικού αριστερά και δεξιά προκειμένου να επιτύχουμε τη διατήρηση ισορροπίας του πρωταγωνιστή, αλλά και συνεχές πάτημα του αριστερού κουμπιού, με κίνηση προς την κατεύθυνση που μας υποδεικνύει το παιχνίδι, ώστε ν’ ανοίξουμε / σπρώξουμε / λύσουμε κάτι, αποτελούν αναπόσπαστα κομμάτια της δράσης. Τα ίδια εντελώς χαζά πράγματα δηλαδή που συναντήσαμε, σε διαφορετικές παραλλαγές τους, στο “Sherlock Holmes: The Devil’s Daughter”, που επίσης έκανε την εμφάνισή του σε PS4 και XBOX One, εκτός του PC. Το πιάσατε το υπονοούμενο πιστεύω. Δε ξέρω αν ψάχνω φταίχτη ή εξιλαστήριο θύμα για την αλλαγή ταυτότητας που διαπιστώνω σ’ αγαπημένους κι επιτυχημένους τίτλους του παρελθόντος, δε μπορώ όμως να θεωρήσω κάποια πράγματα εντελώς τυχαία.
Αν ο κόσμος του “The Whispered World“ παρουσίαζε μία εμφανή υστέρηση, αυτή είχε να κάνει με τον περιορισμένο αριθμό των χαρακτήρων που συναντούσαμε, κάτι που στο sequel δεν ήταν δύσκολο να διορθωθεί. Κόντρα σ’ όλα τα προγνωστικά όμως, το “Silence” καταφέρνει να τα πάει χειρότερα, αφού, πέραν του πρωταγωνιστικού διδύμου, οι μόνοι νέοι χαρακτήρες που αντικρίζουμε είναι η τριάδα των μελών της αντίστασης! Κατά τ’ άλλα ερχόμαστε σ’ εκ νέου επαφή με τις ομιλούσες πέτρες, Ralv και Yngo, καθώς και με τη Shana, με την εμφάνιση όλων τους να είναι μάλλον σύντομη. Μοιάζουν σαν να έχουν ενσωματωθεί στο “Silence” για να κλείσουν το μάτι στους λάτρεις του “The Whispered World” και να κεντρίσουν το ενδιαφέρον τους. Δυστυχώς μάλιστα αυτή δεν είναι η μόνο απόπειρα εκβιασμού των συναισθημάτων όσων απολαύσανε τον προκάτοχο της παρούσας περιπέτειας.
Είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι ολόκληρη η υπόσταση του “Silence” βασίζεται στο καταπληκτικό αποτέλεσμα που μας δώσανε προ επταετίας οι Γερμανοί. Δανείζεται την εύστοχη ιστορία του, προσπαθώντας να επενδύσει πάνω της, χρησιμοποιεί πολλούς εκ των χαρακτήρων του, ενώ ακόμη και τα δυο εναλλακτικά φινάλε του είναι μία πιστή αντιγραφή εκείνου του “The Whispered World”. Μοιραία τα δύο ερωτήματα που προκύπτουν είναι τα εξής: Για ποιο λόγο επέλεξε η Daedalic Entertainment να βγάλει, σχεδόν με το ζόρι, sequel και, κυρίως, γιατί πειραματίστηκε πάνω του σ’ ότι έχει να κάνει με τη νέα κι απλοποιημένη μορφή των adventure games που λανσάρει; Η απάντηση είναι πολύ απλή: Διότι οι developers γνωρίζουν πολύ καλά ότι το “The Whispered World” εξακολουθεί να είναι ένα απ’ τα καλύτερα, πιο επιτυχημένα κι αναγνωρίσιμα παιχνίδια τους. Δε θα το πράττανε ούτε με το “A New Beginning”, ούτε με το “The Dark Eye: Chains of Satinav”, ούτε βέβαια με το “1954-Alcatraz”. Αποφασίσανε σχεδόν να θυσιάσουν μέρος της υστεροφημίας του πιο άρτιου adventure game που έχουν φτιάξει, για να δουν, μέσα απ’ την αντίδραση του κοινού, τί περιθώρια στροφής υπάρχουν σ’ αυτή την πιο light εκδοχή ενός adventure game. Μία εκδοχή που σαφώς δε φτάνει στα επίπεδα των τίτλων της Telltale Games όσον αφορά στην απλοποίηση, αλλά είναι κάπου μεταξύ αυτών και των point ‘n’ click adventure games όπως τα γνωρίζαμε εδώ και πολλά χρόνια.
