REVIEWS

THE CRIMSON DIAMOND

Το The Crimson Diamond (εφεξής TCD) της Julia Minamata είναι ένα ιδιαίτερο, για την εποχή μας, third-person adventure game. Ιδιαίτερο από τουλάχιστον δύο απόψεις.

Η πρώτη αφορά τον τεχνικό τομέα, συμπεριλαμβανομένου του χειρισμού. Ενώ είναι απολύτως συνηθισμένο εδώ και πολλά χρόνια να κυκλοφορούν point and click adventure games με τεχνοτροπία που θυμίζει εποχές 1992-1997, το TCD μας πάει ακόμα πιο πίσω στο χρόνο, τότε που μεσουρανούσαν τα EGA graphics (νέοι, duckduckgo it) quest adventures της Sierra.

Και μαζί με τα EGA graphics, χέρι-χέρι πάει και ο χειρισμός, τουτέστιν το text-parser user interface. Αν δεν ξέρετε τι είναι αυτό, δεν ανήκετε στο ηλικιακό ή έστω το niche interest group στο οποίο κυρίως απευθύνεται το The Crimson Diamond. Μιας όμως και αυτό επ’ ουδενί δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να προσελκύσει το παιχνίδι νέους παίκτες, εξηγώ: στο είδος animated adventure (με αυτόν τον όρο το είχε παραγγείλει η ΙΒΜ στη Sierra) που καθιέρωσε το King’s Quest 1 της Sierra Online το 1984 (!), δεν μπορούσες να χειριστείς τον χαρακτήρα ούτε να αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον με το mouse. Η κίνηση γινόταν με τα βελάκια του πληκτρολόγιου και η αλληλεπίδραση γράφοντας απευθείας εντολές, όπως ακριβώς γινόταν στο ακόμα αρχαιότερο είδος των text adventures. Για να δώσω παράδειγμα, για να πάρεις ένα μήλο, έγραφες “take apple” (και προσευχόσουν αυτό που έβλεπες να μην είναι τελικά αχλάδι για το οποίο τότε ακόμα δεν ήξερες την αγγλική λέξη, τίποτα, κάτι δικά μου). Και ακριβώς αυτό ισχύει και για το The Crimson Diamond  – να μετακινηθείς μπορείς και με το mouse pointer, κάτι που όμως τελικά δεν με βόλεψε, keyboard arrows all the way.

Ομολογώ ότι δεν περίμενα ότι το 2024 θα χρειαζόταν να σχολιάσω τον parser του adventure game που παρουσιάζω, αλλά η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις. Η ποιότητα ενός text parser χαρακτηρίζεται κυρίως από το εύρος λέξεων που καταλαβαίνει, καθώς και την συντακτική πολυπλοκότητα των εντολών που μπορεί να εκτελέσει. Τα πολύ παλιά τα χρόνια, ακόμα και το “look at clothes” ήταν πέραν των δυνατοτήτων του μέσου text adventure, “look clothes” καταλάβαινε και πάλι χαιρόμασταν. Από τότε έχει κυλίσει βέβαια πολύ νερό στο αυλάκι, και οι parsers των σύγχρονων text adventures (ναι, το είδος μπορεί μεν να έχει σβήσει εμπορικά, αλλά υπάρχει ενεργή και πλουσιότατη freeware indie σκηνή) είναι πολύ πιο έξυπνοι – και το The Crimson Diamond έχει μάθει από αυτό. Περιλαμβάνει τις περισσότερες συντομεύσεις (όπως “x” for examine, “l” for look, “ο” for open”) και λειτουργίες όπως F3 or spacebar to repeat command (πολύ χρήσιμο όταν πρέπει να ψάξεις 8 διαφορετικά συρτάρια), ενώ δεν δυσκολεύεται με εντολές όπως “rub cliff rock sample on ruby brooch”. Καλή προσθήκη που δεν θυμάμαι από τα κλασικά text parser adventures είναι πως εντολές όπως “open door” θα μεταφέρουν από μόνες τους τη Nancy κοντά στο door – αν βέβαια υπάρχουν 2 ή και παραπάνω doors, ή θα πρέπει να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι ή να μετακινηθούμε μόνοι μας.   

Και για να κλείσουμε τον τεχνικό τομέα, μουσική και ηχητικά εφέ επίσης ακολουθούν τεχνικές και μοτίβα του 1990, ενώ speech δεν υπάρχει ούτε για δείγμα.

