Είναι εμφανές ότι η επέλαση των JRPG’s στα PC καλά κρατεί. Από εκεί που τα παιχνίδια του είδους εμφανίζονταν με ρυθμό παρόμοιο με την επίσκεψη του κομήτη του Χάλεϋ στον πλανήτη μας, τη σήμερον ημέρα δεν προλαβαίνουμε να μετρήσουμε κυκλοφορίες, τόσο παλαιότερες που βρίσκουν στο ψηφιακό πρόσωπο του Steam ένα καινούριο προσοδοφόρο έδαφος (αρκεί ένα search στο Steam για να καταλάβετε τι εννοούμε) όσο και καινούριες, όπως το πρόσφατο Final Fantasy XV (έστω και αν εμφανίστηκε με καθυστέρηση ενάμιση χρόνου) και το επερχόμενο Dragon Quest XI. Αναμφισβήτητα πρόκειται για μια καλοδεχούμενη κατάσταση, καθώς ουκ ολίγες φορές κάτω από τις τετριμμένες πια ιστορίες των Γιαπωνέζων, μπορεί να βρει κάποιος μερικά όμορφα διαμαντάκια για να περάσει αξιοπρεπέστατα στον ελεύθερο gaming χρόνο του. Το Ni No Kuni II: Revenant Kingdom της Level 5 κερδίζει με χαρακτηριστική ευκολία τον προαναφερθέντα χαρακτηρισμό και, παρ’ όλα τα συνηθισμένα λάθη που υποπίπτει ως κλασικό παιχνίδι της κατηγορίας του, πρόκειται για ένα παιχνίδι που θα ικανοποιήσει στο έπακρο όλους τους λάτρεις του είδους, αλλά θα αφήσει αδιάφορους όσους δεν συγκινούνταν ποτέ από φαντεζί ήρωες με τεράστια στρογγυλά μάτια. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το Ni No Kuni II αποτελεί το sequel του ομότιτλου αποκλειστικού PS3 παιχνιδιού, αλλά προς μεγάλη μας ανακούφιση, δεν είναι απαραίτητο να το έχουμε παίξει, καθώς τα γεγονότα που παρουσιάζονται στο Revenant Kingdom διαδραματίζονται πολλά χρόνια μετά και ως εκ τούτου, έχει ελάχιστα έως μηδαμινά κοινά στοιχεία. Η ιστορία ξεκινά λίγο αναπάντεχα, καθώς μας παρουσιάζει εικόνες της σύγχρονης εποχής, με έναν μυστήριο τύπο, μάλλον πρόεδρο κάποιας χώρας, να επισκέπτεται οδικώς μια μεγαλούπολη παρέα με τη συνοδεία του. Το κομβόι δεν προλαβαίνει να φτάσει στον προορισμό του, καθώς το ωστικό κύμα μιας σαρωτικής έκρηξης το εκτοξεύει χιλιόμετρα μακριά, με τον πρόεδρο (;) να επιζεί, αλλά ακόμα πιο μυστηριωδώς να μεταφέρεται σε ένα κάστρο, σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο από το δικό μας και με αρκετά χρόνια λιγότερα στη πλάτη του. Αμέσως γνωρίζεται με τον Evan, έναν μικρό ανθρωπόμορφο πρίγκιπα με αυτιά και ουρά αιλουροειδούς (Grimalkin τους λένε στο χωριό μου), ο οποίος δεν εντυπωσιάζεται τόσο πολύ από την άφιξη του Roland (όπως ονομάζεται τελικά ο πρόεδρος), καθώς την ίδια στιγμή πραγματοποιείται πραξικόπημα στο βασίλειο που κατοικεί. Υπεύθυνη για το πραξικόπημα είναι μια ποντικόμορφη φυλή που τη χαρακτηρίζει ένα αιώνιο μίσος προς τους Grimalkin και πριν ολοκληρωθούν καλά-καλά οι συστάσεις, ο Roland αποφασίζει να γλυτώσει τον Evan και τον εαυτό του από τον κίνδυνο.