Κι αν επιμένουν ότι μπορεί κάποιος να παίξει και να κατανοήσει πλήρως αυτό το sequel δίχως να έχει έρθει σ’ επαφή με το πρώτο μέρος, η δική μου γνώμη είναι αντίθετη. Βέβαια εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε σε ποιο κοινό ακριβώς αναφερόμαστε. Αυτός που θα του αρέσει πολύ το “Silence”, μια και δε θέλει να προβληματίζεται ιδιαίτερα με τους γρίφους, σίγουρα δεν είναι κατάλληλος να παίξει το “The Whispered World”. Εκείνος που κινείται ως gamer στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, λυπάμαι που το λέω, δεν έχει κανένα λόγο να δει την παρούσα συνέχεια, η οποία, εκτός των άλλων, στερείται και έμπνευσης.
ΤΡΑΒΑ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟ
Προτού ολοκληρώσω το κείμενό μου, θέλω να επαναλάβω, για να το καταστήσω απολύτως σαφές, ότι, αν το εξετάσουμε απολύτως αντικειμενικά και πέρα απ’ τις αυστηρά προσωπικές προτιμήσεις του καθενός, το “Silence” δεν είναι κακό παιχνίδι. Πατάει σ’ ένα πολύ καλό story και προσπαθεί να επενδύσει πάνω του, είναι τεχνικά αρτιότατο και σίγουρα απευθύνεται μ’ αξιώσεις στο ευρύ εκείνο κοινό που είναι μαθημένο στα εύκολα και στην ολοκλήρωση ενός παιχνιδιού δίχως ιδιαίτερη προσπάθεια. Βέβαια ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση οι 6 ώρες της συνολικής του διάρκειας δε κρίνονται ικανοποιητικές, πόσο όμως να τραβήξεις αλήθεια μία ιστορία που ευθύς εξ’ αρχής είχε κλείσει με ταιριαστό τρόπο, χωρίς ν’ αφήνει παράθυρο πιθανής συνέχειας;
Εν τέλει το παρόν sequel πραγματικά κάνει τα πάντα σε πλήρη αντίθεση με τον προκάτοχό του. Επιλέγει να απευθυνθεί όχι στο σκληροπυρηνικό κοινό που λάτρεψε το “The Whispered World” αλλά στην πλατιά μάζα, για την οποία το adventure game του 2010 παραήταν δύσκολο κι απαιτούσε σκέψη κι υπομονή. Φανερώνει απ’ την αρχή ολόκληρη την ιστορία του και δε κρατάει απολύτως τίποτα για το φινάλε. Δίνει δύο διαφορετικές εκδοχές κλεισίματος του story, κάτι που, σ’ αντίθεση με τις φήμες που αρχικά κυκλοφορήσανε, ασφαλώς δε συνέβαινε ούτε στη special edition του πρώτου μέρους. Διαρκεί ελάχιστα, ίσως για να μη κουράσει (;) το κοινό, ξεχνώντας ότι η πρώτη περιπέτεια του Sadwick ξεπερνούσε τις 25 ώρες, δίχως να κάνει κοιλιά. Προσπαθεί να εντυπωσιάσει με την εικόνα κι όχι το περιεχόμενό του, λησμονώντας ότι τα γραφικά νομοτελειακά θα έρθει η εποχή που θα έχουν ξεπεραστεί, οπότε δε θα είναι εκείνα που θα του χαρίσουν μία αναφορά στα χείλη εκείνου που αγαπά τα adventure games. Κι εκτός όλων των παραπάνω, είναι εμφανές ότι συνεχώς προσπαθεί να φορτίσει συναισθηματικά τον παίκτη, κάτι που στο πρώτο μέρος συνέβη μέσα σε λίγα μόλις λεπτά, αβίαστα και με μεγάλη ένταση.
Το μόνο καλό που μπορώ να δω μέσα απ’ τη μορφή που έχει το gameplay του νεότερου τίτλου της Daedalic Entertainment είναι ότι ίσως έχει τη δυναμική ν’ αποτελέσει προθάλαμο εισαγωγής ενός νέου αριθμού παικτών σ’ αυτό που ονομάζουμε “παραδοσιακά” adventure games κι αυτός να είναι εν τέλει ο απώτερος σκοπός του. Ξέρω ότι η εμμονή μου μ’ αυτά μπορεί να εκληφθεί από σύμπτωμα ελιτισμού μέχρι προσκόλληση σ’ ένα είδος games που αναγκάζεται να μεταλλαχθεί προκειμένου ίσως ακόμη και να επιβιώσει. Το πλέον σίγουρο όμως είναι δε θα ήθελα να δω να έρχεται η στιγμή που το genre θα εκπροσωπείται μόνο από παιχνίδια που απλά μας πάνε απ’ το ένα σημείο στ’ άλλο, περιμένουν να κλικάρουμε σε 2-3 hotspots ώστε για να πάμε ακόμη παρακάτω και κάπως έτσι ολοκληρώνουν την ιστορία που έχουν να μας πουν.