Ο δεύτερος λόγος που χαρακτηρίζω το TCD ιδιαίτερο, είναι πως αποτελεί φόρο τιμής (homage για όσους σπουδάσανε Οξφόρδη) για ένα συγκεκριμένο παιχνίδι της Sierra, που παρά την ποιότητά του, δεν απέκτησε ποτέ το status των υπόλοιπων σειρών της εταιρείας. Αναφέρομαι στο The Colonel’s Bequest του 1989, γνωστό και ως Laura Bow 1, από το όνομα της  πρωταγωνίστριας δημοσιογράφου. Αυτό που ξεχώριζε το εν λόγω adventure, είναι πως ήταν καθαρά επικεντρωμένο στο investigation, με τη συλλογή πληροφοριών, συχνά βρίσκοντας τρόπο να κρυφακούσεις συζητήσεις, να είναι ο κύριος τρόπος προώθησης της ιστορίας, ενώ είχε μεγάλη σημασία και το να είσαι στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Υπήρχαν ελάχιστοι inventory based γρίφοι ή puzzles. Ήταν δε δυνατόν να ολοκληρωθεί το βασικό παιχνίδι έχοντας χάσει σημαντικές πληροφορίες της συνολικής πλοκής. Αυτή ακριβώς τη φόρμουλα ακολουθεί και το The Crimson Diamond, με μερικές quality of life αλλαγές μιας και έχουν περάσει αισίως τριανταπέντε χρόνια από την κυκλοφορία του The Colonel’s Bequest.

Το The Crimson Diamond λοιπόν, μας μεταφέρει στο Ontario του Καναδά το έτος 1914. Στην απομακρυσμένη και απόμερη περιοχή Crimson, ένας απλός ψαράς κάνει μια εκπληκτική ανακάλυψη. Ενώ καθάριζε ένα ψάρι, βρήκε μέσα στο στομάχι του ένα τεράστιο διαμάντι. Στην περιοχή παλιότερα ήταν σε λειτουργία ένα ορυχείο του ημιπολύτιμου λίθου γρανάτη, αλλά ποτέ δεν είχαν ενδείξεις για ύπαρξη διαμαντιών. Το γεγονός αποκτά δημοσιότητα και κεντρίζει το ενδιαφέρον πολλών και διάφορων ομάδων, από την ακαδημαϊκή κοινότητα μέχρι οικονομικών μεγαλοπαραγόντων.

Εμείς αναλαμβάνουμε το χαρακτήρα της Nancy Maple. Η Nancy είναι γραμματέας στο Royal Canadian Museum, αλλά το μεγάλο της πάθος είναι η ορυκτολογία (δεν κρίνω) και το όνειρό της είναι να γίνει δεκτή ως φοιτήτρια στη σχετική σχολή του Πανεπιστημίου, όπου βέβαια το 1914 οι γυναίκες ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Μαθαίνει την ιστορία για το διαμάντι, και ζητάει από τον υποστηρικτικό καθηγητή Plummer να την αφήσει να κάνει μια ορυκτολογική έρευνα στην περιοχή Crimson, που αν κριθεί θετικά από το τμήμα θα μπορούσε να γίνει το εισιτήριο της για τη σχολή. Μετά τη θετική του απάντηση, ετοιμάζει τις βαλίτσες της για την πρώτη της εξόρμηση εκτός της πόλης του Toronto, και παίρνει το τραίνο για το αρκετά μακρινό ταξίδι προς το Crimson. Λίγες μέρες προσεκτικής δουλειάς θα μπορούσαν να  αλλάξουν όλη της τη ζωή. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά; Ήδη στο τραίνο, γνωρίζει μια πολύ συμπαθητική γυναίκα, την Kimi, που έχει τον ίδιο προορισμό αλλά για τελείως διαφορετικό λόγο, το bird watching.

