CALL OF DUTY: WWII
Μια ατάκα που αναπαραγόταν κατά κόρον στα σχετικά με το gaming ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα μέχρι και πριν μια δεκαετία περίπου ήταν το “πόσο κορεσμένο setting για FPS games είχε καταλήξει πια να είναι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος”. Και δεν αναπαραγόταν άδικα, η αλήθεια είναι: Νορμανδία, Μάχη των Αρδενών, Στάλινγκραντ, o πόλεμος στον Ειρηνικό, Βόρεια Αφρική, όλα τα κύρια “Συμμαχικά” θέατρα επιχειρήσεων του πολέμου είχαν αναλυθεί λίγο ή πολύ σε έναν ή περισσότερους τίτλους των τριών “μεγάλων” σχετικών franchises, δηλαδή των Medal of Honor, Battlefield και Call of Duty, από τα τέλη των 90s μέχρι το 2007-8. Αποτέλεσμα αυτού του κορεσμού ήταν η μετάβαση του focus των τριών παραπάνω franchises σε πιο μοντέρνα (ή… μετα-μοντέρνα) settings, με συνέπεια το τελευταίο “μεγάλο” FPS σε WW2 Setting να είναι ουσιαστικά το Call of Duty: World at War του 2008 (το οποίο βέβαια συνδεόταν σεναριακά και με την μελλοντική τριλογία Black Ops).
10 χρόνια αργότερα, βρεθήκαμε στην ίδια ακριβώς θέση αλλά… από την ανάποδη. Τα games σε πιο συγχρονα/φουτουριστικά settings κατέληξαν με τη σειρά τους υπερκορεσμένα, το announcement trailer του Call of Duty: Infinite Warfare μαζεύει 3 εκατομμύρια dislikes στο Youtube (επισήμως το βίντεο με τα 2α περισσότερα dislikes στην ιστορία, μετά από… ένα τραγούδι του Justin Bieber), ενώ αντίθετα το trailer του Battlefield 1 που οι EA/Dice κυκλοφορούν πανέξυπνα και με μαεστρία λίγες μέρες αργότερα λούζεται στα εύσημα πανταχόθεν. Όλα τα σημάδια ήταν πλέον εκεί: το νέο πέθανε, ξανα-ζήτω το παλιό, πίσω ολοταχώς, “‘member the World Wars? Yes, I ‘member” που θα έλεγαν και τα Memberberries στο South Park. Η Activision λοιπόν δεν θα μπορούσε να μείνει με σταυρωμένα χέρια και ανακοινώνει το Call of Duty: WWII, το game που θα έφερνε το CoD franchise πίσω στις ρίζες του αλλά με τα υψηλά production values μιας σύγχρονης ΑΑΑ παραγωγής, και το οποίο κυκλοφόρησε αισίως στις 3 Νοεμβρίου.
Η campaign ασχολείται ως επί το πλείστον με τις περιπέτειες και τα κατορθώματα μιας ομάδας στρατιωτών της 1ης Μεραρχίας Πεζικού των ΗΠΑ, από την απόβαση στις ακτές της Νορμανδίας τον Ιούνιο του 1944 μέχρι την επιχείρηση κατάληψης της τελευταίας άθικτης γέφυρας του ποταμού Ρήνου τον Μάρτη του 1945. Καθίσταται σαφές πως η έκταση από την Βόρεια Γαλλία μέχρι τις όχθες του Ρήνου (συμπεριλαμβανομένου του Παρισίου και της πόλης Άαχεν) είναι το μοναδικό θέατρο του πολέμου που θα επισκεφθούμε στα πλαίσια της campaign – αν προσμένατε “παρένθετες” πίστες στη Ρωσία, την Αφρική ή τον Ειρηνικό, όπως συνέβαινε σε παλαιότερα Call of Duty, μάλλον θα πρέπει θα περιμένετε για sequel ή DLC.