Η απόδραση είχε αίσιο τέλος, με τον Evan, σαφώς ταλαιπωρημένο και σαστισμένο από την απότομη αλλαγή στη ζωή του, να αποφασίζει σε μία νυκτί να χτίσει από το μηδέν ένα καινούριο ειρηνικό βασίλειο, έχοντας στο πλευρό του το νέο του φίλο Roland, ο οποίος δείχνει να κατέχει καλά το άθλημα της διακυβέρνησης μιας χώρας. Φυσικά, το να δημιουργήσει κάποιος ένα βασίλειο από το μηδέν δεν είναι το ευκολότερο πράγμα του κόσμου, κυρίως χωρίς να υπάρχουν συμμαχίες, οπότε οι δύο πρωταγωνιστές του παιχνιδιού ξεκινούν μια μεγάλη εκστρατεία να ενώσουν τα υπόλοιπα βασίλεια της περιοχής κάτω από μια κοινή σημαία. Έργο διόλου εύκολο, καθώς κάθε περιοχή ταλανίζεται από τα δικά της προβλήματα και μόνο εφόσον οι δύο ήρωές μας τα λύσουν, θα μπορέσουν να σκέφτονται τυχόν συμφωνία. Αξίζει όμως να αναφερθεί ότι για τα προβλήματα αυτά υπάρχει μία εξήγηση, η οποία αρχικά δεν είναι τόσο εμφανής και διαθέτει σκοτεινές αποχρώσεις…
Δίχως άλλο, το σενάριο του Ni No Kuni II δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, απεναντίας θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια προβλέψιμηιστορία που διακατέχεται από μια σχετική παιδική αφέλεια, χαρακτήρες που εναλλάσσουν τα συναισθήματά τους χωρίς επαρκή κίνητρα και αρκετές «βολικές» ανατροπές. Θα το χαρακτηρίζαμε περισσότερο ως παραμυθάκι, παρ’ όλα αυτά κατορθώνει με το προσεγμένο του ξεδίπλωμα της πλοκής του να διατηρεί το ενδιαφέρον, ενώ προς το τέλος γίνεται ιδιαίτερα συναισθηματικό που δύσκολα θα αφήσει κάποιον ασυγκίνητο. Ομολογουμένως, αν θέλουμε να μπλέξουμε με συγκρίσεις, η ιστορία στέκεται πολύ καλύτερα από εκείνη του Final Fantasy XV, με τη διαφορά ότι το τελευταίο είναι σαφώς πιο ώριμο, αν το κοιτάξει κανείς συνολικά.
Αρκετά με τα περί σεναρίου, στο κυρίως παιχνίδι τώρα, το Ni No Kuni II αποτελεί ένα ιδιόμορφο αμάλγαμα τριών τύπων gameplay: εκείνο της action-based εξερεύνησης/μάχης, του city management και του RTS στοιχείου. Φυσικά, το πρώτο είναι εκείνο που απολαμβάνει του μεγαλύτερου μεριδίου και είναι με διαφορά το πιο προσεγμένο στοιχείο του παιχνιδιού. Είτε βρισκόμαστε στον ανοικτό χάρτη και περιφερόμαστε από περιοχή σε περιοχή για το επόμενο objective μας είτε σε κάποια πόλη/dungeon, κινούμαστε ελεύθερα μέσα στα όρια του χάρτη, πολεμώντας (πάντα ορατούς) εχθρούς, ανακαλύπτοντας σεντούκια με διάφορα καλούδια, ενώ περιστασιακά λύνουμε κάποιους περιβαλλοντικούς γρίφους. Οι αποστάσεις δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες και εκμηδενίζονται χάρη στη δυνατότητα fast travel, που είναι άμεσα προσβάσιμη από την αρχή του παιχνιδιού, ενώ αργότερα αποκτάμε πλοίο και ένα ιπτάμενο όχημα ονόματι… Zippelin. Πλέον του Evan και του Roland, μετά από μερικές αποστολές η ομάδα μας θα αρχίσει να μεγαλώνει και θα έχουμε πια τη δυνατότητα επιλογής για το ποιοι θα μας αντιπροσωπεύουν στις εκατοντάδες μάχες που θα δώσουμε, με το μέγιστο αριθμό ενεργών χαρακτήρων να είναι τρεις.