Η άφιξη στο Crimson Train Station όμως είναι επεισοδιακή. Η βαλίτσα της Nancy που περιείχε και όλο το mineralogy kit της έχει εξαφανιστεί, και χωρίς αυτό δεν μπορεί να κάνει την έρευνά της. Ταυτόχρονα, Nancy και Kimi γνωρίζουν ακόμα έναν επισκέπτη στην περιοχή, τον Albert, ο οποίος έχει έρθει για ακριβώς τον ίδιο λόγο με την Nancy, με τη διαφορά ότι έχει επίσημο government commission για ορυκτολογική διερεύνηση ύπαρξης διαμαντιών, και αντιμετωπίζει τις κυρίες με περιφρόνηση. Και στο καπάκι, άσχημα νέα. Καταφτάνει ο Jack, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές του καταλύματος The Crimson Lodge, αλλά έχει ενημερωθεί μόνο για την άφιξη του Albert. Το χειρότερο όμως είναι πως ο ιδιοκτήτης, Evan Richards, έχει διακόψει την λειτουργία του συγκροτήματος ως ξενοδοχείου για το κοινό εδώ και μήνες, και ταυτόχρονα είναι άνθρωπος που θέλει την ησυχία του και δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι την ανακατωσούρα που σίγουρα θα φέρει στην περιοχή η πιθανή ανακάλυψη διαμαντιών. Παρόλα αυτά, ο Jack έχει το common decency να μην αφήσει τις Nancy και Kimi μόνες στα μαύρα σκοτάδια του train station, και τους προσφέρει τουλάχιστον μία διανυκτέρευση στο Crimson Lodge, και μετά βλέπουμε.

Όλα αυτά, μόνο στην εισαγωγή του παιχνιδιού! Από εκεί και πέρα, η νέα και άπειρη αλλά έξυπνη και δραστήρια Nancy θα μπλέξει σε ένα κλασικό manor mystery αισθητικής Agatha Christie, όπου πολλοί χαρακτήρες με διαφορετικά και συγκρουόμενα κίνητρα και στόχους ακολουθούν τις μυστικές ατζέντες τους – και τα πράγματα γίνονται πολύ πιο σοβαρά όταν η γέφυρα του τραίνου που συνδέει το Crimson με τον έξω κόσμο βγαίνει εκτός λειτουργίας από σαμποτάζ, ενώ πίσω στο Lodge συμβαίνει και ένας θάνατος από αδιευκρίνιστες, αλλά σίγουρα ύποπτες, αιτίες. Η Nancy ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα χρειαστεί να ξεδιαλύνει μια υπόθεση με τεράστια διακυβεύματα σε ό,τι αφορά μεγάλες κληρονομιές, περιβαλλοντικές συνέπειες, εδαφικά δικαιώματα αυτόχθονων πληθυσμών, απόδοση δικαιοσύνης, ακόμα και την πορεία των διεθνών πολιτικών εξελίξεων!

Το The Crimson Diamond ακολουθεί τη συνταγή του The Colonel’s Bequest σχεδόν κατά γράμμα. Ένα καθαρά investigative adventure που βασίζεται στη συλλογή πληροφοριών μέσω του κρυφακούσματος και του ανοίγματος συρταριών και βαλιτσών που δεν μας ανήκουν. Η βασική quality of life αλλαγή που πρέπει να αναφερθεί είναι πως δεν είναι στριφνό σε ό,τι αφορά την απαίτηση του να βρίσκεσαι στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Δεν υπάρχει ρολόι που έτσι και περάσει η ώρα, πάει η ευκαιρία. Αν και εφόσον η Nancy είναι ενδελεχής στο να επισκέπτεται τις διαθέσιμες τοποθεσίες πριν προβεί σε κάποια ενέργεια που προωθεί την ιστορία (και αυτό είναι πάντα ξεκάθαρο), οι διαθέσιμες σκηνές είναι εκεί και την περιμένουν.

Ταυτόχρονα, όπως και στο The Colonel’s Bequest, η βασική ιστορία μπορεί να ολοκληρωθεί ακόμα και ελλείψει σημαντικών στοιχείων της πλοκής. Αυτό σίγουρα δίνει και ευελιξία και replay value στον τίτλο, τομείς στους οποίους συχνά υπολείπονται τα adventure games έναντι άλλων genres.

Υπάρχουν και αρκετοί κλασικοί inventory based γρίφοι. Οι περισσότεροι δεν θα ζορίσουν τον έμπειρο adventurer, με πιθανή εξαίρεση την συλλογή του δακτυλικού αποτυπώματος του Jack, ένα στοιχείο απαραίτητο για την συνέχεια του παιχνιδιού, ίσως το μόνο σημείο που μπορεί να κολλήσει τον παίκτη για ώρα.

