Προσπαθώ να θυμηθώ πόσες φορές είχα τη χαρά να βιώσω την έλευση ενός παιχνιδιού που ολομόναχο, επαναπροσδιόρισε ριζικά το μέσο. Εκείνο που ώθησε θεωρητικά εχέφρονες νεαρούς στην παρανομία, προκειμένου να αποκτήσουν ‘εντελώς απαραίτητες’ κάρτες γραφικών. Ο μυθικός συνδυασμός ακραίας τεχνολογικής καινοτομίας, ιδιοφυούς gameplay, σεμιναριακής γραφής και ατμόσφαιρας βγαλμένης από χαμένο όνειρο.
Παιχνίδια που ακόμη και σε τελευταίας τεχνολογίας σύστημα, ένιωθες πως από στιγμή σε στιγμή θα έβαζαν φωτιά στο πενιχρό hardware. Wing Commander, The Beast Within, Under A Killing Moon, Grand Theft Auto: San Andreas, Vampire The Masquerade: Bloodlines, Assassin’s Creed: Unity, Witcher III, Red Dead Redemption 2 και πλέον, στην κορυφή όλων, Alan Wake 2.
Ίσως ο συντομότερος και ευθύτερος τρόπος να περιγράψω το καθοριστικό αριστούργημα της Remedy (TL;DR για υποψήφιους διδάκτορες Φιλολογίας) είναι: Η καλύτερη σαιζόν του True Detective, γραμμένη από το Stephen King και σκηνοθετημένη από τον Προστάτη Άγιο της Λυσεργικής Χαράς, David Lynch. Δίχως την παραμικρή υπερβολή. Χρειάστηκα περίπου τρεις μήνες προκειμένου να ολοκληρώσω το σαραντάωρο τούτο ταξίδι στη Αξημέρωτη Νύχτα και ακόμη και από τα βάθη του μπαμπακουλοτσακισμένου μου κάτεργου, μετά βίας κρατήθηκα να μην πέσω με τα μούτρα στο Final Draft, το ιδιότυπο New Game+ του παιχνιδιού, μόλις επέστρεψα στο αρχικό μενού.
Το κείμενο που ακολουθεί, δεν αποτελεί επισκόπηση του τίτλου. Τέτοιες μυθικές πολυτέλειες ίσως συνέβαιναν δεκαετίες πριν, σ’ έναν ανέμελο κόσμο, όπου ο ύπνος θεωρείτο δεδομένος. Ο ελεύθερος χρόνος, φυσικό δικαίωμα. Κάποια παραίσθηση μακάριου εφήβου. Ήθελα όμως να μοιραστώ, έστω και τηλεγραφικά, τον τεράστιο ενθουσιασμό μου για το σκοτεινό τούτο έπος.
Ένα δημιούργημα αναπολογητικά εσωτερικό, το οποίο λειτουργεί σαν σύνοψη και ταυτόχρονα συνέχεια ολόκληρου του έργου της εταιρείας. Η μυθοπλασία του αγκαλιάζει οτιδήποτε έχει κυκλοφορήσει ποτέ η Remedy (Ναι, ακόμη και το Death Rally), το παρουσιάζει και εξελίσσει καθηλωτικά. Διάβολε, κατόρθωσαν ακόμη και τον βουπάκο από το Quantum Break να φτιάξουν μάγκα. Είναι σχεδόν αδιανόητο.
Παίζοντας το Alan Wake 2, αρχικά νιώθεις ενθουσιασμό και χαρά που επιβεβαιώνονται οι οπαδικές προσδοκίες σου. Όλα προχωράνε όμορφα και αναμενόμενα. Μετά τελειώνει η εισαγωγή και ξεκινά το πραγματικό παιχνίδι. Έχασα το μέτρημα από το πόσες φορές πετάχτηκα από τον καναπέ ουρλιάζοντας ‘ΖΟΜΠΛΑΧΕΧΟΥΑΓΚΑ ΓΚΑΓΚΑΜΠΟΥΓΚΟΥ’ αντιμέτωπος με τη φιλοδοξία της γραφής και την άψογη εικαστική παρουσίαση.
Ο αινιγματικός Thomas Zane και το χαμένο φιλμ του, Yoton Yo. Οι Ιππότες της Καλεβάλα και ο Χάραλντ της Καρδιάς μας στο ρόλο των δίδυμων Αδελφών Κοσκέλα. Το ανατριχιαστικό πάρκο Coffee World με τις…ιδιαίτερες ατραξιόν και ο απόλυτος φόρος τιμής στην Λάμψη του Stephen King, Oceanview Hotel. Οι απελπισμένες αναμετρήσεις με τον δαιμονικό Scratch. Η Αίρεση του Λόγου και η Αίρεση του Δέντρου. Η Μαύρη Πυραμίδα. Το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ελέγχου. Η τελευταία έκθεση της Άλις. Ο Διακόπτης.
Έχω μια πεποίθηση, μια ζουρλή, αβάσιμη πεποίθηση, πως υπάρχουν άλλοι κόσμοι. Κι εκεί, κατοικούν όντα μοχθηρά, όντα θαυμάσια, δυνάμεις και έδρες ασύλληπτες για την συνείδησή μας. Το Alan Wake το ξέρει αυτό. Ο Sam Lake το ξέρει αυτό. Κι έφτιαξε ένα παιχνίδι γεμάτο μουσική, κινηματογραφικές σεκάνς, εσωτερική φιλοσοφία, αναρχικό, διεστραμμένο χιούμορ και ένα υπέροχο μυστήριο, με όχι όλες, αλλά μια από τις σημαντικότερες, απαντήσεις.
Δίσκος από μπάντα που βρυχάται κόντρα στο λυκόφως. Τελευταίο, χαμένο φιλμ του Σκορσέζε. Ένα Άγιο Δισκοπότηρο του Gaming, καμωμένο από Σκοτάδι και Φως, Λόγο και Ουσία. Βιώνοντας το Alan Wake 2 αισθάνεσαι ότι παίζεις το Παιχνίδι της Χρονιάς του 2034 και συνάμα, πως η οθόνη γεμίζει με κάτι που είχες πάντα μέσα σου. Οι λέξεις δεν αρκούν για να περιγραφεί το ταξίδι.
Αν άγγιξε ποτέ παιχνίδι τα όρια του μεταφυσικού, είναι αυτό.
Ραντεβού το 30ΧΧ.