Οι μάχες πραγματοποιούνται σε πραγματικό χρόνο και αναμφισβήτητα αποτελούν το πιο ισχυρό χαρτί του παιχνιδιού, έχοντας στη φαρέτρα τους ένα πολύ καλοφτιαγμένο σύστημα μάχης. Πρόκειται για ένα καθαρά action σύστημα, με κάποιες επιρροές από το αντίστοιχο του Tales of Berseria, με δύο κουμπιά επίθεσης εκ του συστάδην, ξόρκια που εκτελούνται σε συνάρτηση με το πόσο charged είναι τα όπλα (zing meter), ενώ δεν λείπουν και οι ranged επιθέσεις για όταν τα πράγματα αγριεύουν. Η τακτική των μαχών όμως δεν περιορίζεται μόνο εκεί, καθώς απροσδόκητοι σύμμαχοί μας είναι κάποια μικρά πλασματάκια ονόματι Higgledies, τα οποία τρέχουν σχεδόν ακανόνιστα στο πεδίο της μάχης και τείνουν μια χείρα βοηθείας (buffs, βοηθητικά όπλα, healing κλπ) στους ήρωές μας ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενώ αν εκτός μαχών τα «χορτάσουμε» με το υλικό που τους αρέσει (π.χ. βαμβάκι), τότε με τη σειρά τους ανεβαίνουν σε επίπεδο, βελτιώνοντας τις υπηρεσίες τους.
Ο ρυθμός των μαχών είναι σχεδόν καταιγιστικός, ακόμα και οι «τεράστιες» μάχες με τα bosses δεν διαρκούν πάνω από 4-5 λεπτά της ώρας, ενώ ενδεικτικό του πόσο μεγάλη έμφαση δίνεται στη δράση είναι ο τρόπος αποκατάστασης των magic points, η οποία υλοποιείται με την εκτέλεση χτυπημάτων προς τους εχθρούς. Αν και μπορούμε να ελέγχουμε έναν ήρωα τη φορά, αξιοσημείωτο είναι ότι οι υπόλοιποι δύο της ομάδας μας είναι αρκετά αξιόμαχοι χωρίς να απαιτείται ντάντεμα (άλλωστε δεν υπάρχει δυνατότητα να τους δίνουμε εντολές), αλλά αυτό εν μέρει οφείλεται και στο σχετικά χαμηλό επίπεδο πρόκλησης των μαχών, όπου στη περίπτωση που το level μας είναι κοντινό σε εκείνο των εκάστοτε εχθρών, τότε η μάχη είναι θέμα δευτερολέπτων να ολοκληρωθεί υπέρ μας. Σκεπτόμενοι αυτό οι άνθρωποι της Level 5, συμπεριέλαβαν ένα ενδιαφέρον υπο-μενού στο παιχνίδι τους, τον Tactic Tweaker, όπου μπορούμε να παραμετροποιήσουμε κάποια στοιχεία, κατόπιν του τρόπου παιχνιδιού που επιθυμούμε να παίξουμε. Για παράδειγμα, μπορούμε να ορίσουμε να κερδίζουμε περισσότερα XP εις βάρος των χρημάτων που πέφτουν από τους εχθρούς. Παρ’ όλα αυτά στη πράξη αποδεικνύεται ότι, ακόμα και αν «παίξουμε» αρκετά με το Tactic Tweaker, δεν θα συναντήσουμε τρομακτικές δυσκολίες. Ισχύει όμως το γεγονός ότι αν δεν έχουμε ασχοληθεί καθόλου σοβαρά με το να ανεβάσουμε το επίπεδο και τον εξοπλισμό των χαρακτήρων μας, τότε πιθανότατα θα ζοριστούμε αρκετά σε κάποιες περιπτώσεις, οπότε καλό είναι να αφιερώσουμε μπόλικο χρόνο και στις παράλληλες δραστηριότητες, όπως με τα side quests και κυρίως με το city management κομμάτι του βασιλείου μας.