Το ζουμί του παιχνιδιού, η προσφερόμενη διασκέδαση, η συνολική εμπειρία, είναι κάπως δύσκολο να αξιολογηθούν για κάτι που είναι τόσο εκτός mainstream πλαισίου. Θα μπορούσε κανείς να πει πως αυτό που έχει σημασία σε ένα mystery adventure είναι το mystery και τέρμα και τελείωσε – και εδώ το TCD τα πάει μια χαρά, με ενδιαφέροντες χαρακτήρες, εξελίξεις, ανατροπές και ικανοποιητικά endings – ναι, υπάρχουν 4 λίγο ως πολύ διαφορετικά μεταξύ τους ανάλογα με κάποιες αποφάσεις του παίκτη. Ίσως το μεγαλύτερο αρνητικό σε αυτό το σημείο, είναι πως ο προσεκτικός παίκτης θα καταλάβει τι συμβαίνει με τη Margot πολύ πριν τη Nancy.

Από την άλλη, τα computer games καλώς ή κακώς δεν είναι ούτε ταινίες ούτε βιβλία, για να μπορούν να είναι πραγματικά διαχρονικά χωρίς να έχει σημασία η τεχνολογική πρόοδος του μέσου σε βάθος σχεδόν 40 χρόνων, από τότε που υψηλή ανάλυση ήταν η 640×200 pixels ως το ray-traced παρόν. Το TCD θα πετύχει ένα συγκεκριμένο κοινό right in the feels. Για τους υπόλοιπους; Ανήκω (πολύ οριακά, μπήκα στο PC gaming όταν ήδη επικρατούσε η VGA, αλλά έπαιξα και τα EGA quest games στην αρχή της εφηβείας) στο κοινό που απευθύνεται το παιχνίδι, οπότε δεν έχω απάντηση, σίγουρα όχι για όλους – ο τεχνικός τομέας του The Crimson Diamond πάντως δεν είναι κρυμμένος, μπορεί ο καθένας να αποφασίσει για τον εαυτό του βλέποντας το trailer.  

Το TCD είναι άψογο σε ό,τι αφορά την επίτευξη του στόχου που η Julia Minamata έθεσε στον εαυτό της, τη δημιουργία του πνευματικού διάδοχου του The Colonel’s Bequest – δεν είναι καθόλου τυχαίο το σπάνιο δημόσιο seal of approval της ίδιας της Roberta Williams (μη ρωτήσει τώρα κάνας νέος ποια είναι αυτή, δεν θα το αντέξω). Το καταφέρνει στο σχεδιασμό, το καταφέρνει και στον τεχνικό τομέα – γιατί το να χρησιμοποιήσεις EGA γραφικά που ταυτόχρονα να βλέπονται δεν είναι εύκολο, αλλά να το κάνεις με τρόπο που να μεταφέρει όσους ζήσαν εκείνες τις gaming εποχές 30 χρόνια πίσω, είναι επίτευγμα. Είναι ταυτόχρονα ένα επίτευγμα που περιορίζει το κοινό του The Crimson Diamond –  κάτι που ίσως είναι κρίμα γιατί  είναι ένα αξιόλογο adventure game που από άποψη σχεδιασμού και ιστορίας θα μπορούσε να ευχαριστηθεί ο οποιοσδήποτε. Από την άλλη, δεν είναι ανάγκη να είναι όλα για όλους, και χαίρομαι που κυκλοφορούν καλά παιχνίδια που ικανοποιούν niche κοινά που θέλουν (και) το διαφορετικό από το mainstream.

Go to discussion...

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ - 86%

86%

A crimson diamond in the rough.

To The Crimson Diamond είναι ένας, γεμάτος σεβασμό, φόρος τιμής σε μια πολύ παλιότερη gaming εποχή. Όσοι πιστοί, προσέλθετε. Ταυτόχρονα, το παιχνίδι μπορεί να προσφέρει ένα καλό manor mystery ακόμα και σε όσους δεν έχουν nostalgia goggles, αλλά θα χρειαστεί να προσαρμοστούν σε τεχνικό τομέα και χειρισμό που θα τους δυσκολέψει αρχικά.

Νικόλαος Δανιηλίδης

Μεγάλος Παλαιός, hardware enthusiast, game collector, man of culture.

Related Articles

Back to top button
elEL