Την εξέλιξη της πλοκής την βιώνουμε κυρίως μέσα από τα μάτια του Οπλίτη Ronald “Red” Daniels, αλλά περιστασιακά θα κληθούμε να χειριστούμε και άλλους πολεμιστές, όποτε η ιστορία απαιτεί προσέγγιση διαφορετική από το πατροπαράδοτο πιστολίδι. Έτσι υπάρχει στο game η τυπική και αναμενόμενη “Tank mission” όπου ελέγχουμε ένα Sherman, μια αεροπορική αποστολή στην οποία χειριζόμαστε ένα P-47 Thunderbolt, αλλά και η πιο ενδιαφέρουσα ίσως αποστολή όλου του πακέτου, μια “stealth mission” στην οποία ελέγχουμε μια πράκτορα της Γαλλικής Αντίστασης μεταμφιεσμένης ως στρατιωτική ακόλουθος των Ναζί, που προσπαθεί να παρεισφρήσει στο αρχηγείο των Γερμανών στο Παρίσι λίγο πριν την απελευθέρωση της πόλης.
Είναι σαφής γενικά η πρόθεση των δημιουργών της Activision/Sledgehammer να παρουσιάσουν μια single-player ιστορία περισσότερο προσωποκεντρική και δραματική παρά μια απλή ιστορική αφήγηση των γεγονότων του πολέμου (ούτως ή άλλως τα επιμέρους γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην campaign δεν τα λες και απολύτως ιστορικά ακριβή, πέρα από το γενικότερο πλαίσιο των επιχειρήσεων), και προς αυτό το σκοπό προσπαθούν να μεταδώσουν το όλο αίσθημα “συναδελφικότητας των συμπολεμιστών” και “θυσίας για το όφελος της ομάδας” όπως το γνωρίσαμε στην Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν ή στα υπερεπεισόδια της υπερσειράς Band of Brothers (ή στο “ΟΧΙ” με τον Κώστα Πρέκα, για τους μερακλήδες και τους γνώστες των πραγμάτων). Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες όμως, και παρ’ότι η ιστορία έχει όντως μερικές “ωραίες” στιγμές, η αλήθεια είναι πως το ευρύτερο τελικό αποτέλεσμα δεν το λες και ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο. Και αυτό συμβαίνει τόσο επειδή το game βασίζει μεγάλο μέρος της δραματικής έντασης στην προϋπόθεση ότι ο παίκτης έχει σχηματίσει “δέσιμο” και νοιάζεται για συγκεκριμένα πρόσωπα με τα οποία όμως κατ’εμέ δεν καταφέρνει να μας κάνει να δεθούμε και ιδιαίτερα, αλλά και επειδή πολλά από τα σκηνικά που συναντάμε στη διάρκεια της ιστορίας είναι αρκετά συνηθισμένα “κινηματογραφικά” και “wow” κλισέ του franchise τα οποία υπέθεσαν οι δημιουργοί πως “έπρεπε” να συμπεριλάβουν γιατί… έτσι.
Πχ ήδη στην πρώτη αποστολή στην Νορμανδία λαμβάνει χώρα ένα sequence στο οποίο σέρνουμε μέσα από τις λάσπες τον τραυματία συμφάνταρό μας κρατώντας μόνο ένα πιστόλι ενώ μας επιτίθενται σε slow motion πάνοπλοι Γερμανοί παντού ολόγυρα, και ενώ η σκηνή επιδιώκει να μεταδώσει συναίσθημα αγωνίας και ημιβέβαιου χαμού ή κάτι τέτοιο, εγώ απλώς αισθανόμουν σίγουρος πως έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο στα Modern Warfare και συνέχισα παρακάτω. Έπειτα έχουμε την μία υποχρεωτική Tank mission που ανέφερα παραπάνω, την τυπική εκκαθάριση bunkers, την ανατίναξη αντιαεροπορικών, την τυπικότατη πίστα όπου καβαλάμε ένα τζιπάκι και τρέχουμε ενώ μας κυνηγάνε αυτοκίνητα και half-tracks των Γερμανών (και τα οποία, τυπικά, θα κληθούμε να γαζώσουμε με το πολυβόλο που είναι τοποθετημένο πάνω στο τζιπ μας)… και παρεμβαλόμενο σε όλα αυτά το τυπικό ανελέητο πιστολίδι, προφανώς.