Όσον αφορά τα side quests, το Ni No Kuni II φτάνει εύκολα σε τριψήφιο αριθμό, συμπεριλαμβανομένων και των πιο απλών errands, η αλήθεια είναι όμως ότι τα περισσότερα δεν είναι τίποτε άλλο από fetch quests τύπου «φέρε μου το τάδε αντικείμενο» ή «σκότωσε το δείνα τέρας». Όμως, θέλοντας και μη, θα αναγκαστούμε να ολοκληρώσουμε ένα σεβαστό αριθμό από αυτά, καθώς αποτελούν το μοναδικό τρόπο να στελεχώσουμε το βασίλειό μας με νέους κατοίκους. Το Evermore λοιπόν, όπως πρωτότυπα σκέφτηκε ο Evan να ονομάσει την Εδέμ του, προκειμένου να ανθίσει και να ξεπεράσει το ευτελές στάδιο των αντίσκηνων, θα πρέπει να αποκτήσει κανονικά κτίρια και κατοίκους με εξειδικευμένες ικανότητες. Η ανάπτυξη του Evermore, αν και δείχνει συμπληρωματική ως ιδέα, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του παιχνιδιού και η υλοποίησή της, σε γενικές γραμμές, θυμίζει τα σχετικά παιχνίδια των κινητών τηλεφώνων και του Facebook.
Διαθέτουμε μια έκταση αρκετών στρεμμάτων, όπου σε προκαθορισμένα σημεία μπορούμε να χτίσουμε κτίρια και να τοποθετήσουμε εκεί τους κατάλληλους ανθρώπους που στρατολογήσαμε από τα side quests και τα errands, προκειμένου να αποκτήσουμε τα ανάλογα αγαθά. Τα αγαθά αυτά μπορεί να είναι πρώτες ύλες για δημιουργία αντικειμένων, οπλισμού, αλλά και perks που αφορούν την ομάδα μας κατά τη διάρκεια των μαχών και της εξερεύνησης. Η διαδικασία του management είναι απλοϊκή, με ένα σταθερό εισόδημα να γεμίζει τα ταμεία του Evermore (ξέχωρο των χρημάτων που κερδίζουμε από τις μάχες), που πολλαπλασιάζεται όσο μεγαλώνει το influence του βασιλείου μας, ενώ η ολοκλήρωση μιας έρευνας και η υλοποίηση των αγαθών πραγματοποιείται σε πραγματικό χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι αν θέλουμε να αποκτήσουμε κάποιο συγκεκριμένο perk, μπορεί να χρειαστεί να περιμένουμε τριάντα πραγματικά λεπτά, τα οποία όμως δεν κυλούν αν κλείσουμε το παιχνίδι! Συνεπώς, θα υπάρξουν κάποια κενά στη ροή του παιχνιδιού, χρόνος που καλύπτεται βέβαια ασχολούμενοι με κάποια από τα δεκάδες side quests που όμως, όπως προαναφέραμε, δεν αποτελούν το αποκορύφωμα της ευρηματικότητας.