Η ταυτότητα του “Silence” και ο τρόπος που επιλέχθηκε ν’ αποδοθεί το gameplay του είναι ηλίου φαεινότερο ότι αποτελεί απόπειρα της Daedalic Entertainment να σφυγμομετρήσει την αγορά, ούτως ώστε να προγραμματίσει μελλοντικές κινήσεις της. Μαζί με τους Γερμανούς λοιπόν θα δούμε, μέσω των αποτελεσμάτων αυτού του πειράματος, κι όλοι εμείς οι υπόλοιποι τί μερίδιο έχει στο σύγχρονο gaming κοινό έκαστη συνομοταξία…
Pros
- Μαγευτικά γραφικά, που σηματοδοτούν μία νέα εποχή στα παιχνίδια της Daedalic Entertainment
- Εξαιρετικό animation
- Άρτια μουσική και voice overs
- Υποτιτλισμός σε δώδεκα γλώσσες και απόδοση διαλόγων σε τέσσερις, μεταξύ αυτών και Κινέζικα!
- Ίσως καταφέρει ν’ αποτελέσει τον δούρειο ίππο εισαγωγής και γνωριμίας παικτών με τα πιο παραδοσιακά adventure games
Cons
- Ουσιαστικά δε προσφέρει τίποτα καινούργιο στη συνολικότερη ιστορία
- Προδίδει απ’ την αρχή ολόκληρο το story του, δίχως να κρατάει το παραμικρό για το φινάλε
- Ελάχιστοι νέοι χαρακτήρες
- Η υπεραπλούστευση των γρίφων και του gameplay, καθώς κι η εισαγωγή action στοιχείων θ’ απογοητεύσουν έντονα τους θιασώτες παιχνιδιών σαν τον προκάτοχό του
- Πολύ σύντομη διάρκεια
- Σ’ ορισμένες περιπτώσεις το lip synchronization υστερεί
- Μεγάλα loading διαστήματα
Αναμενόμενο. Πραγματικά ελπίζω το πείραμα να μην τους βγει σε καλό. Αν το gameplay του μέλλοντος θέλει να περιορίζεται μονάχα σε 2-3 clicks, καλύτερα να τα καταργήσουν και αυτά και να καθίσουμε να δούμε τηλεόραση.
Κρίμα. Αν και προσωπικά θα έβαζα το The Whispered World ένα κλικ κάτω από το The Night of the Rabbit και το Chains of Satinav (η διεστραμμένη μου αγάπη για τον διεστραμμένο κόσμο των Edna & Harvey δε μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά, οπότε τα αφήνω εκτός κατάταξης) είχα υψηλές προσδοκίες για το Silence.
Μάνο, μια απορία. Μέσα σε λίγες γραμμές αναφέρεις από τη μία πως η παρούσα συνέχεια [του WW] εκτός των άλλων, στερείται και έμπνευσης. Από την άλλη λίγες αράδες μετά, πως πατάει σε ένα πολύ καλό story. Ειλικρινά μπερδεύτηκα. Πώς ισχύουν αυτά τα δυο ταυτόχρονα;
Εννοεί πως ενώ πατά στο γερό στόρι του Whispered World, μένει εκεί, χωρίς να προσθέσει κάτι άλλο.
Έχουμε και λέμε…QTE’s…ελάχιστο gameplay…Μάνο, μίλα καθαρά, έχουμε GoTY 2016; Να σταματήσω το Batman της Telltale και να πιάσω δουλειά;
@ Great0ldOne
Αυτό ακριβώς που έγραψε ο Στέφανος, δε πάει παρακάτω -και πώς να πήγαινε άλλωστε;- αλλά χρησιμοποιεί το story του “The Whispered World”, επαναλαμβάνοντάς το.
@ Borracho
Ξέρω κι εγώ τώρα, τι να σου πω, μ’ εσένα όλα είναι πιθανά! :p
Αν και συμφωνώ απόλυτα με το Μάνο σε όλα σε ανατριχιαστικό βαθμό, ακόμα και ειδικά για το WW (οκ, εγώ δεν το έκανα review στο PC Master 😛 ) προσπαθώ να κρατήσω τα θετικά από το εγχείρημα. Ναι με ενόχλησαν οι πάρα πολύ εύκολοι γρίφοι αλλά το παιχνίδι δεν είναι σε καμιά περίπτωση Telltale-ικο (ντίαρ Borracho 🙂 ) και επίσης θέλω να πιστεύω ότι
παρά
Αυτό που πραγματικά με ξενέρωσε ήταν το σενάριο και αν αποτύχει ο τίτλος θα είναι από αυτό. Δηλαδή, πραγματικά τι σκέφτονταν; είναι αφηγηματική αυτοκτονία να παρουσιάζει με αυτό τον τρόπο μια ιστορία και στη τελική πιο ήταν το νόημα; Για μένα αυτό είναι το μεγάλο φάουλ του Silence