“Και τι περίμενες να δεις ρε συ, παιχνίδι ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου είναι, γίνεται να μην έχει τανκς και πιστολίδι;” θα ρωτήσει λογικά κάποιος, και θα έχει και ένα πόιντ αντικειμενικά – αν ειδωθούν κυρίως ως “νοσταλγικό shout-out στα αντίστοιχα WW2 games των early 2000s”, οι μάχες της single-player campaign δεν τα καταφέρνουν κι άσχημα στο μεγαλύτερο μέρος τους (στον τομέα αυτόν ειδικά το παιχνίδι κερδίζει και έξτρα πόντους γιατί αφαιρεί επιτέλους το auto-regeneration του Health στο single-player σκέλος – τα Medkits της νιότης μας είναι και πάλι εδώ, έτοιμα να χρησιμοποιηθούν και να εξαντληθούν στην κρισιμότερη ώρα!). Το κυριότερο ζήτημα που θέλω να εγείρω όμως είναι πως θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την εμπειρία τους και τα μέσα που προσφέρει η εποχή για να πάνε το όλο πράγμα έστω ένα-δυο κλικς παραπάνω σε σχέση με πράγματα που έχουμε ήδη δει και στο Medal of Honor: Allied Assault του 2002 (η αντίστοιχη campaign του Battlefield 1 πχ, πέρα από το ότι αφορά… άλλον πόλεμο, καταφέρνει να απεικονίσει σκηνικά που δεν έχουν παρουσιαστεί ποτέ σε FPS game έστω και σαν γενικότερη ιδέα), και να μην καταλήξει να είναι ΑΚΟΜΑ ένα WW2 game σχετικά με τους Αμερικάνους στη Γαλλία το 44-45.
Κάτι τέτοιο επιχειρούν οι developers να κάνουν περιστασιακά, όπως πχ στην αποστολή με το P-47 Thunderbolt (ε, λογικό να θέλουν να βάλουν έστω μια “plane mission” τη στιγμή που το Battlefield 1 στήριζε ολόκληρο κεφάλαιο της campaign του στα αεροπλάνα), στην αποστολή που προανέφερα στο Παρίσι ή σε διάφορες άλλες αποστολές που απαιτούν στοιχειώδη προσέγγιση Stealth. Όσο ιδιαίτερες και “πρωτότυπες” για τα δεδομένα της σειράς κι αν είναι όμως οι παραπάνω Stealth αποστολές, ΟΛΕΣ καταλήγουν αργά ή γρήγορα πάλι στο στεγνό πιστολίδι λίγο πριν την ολοκλήρωσή τους (και μερικές φορές άκομψα και απότομα σε σημείο εκνευρισμού – πχ ενώ μια αποστολή σε ξεκινάει πλήρως stealthed και καλείσαι να προχωρήσεις χωρίς να σε εντοπίσουν, όσο τέλεια και αθόρυβα κι αν τα πας, ξαφνικά στα μισά της πίστας θα εμφανιστούν οι σύντροφοί σου φωνάζοντας “WE’VE BEEN SPOTTED!” και έτσι απλά η αποστολή ξαναγυρνά στο πιστολίδι χωρίς εσύ να έχεις κάνει απολύτως τίποτα για να σπάσεις το Stealth. Ε έλεος λίγο!).
Γενικά πέρα από το πρώτο σκέλος της αποστολής στο Παρίσι και 2-3 άλλες καλές στιγμές που αναφέρω και παραπάνω, δεν νομίζω πως θα μείνει ιδιαίτερα στην συλλογική μνήμη των gamers κάποια πίστα της campaign όπως έμεινε πχ το Stealth Sniperoσούρσιμο στο Pripyat και το sequence με την πυρηνική βόμβα στο πρώτο Modern Warfare. Ότι και να λέμε πάντως για το single-player σκέλος, παραμένει γεγονός πως για την πλειοψηφία των πιο “σύγχρονων” φίλων του franchise, “Call of Duty” σημαίνει Multi-Player, και εδώ η υπόθεση έχει, αναμενόμενα, ΠΟΛΥ παραπάνω ψωμί σε σχέση με την ασθματική campaign.