Βέβαια, η Level 5 προσπάθησε να εμπλουτίσει λίγο το θέμα των παράπλευρων αποστολών, ενσωματώνοντας ένα RTS κομμάτι ή αλλιώς τα skirmish battles. Σε αυτά τα battles, ο Evan ηγείται έως τεσσάρων ομάδων από πολεμιστές που φέρουν ενός συγκεκριμένου είδους εξοπλισμό (hammers, bows, swords κλπ), οι οποίες βρίσκονται γύρω από το avatar του. Εμείς οφείλουμε να τους οδηγήσουμε ενάντια στις εχθρικές στρατιές, όπου φυσικά η κάθε τύπου ομάδα έχει πλεονεκτήματα/μειονεκτήματα ενάντια σε κάποια άλλη, ενώ ενίοτε θα χρειαστεί να καταστρέψουμε κάποια κτίρια ή ένα δυνατό τέρας. Τα πάντα σχετίζονται με το πόσο Might έχουμε στη διάθεσή μας, το οποίο χρησιμεύει τόσο για να αντικαθιστούμε τις μονάδες που χάνουμε όσο και να εκτελούμε κάποιες special κινήσεις, που επιτυγχάνουν καίρια χτυπήματα στις δυνάμεις του εχθρού. Αν και τα skirmish battles δείχνουν εκ πρώτης όψεως μια ενδιαφέρουσα προσθήκη, πρακτικά δεν προσφέρουν τίποτε απολύτως στο gameplay του παιχνιδιού, πέρα από το να σπάσουν τη μονοτονία των side quests. Αν μάλιστα δεν ήταν αναγκαίο να ολοκληρώσουμε κάποιες από αυτές στο βασικό story του παιχνιδιού, το πιθανότερο είναι ότι θα ξεχνούσαμε την ύπαρξή τους.
Το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι το Ni No Kuni II βρίθει από περιεχόμενο για όποιον ενδιαφέρεται να ξεκοκαλίσει κάθε πτυχή του. Η βασική ιστορία δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη για JRPG, κατά μέσο όρο χρειάζονται 25 ώρες για να δει κανείς τους τίτλους τέλους, από εκεί και πέρα όμως το endgame περιεχόμενο είναι πλούσιο: πολλά κρυμμένα αντικείμενα για να ανακαλύψουμε (ιδίως αφότου αποκτήσουμε το Zippelin), υψηλού επιπέδου τέρατα που θα πρέπει να μοχθήσουμε για να κερδίσουμε – κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις προκλήσεις της κεντρικής ιστορίας, ενώ η επίτευξη του ανώτατου level για το Evermore απαιτεί πάρα πολλές ώρες παιχνιδιού και μεγάλες δόσεις υπομονής. Αν όμως κάποιος είναι διατεθειμένος να το πράξει, είναι άλλη κουβέντα και εξαρτάται καθαρά από το πόσο πολύ του αρέσουν τα JRPG.
Το Ni No Kuni II δεν καινοτομεί, παίζει συνεχώς σε ασφαλή μονοπάτια, χωρίς διάθεση να παρεκκλίνει από αυτά, αλλά ουσιαστικά αυτή είναι και η γοητεία του. Έχοντας ως συμμάχους ένα πολύ όμορφο οπτικό αποτέλεσμα (πρώην μέλη του Studio Ghibli έχουν βάλει λίγο το χεράκι τους) και ένα απίστευτα ποιοτικό soundtrack (το τανγκό που σας συνοδεύει στην πόλη Hydropolis, με τις κάμποσες ελληνικές επιρροές, είναι από τα καλύτερα κομμάτια που ακούστηκαν φέτος), το Revenant Kingdom είναι μια αξιόλογη πρόταση για τους λάτρεις των παραδοσιακών JRPG, που γνωρίζουν ακριβώς τι να περιμένουν από ένα παιχνίδι του είδους.
Ευχαριστούμε θερμά τη Bandai Namco Hellas για τη παροχή του review code.
Pros
- Πανέμορφος οπτικός τομέας, στα υψηλά standards που έθεσε το Studio Ghibli
- Καταπληκτικό soundtrack
- Προσεγμένο real-time σύστημα μάχης
- Ικανοποιητική διάρκεια με μπόλικο end-game περιεχόμενο
- Ιστορία και χαρακτήρες στα παραδοσιακά πρότυπα των JRPG…
Cons
- …που όμως δεν ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα
- Άσκοπα χρονοβόρο city management σύστημα
- Βαρετό RTS κομμάτι
- Επαναλαμβανόμενα και, ως επί το πλείστον, άνευ φαντασίας side quests