Ο αέρας “επιστροφής στο παρελθόν” είναι κυρίαρχος και στο Multiplayer σκέλος, λοιπόν, οπότε ξεχάστε τα jump boosts και το wall-running των πιο πρόσφατων COD, και ετοιμαστείτε για παραδοσιακό “boots on the ground” playstyle και για multiplayer matches που βγάζουν αυτούσιο συναίσθημα παλιού καλού Call of Duty εποχής Modern Warfare.
Από τα πρώτα κιόλας matches στο παιχνίδι, καθίσταται σαφές πως το Multiplayer είναι προσανατολισμένο περισσότερο προς μια ελαφρά “Arena Shooter” νοοτροπία παρά πχ στα Grand Warfare σκηνικά του Battlefield, και έτσι οι πίστες είναι σχετικά μικρές και μπορούν να υποδεχτούν το πολύ 12 παίκτες σε αντίθεση με τις ορδές στρατιωτών και τις αχανείς πίστες που συναντάμε στο BF1. Συνολικά υπάρχουν στο παιχνίδι 9 διαφορετικά Multiplayer Game Modes: Τeam Deathmatch, Domination, Search and Destroy, Free-for-all (τα 4 αυτά modes προσφέρονται ξεχωριστά και για Hardcore matches), Capture the Flag, Hardpoint, Gridiron, Kill Confirmed, και War. Tα πρώτα 8 έχουν εμφανιστεί με μία ή άλλη μορφή και σε προηγούμενα μέλη του franchise ως τώρα, όμως το War είναι εντελώς καινούργιο (αν και υπήρξαν modes με το ίδιο όνομα σε προηγούμενα games, η υλοποίηση του συγκεκριμένου mode είναι αρκετά διαφορετική).
Παρά την old-school διάθεσή του, το CoD WW2 εισάγει και κάποιους σχετικούς νεωτερισμούς κυρίως όσον αφορά το ευρύτερο σκέλος δημιουργίας και επιλογής Class. Συγκεκριμένα εισάγει ως διαθέσιμα character classes 5 διαφορετικές Divisions, οι οποίες ανταποκρίνονται σε 5 “ιστορικές” κλάσεις πολεμιστών του ‘Β ΠΠ (Infantry, Airborne, Armoured, Mountain Και Expeditionary divisions). Καθεμία Division αντιστοιχεί και σε μία από τις 5 διαθέσιμες κατηγορίες οπλισμού ανάμεσα σε Assault Rifles, SMGs, LMGs, Sniper Rifles και Shotguns (πχ οι Airborne κραδαίνουν by default SMGs, οι Mountain Sniper Rifles κτλ), όσο παίζουμε ματς με συγκεκριμένες Divisions κερδίσουμε ξεχωριστό XP για αυτές, και ανεβάζοντας το level τους ξεκλειδώνουμε ξεχωριστά passive perks που ανταποκρίνονται στο ιδιαίτερο στυλ παιχνιδιού της καθεμιάς (πχ στο πρώτο level η Infantry Division προσαρτά ξιφολόγχη στο τυφέκιό της ενώ την ίδια ώρα η Mountain αποκτά την δυνατότητα για κάτι σαν “Focus” κατά τη διάρκεια των βολών, το οποίο σταθεροποιεί το Sniper Rifle μας για να έχουμε πιο ακριβείς βολές). Προφανώς βέβαια η σύνδεση Divisions-όπλων δεν είναι απόλυτα δεσμευτική – μπορείτε κάλλιστα να φορέσετε Sniper ή LMG στο Infantry profile σας, και άρα να πολεμάτε με LMG διατηρώντας παράλληλα τα ξεχωριστά Perks της Infantry Division (ή τα περισσότερα εξ’αυτών, έστω – μην περιμένετε πως ξαφνικά το LMG σας θα αποκτήσει ξιφολόγχη μπροστά πχ).
Έξτρα παραμετροποίηση στα Division profiles επέρχεται με την τυπική δυνατότητα προσάρτησης διαφόρων Attachments στα όπλα μας, τα οποία προσφέρουν ποικίλα Bonuses όπως γρηγορότερο Rate of Fire ή μικρότερο Recoil, αλλά και με την δυνατότητα επιλογής του Basic Training για κάθε προφίλ, με τις διαθέσιμες επιλογές να αποτελούν ουσιαστικά Perks που προσφέρουν ένα συγκεκριμένο Bonus (όπως δυνατότητα να κρατάμε 2 Main Weapons, δυνατότητα να απεικονίζει το mini-map μας μεγαλύτερο μέρος του χάρτη, δυνατότητα να διατηρούμε την πρόοδο προς κάποιο Scorestreak ακόμα κι αν πεθάνουμε, και πολλά άλλα). Τόσο οι επιλογές Basic Training όσο και τα Attachments (αλλά και τα περισσότερα όπλα) ξεκλειδώνονται όσο levelάρουμε το προφίλ μας παίζοντας ματς ή ολοκληρώνοντας Orders και Contracts (περισσότερα για αυτά στην πορεία).
Κέντρο όλων των Multiplayer δραστηριοτήτων του παιχνιδιού είναι το social hub που εισάγει, με την ονομασία Headquarters, που είναι ουσιαστικά μια έκταση στην παραλία της Νορμανδίας όπου συνοστίζονται καμιά 50αριά παίκτες ανάμεσα στα matches τους για να συμμετάσχουν σε ποικίλες δραστηριότητες (ακριβώς όπως γινόταν και στον πραγματικό πόλεμο, δηλαδή!). Πέρα από τα άκρως βολικά Firing Range (όπου μπορούμε να τεστάρουμε όλα τα όπλα και τα attachments που έχουμε στο οπλοστάσιό μας, για να βρούμε τα configurations που μας βολεύουν περισσότερο) και Scorestreak Training Range (όπου, πολύ απλά, τεστάρουμε πάνω σε bots όλα τα διαθέσιμα killstreak rewards του παιχνιδιού), υπάρχει μια αρένα όπου οι παίκτες μπορούν να παίξουν φιλικά ματς 1 vs 1 (ή να παρακολουθήσουν τα ματς άλλων παικτών), το Theater όπου μπορούμε να παρακολουθήσουμε επίσημα streams του παιχνιδιού ή τα “training” βιντεάκια για κάθε Division, οι αξιωματικοί που μας μοιράζουν Orders και Contracts (περισσότερα για αυτά ακριβώς παρακάτω), οι αντίστοιχοι Prestige εκπαιδευτές για τα Divisions και τα όπλα μας, αλλά και η γωνία R and R όπου μπορούμε να παίξουμε… κλασικά παιχνίδια του Atari.
Τα Orders χωρίζονται σε Daily και Weekly, και αποτελούν multiplayer objectives (πχ “Κερδίστε 5 ματς Capture the Flag” ή “Ρίξτε 20 Headshots με Sniper Rifle”) η εκπλήρωση των οποίων παρέχει ως αμοιβή ένα μικρό Boost στο ΧΡ που λαμβάνουμε στο προφίλ, στο όπλο ή στο Division μας, συν ένα κιβώτιο Supply Drop (περισσότερα και για αυτά, παρακάτω). Tα Contracts είναι ουσιαστικά κάτι σαν Bounties που πρέπει να ολοκληρωθούν μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (πχ “Κάντε 100 Kills σε War matches μέσα σε 30 λεπτά”) και τα οποία παρέχουν ως αμοιβή είτε ΧΡ είτε, ξανά, Supply Drops. Τα Contracts πρέπει να “αγοραστούν” ξοδεύοντας ένα συγκεκριμένο ποσό από Armory Credits, το in-game currency του παιχνιδιού. Επί του παρόντος προσφέρονται δωρεάν 100 Credits κάθε 4 ώρες σε όλους τους παίκτες, όμως μελλοντικά θα μπορούν να αγοραστούν και έναντι πραγματικών χρημάτων μόλις ενεργοποιηθεί το in-game store του παιχνιδιού (το γιατί δεν υλοποιήθηκε ακόμα, είναι ένα ζήτημα – ίσως το tweakάρουν, ίσως περιμένουν να βγουν πρώτα τα reviews του και να το υλοποιήσουν αργότερα ώστε να μην χαντακωθεί το Metacritic score του game, θα μάθουμε σύντομα υποθέτω).
Και φτάνουμε αισίως στα Supply Drops, τα “Loot Boxes” του WW2. Είχα προδιατεθεί άκρως αρνητικά και μόνο στο αρχικό άκουσμα της παρουσίας τους, όμως στην παρούσα υλοποίησή τους ο όλος ντόρος μάλλον απεδείχθη… πολύ κακό για το τίποτα, κυρίως γιατί ρίχνουν αποκλειστικά Cosmetic αντικείμενα (skins για τα όπλα μας, Emotes και λοιπά διακοσμητικά για τον στρατιώτη μας ή το προφίλ μας γενικότερα) ποικίλου Rarity, ή τα περιστασιακά XP Boosts λίγων λεπτών τα οποία μπορούμε να αποκτήσουμε ούτως ή άλλως απλά ολοκληρώνοντας Orders. Σε γενικές γραμμές φαίνεται πως υλοποιούνται όπως τα αντίστοιχα κουτιά του Overwatch και όχι πχ του Shadow of War, αλλά ξαναλέω, δεν μας διαβεβαιώνει κανένας πως η παρούσα υλοποίηση δεν θα αλλάξει μελλοντικά μετά και την πλήρη εφαρμογή του in-game store. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε και τον πρόσφατο ντόρο που είχε γίνει για το υπό σχεδίαση επιχειρηματικό πλάνο microtransactions της Activision που είχε βγει στη φόρα, και το οποίο θα έβρισκε ιδανικό πεδίο για τεστάρισμα στο WW2. Όπως και να έχει, αν τους την βαρέσει κάποια μέρα και αρχίσουν να προσφέρουν ισχυρότερα όπλα έναντι πραγματικών χρημάτων, εδώ θα είμαστε για να διαβεβαιώσουμε πως θα τους πάρει και θα τους σηκώσει όπως τους αρμόζει.
Σε γενικές γραμμές, οι εντυπώσεις που αποκόμισα από την ενασχόλησή μου με το Call of Duty: WWII κρίνονται μάλλον θετικές, αλλά αυτές οι εντυπώσεις ίσως και να βασίζονται στο ότι τελευταία CoD τα οποία “έλιωσα” στο Multiplayer ήταν τα… Modern Warfare 1 και 2. Ως εκ τούτου μπορώ μεν να πω με βεβαιότητα πως οι λάτρεις του Multiplayer των MW θα περάσουν καλά και στο WWII, αλλά δεν ξέρω αν θα κινητοποιηθεί να το αγοράσει και να επενδύσει χρόνο και σε αυτό όποιος έπαιζε συστηματικά Multiplayer μέχρι και στο Black Ops 3 πχ (το Infinite Warfare είναι άλλη κατηγορία από μόνο του) και παράλληλα δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το ιστορικό setting του πολέμου.
“Δύσκολο” ερώτημα που προκύπτει επίσης είναι το αν έχει ιδιαίτερο νόημα να ασχοληθεί με αυτό κάποιος που ενδιαφέρεται κυρίως για το Single-Player σκέλος. H ολιγόωρη Campaign του (υπολογίστε περί τις 6-7 ώρες στο μεσαίο επίπεδο δυσκολίας, συν άλλες 1-2 ώρες το πολύ στην υψηλότερη δυσκολία και για να εντοπίσουμε όλα τα διαθέσιμα collectibles που είναι διάσπαρτα στους χάρτες) έχει τις στιγμές της, είναι σαν gameplay αρκετά πιο “Hardcore” σε σχέση με τα τελευταία games του franchise, και, όπως και να το κάνουμε, είναι ξανά μια ιστορία Call of Duty στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, διάολε – παράλληλα όμως δεν πρωτοτυπεί και ιδιαίτερα, οι περιστασιακές εμπνευσμένες αναλαμπές της χάνονται μέσα στην κλισεδούρα και την μέτρια σχεδίαση των αποστολών, ενώ επίσης είναι αρκετά “χαλαρή” ως προς την πιστότητα στην ιστορική πραγματικότητα του Πολέμου. Με αυτά τα δεδομένα, όποιος ενδιαφέρεται για μια ιστορικά χαλαρή αλλά κατά τα άλλα αρτιότατη αφηγηματικά Single-Player FPS εμπειρία με εσάνς WW2 ίσως προτιμήσει να επενδύσει στο Wolfenstein II: The New Colossus (πλάκα-πλάκα, τι τεράστια σφαγή Γερμανών είναι αυτή που συντελείται στις FPS κυκλοφορίες τελευταία;).
Πολλά “ναι μεν, αλλά” βλέπω πως μαζεύονται όμως στο φινάλε, και αυτή σίγουρα δεν είναι και η ιδανική έκβαση για τον τίτλο. Η Activision/Sledgehammer φαίνεται να κερδίζει το “στοίχημα” της επιστροφής στο παλιό κι αγαπημένο setting του franchise, αλλά μάλλον όχι με τον εκκωφαντικό τρόπο που ήλπιζε (κι εμείς μαζί βέβαια, ως παλαιοί φανς της σειράς). Μένει να δούμε αν θα φροντίσει τουλάχιστον να εμβαθύνει περαιτέρω στους πραγματικά αξιόλογους τομείς του game μέσω updates ώστε να το καθιερώσει οριστικά ως “το απόλυτο σύγχρονο FPS για τους λάτρεις του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου” και να μην μείνει στην ιστορία απλώς ως “το Call of Duty του 2017” ή ως “το game που κυκλοφόρησε επειδή το Battlefield 1 είχε επιτυχία” όπως θα μπορούσε να πει ισοπεδωτικά κάποιος κακοπροαίρετος.
Το παιχνίδι διανέμεται στην Ελλάδα από την IGE S.A., την οποία και ευχαριστούμε θερμά για την παραχώρηση του Review Code.
Pros
- Ως επί το πλείστον άρτια επιστροφή στην “παραδοσιακή” Multiplayer συνταγή των Call of Duty, που θα τραβήξει τους βετεράνους της σειράς.
- Πληθώρα διαθέσιμων Multiplayer Modes, με το War Mode και το αναβαθμισμένο Nazi Zombies να ξεχωρίζουν.
- Η εξαιρετική campaign αποστολή στο Παρίσι οφείλει να είναι μπούσουλας για τα μελλοντικά single-player εγχειρήματα στο franchise.
- Όμορφα σε γενικές γραμμές γραφικά, τόσο in-game όσο και στα εξαιρετικά motion-captured cutscenes της campaign.
- Τα Supply Drops παρέχουν, προς το παρόν τουλάχιστον, αποκλειστικά cosmetic αντικείμενα.
- Σχεδόν μηδενικά προβλήματα connectivity, μετά τον χαμό που επικράτησε στις πρώτες ημέρες κυκλοφορίας.
Cons
- Η Single-Player Campaign δεν πρωτοτυπεί όσο θα μπορούσε κι όσο θα έπρεπε, ενώ παράλληλα “ελέγχεται” για την ιστορική της ακρίβεια.
- Quick-Time Events στη διάρκεια της Campaign εν έτει 2017. Αίσχος, ντροπή και όνειδος.
- Το Multiplayer σκέλος δεν είναι και ΤΟΣΟ ριζικά ξεχωριστό ώστε να τραβήξει όσους έπαιζαν MP μέχρι και στο Black Ops 3.
- Απουσία Dedicated Servers, και υπερβολικά λίγοι διαθέσιμοι χάρτες για το War Mode.
- Δεν θα μας χαλούσαν και μερικές μεγαλύτερες πίστες, με ελαφρώς υψηλότερο player cap από το 12.
- Κάποια θέματα με το balancing των διαθέσιμων όπλων.
Ωραία review Κώστα.
Να συμπληρώσω από την πλευρά μου πως το μεν War mode είναι παρμένο από το Rush του BF1 και το Headquarters από τα Destiny. :p
Σύμφωνα με το Update που κυκλοφόρησε η Sledgehammer πριν λίγο, οι Dedicated Servers είναι υπό Testing και θα υλοποιηθούν προσεχώς. Παράλληλα με αυτούς θα υλοποιηθεί και η δυνατότητα για “solo” Headquarters, στα οποία θα είμαστε μόνο εμείς και όσοι φίλοι μας θέλουμε να κάνουμε invite.